Έχει μια μυρωδιά το ύφασμα.
Την καταλαβαίνεις αφότου βγεις απ΄ όπου είναι στιβαγμένα τα τόπια.
Και σ΄ακολουθεί για ώρα, σα μυρωδιά μαγέρικου, σαν οσμή νοσοκομείου, σαν ρούχο πατηκωμένο σε μπαούλο για καιρό.
Κι΄έμενε πίσω της ακόμη και μετά από μισή ώρα πετάλι. Το καταλάβαινε απ΄τον τρόπο που την κυττάζαν οι γείτονες όταν συναντιόνταν στο ασανσέρ κι΄αποφεύγαν να ακουμπήσουν ώμους μαζί της.
Το μικρό δωματιάκι στην ταράστα της πολυκατοικίας όπου έμενε μύριζε κι΄εκείνο την ίδια μυρωδιά. Νάφταιγε άραγες, το ότι τα ρούχα της ήταν φτιαγμένα από ρετάλια του ραφτάδικου όπου δούλευε;
Ανατρίχιαζε κάθε φορά που καρφίτσωνε ύφασμα πάνω στην πάνινη κούκλα. Σκεφτόταν μια τέτοια καρφίτσα, μια σκληρή, επαγγελματική καρφίτσα για ύφασμα, όχι από τις άλλες, τις μαλακές του γραφείου, να χώνεται στο λάστιχό της κάποιο βράδυ που γύρναγε στο σπίτι της.
Ήταν βαρύ το ποδήλατο. Ολοσιδερένιο, με ένα καφάσι στην σχάρα και λάστιχα όχι και πολύ καινούργια.
Το ανέβαζε εκείνα τα απότομα δεκαπέντε σκαλοπάτια μέχρι το ασανσέρ κι΄ύστερα το έδενε στο κάγκελο με ένα αλυσσιδάκι.
Μια φορά τής το είχε ανεβάσει ένας από τον τρίτο και είχε δει στα μάτια του το πόσο βαρύ του φάνηκε, πώς την κύτταξε μετά, έτσι αδύνατη που είναι, με απορία, πώς κατάφερνε και τόφερνε βόλτα.
Ήταν ακόμη λεπτή και ευλύγιστη και εκείνες οι ψιλές ρυτίδες στις άκρες των ματιών τήν γλύκαιναν απ΄το ξεκίνημα κιόλας του χαμόγελου.
Μίλαγε ελληνικά καλά, μόνο που δεν μπορούσε να χρωματίσει την φωνή της, της έβγαιναν κάπως σαν μονότονη απαγγελία, σαν φωνή τηλεφωνήτριας Σάββατο βράδυ.
Ο φίλος της είχε αυτοκίνητο. Την είχε φέρει σπίτι ένα-δυό βράδυα κι΄ αυτή είχε αφήσει το ποδήλατο πίσω απ΄τη μεγάλη διπλή σιδερένια πόρτα του ραφτάδικου φορτωμένο με όλα τα πράματά της.
«Περίμενε», τούπε.
Και δεν πέρασε καιρός κι΄ο φίλος έπαψε να είναι φίλος και το ποδήλατο κύλησε στα σκοτεινά στενάκια της Καλλιθέας.
Είχε και μια κούκλα ραφείου, σαν εκείνες της δουλειάς, στο δωματιάκι. Την πρόλαβε πριν τα μαζέψουν όλα από τον τεράστιο όροφο της βιοτεχνίας στην οδό Αιόλου όταν έκλεισε και βρέθηκε στον δρόμο.
Λογικά θα σκεφτόταν κανείς πως θα της είχε βγάλει και όνομα, κάτι δακρύβρεχτο, νάψαχνε για παράδειγμα πώς λέγαν το αλητάκι σε μιά ταινία του βωβού κινηματογράφου. Όχι όμως. Την έλεγε απλώς κούκλα. Της μίλαγε, αυτό δεν το αρνήθηκε ποτέ και μάλλον αυτός ήταν κι΄ο λόγος που δεν της είχε όνομα. Στο Ροστόκ σπάνια φωνάζαν ο ένας τον άλλον με τ΄όνομά του, ειδικά άμα λέγαν τίποτε δικό τους.
Είναι τούτο το κείμενο τόσο άδειο από τις εικόνες που κουβαλάει μαζί της κάθε βράδυ καθημερινής που γυρνάει σπίτι πάνω στο βαρύ, μωβ ποδήλατο.
Πώς μπορεί ένα κείμενο να παρασύρει μαζί του τον νυχτερινό αέρα, να τον ανεμίσει ανάκατο με την μυρωδιά του υφάσματος που κουβαλάει γύρω της...
Πώς να βάλεις κάποιον να φανταστεί μια πενηντάρα ποδηλάτισσα να κάνει ορθοπεταλιά στα τελευταία μέτρα της διαδρομής τραγουδώντας συνάμα ένα τραγούδι στην γλώσσα της, χορεύοντας πάνω στα πετάλια σαν δεκάχρονο κορίτσι...
Λυπάμαι, μα δεν έχω λέξεις για κάτι τόσο σύντομο όσο εκείνο το πέρασμά της έξω απ΄το καφενείο όπου οι εκφωνητές αλυχτάνε στις τηλεοράσεις από πάνω μου, πλάι στον κρύο καφέ, στο γεμάτο σταχτοδοχείο, σε εκείνη τη γεύση που παίρνουν όλα μόλις στρίψει το κλειδί και χαθεί στην φωτισμένη είσοδο.
Όφιε, πάλι με μαγεύεις με το κείμενό σου. Τη βλέπω μπροστά μου, αναγνωρίζω τη μυρωδιά υφάσματος και χαίρομαι. Θα την ξαναδώ στα όνειρά μου.
Να ζήσεις
Θα είναι η κυρία που κάνει τις μεταποιήσεις στη γειτονιά μου,
που της αφιέρωσα και ένα κειμενάκι, λίγες γραμμούλες δηλαδή,
''το παλτό''.
Όχι για την ίδια, όσο για τους συνειρμούς
που με πάνε στη μακρινή πατρίδα της...
Μπορώ να τη δω και να την ακούσω
να τραγουδάει τα ''βαριά'' νοσταλγικά τραγούδια της
πάνω στο παλιό, σιδερένιο ποδήλατο.
οι παππούδες μου κρατούσαν από εκεί πάνω,
ονειρεύομαι να μάθω τη γλώσσα,
αν κάποτε πάρω σύνταξη,
για να μπορέσω να καθίσω στα θρανία,
θέλει προσοχή και προσήλωση το σλάβικο αλφάβητο.
Θαυμάσιο κείμενο, όλο μυρωδιές και ήχους
και συγκινήσεις.