Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΛΟΥΚΙΤΣΑ ΜΑΣ

Το ωρολόγιον έδειχνε οκτώ παρά τέτραδο επί μονίμου βάσεως. Ήχος ουδείς και ποσώς ακούγετο εξ αυτού. Δεν εκορδίζετο, δίκην αποτίσεως τιμής εις έρωταν μεγάλον πλην όμως ατυχήν, μετά του οποίου την επάτησεν ως κατσαρίδα επί του πατώματος της κουζίνης συνθλιβείσα υπό χειροκινήτου πασουμίου. Έρως όστις οδήγησεν την πάλαι ποτέ κόρην εις την αιωνίαν παρθενίαν, τον δε αγορίσκον εις τας χείρας καλοβαλμένης, τόσον λεφτικώς όσο και εμφανισιακώς, επαναπατρισθείσας χήρας εκ της αλλοδαπής.

Ήτο η ώρα καθ’ ην ο Ζαχαρίας, ο αγορίσκος ούτως ειπείν, είχεν επιβιβασθεί επί του Αθηναι-Λιανοκλάδι-Ορεστειάδα προ είκοσι και πλέον ετών. Έκτοτε η Λουκίτσα είχεν απομείνει μόνη ως κληματαριά κρεμαμένη επί κρεββατίνας εγκαταλελλειμένης οικίας, ήγουν, αφρόντιστη, απότιστη, ακλάδευτη και ακορφολόγητη.

Βέβαια, είναι αλήθεια ότι, τα παιδάρια των δεκαέξ και άνω ετών που έβγαζαν μεροκαματάκιον εις τον μανάβην, τον μπακάλην, τον χασαπάκον και τον ψωμάν, εγούσταρον μετά μανιός να μεταφέρουν τα οψώνια στην κάμαρη τής αιωνίου παρθένου ακόμη και μέσα στην κάψα του θέρους, ακόμη και μέσα στο τσουχτερίδικο κρύο και τ’ αγιάζι του αδυσωπήτου χειμώνος.
Και καθυστερούσαν σημαντικώς, ενώ ετσαλάκωναν, κατά την μεταφοράν, και μάλλον και κατά την τακτοποίησιν των οψωνίων εις τα ράφια της Λουκίτσας, τα υποκάμισά των, ενίοτε δε και η μαλούρα τους απέβαινεν ανακατωμένη πλέον του πρέποντος, τα δε ποδάρια των έτρεμαν ως κάλαμοι εις τον βορέαν κατά την επάνοδον εν τω καταστήματι, ούτως ειπείν.

Η δεσποινίς Λουκίτσα, το λοιπό, επέρνα τας ώρας της εσπέρος επί ξύλινης καρεκλός έξωθεν του δωματίου και επί των εναλλάξ ασπρομαύρων πλακακίων τεθείσας, ατενίζουσα καθ’ ολιγάκι τον γαλανόν ουρανόν, εκπέμπουσα κατά άτακτα διαστήματα ευάκουστα «Αχχχ» και συνήθως «Ωχχχχ», πλειστάκις δε, τα εσυνόδευε μετά της επικλήσεως «Μάνα μου...».
Η γειτονιά είχε αποφασίσει ότι η τύχη τούς είχε κτυπήσει την καγκελόπορτα τής κοινοχρήστου αυλής και δι’ εκ ταύτου, τέτοια οσία προσωπικότης συναυλίζετο μαζί τους ένθα τσίκναι συκωτακίων αναμεμειγμένων μετά κρομμυδίων αποσταλμένων από το χωριό, έπνιγον κάθε ίχνος ρωμαντισμού και μάλιστα, κατά τα βιολετιά χρωματισμένα απογιόματα μηνός Μαΐου, άτινα επνίγοντο εντός της συκωτακίλας ταύτης, ήτις έμελλε να στιγματίσει με την βάρβαρον οσμήν της τας μνήμας της κοινοχρήστου αυλής.
Μόνον, όμως, η δεσποινίς Λουκίτσα μεταξύ των ενοίκων των πέριξ δωματίων διετήρη τοιούτου είδους μνήμας και μάλλον, εκ της στερήσεως εις την οποία ήτο αυτοαναγκασμένη ένεκα της διατήρησης της εικόνος της σεπτής και λιγοφάγου.
Ουφ, το ξεστόμισα...

Έπιπτον, εις το γύρισμα της εποχής, τα φύλλα τριγύρωθεν της πάλαι ποτέ νεάνιδος, έτυπτον αι χονδραί στάλαι της εξάφνου φθινοπωρινής βρόχας τα μάγουλά της, εθώπευε τους ευμεγέθεις και κατά το μεγαλύτερον μέρος εκτεθειμένους μαστούς της, το απαλόν του Οκτωβρίου αεράκι και ο μέλας το πρόσωπον Αριστομένης ατένιζε όπισθεν του στίλβοντος παραθύρου τού ισογείου μετά μπόλικης ταραχής την δεσποινίς Λουκίτσαν να στενάζει ως δεκαοκτούτης σκύλος μασαμπουκιάσας έως σκασμού.

