Τρεις μέρες, που να πάρει ο διάολος τρεις μέρες πήρε, τρεις μερες πίσω τον πήγε, αλλά τελικά την πήρε την κωλοδουλειά και γαμώ τον Παπαλαζάρου και τα ψίχουλα που θάβγαζε από την ασφαλτόστρωση, αλλά ο καριόλης δεν θα την έπαιρνε αυτήν την δουλειά! Να πάει να γαμηθει, καμμία δουλειά,κι ας ψοφήσουν και τα παιδιά του και τα σκυλιά του και η ψαροκασέλα η γυναίκα του!
Ο καριόλης, τέσσερεις διαδοχικές αντιπροσφορές για μια δουλειά της συμφοράς...
Πόση ανάγκη τέλος πάντων, ρε μεγάλε; Πόση αναδουλειά; Παράτα τα, ρε κακομοίρη, άμα δεν μπορείς, παράτα τα και φύγε απ' τη μέση να μείνουμε τέσσερεις-πέντε να τελειώνουμε, να ξέρουμε με ποιόν έχουμε να κάνουμε, να μοιραζόμαστε όπως πρέπει και δουλειές και τα πάντα. Παπαλαζάρου και Σια, πάρ’ τα τέτοια μου! Μένει και κάπου στο Κερατσίνι, εντελώς έξω απ΄τα κυκλώματα, τί στο διάολο πας και μπλέκεσαι στα πόδια μας, σύρε και γαμήσου τελικά, τσομπανογιεγιέ..!
Μια διάθεση σκατά στο μεταξύ, σκατά εντελώς. Να μην λέει να τον αφήσει με τίποτα... Ούτε shopping therapy ούτε τίποτα. Έσκασε και μια διακοσοπενηντάρα για τη μαλακισμένη τη γυναίκα του, έπεσε επέτειος, ρε πούστη μου, και δεν τουφταναν όλα τ’ άλλα έπρεπε να φάει στη μάπα και την σκύλα σε ρομαντικό δείπνο, Σάββατο βράδυ! Μέχρι να δείς είχε περάσει το ΣουΚου και φτου! Κυριακή στο tennis club η δεξίωση της Καραθανάση για τα τριάντα χρόνια της κωλοεταιρείας της...
Χεστήκαμε με την εταιρεία της σκρόφας και της λούγκρας του γιού της, με τις διακοσμήσεις καταστημάτων και εξωτικού design! Αμέτε στο διάολο , δεν θα προλάβει ούτε να δεί το καινουργιο ποδήλατο.
Και σε λίγο θα αρχίσουν να περνάνε και κείνα τα φρικιά του freeday και θα του σπάσουν τ' αρχίδια με τα κουδούνια και τις φωνές. Πού στο διάολο βρίσκανε ελέυθερο χρόνο, δεν δουλεύανε..; Καλά τους έκανε και τους γάμησε η τρόικα και τους πήγε το μισθό στα τετρακόσια. Μωρέ, διακόσα έπρεπε να μη προλαβαίνουν να κλάσουν άμα δεν αφήνει το αφεντικό, να μην προλαβαινουν να κλάσουν! Κωλόπαιδα...
Με το που εσκαγε Παρασκευή βράδυ νά σου τους όλους στο δρόμο και αυτός, αφεντικό, να μην μπορεί να κουνηθεί να πάει μια βόλτα με το καινούργιο ποδήλατο! Ρε βούρδουλα που θέλετε, τσογλαναριά..! Να ματώνετε και να λέτε, ευχαριστώ αφεντικό, ρίξε κι΄άλλο!
Εν πάσει περιπτώσει το ποδήλατο ήταν το κάτι άλλο. Κόστισε όσο και η κατασκήνωση της μικρής, που την έστελνε για δύο μήνες Αυστρία, Ιούλιο-Αύγουστο, αλλά, ήταν γαμάτο! Τα καλύτερα περιφερειακά και όσα δεν ήταν στο επίπεδό του, τον έβαλε και τ’ άλλαξε. Ανέβαινες και νόμιζες πως πετάς, ένα πανέμορφο μέταλλο, με απίστευτο design και τέλεια χρώματα.
