ΕΞΩΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ

Μετά είναι η μοναξιά. Μια διαφορετική μοναξιά από ‘κεινες που γνωρίζουν οι άλλοι. Την βρίσκεις εκεί, πίσω απ΄την πόρτα του σπιτιού μόλις το κλειδί κάνει εκείνο το κλακ και παραμερίσει η πόρτα.
Ανοίγει τότε η μεγάλη τρύπα που πιάνει όλο το σπίτι, σε καταπίνει και περιδινίζεσαι μέσα της μέχρι το επόμενο βράδυ. Για την ακρίβεια, μέχρι τη στιγμή που το βουρτσάκι του μέηκ απ φορτωμένο μπογιά θα αρχίσει να χαϊδεύει τοξενυχτισμένο πρόσωπο, ως την ώρα που ο εαυτός θα είναι έτοιμος για να βγεί να περπατήσει εκείνα τα μαρτυρικά διακόσια μέτρα μέχρι το πόστο στον δρόμο.
Σ’ εκείνα τα μέτρα μέσα δεν ανήκεις σε κανένα σύμπαν. Είσαι και ο κάτοικος της γειτονιάς, εισαι και η ντροπή της. Μέχρι να φτάσεις στην πασαρέλλα.
Και εκεί, όλα μπαίνουν στην θέση τους, ταιριάζουν όλα άψογα. Οι γόβες, το έντονο μακιγιάζ, η ξανθειά περούκα, το βάδισμα.

Μετά είναι ο μεγάλος δρόμος. Με τα κλεισμένα μαγαζιά που στα θεόρατα τζάμια τους τα περαστικά αυτοκίνητα γίνονται τόσα κι΄άλλα τόσα. Τα φώτα πάνε κι΄έρχονται από παντού, και κάποια στιγμή, εκεί γύρω στις τέσσερεις, τα χάνεις, ζαλίζεσαι. Είναι η πιό επικίνδυνη ώρα. Βγαίνουν από τα στριπτιτζάδικα και απ΄τα μπουζούκια κι΄έρχονται για χαβαλέ, για να σπάσουν πλάκα με το ψηλό αγόρι που ντύνεται γυναίκα και πουλάει τις δυό όψεις του εαυτού του, ανάλογα με τις επιθυμίες του πελάτη. Του πελάτη, που ζητάει μιάν αλάνα για ν΄αφήσει το μέσα του θηρίο ελεύθερο.

Και είναι και όλοι εκείνοι που περνάνε και ξαναπερνάνε μόνο για να στήσουν μια φαντασίωση, να πλάσουν ένα φάντασμα σκοτεινό, κατάδικό τους, που θα διαλέγουν εκείνοι πότε θα το αφήνουν να τους τρομάζει.

Μετά κάποιο βράδυ πέρασε ‘κείνος με το ποδήλατο. Αναβόσβηναν κάτι φωτάκια μπρός και πίσω, είχε μια τσάντα περασμένη χιαστί ,κατηφόριζε χωρίς πετάλι, δίχως ζόρι. Τού ήρθε μια εικόνα για μιάς, το μεγάλο εμπορικό στο χωριό, εκεί που κατέληγε η κατηφόρα που πέρναγε εμπρός απ΄το μνημείο πεσόντων, εκεί ακριβώς που σηκώναν τα πόδια απ΄τα πετάλια και τ’ αφήναν να ζυγίζονται στα πλάγια σαν τα κουπιά της βάρκας και τους έδινε μια σπρωξιά η κατηφόρα και έτρεχαν, έτρεχαν, έτρεχαν μέχρι που έπεφταν με έναν μουντό γδούπο πάνω στα σακκιά με την ζωοτροφή που ήταν στοιβαγμένα έξω, στους τοίχους του εμπορικού και τότε φώναζε ο κυρ-Αργύρης.