Μοναξιά”, επέρασεν ως ιππήλατον τροχάζων επί κατηφόρου η σκέψις διαμέσου του μυαλού της, ως ειπείν σε δεπτερόλεπτα διότι η διαδρομή ήτο ασήμαντος, “Μοναξιά” αντήχησαν και οι τοίχοι της καρδιάς της και ένα δάκρυ εστάθη εις την άκρην του ρίμελ, που εκάλυπτε πλουσιοπαρόχως τον δεξιόν οφθαλμόν της και μάλλον θα εκάλυπτε και τον αριστερόν της, αλλά, από εδώ που κάθημαι δεν φαίνεται ο αριστερός της.

Η πάλαι ποτέ Λουκίτσα και νυν Λουκία εστάθη ορθία και εκατέβασε το μεσοβράκι που της είχε σφηνώσει μεταξύ των εξεχόντων της καθέκλας οπισθίων της, έσιαξε και τους φραμπαλάδες του φορέματός της πέριξ του λαιμού και εστράφη αποτόμως προς την κλίμακα που ανέβαινε στο δωμάτιό της σε απέλπιδα προσπάθειαν να ανεμίσει η μέλαινα κώμη της, αλλά, ένεκα του μπροσθοβαρούς τής κατασκευής της με την οποίαν την επροίκισεν η μήτηρ της και τα άτιμα προσφάτως ανακαλυπτέντα γονίδια, περιεστράφη ολίγας μοίρας επιπλέον του επιτρεπτού και ωσονούπω εσωριάσθη μετά πατάγου και δι΄αρκετήν ώραν έως ότου φτάσει και το τελευταίο τεμάχιον του σώματός της εις επαφήν με το έδαφος και δη, με τα πλακάκια άτινα απόνως εκάλυπτον την αυλήν, ενώ ταυτοχρόνως και αστραπιαίως εκραύγαζεν περιστροφικώς “Ισουσχριστόσνικάει !” απλώνοντας τα παχυλά μπράτσα της εκατέρωθεν του σώματός της δίνοντας έτσι εικόναν χορευτού μερακλωμένου χορεύοντος τον Καλαματιανόν.

Το “Μπαφ” ηκούσθη ηχηρόν και εκ του παραθύρου της γραίας Ηρακλίτσας, χήρας εις τον δεύτερον άνδραν της εδώ και τριάντα χρόνια, φωνή υψίσυχνος διέσχισε την αυλήν:
Μη βροντάτε την πόρτα παναθεματαπεθαμένα σας, αγιόπαιδα!” και την φωνήν ηκολούθησεν η κεφαλή της γραίας κύπτουσα έξωθεν του παραθυρακίου.

Ωχού, κακοπόπαθες η έρμη, Λουκίτσα μου!” τσίριξε η Ηρακλίτσα βλέπουσα την πάλαι ποτέ ορθία Λουκίτσα κυλιομένην επί του εδάφους εις μιαν προσπάθειαν να επανέλθει εις την προτέραν αξιοπρεπήν στάσιν και η κεφαλή εχάθη όπισθεν του παραθύρου δια να επανέλθει, επί του σώματος αυτήν την φορά, ορμωμένη εκ της θυρός του δωματίου εις την κοινόχρηστον αυλήν, ήτις εμαστίζετο πλέον από χονδρούς όμβρους βροχής.
Πριν όμως προφτάσει η πάλαι ποτέ νέα Ηρακλίτσα να απλώσει την χείραν της προς την σαλεύουσαν μάζαν, ταχύς ίσκιος, ως εφάνη εις την γραίαν, επλησίασεν την Λουκίτσαν και γραπώνοντάς την κάτωθεν των μασχαλών, με ελαφράν ευκαιριακήν προέκτασιν προς τα πλευροβύζια, τής απεκατέστησε την προ ολίγου και δι' ολιγάκι χαμένη αξιοπρέπειάν της επαναφέροντάς την εις την ορθίαν θέσιν.

Η, άρτι επαναπροσδιορισθείσα ως δεσποινίς, Λουκίτσα ησθάνθη να καλύπτεται υπό αμπεχώνου βαρέως πλην όμως, μυρίζοντος εντόνως ανδρίλα και ελύγισαν ξανά οι πολύπαθοι γόνες της, και πάλιν όμως, στιβαραί χείρες πέριξ των ώμων της και ευκαιριακώς φτάνουσαι έως το πανωβύζι, την εστήριξαν δια δευτέραν φοράν εντός ολίγων δεπτερολέπτων, διότι λεπτό δεν είχε προλάβει να παρέλθει ακόμη, και φωνή Αριστομένους ηκούσθη “Μη φοβού δεσποινίς Λουκία! Σε κρατώ και σε προχωράω και στη σκάλα άμα θες, αρκεί να φτάσεις ασφαλής στο τσαρδάκι σου!”

