Ο Μάρλοου πέρασε το χέρι στο μάγουλό του, ένιωσε τα γένια να ξύνουν την παλάμη του, τράβηξε τα μαλλιά προς τα πίσω, τά ’νιωσε άλουστα, «Τρεις μέρες», σκέφτηκε και με μισόκλειστα μάτια κάρφωσε το βλέμμα του στο σημείωμα: ‘Ο Τζέιμς θα είναι το πρωί νεκρός’. Ποιός Τζέιμς;
Ο μόνος Τζέιμς που θα τον έκοβε αν πάθαινε κάτι, ήταν ο Έλροϊ, ο μόνος που είχε το δικαίωμα σ΄αυτή την πόλη να βαράει ακόμη τα πλήκτρα της γραφομηχανής του. Για όλους τους άλλους Τζέιμς του πλανήτη δεν έδινε τρύπια δεκάρα αν ζούσαν ή αν έσβηναν σε κάποιο άθλιο γηροκομείο.
Σηκώθηκε και σύρθηκε μέχρι τον ξεφτισμένο καναπέ, έπεσε βαρειά, άκουσε περισσότερο, παρά που ένιωσε, το γκουπ του κεφαλιού του στο ξύλο του μπράτσου που πρόβαλε μέσα απ’ τα ξέφτια, έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ανασάνει βαθειά. Τις τελευταίες μέρες, εδώ και καμμιά χιλιάδα δηλαδή, ένιωθε σα να μην έφτανε ο αέρας μέχρι τα πνευμόνια του, σα νά σταμάταγε στο στόμα και να επαρκούσε για τις αναγκαίες μόνο λειτουργίες. Ποιός έφταιγε; Όλοι.
Οι μαλακισμένοι Ιταλοί. Και οι μαλακισμένοι Ιρλανδοί. Και ίσως και οι μαλακισμένοι Κινέζοι. Κάποιοι από δαύτους είχαν προμηθευτεί από μια καραβιά σφαίρες ο καθένας και νόμιζες πως έπρεπε να τις έχουν ρίξει όλες μέχρι μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Οι τοίχοι των πολυκατοικιών είχαν περισσότερο μολύβι από τούβλα και τα παιδιά έπαιζαν πεντόβολα με κάλυκες.
Το χειρότερο; Η νέα μόδα ήταν οι δολοφονίες με δίτροχα. Και τί δίτροχα... Ποδήλατα... Έβλεπες τον Μαουρίτσιο να πηγαίνει το κασόνι με την παραγγελία της Μαρία-Γκράτσια και μόλις πλησίαζε, καταλάβαινες πως ούτε ο Μαουρίτσιο ήταν επάνω στο ποδήλατο, και πως ούτε το κασόνι είχε κρασιά και μακαρόνια. Η συνταγή, είχε τελικώς, καμμιά εικοσαριά τρύπες στο σώμα του Τζενάρο και ίσως και κανένα δυό περαστικούς με τραύματα.
Όσο για το επιδόρπιο, αυτό περιελάμβανε ένα βαριεστημένο περιπολικό με μια θεοβρώμικη κουβέρτα που είχε σκεπάσει τους μισούς επισκέπτες του νεκροτομείου μέχρις εκείνη τη στιγμή και κάτι φρέσκα δημοσιογραφάκια με φλας μεγαλύτερα απ΄το κεφάλι τους. Ο ποδηλάτης είχε εξαφανιστεί στο επόμενο στενό. Πέταγε την ποδιά του μπακάλη, ακούμπαγε το ποδήλατο στον πρώτο στύλο, και περπατώντας σαν κύριος χωνόταν σε μια πολυκατοικία, έπιανε κουβέντα με τον παπά στα σκαλιά της εκκλησίας, κορτάριζε την πρώτη νοστιμούλα ή, αν ήταν παλιός και ξεψάρωτος, είχε κάνει στροφή και γύριζε προς τα πίσω την ίδια στιγμή να δει, δήθεν, τί είχε γίνει.
Ο Φλάναγκαν, στα κεντρικά, δεν σηκωνόταν από την καρέκλα του πιά. Σαράντα χρόνια στο Σώμα τού φώναζαν πως όλα τους μαζί έβλεπαν στο βάθος δυό γριές: η μία κράταγε το χαρτί της σύνταξης που γυάλιζε απάνω του φρεσκοπατημένη η σφραγίδα τού Αρχηγού και από κάτω φαρδειά-πλατειά ήταν η έγκριση του Αρχηγείου. Όσο για την άλλη γριά, αυτή κράδαινε ένα κηδειόσημο με το όνομά του στραβοτυπωμένο και με ορθογραφικά λάθη και μια φωτογραφία με την κυρά του να λαμβάνει από τον επικεφαλής του αγήματος μια διπλωμένη σημαία. Σήκωνε τα φρύδια ο Φλάναγκαν, έπαιρνε μια έκφραση βαθειάς περίσκεψης κι’ έστελνε ένα δυό επιθεωρητές να χάσουν τον χρόνο τους, και ίσως και τη ζωή τους, στις συνοικίες με τις μολυβένιες σφήκες. Δεν ήταν δουλειές αυτές να σου τύχουν δύο μήνες πριν την σύνταξη.