Όχι μέταλλο δηλαδή, ανθρακόνημα ήταν, μάλλον δηλαδή, γιατί δεν είχε και χρόνο να κάτσει ν' ακούσει τις μαλακίες που τούλεγε ο πωλητής, κούναγε το κεφάλι κι΄έλεγε ναι, ναι, σίγουρος πως δεν θα τόλμαγε να τον κοροϊδέψει αυτόν κανένας. Έτσι κι΄έκανε κανένα αστείο, αύριο κιόλας η δημοτική αστυνομία θα τούχε μαζέψει απ το πεζοδρόμιο όλη τη σαβούρα που πούλαγε. Κάτι εντελώς φτηνά που έκαναν όσο έκαναν τα φρένα του...
Θα μου πεις έχει και φτωχούς που δεν μπορούν αν δώσουν τριάμιση χιλιάρικα για ποδήλατο...
Ζωή κι΄αυτή... Γάμα τους, όμως... Άμα ήταν τα πράγματα όπως θέλανε αυτός και η κλίκα του, ποδήλατο θα βλέπανε τα εργατάκια μόνο μεταχειρισμένο κι’ αυτό εικοσαετίας..! Πού θα πάει όμως... Η ώρα των αφεντικών ειχε έρθει πλέον. Εργασιακά δικαιώματα και παπαριές Μαρίτσα μου, τσίμπα τώρα το διακοσαράκι σου και μούγκω τη. Και το καλύτερο, αυτή τη φορά η αχλάδα δεν είχε καμμία ουρά από πίσω της. Ήταν μια αχλάδα τόση και έμπαινε όλη στον πισινό των εργαζόμενων.
Νάτο! Πάλι το ξέχασε το ποδήλατο. Πώς διάολο μπαίνουν αυτές οι σκέψεις και του γαμούν κάθε στιγμή ευτυχίας... Τί ευτυχίας δηλαδή, που δεν είχε σώσει να το πάει μια βόλτα της προκοπής. Το πήρε και πήγε μέχρι το Seniors’ Gym να τον δούν οι κολλητοί μέσα απ τη τζαμαρία που έκαναν Tae Bo και Zumba, να τους δείξει ποιός είναι ο αιώνιος έφηβος και ποιοί το παίζουν ιδρωμένοι με την πετσετούλα την Guy Laroche στον λαιμό και το μπακοκοίλι να ζελεδιάζει από κάτω! Φίλοι-φίλοι, αλλά, μη παραγνωριζόμαστε κιόλας... Άς μην είχε την ανάγκη τους και θα σου έλεγα εγώ ποιόν θα χαιρέταγε και ποιός θα ήθελε αίτηση χαρτοσημασμένη για να του πει έστω και μισή καλημέρα...
Τέλος πάντων, ας όψεται το ΠΑΣΟΚ και η νέα φουρνιά νεόπλουτων που είχανε πήξει την περιοχή και μου πιάνανε και το ποτήρι της Κοκακόλας απ το ποδαράκι σαν νάχε μέσα Chianti! Ξεφτίλες του κερατά, αλλά, δικτυωμένες ξεφτίλες, απαραίτητοι, έτσι που τάκανε ο σκατόψυχος...
Αυτη την πουτάνα την Παρασκευή όμως, ο θεός να κατέβαινε για εργολαβία, θα τον έβαζε στην αναμονή και θα πήγαινε στο freeday ο κόσμος να χάλαγε. Όχι κάτι οργανωμένο, να κατέβει δηλαδή και να περιμένει να περάσει η ορδή και να ενωθεί μαζί τους. Τόχε υπολογίσει. Θα περίμενε να περάσουν και θα πήγαινε να κολλήσει από πίσω σα νά τυχε. Να δει τί μούτρα θάκαναν άμα έβλεπαν ένα πραγματικό ποδήλατο ανάμεσα στους σιδεροσωλήνες τους. Δυό τρεις ερχόντουσαν με Velamos! Velamos, άκου κει...
Είχε ένα στην τρίτη και τόχε σπάσει ν' ανεβοκατεβαίνει κάτι μπάζα, τότε που χτίζανε τη μεζονέτα δίπλα στης γιαγιάς και τόδωσε μετά στο γιό του κηπουρού τους, ένα μαλακισμένο, που τούχε πει και χίλια ευχαριστώ για το ρημάδι...
Και τώρα ένας απ΄αυτούς έβγαινε βόλτα με Velamos! Φαντάσου ανέχεια! Γιατί μη μου πεις πως υπάρχει άνθρωπος που θέλει να ανεβαίνει σε τέτοιο ποδήλατο!