Και όσο βάρβαρος και ρεμπετογενής και εάν εφάνη εις την Λουκίτσαν ο όρος “τσαρδάκι”, δεν της εκακοφάνη όμως, να τύχει συνοδείας μέχρι την θύραν, του μέχρι μόλις πρότινος θλιβερού δωματίου της.

Έκτοτε, τα οψώνια ανέμενον τον Αριστομένην εις τας παρειάς της κλίμακος της οδηγούσης εις το δωμάτιον της Λουκίτσας και ουδέν μειράκιον επετρέπετο να ανέλθει την κλίμακα προς τακτοποίησιν των οψωνίων εις τα ράφια. Την είχεν αναλάβει την εργολαβίαν ο Αριστομένης.
Και τον επόμενον Μάϊον η Λουκίτσα εγεύθη δια πρώτην φοράν συκωτάκια ψητά επί της κοινοχρήστου εσχάρας της κοινοχρήστου αυλής και ανεφώνησεν ως εσυνήθιζεν “Ααααχ, μάνα μου!”, δι' άλλον λόγον όμως αυτήν την φοράν...

Του κειμένου τέλος και ποδήλατον ουδαμώς ενεφανίσθη, ένεκα ο συγραφέφς έχει καιρό να κάνει και το ηγνόησε εντελώς.
Να μην επαναληφθεί περικαλώ...

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
Sotos62
Εικόνα Sotos62
Απών/απούσα

...ότι έπιασες ταβάνι και πάντα ξεγελιέμαι.

Για το α-ποδήλατο της συγγραφής,συγχωράσαι.

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

Πώς εσκέφθης να παίξεις με τον Παπαδιαμάντη και το γλωσσικό του ιδίωμα?
Για μικρά εκφραστικά λαθάκια επίσης συγχωρείσαι, αφού...
υπάρχει ωραίο τέλος, που αρέσει στη BookLuv,
καθώς και ερωτική αποκατάστασις της μοναχικής ψυχής.

Ainastros
Απών/απούσα

με την καθαρευουσιάνικη διαλεκτο γίνεται πιο βρώμικο ..της λουκίτσας το κάγκελο..εύγε

tkant
Εικόνα tkant
Απών/απούσα

...επειδή είναι η πρώτη φορά που μπόρεσα να καταλάβω την ψυχοσύνθεση που μπορεί να κρύβει (και να ταυτιστώ με) ένα πλακάκι.

ofios
Απών/απούσα

Λοιπόν, αυτό είναι ένα από τα κείμενα που ναι μεν δεν έχουν σχέση με το ποδήλατο, αλλά, τα βάζω εδώ μέσα για να τα μοιραστώ με κάποιον.
Καμμιά φορά οι διαδικτυακοί φίλοι είναι εξίσου πολύτιμοι με τους άλλους, τους παληούς.
Χαίρεσαι να μοιράζεσαι κάτι δικό σου μαζί τους.

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

...όταν κάποιος με ρώτησε,
γιατί τα μοιράζεσαι με αγνώστους,
γιατί τα εμπιστεύεσαι σε αναγνώστες πίσω από ψευδώνυμα?
Το ίδιο δε θα ήταν αν είχα κάπου ένα δικό μου διαδικτυακό χώρο, θα είχα τον έλεγχο, ποιος τα διαβάζει?
Αν μπορούσα να τα κάνω βιβλίο, πάλι κάποιοι άγνωστοι δεν θα το αγόραζαν?
Αυτό για μένα έχει- μαζί με την αναπόφευκτη έκθεση στην κριτική-
και μια μεγάλη γοητεία.

Vale
Απών/απούσα

Θα σε δείρω. Σίγουρο.

Σημ. Θα τους πεις τι κρύβει; Όχι; Καλά.

tkant
Εικόνα tkant
Απών/απούσα

....εγώ για παράδειγμα είμαι ο tkant. Έχω κι αποδείξεις γι' αυτό. Και παρεμπιπτότως καλά κάνεις και μοιράζεσαι μαζί μας αυτά που γράφεις. Το ευχαριστιόμαστε κι εμείς όσο εσύ.

exomail2003
Εικόνα exomail2003
Απών/απούσα

Με τους υπόλοιπους, γιατί όχι καιρός να γνωριστούμε (και από κοντά δηλαδή)...

Υ.Γ: Ευχαριστούμε για άλλη μια φορά ofie.

ofios
Απών/απούσα

Δεν κανονίζουμε καμμιά μπυρίτσα κατά πεζόδρομο Γεωργάκη Ολυμπιου μεριά;;;

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

...σε μπυρίτσα ή και ποδηλατοβόλτα εντός,
μην πείτε για κανένα Σούνιο...

tkant
Εικόνα tkant
Απών/απούσα

κι εγω μεσα.

exomail2003
Εικόνα exomail2003
Απών/απούσα

http://www.podilates.gr/node/29852
και να πάμε για καμιά μπύρα πουθενά εκεί κοντά μετά;

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια