Το πρωί που βγήκα βόλτα στον παραλιακό δρόμο, συνάντησα δυο γεροντάκια που καβάλα στα ποδήλατά τους, έκαναν τον πρωινό τους περίπατο. Για λίγα μέτρα τους έκανα κι εγώ παρέα κι άκουσα λίγα από αυτά που συζητούσαν. Επειδή δεν συστηθήκαμε όμως, δεν έμαθα τα ονόματά τους κι έτσι, για τις ανάγκες της ιστορίας, θα αποκαλώ τον ένα στωικό και τον άλλο κυνικό.
Κυνικός: Κοίτα, κοίτα πως πετούν τα χελιδόνια, έτσι φεύγουνε τα χρόνια, πετούν γλυκά στον χρόνο και σε αφήνουν στάσιμο, να τα ακολουθείς με το βλέμμα...
Στωικός: Μα αν τα κοιτάξεις πιο καλά, θα δεις πως είναι δυνατά, πως πάνε στους ανέμους κόντρα για να φτάσουν στ' ανοιχτά!
Κυνικός: Κι αυτό το σπίτι ερειπωμένο, χρόνια ακατοίκητο κι εγκαταλελειμμένο, όνειρα για τα μέλλοντα δεν έχει, παρά σοβάδες που γλιστρούν σαν μνήμες...
Στωικός: Γιατί κάποτε στους τοίχους του στοίβαζε αγάπη και ελπίδα κι ήταν για τους ανθρώπους η πιο ζεστή γωνιά του κόσμου, το δοχείο που κρατούσε το ποτό που τις νεανικές καρδιές μεθά...
Κυνικός: Και εκείνο το πεύκο που ξεράθηκε, ένιωσε το κάλεσμα του χρόνου...
Στωικός: Και πρόλαβε να σπείρει άλλα πεύκα, στον ίσκιο τους όταν φτάσει η ώρα να ξαπλώσει, κι όχι κάτω από τον ήλιο της μοναξιάς που ξεραίνει κι ερημώνει...
Κυνικός: Και για τα σύννεφα που είναι ατμός τι έχεις να πεις; Σάμπως και αύριο θα είναι εκεί;
Στωικός: Σου λέω πως όχι! Αύριο δεν θα είναι εκεί. Θα είναι λίγο πάνω μας και λίγο μέσα στο νερό κι ακόμα λίγο μέσα στις λέξεις μας, όταν για εκείνα θα μιλάμε...
Ξαφνικά το ποδήλατο του Στωικού χτύπησε σε μια λακκούβα και με έναν γδούπο έπεσε στο έδαφος. Ο φίλος του πήγε να τον βοηθήσει και σταμάτησα κι εγώ κι έτρεξα κοντά τους... Τον πιάσαμε από τα μπράτσα για να τον σηκώσουμε.
Κυνικός: Το βλέπεις; Κάθε πράγμα στον καιρό του. Στην ηλικία μας το ποδήλατο είναι επικίνδυνο, να δεις που πάλι το έσπασες το πόδι...
Στωικός: Κι εσύ να δεις που πάλι στο νοσοκομείο η Γαριφαλιά, με την λυγερή μέση και τα βελούδινα μαλλιά θα με περιποιηθεί, όπως όταν ράγισα τον καρπό μου τις προάλλες. Κι αν θες και στοίχημα σου βάζω, πως σαν εμένα θα φροντίζει και εγώ θα την κάνω να γελά, εσύ κακομοίρη μου θα βρίζεις, πως δεν είσαι πια νέος για να την κατακτήσεις. Κι έτσι, οι γαριφαλιές της ζωής από τα χέρια σου, πάντα θα γλιστράνε, χωρίς να προλαβαίνεις, ούτε το άρωμα τους να γευθείς...
Ότι καλύτερο έχω διαβάσει εδώ και πολύ καιρό.
Ευχαριστώ
πολύ μου άρεσε να το διαβάσω, υπέροχα!
Συγχαρητήρια
όμορφο και δουλεμένο.
Ο τρόπος που γράφεις... Μ` αρέσει.
όλα τα κείμενα που έχεις ανεβάσει για πρώτη φορά, σήμερα, πριν από λίγο.
Αυτό είναι το αποκορύφωμα(τουλάχιστον μέχρι στιγμής). Θα ξυπνάω και θα τσεκάρω το blog κάθε μέρα για να μου φτιάχνεις τη διάθεση, να παίρνω την απαραίτητη δόση ποδηλατολογοτεχνίας και να σκάω ένα χαμόγελο!Danke!!!!!
για όλα αυτά τα πολύ όμορφα πράγματα που γράψατε πιο πάνω, θέλω να ξέρετε πως ακόμα περισσότερη χαρά θα μου δίνατε αν δημιουργούσατε κι εσείς... Ότι μπορεί ο καθένας! Τότε μάλιστα, θα ήμουν περήφανος για τους σπόρους μου, όπως ελπίζω και κάποιοι άλλοι, που μου έδωσαν τον δικό τους σπόρο...
Θαυμάσιο.
Το φαντάζομαι εικονογραφημένο με σκληρό χρωματιστό εξώφυλλο.