Στην πραγματικότητα σιχαινόταν και που τους έβλεπε, με κάτι μαντήλες σα μουτζαχεντίν, με κάτι κοτσίδες και κάτι διαφημιστικά σακκίδια από Kollias Tours, με κάτι μπλουζάκια ξεβαμμένα και κάτι κράνη από το Lidl, άστα, για γέλια σου λέω, για γέλια... Ποδηλάτες της συμφοράς, αλλά, τί να κάνεις, οι δικοί του δεν έλεγαν να ξεπορτίσουν!
Και να πεις δεν είχαν ποδήλατα... Είχαν και παραείχαν! Μόλις τον είχαν δει είχαν σπεύσει να πάρουν και ‘κείνοι ένα από το ίδιο... Μα δεν βγαίναν πέρα απ΄το δρόμο εμπρός από το συγκρότημα κατοικιών. Όλο κάποιο κινητό βρισκόταν και χτύπαγε όλο και κάποιο barbeque έπαιζε και δεν ευκαιρούσαν... Η κουφάλα η ανάγκη τον έρριχνε να πρέπει να βγει βόλτα με τους υφισταμένους του...
Βρέθηκε μέσα σ’ ένα πλήθος που όλοι γέλαγαν και μίλαγαν μεταξύ τους. Μερικοί είχαν μαζί τους και παιδιά, μωρά σχεδόν, σε καρεκλάκια. Σκέφτηκε τη δική του στο Αυστριακό καλοκαιρινό camp, και για ελάχιστα δευτερόλεπτα μια ενοχή πήγε να τον πιάσει. Μερικοί κουτούλαγαν πάνω του, ακούμπαγαν οι αγκώνες τους, βρίσκαν οι ρόδες τους. Ένιωσε από τη μιά να ασφυκτιά και ταυτόχρονα να θέλει να αφεθεί να παρασυρθεί σ’ αυτο το βουερό ποτάμι, να κυλίσει, να ξεχάσει και να ξεχαστεί, να βρεθεί μακρυά, να μη ξέρει ούτε που βρίσκεται ουτε πως θα γυρίσει πίσω.
Κάποια στιγμή ένιωσε πως ο δρόμος κατηφόριζε, ήδη είχε χάσει τον προσανατολισμό του, είχαν χωθεί σε κάτι στενά και συναντούσαν άλλες ομάδες που ενώνονταν μαζί τους με φωνές και χαιρετούρες. Φαίνεται πως όλοι είχαν και κάποιο ψευδώνυμο από κάποιο site για ποδήλατα και αρκετοί γνωρίζονταν ακόμη και από πολύ μακρυά. Αυτός δεν είχε φίλους έξω απ΄την περιοχή του, απ’ το γυμνάσιό του , απ΄το λύκειό του κι΄έπειτα, απ΄το κολλέγιο και το μεταπτυχιακό στην Αγγλία. Μισοχαμογέλασε, κάτι σαν μασονία δηλαδή, σκέφτηκε και πικράθηκε, για λίγο όμως.
Και μετά εκεί κάπου στην Πατησίων τον έπιασε λάστιχο.
Ένιωσε έκπληξη. Έκπληξη που δεν ένιωθε το παραμικρό ίχνος θυμού. Προσπάθησε να θυμώσει μα δεν του βγήκε. Είχαν μαζευτεί τριγύρω του τρεις-τέσσερεις και είχαν βγάλει κλειδιά και εργαλεία για να τον βοηθήσουν ν’ αλλάξει το λάστιχο. Πώς βγήκες, ρε αδερφέ, χωρίς ένα πολυεργαλείο, του είπε κάποιος, κούνησε αμήχανα το κεφάλι του, ένιωσε να τον κυττάνε σαν ούφο, ενόσω σκάλιζαν τη ρόδα.
Είδε σαμπρέλλες, μπαλώματα, κόλλες, άκουσε ένα σχόλιο μέσα σε γέλια για το πόσοι μισθοί ήταν αυτό το ποδήλατο, χωρίς φθόνο όμως, ύστερα κάποιος τον χτύπησε στον ώμο και τούπε, έτοιμος μεγάλε και έχε το νού σου άλλη φορά. Σχεδόν τον ανέβασαν στη σέλλα και σαν υπνωτισμένος πάτησε το πετάλι, κύλησε, βρέθηκε ανάμεσά τους, κάτι τον ρώτησαν κι' απάντησε μηχανικά.