Είχε γυρίσει να κοιτάξει το ποδήλατο και τότε σφήνωσε το τακούνι του στις πλάκες του πεζοδρομίου, παραπάτησε, έπεσε στο πλάι σηκώνοντας το τσαντάκι ψηλά για να μην αδειάσει στο πεζοδρόμιο το γυναικείο του περιεχόμενο, πρώτη φορά έπεφτε έτσι και του φάνηκε σα να είχε καθαιρεθεί από κάποιον θρόνο, σαν και δε θάφτανε να ξανανέβει ποτέ πιά.
Ο ποδηλάτης σταμάτησε, γύρισε πίσω, πήγε κοντά, γονάτισε να τον βοηθήσει, και τού είπε: «Χτύπησες, ρε κοπελιά;» Σηκώθηκε, «ευχαριστώ», τούπε χωρίς να τον κοιτάξει στα μάτια, «ευχαριστώ, καλά είμαι».
Και ντράπηκε.
Πόσα χρόνια είχε να νιώσει ντροπή, πόσα χρόνια είχε να νιώσει ντροπή...
Με τους άλλους ήταν μια ενόχληση και τίποτε άλλο. Ούτε προσβαλλόταν από τα πειράγματα το μεσημέρι, που έβγαινε στην γειτονιά για ψώνια, άβαφτος, αφτιασίδωτος, αξύριστος, μιά γυναίκα σε κορμί άντρα. Τί να τού προσβάλλει κάποιος που δεν τόχε προσβάλλει ο ίδιος πρώτα στον εαυτό του ή που, τουλάχιστον, δεν το είχε πάρει σαν οριστική απόφαση για την ζωή που διάλεξε.

Μα εκείνο το «κοπελιά» τον χτύπησε βαθειά, μέσα-κατάμεσα, σε ό,τι είχε απομείνει από αυτό που κάποτε ήταν ο αλλοτινός εαυτός του. Τού 'χε μιλήσει σα να τον έβλεπε για ‘κείνο που πάσχιζε με κάθε τρόπο να είναι. Κι΄αυτό ήθελε μια ευγένεια που ήταν τόσο έμφυτη, τόσο ριζωμένη, που βγήκε αυθόρμητα. Και την ίδια στιγμή, τον είχε άθελά του προσβάλλει. Μα αυτό δεν θα μπορούσε ο ποδηλάτης να τό 'χει σκεφτεί, πόσο μάλλον να το φανταστεί εκ των υστέρων. Όσο δεν τον είχε κλονίσει ο χρόνος που πέρναγε σωρρεύοντας πάνω του κάθε είδους άρνηση για μια συμβατική ζωή, τον κλόνισε εκείνη η βραδυά.

Πήγε με τους επόμενους δυό πελάτες κυττάζοντας σαν για πρώτη φορά γύρω του τον «περιβάλλον εργασίας του»: την είσοδο του ξενοδοχείου από το πάρκινγκ, το επιτηδευμένα χαμηλωμένο βλέμμα του ρεσεψιονίστ, το ζεστό ακόμα κλειδί, το ασανσέρ, την βιασμένη ανάσα του πελάτη πίσω του, το πάντα αναμμένο πορτατίφ, τις αδέξιες κινήσεις τού ενός στο γδύσιμο με τις έμπειρες του άλλου, έπειτα εκείνο το αλλόκοτο συνεύρεμα, το ντους, την περί ανέμων και υδάτων συζήτηση στην επιστροφή στο πόστο του με το αυτοκίνητο του πελάτη.

Δυό πελάτες και μετά γρήγορα σπίτι. Είχε βροντήξει την πόρτα πίσω του, τέσσερεις το πρωί. Ο κύριος Κολιόπουλος, ο διαχειριστής, στεκάμενος στην άκρη του πλατύσκαλου θα του έκανε παρατήρηση αύριο. Την περούκα την είχε τραβήξει απ΄το κεφάλι του στα λίγα μέτρα απ΄την γωνία, μετά είχε πάρει στο χέρι και τα ψηλοτάκουνα, βάδισε ξυπόλητος.
Κυττάχτηκε στον καθρέφτη. Περίεργο. Δεν το μισούσε αυτό το πλάσμα που έβλεπε να του ανταποδίδει την έντονη ματιά. Δεν ένιωσε κάν να θέλει να κλάψει. Πλησίασε κοντά, σα νάθελε να περάσει το κεφάλι του στην άλλη πλευρά του καθρέφτη. Έβλεπε πίσω απ’ το θάμπος της ανάσας του τις λίγες, ψιλές ρυτίδες, τα πρησμένα χείλια, τα ερεθισμένα ματοτσίνορα, τις άβαφες ρίζες των μαλλιών του. Χάιδεψε ζωηρά το πρόσωπό του, σαν το χάδι στο πρόσωπο ενός νεκρού. Ένιωθε, ένιωθε... Πλύθηκε σαν πεντάχρονος, σκορπώντας νερά παντού τριγύρω.

Βγήκε στην βεράντα της κουζίνας και ξεχάστηκε χαζεύοντας τον συνταξιούχο στο πλυσταριό της απέναντι μονοκατοικίας, που κάθε πρωί ανέβαινε για να φτιάξει τον καφέ του εκεί πάνω. Δεν είχε ύπνο.
Σκέφτηκε ένα ποδήλατο να ρολλάρει στην κατηφόρα εύκολα, χωρίς καμμιά προσπάθεια. Έκλεισε τα μάτια.
Φαντάστηκε πως δεν ακουμπάει καν τα χέρια του στα φρένα, πως αφήνει για την τελευταία στιγμή το φρενάρισμα, να λιγώσει από την αγωνία, να νιώσει στα σκέλια του εκείνη την μικρή ηδονή που στάζει ο ελεγχόμενος κίνδυνος.

Έφερε στο μυαλό του έναν προς έναν τους φίλους του στο χωριό. Δεν έμαθαν ποτέ. Φρόντισε να ξέρουν πως έφυγε για τον Καναδά. Οι συγγενείς, το ίδιο.
Ο Καναδάς του ήταν εδώ, ήταν αυτή η πλαστική, φτενή καρέκλα που είχε γαριάσει απ΄ τον καιρό, ήταν τα πάντα κατεβασμένα ρολλά, το άδειο σπίτι, οι δυό γελοίες αφίσες με εξωτικά τοπία στον τοίχο, οι περιστασιακοί φίλοι που είχαν στο μυαλό τους μόνον ένα τσάμπα πήδημα, το περιορισμένο δρομολόγιο σπίτι-πεζοδρόμιο και καμμιά φορά και μέχρι το καλλυντικάδικο. Καναδάς. Μα και ’δω ξενητειά ήτανε...

Σβήναν όλα. Όσο ο Ήλιος έπαιρνε τον ανήφορο, σβήναν όλα,ξεθώριαζαν, μένανε σχήματα μέσα σ΄ένα φως τόσο δυνατό, που πέρναγε μέσα απ΄τα κλειστά βλέφαρά του ανέπαφο.
Έτσι ήταν λοιπόν, ο πρωινός Ήλιος... Ωραίος ήταν...
Έγειρε το κεφάλι πίσω, ακούμπησε στον τοίχο και πρέπει να αποκοιμήθηκε για κανένα εικοσάλεπτο. Ονειρεύτηκε ένα κενό, ένα τίποτα, ίσως μάλιστα, να αντίκρυσε το μηδέν το ίδιο.

Ύστερα, οι εργάτες φόρτωσαν τα υπάρχοντά του σ’ ένα μικρό φορτηγό με μουσαμά. Ο ίδιος πήγε μέχρι την καμπίνα του οδηγού, του έδωσε ένα σημείωμα με την διεύθυνση, εκείνος χωρίς να γυρίσει έβαλε μπρος, έστριψε στην Χαροκόπου, χάθηκε. Οι γείτονες, ανακουφισμένοι, είχαν βγει και έκαναν μερικές επείγουσες δουλειές, όλες στα μπροστινά μπαλκόνια.
Πέρασε τη μοδάτη κρεπερί, μπήκε στο καφενείο, πήρε ένα διπλό ελληνικό σε πλαστικό, άκουσε τον καφετζή που τού 'πε πως τον κερνάει. Πέταξε δυό ΕΥΡΩ στον τσίγκινο δίσκο και βγήκε. Καλημέρα. Στους τοίχους του ξενοίκιαστου σπιτιού έχασκαν δύο εξωτικά τοπία.

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
scrabler
Εικόνα scrabler
Απών/απούσα

Διαβάζοντας μου 'ρθανε στο μιαλό όλα, στερεότυπα, ρατσισμός, έμφυλες σχέσεις, κουβέντες, φιλόσοφοι, μοναξιά, κοινωνικό και βιολογικό φύλο. Αποφάσισα να τα αφήσω στην άκρη και να απολαύσω το κείμενό σου ως έχει.

