Ονομάζομαι Θύμιος Λάντρος και είμαι κλέφτης.
Ένας εξαιρετικός, ένας απίθανος κλέφτης! Με αρχές παρόλα αυτά.
Δεν έχω κλέψει ποτέ χρήματα, ρούχα ή ηλεκτρικές συσκευές, αφού για διαφορετικούς λόγους το καθένα, μου ήταν άχρηστα. Ξεκίνησα την καριέρα μου περίπου στην ηλικία των δώδεκα. Το πρώτο μου κατόρθωμα ήταν η αρπαγή ενός εικονογραφημένου βιβλίου με τους “Άθλους του Ηρακλέως”. Το βιβλίο συμπτωματικά ανήκε σε έναν συμμαθητή μου που ονομαζόταν Ηρακλής και η κλοπή του ήταν άθλος. Γιατί ο Ηρακλής, ένα μικροκαμωμένο λεπτεπίλεπτο παιδάκι με ψιλή φωνή, είχε έναν σκύλο, τον Φιιιιφίκο (πάντα τραβούσε την πρώτη συλλαβή όταν τον φώναζε), που ήταν ένα εκπαιδευμένο ντόπερμαν, περίπου δυο φορές το ύψος του Ηρακλή και μιάμιση το δικό μου.
Φυσικά, ο Φιιιιφίκος είχε κοιμηθεί πάνω στο βιβλίο που ήταν πεταμένο στο πάτωμα του υπνοδωματίου του Ηρακλή εκείνο το βράδυ.
Η ζωή ενός κλέφτη βιβλίων, να το ξέρετε, δεν είναι καθόλου εύκολη!
Παρά την τεράστια δαγκωματιά που αποκόμισα από την πρώτη μου κλοπή και το πρώτο αληθινό “κλέφτες κι αστυνόμοι” στην ζωή μου, με το ντόπερμαν να με κυνηγά μέχρι τα κεραμίδια μιας μονοκατοικίας δυο τετράγωνα μακριά από το σπίτι του Ηρακλή, δεν πτοήθηκα. Συνέχισα με τους “Άθλιους” του Βίκτωρα Ουγκό, αφού πάνω στην βιασύνη μου δεν πρόσεξα το “ι” και νόμιζα πως ήταν το σήκουελ του Ηρακλή. Μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε είχα κλέψει συνολικά εκατόν σαράντα εφτά βιβλία και πια, ήμουν σίγουρος πως οι άθλοι του Ηρακλή δεν είχαν σήκουελ.
Τότε ανακάλυψα δύο πράγματα σχεδόν ταυτόχρονα. Το ποδήλατο και την αυτοικανοποίηση. Όταν δεν κλεινόμουν στην τουαλέτα της θείας Ευγενείας (η δική μας ήταν στην αυλή κι επιπλέον η πόρτα δεν μαντάλωνε ποτέ), ήμουν καβάλα σε μια σέλα.
Δυο μόλις μήνες μετά την ταυτόχρονη ανακάλυψή μου, είχα μείνει πετσί και κόκκαλο. Αλλά ήμουν εξαιρετικά ικανοποιημένος από την ζωή μου.
Σιγά - σιγά προσανατόλισα το ταλέντο μου από τα βιβλία στα ποδήλατα. Μέχρι την ηλικία των είκοσι είχα κλέψει περίπου δεκαέξι ποδήλατα και επιπλέον είχα συνάψει σχέσεις με σάρκινη γυναίκα, την Τζενούλα μου. Αυτό χαροποίησε ιδιαίτερα την θεία Ευγένεια, που πια, μπορούσε να χρησιμοποιεί ξανά την τουαλέτα της.
Φυσικά, είμαι ένας εξαιρετικός, ένας απίθανος κλέφτης. Με αρχές παρόλα αυτά.
Δεν έκλεψα ποτέ βιβλίο από κάποιον που το διάβαζε ή ποδήλατο από κάποιον που το χρησιμοποιούσε ή ακόμα γυναίκα από κάποιον που την αγαπούσε. Είχα δεκαέξι γυναικεία σκουριασμένα ποδήλατα στην αυλή μου και την θέση της Τζενούλας πήραν άλλες έξι από τότε, μέχρι που είδα εκείνη.
Ήταν μια σκουριασμένη κούρσα ακαθόριστου χρώματος, με ένα μεγάλο χρυσό κοντέρ στο κέντρο του τιμονιού της. Το κοντέρ λαμπύριζε κάτω από το φεγγάρι, όπως τα φο χρυσαφικά των γυναικών που πουλάν τον εαυτό τους έναντι χρημάτων. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τις γυναίκες αυτές, αν και πάντοτε πίστευα πως θα ήταν καλύτερο για εμάς τους έντιμους κλέφτες βιβλίων, αν πληρώνονταν με μυθιστορήματα.
Η ερωτική έξαψη που ένιωσα για την σκουριασμένη γυναίκα με το χρυσό κοντέρ με οδήγησε στην δέκατη έβδομη κλοπή ποδηλάτου της καριέρας μου.
Ήταν τότε που ταξίδεψα στον χρόνο.
Θυμάμαι πως καθώς προσπαθούσα να πηδήξω τα κάγκελα της αυλής, ο σκελετός της άφηνε μεγάλες καφέ κηλίδες στα χέρια μου, που στο ημίφως φαίνονταν με αίματα. Θυμάμαι ακόμα τον Φιιιφίκο που, γέρος πια, μου γάβγιζε σαν περνούσα μπροστά από το σπίτι του Ηρακλή, είτε γιατί με θυμόταν, είτε γιατί το τρίξιμο από τα πετάλια εκνεύριζε κι εκείνον όσο εμένα.
Τώρα, για να λέμε την αλήθεια, αν η κούρσα δεν είχε το χρυσό κοντέρ, δεν θα άξιζε και πολλά πράγματα. Ο οριζόντιος σωλήνας της για παράδειγμα ήταν πολύ πιο άβολος από τα γυναικεία ποδήλατα που έκλεβα μέχρι τότε. Έπειτα, αν και κούρσα, δεν πήγαινε καθόλου γρήγορα. Αργότερα, καθώς αναλογιζόμουν τα όσα παράξενα μου συνέβησαν εκείνο το βράδυ, θα έφτανα στο συμπέρασμα πως σημαντικό ρόλο σε αυτό της το μειονέκτημα έπαιζαν τα ξεφούσκωτα λάστιχά της. Αλλιώς, γιατί το χρυσό κοντέρ ξεκινούσε από τον αριθμό 1920 και έφτανε μέχρι το 2020, μετρώντας ανά δέκα; Εννοώ, πως να φτάσει τα 2000 ένα ποδήλατο με ξεφούσκωτα λάστιχα;
Ο γέρο-Φιιιφίκος γάβγιζε δύο τετράγωνα πριν περάσω μπροστά από το σπίτι του. Όταν έφτασα ακριβώς έξω από την αυλή έφερνε βόλτες γρυλίζοντας, δυο τετράγωνα πιο κάτω, είχε γίνει ένα υπερβολικά τσαντισμένο γέρικο σκυλί που έτρεχε πίσω μου με τέτοια μανία που - με λάστιχα ή χωρίς - το κοντέρ έδειχνε 1980 και κάτι ψιλά και ήμουν και σε ανηφόρα!
Ευτυχώς εκείνη η ξαφνική ομίχλη, σαν από μηχανής θεός με έκρυψε από τον διώκτη μου κι έτσι κατάφερα να του ξεφύγω. Τα παράξενα άρχισαν όταν η ομίχλη διαλύθηκε το ίδιο ξαφνικά όσο άρχισε και βρέθηκα σε εκείνο το παράξενο φωτεινό μέρος.
Είμαι ένας εξαιρετικός, ένας απίθανος κλέφτης. Με αρχές παρόλα αυτά.
Ποτέ δεν λέω ψέματα!
Γι’ αυτό και σας ζητώ να πιστέψετε πως το μέρος που βρέθηκα έμοιαζε με την γειτονιά μου, μόνο που τα σπίτια είχαν μετακομίσει το ένα πάνω στην καμπούρα του άλλου. Τα αυτοκίνητα είχαν κάνει αλλαγή φύλλου, αλλιώς πως να εξηγήσει κανείς πως όπου κι αν κοιτούσα δεν υπήρχε ούτε ένα με καμπύλες; Κι επιπλέον ήταν τόσο πολλά, που σχεδόν σε κάθε τετράγωνο έβλεπες από πέντε. Οι γυναίκες είχαν τετράγωνους ώμους τους, λες και φορούσαν γαλόνια. Δεν ξέρω τι παράξενο συνέβη στον τόπο μου και γυναίκες και αυτοκίνητα αποφάσισαν να τετραγωνίσουν τον κύκλο, ούτε είχα τον χρόνο να το σκεφτώ, καθώς το μυαλό μου θάμπωσε από τις εκατοντάδες φωτεινές επιγραφές!
Οι επιγραφές δεν έγραφαν τίποτα το σημαντικό. “Υδραυλικές εργασίες ο Μάκης”, “εργαστήρι μόδας Η Ευρωπαία”, “Χάι-φάι ο Μάστορας”, “Βίντεο Κλαμπ Ο ταινιάκιας” και άλλα, πολλά από αυτά ακατανόητα. Θαμπωμένος από την τόση φωτεινή ανοησία, κατέβηκα από το ποδήλατο κι άρχισα να σουλατσάρω πάνω - κάτω στον δρόμο. Τις υποψίες μου πως βρισκόμουν στο μέλλον, επιβεβαίωσε το γεγονός πως όλα ήταν έγχρωμα. Οι εφημερίδες, οι επιγραφές, οι οθόνες…
Τις ώρες που τριγύριζα μέσα στην πολύχρωμη, τετράγωνη πόλη, σκεφτόμουν πως έπρεπε να αλλάξω άμεσα επαγγελματικό προσανατολισμό. Κι αυτό γιατί δεν είδα πουθενά κάποιον να διαβάζει ένα βιβλίο ή να κάνει ποδήλατο. Θέλω να πω πως, ένας κλέφτης με τις δικές μου δεξιότητες δεν θα έβρισκε τίποτα αξιόλογο να κλέψει!
Εκτός από τις γυναίκες με τους τετράγωνους ώμους φυσικά.
Όταν πια με έπιασε πονοκέφαλος από το πέρα δώθε, ανέβηκα στο ποδήλατο και πήρα τον αντίθετο δρόμο. Έφτασα εύκολα τα 1960, χάθηκα στην ομίχλη και κατέληξα στον ήσυχο δρόμο της γειτονιάς μου, όπου όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει. Ο γέρο- Φιιιφίκος μου γαύγιζε βαριεστημένα, τα αυτοκίνητα ήταν ένα σε κάθε τετράγωνο και στην θέση του “ταινιάκια” ήταν και πάλι το σπίτι της θείας Ευγενείας με την ερωτική τουαλέτα των εφηβικών μου χρόνων.
Έκτοτε ταξίδεψα συχνά στο μέλλον αλλά και στο παρελθόν. Επισκέφτηκα κάθε δεκαετία από το 1920 μέχρι το 2010 αλλά ποτέ δεν βρήκα το κουράγιο να φτάσω μέχρι το τέλος, μέχρι τον τελευταίο σταθμό του χρυσού κοντέρ. Το 2020!
Υποθέτω πως συμμερίζεστε την άποψή μου, πως το 2020 θα καταστραφεί ο κόσμος. Αυτό θα ήταν το πιο λογικό, γι’ αυτό το κοντέρ δεν προχωρά μετά από εκείνη την δεκαετία. Τώρα προφανώς αντιλαμβάνεστε και τον λόγο που ήμουν εξ’ αρχής τόσο ειλικρινής απέναντί σας. Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να δω πως θα τελειώσει ο κόσμος! Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως δεν θα καταφέρω ποτέ να γυρίσω στην εποχή μας, ακόμα κι αν σημαίνει πως θα χαθώ κι εγώ μαζί με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους του μέλλοντος.
Θα είναι άραγε ένας πόλεμος; Μια φυσική καταστροφή; Θα είναι που τα αυτοκίνητα είναι περισσότερα από τους διαβάτες και πως ο αέρας στις πόλεις είναι γκρίζος και βαρύς; Μήπως θα ευθύνονται οι επιγραφές φωτεινής ανοησίας ή οι οθόνες που αντικατέστησαν τα βιβλία; Δεν θα απέκλεια κανέναν παράγοντα ξέρετε, ακόμα κι αν κάτι είναι φαινομενικά μικρό κι άσχετο. Ο κόσμος θα τελειώσει σε εξήντα χρόνια από σήμερα κι εγώ ποθώ να δω τον τρόπο!
Για τον λόγο αυτό σας στέλνω αυτή την επιστολή, μαζί με τις δεκατέσσερεις κούτες που περιέχουν τα εκατόν σαράντα εφτά βιβλία μου και τα δεκαέξι σκουριασμένα ποδήλατα. Για ευνόητους λόγους δεν συμπεριλαμβάνω στις κούτες το τελευταίο μου πάθος, αυτό για τις γυναίκες. Ίσως καταφέρω να ξεφύγω από το τέλος και με μια τελευταία δυνατή πεταλιά επιστρέψω στο σήμερα. Ω! Τότε θα σας διηγηθώ με κάθε λεπτομέρεια το πως τελειώνει ο κόσμος, ένα σπόιλερ που λένε και οι άνθρωποι του μέλλοντος. Αν πάλι δεν τα καταφέρω, αναρωτηθείτε…
Τι θα συμβεί στον κόσμο όταν ένας εξαιρετικός, ένας απίθανος κλέφτης βιβλίων, ποδηλάτων κι έρωτα μείνει άπραγος;
Μετά τιμής
Θύμιος Λάντρος
Categories:
Αξιολόγηση:
0 ψήφοι
Καλησπέρα αγαπητέ fantasmamore. Αν σε ήξερα από παλιά και ήμουν και ποδηλάτης, θα έλεγα καλώς ήρθες, ξανά. Τώρα θα πω: γεια και χαρά φίλε.
Στον μικρό κλέφτη θα πω: Υπάρχει ελπίς, και στην καθυστέρηση των παθών μας.
Κι εγώ είχα τη χαρά της αυτοϊκανοποίησης από βρέφος (στα δεκαπέντε έπιανα αστρικούς κώλους...) όμως, δεν είχα ανακαλύψει τίποτε άλλο, ούτε καν ποδήλατο.
Δεν θα κρίνω τον μικρό κλέφτη, στην ίδια πλευρά είμαι.
Μόνο ένα λάθος θα διόρθωνα. Η γυναίκα, είναι το πρώτο και το τελευταίο πάθος, που δεν σ' αφήνει άπραγο ποτέ, ούτε στην κόλαση, η ρουφιάνα.
Κούκλος!
Καιρό είχα να διαβάσω κάτι
που να αιχμαλωτίσει έτσι την προσοχή
και το συναίσθημά μου.
Υ.Γ. Θέλω κι εγώ μια κούτα
από τα κλεμμένα βιβλία σου!
Αν το τελευταίο πάθος χώραγε σε μια κούτα δεν θ' αναρωτιόμασταν ποτέ το πως τελειώνει ο κόσμος. Αλλά ας ελπίσουμε ο Θύμιος να κάνει δυό πεταλιές παραπάνω και να βρει τρόπο να μας στείλει σύντομα περισσότερα στοιχεία!
Δεν το συζητώ με εκατό θαυμαστικά που σου αρέσουν φάντασμα της αγάπης...Σήμερα ανοίγουμε τις καλύτερες μπουκάλες με κόκκινο κρασί...πάρτυ κάνουμε που έγραψες πάλι εδώ...
το κείμενό σου! Τα λέμε στον άλλο κόσμο...
Παλιάνθρωπε!
Ξαναγύρισες!
Επιτέλους...
Ψάχνω να κάνω ενα σχόλιο τόσο καιρό που το έχεις ανεβάσει,
για να αφήσω κι εγώ την παρουσία μου στο εξαιρετικό κείμενό σου
και δεν έβρισκα τις λέξεις...
Ούτε τώρα τις έχω βρεί!
Απλως το θαυμασμό μου να εκφράσω!