Ύστερα έκοψε αριστερά, βγήκε από την πορεία με γρήγορες πεταλιές, ανηφόρησε την Αλεξάνδρας όσο που του κόπηκε η ανάσα. Άκουσε το κινητό, πού είσαι, σε μισή ώρα έρχεται ο Βασιλείου για τις μακέττες. Τόκλεισε χωρίς να το σκεφτεί. Άδειος. Άδειος απ΄όλα. Τίποτα δεν είχε νόημα, τίποτα. Κάθησε στο ρείθρο του πεζοδρομίου, το ποδήλατο έστεκε κόντρα στο πετάλι του, έβγαλε το κράνος, σκούπισε με το χέρι του τον ιδρώτα. Δεν είχε φίλους, δεν είχε οικογένεια, δεν είχε επιχείρηση.
Ξαφνικά τάχε χάσει όλα. Δεν τά νιωθε δικά του, ήταν όλα κάποιου ξένου, κάποιου μεσήλικα, κάποιου κακόψυχου παιδιού. Όπως ένιωσε σαν ξένο και τουτο το ποδήλατο των τρισίμιση χιλιάδων όταν διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να του διορθώσει έστω και μια μικρή βλάβη, μια σαμπρέλλα των πέντε ευρω, ένα τοσοδά αγκαθάκι, μια σκλήθρα, ένα τίποτα για τον δικό του κόσμο, εδώ έξω αναιρούσε την ύπαρξή του.
Έμεινε ώρα πολλή καθισμένος εκεί. Έπειτα γύρισε κι΄αντίκρυσε το ποδήλατο. Το αντικείμενο που είχε γίνει αφορμή να πληγωθεί μέσα του μετά από χρόνια που νομιζόταν άτρωτος, μα στην ουσία ήταν απονεκρωμένος. Σκέφτηκε καστανόχρωμο αλκοόλ και λίγωσε το στόμα του. Ένα malt διπλό, να παρασύρει κάτω βαθειά όλο τούτο το τεράστιο ερωτηματικό που μόλις είχε σκάσει μύτη από τα τρίσβαθα της ψυχής του και κολύμπαγε σαν θεόρατος γυρίνος κάτω από την επιφάνεια του νερού. Ένα, δύο τρία ποτήρια, όσα θα τούπαιρνε μέχρι να πνίξει το υπερφυσικό μωρό πριν γίνει σωστό θεριό και κοάξει μέσα στ΄αυτιά του όσα δεν ήθελε ν ακούσει. Πως η ζωή του είχε χτιστεί πάνω σ΄ένα μεγάλο τίποτα. Πως κι’ ο ίδιος συνέχιζε το παραμύθι για τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα. Πως δεν υπήρχε χρόνος ν’αλλάξει τίποτα. Τα δεσμά ήταν αδιάρρηκτα. Τάχε δέσει μόνος του, κρίκο τον κρίκο, κόμπο τον κόμπο, είχε βάλει όλο του το είναι σ’ αυτά και δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει.
Σηκώθηκε αποφασισμένος. Ένιωσε πως για δευτερόλεπτα στάθηκε σ' ένα κατώφλι, ανάμεσα σε δύο κόσμους, το ίδιο σκοτεινοί και οι δύο. Πέρασε το κράνος στο ακροτίμονο, ύστερα έβγαλε τα γάντια και τα πέρασε κι΄αυτά στο άλλο. Γύρισε το τσαντάκι μέσης εμπρός κι’ έβγαλε το κινητό, έβαλε τον κωδικό, το άκουσε να γουργουράει με ένα ψευδοφιλικό ήχο. Ασυναίσθητα έσμιξε τα φρύδια σε μια ανεξήγητη γκριμάτσα πόνου. Βγήκε στην Αλεξάνδρας, πήρε το πρώτο ταξί, τούδωσε την διεύθυνση, είδε τον ταξιτζή να τον κυττάει σαν εξωγήινο, κάλεσε στο σπίτι, πάρε τον Βασιλειου και πες του συγγνώμη, κάτι μούτυχε, αύριο την ίδια ώρα. Είχε διαβεί το κατώφλι προς την πιό γνώριμη σκοτεινιά.