Σ ευχαριστουμε για τη μοιρασιά.

ΥΓ: Καλοκαιριάτικη παραγωγή και δημιουργία σημαίνει δύσκολη εποχή για πρίγκιπες.

Vale
Απών/απούσα

Ρε συ ofios, οι άγγελοι κρύβονται καλά, κι αυτό είναι κάτι που μόνο οι ασήμαντοι μπορούν να δουν. Είσαι υπέροχα ασήμαντος. Βλέπεις πολλά κι αυτό δεν είναι και καλό, πονάει.
Να πω κι εγώ κάτι.
Μου θύμησες το σχολειό, τότε που η μαλακία ήταν άθλημα. Σφεντόνες όλοι, όμορφα χρόνια.
Θυμήθηκα λοιπόν, ένα “παράξενο”, πούστη τον λέγαν οι περισσότεροι. Ο πατέρας του παλιατζής κι έμεναν σ' ένα ερείπιο. Μάνα δεν είχε, είχε άλλα δύο αδέρφια, αυτός ο μεγαλύτερος και μέσα σε λάθος σώμα. Ποτέ δεν τον καλούσαν σε πάρτι και τα σχετικά (τώρα πούστη σε πάρτι, τότε, δεν).
Σε ένα και μοναδικό, τον είχαν καλέσει, ίσως επειδή τελειώναμε τις τάξεις και μεγαλώναμε. Καθόταν σε μια άκρη, θυμάμαι ρε συ, φορούσε μια φαρδιά πουκαμίσα, λευκή με τεράστιες μαύρες βούλες, σπαστό κατάμαυρο μαλλί και πολλά αρώματα. Εκεί δεν άντεξα, του έπιασα κουβέντα. Τόση μοναξιά δεν είχα δει μέχρι τότε, δεν πρέπει να υπάρχει και σε πολλούς, μόνο στους “παράξενους”.

Σημ. Υπέροχος. Να είσαι πάντα καλά, μου έφτιαξες το μίζερο βραδάκι.

retarded_crew
Εικόνα retarded_crew
Απών/απούσα

Vale wrote:

Θυμήθηκα λοιπόν, ένα “παράξενο”...Εκεί δεν άντεξα, του έπιασα κουβέντα. Τόση μοναξιά δεν είχα δει μέχρι τότε, .

ξεδίπλωσε το αλήτη κόϋΝερ

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

...με άγγιξε τόσο αυτό το κείμενο,
ένας μακρινός, άγνωστος για μένα κόσμος, που τον ακούω σε περιγραφές και ανταποκρίσεις.
Ίσως γιατί εδώ αντίκρυσα το μηδέν το ίδιο, όπως ο ήρωάς σου στον καθέφτη...
Ίσως φταίνε και αυτοί οι Καραμάζοβ, που επιμένουν να συνοδεύουν τα βράδια μου στη βεράντα, με το απύθμενο, μα τόσο ανθρώπινο, χάος τους.
Μα πιο πολύ μου άρεσε που στο τέλος
αχνοφέγγει κάποιο είδος κάθαρσης.
Έχει δίκιο αυτός που είπε ότι κάποιοι ''ασήμαντοι'' βλέπουν πράγματα που οι πολλοί δεν βλέπουν.
Κι όπως πάντα αφήνεις την πιο δυνατή πρόταση για το τέλος.

christopanagia
Εικόνα christopanagia
Απών/απούσα

...μια που το 'φερ' η κουβεντα ,θυμηθηκα το περιπτερο εκει στην κανιγγος ,εξω απο τον "πανταζωνα" με τα ρουχα ,αναμεσα στα διαφορα περιθωριακα και αντεργκραουντ εντυπα ( "σπαστης" ,"ρηξη" ,"αναρχος" ) υπηρχε και το "κραξιμο" ,περιοδικο επαναστατικης ομοφυλοφιλης εκφρασης ,που εξεδιδε το τραβελι "παολα" ,μοτο του ηταν το "καθε εργασια με σκοπο το κερδος ειναι πορνεια" ,τραβεστι ακτιβισμος...

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
contact