Γνώριμη σκοτεινιά, στη γνώριμη γειτονιά.
Κόσμο ακούω και κόσμο δε βλέπω. Η αισθητική νομιμότητα να σου περάσει χειροπέδες, άμεσα.
Σημ. Υπέροχος και στ' αλώνια.
Και λίστα με ψώνια να γράψεις θα είναι εικόνες που έχουν λίγοι.
Πάλι ωραία λόγια για το κείμενο του Όφιου να γράψω?
Βαρέθηκα πια! Μας έχεις πάρει και τα σώβρακα, που λένε!
Αχ βρε οφιε..... Τι να πρωτοπω... ΠΑΛΙ!!!...
Εξαιρετικος....
Όφιε, καταπληκτικά ...
Παιδιά, χαίρομαι ειλικρινά που γράφω κάτι που σας αρέσει.
Πάντως, σας βεβαιώνω πως εδώ μέσα υπάρχουν κάτι ταλεντάρες απίστευτες που όμως, γράφουν πολυ αραιά, δυστυχώς για όλους μας.
Δεν έχω άλλο να πω, νάστε καλά και να συνεχίσετε τις πεταλιές.
Αψογος!
Όχι για τον ήρωα της ιστορίας, αλλά για μένα.
Που νομίζω πως είναι αδύνατο, για όποιον έχει δει το φως έστω και για λίγο, να επιλέξει τελικά το σκοτάδι.
υπέροχος ofios
...έτσι όπως έρχονται μετά την ανάγνωση κειμένου και σχολίων.
''The Awakening'', μια λογοτεχνική αναφορά στο έργο της Kate Chopin, που διάβασα πρόσφατα. Γυναίκα η ηρωίδα εκεί, επέλεξε να ακολουθήσει το ξύπνημα μέχρι την άκρη, δεν μπόρεσε όμως να λύσει τα αδιέξοδα και αυτοκτόνησε.
Μακάρι το πρόσωπο του διηγήματος να ήταν αληθινό, δηλαδή άνθρωποι τόσο αλλοτριωμένοι, ''χτισμένοι'' με τόννους ψεύτικο φαίνεσθαι σαν βαρύ μέικαπ [οι εμμονές μου με την πανοπλία] να είχαν τέτοιες στιγμές αλήθειας.
Το ζόρικο βέβαια, είναι να ακολουθήσεις το φως και να αρχίσεις τις αλλαγές.
Σημ. Είναι τόσο ζεστό και φιλικό το freeday?
Για την οικονομία του κειμένου, πάντως, έτσι πρέπει να είναι!
Να είσαι καλά, όφιε.
Ό,τι πιο λάθος, ως τρόπος αντίδρασης στα “έξω”. (Ο doctor τα γνωρίζει, προφανώς, μπορεί και να δει την εγκυρότητά τους).
Αναφέρονται (Φροϋδικά) ως: επιστροφή απωθημένου, αόριστα δηλώνεται ο όρος “αλλοίωση του εγώ” κι ο τρόπος αντίδρασης σε εσωτερικούς κινδύνους . Οι άμυνες μας, πολλές φορές, καθηλώνουν όλα τα αρνητικά στο εσωτερικό εγώ και είναι ό,τι πιο αντιδραστικό στο “σωστό” τρόπο λειτουργίας του χαρακτήρα. Η παγίωση τέτοιων αμυντικών συνηθειών καταλήγει σε διαστρεβλώσεις και αφόρητους περιορισμούς. Όλα αυτά κάνουν πολύ δύσκολη την αποκάλυψη των ίδιων των αντιστάσεων και την αντιμετώπισής τους. Ένα ατελείωτο πλέγμα ηθικολογικών συμπεριφορών που λειτουργούν “εν κενώ”.
Με λίγα λόγια. Η δική μας πανοπλία πρέπει να προσδιοριστεί, διότι υπάρχει, η αναγνώριση της φοβίας είναι το φυσιολογικό, δεν πολεμάμε προς τους φόβους μας, τους αναγνωρίζω ως ανθρώπινο κομμάτι, προχωράω με αυτά που έχω, κερδίζω κατά την πορεία, χάνω στον εγκλωβισμό.
Σημ. Το απονενοημένο δεν είναι ανθρώπινο, ούτε ως σχήμα λόγου.