Ο Μάρλοου έβαλε το γκρι κουστούμι του, το τελευταίο που κατάφερνε ακόμη να ισορροπεί στην κρεμάστρα, και βγήκε. Στήθηκε στη στάση κάτω από ένα μολυβένιο ουρανό. Απ’ το βάθος του δρόμου δυό ποδήλατα φάνηκαν ν’ ανεβαίνουν. Ο Μάρλοου ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι και πέρασε το δάχτυλό του στη σκανδάλη του κοντόκανου Κολτ. Οι ποδηλάτες πέρασαν μπροστά από τη στάση συζητώντας χαμηλόφωνα. Τους ακολούθησε με τα μάτια μέχρι το επόμενο τετράγωνο και τότε μόνον τράβηξε το χέρι του από το παγωμένο σίδερο. Πήρε το λεωφορείο για το Μπελ ερ απ’ όπου θα μπορούσε να περπατήσει μέχρι τον παλιόφιλο τον Πάτρικ Χάισμιθ, δημοσιογράφο της τοπικής εφημερίδας που είχε αρχίσει να βγάζει σοβαρά λεφτά πλέον γράφοντας αστυνομικά μυθιστορήματα.
Χτύπησε την πόρτα, τακ-τακ..τακ, και άκουσε βήματα στο ξύλινο πάτωμα. Το σπίτι του Πάτρικ δεν είχε καμμιά σχέση με το ρημάδι που έμενε ο Μάρλοου, αν και ο ίδιος ο Πάτρικ δεν είχε κανένα πρόβλημα να κοιμηθεί και μιά και δυό μέρες στον καναπέ του Μάρλοου τρώγοντας κινέζικο και πίνοντας μεξικάνικες μπύρες, προκειμένου να μαζέψει όσες πληροφορίες του φαίνονταν χρήσιμες για να κάνει πιό αληθοφανή τον χάρτινο κόσμο του.
«Δεν είσαι καλά! Άλλαξες το όνομά σου σε γυναικείο για να πουλάς περισσότερο;» ο Μάρλοου είχε σκάσει ένα χαμόγελο και αυτό ακριβώς ήταν το μέγιστο που πετύχαινε οποιοδήποτε αστείο όσο τρανταχτό κι΄αν ήταν, πράγμα που σήμαινε πως ο Μάρλοου αυτή τη στιγμή ξεκαρδιζόταν.
«Πατρίτσια Χάισμιθ! Ακούγεται σαν τσατσά σε τριώροφο μπουρδέλο, αλλά, live and let live, οπότε, τί με κόφτει εμένα αν αύριο παρουσιαστείς στην παρουσίαση του βιβλίου σου με γόβες και χρυσαφί τσαντάκι...»
«Έκανες τόσο δρόμο μέχρις εδώ, που σκέφτηκα πως ακόμη κι’ αν δεν είχα αλλάξει τ’ όνομά μου, θα τόκανα για να αξίζουν τον κόπο οι δύο ώρες στο λεωφορείο και το μισάωρο περπάτημα...» ειρωνεύτηκε ο Πάτρικ.
Ο Μάρλοου άναψε ένα τσιγάρο και τόσβησε αμέσως. «Ποδήλατα. Ξέρεις κάτι για τα ποδήλατα..;» ρώτησε ενώ το βλέμμα του σάρωνε τις σανίδες του πατώματος. Πώς διάολο τις έκαναν να γυαλίζουν έτσι... Οι δικές του είχαν την απόχρωση φερέτρου μετά από πέντε χρόνια σε υγρό έδαφος.
«Δύο ρόδες. Αλυσσίδα. Σέλλα. Φρένα. Φτάνουν αυτά..;» έκανε ο Πάτρικ ανακατεύοντας τρεις κουταλιές ζάχαρη στον καφέ του.
«Υπό αυτές τις συνθήκες το κουταλάκι θάπρεπε να στέκει όρθιο» κορόιδεψε ο Μάρλοου.
«Χρειάζομαι την ενέργεια. Άμεσα».
«Και ‘γω χρειάζομαι όσα ξέρεις για τους δολοφόνους με τα ποδήλατα».
«Α! για μια στιγμή νόμισα πως άνοιγες επιχείρηση με δαύτα...». Ρούφηξε δυό γουλιές και στάθηκε κατάφατσα στον Μάρλοου: «Οι αναβάτες σε ενδιαφέρουν δηλαδή, όχι το μηχάνημα που καβαλάνε», είπε αφήνοντας να εννοηθεί πως όντως κάτι ήξερε.
Την ίδια στιγμή το κεφάλι του Λουτσιάνο Μαντσέτι χτύπαγε με δύναμη στις πλάκες του πεζοδρομίου εμπρός στο μαγαζί του, ο ίδιος όμως ήταν τυχερός, αφού οι δεκαεπτά σφαίρες είχαν στραγγίξει τόσο γρήγορα τη ζωή απ΄το σώμα του, για την ακρίβεια μέχρι να λυγίσει τα γόνατά του, που δεν ένιωσε κανέναν απολύτως πόνο. Αυτή ήταν και η ευσπλαχνία του Τόμυγκαν. Σε γέμιζε τόσο γρήγορα μολύβι, που δεν σού ‘μενε χρόνος για να ανησυχήσεις για το μέλλον των παιδιών σου και την άρρωστη μάνα πίσω στο Σαλέρνο.
Το περιπολικό έφτασε με τη σειρήνα στο φουλ και τους παρευρισκόμενους να μην παραμερίζουν παρά να κυττάζουν ειρωνικά τους εκπροσώπους της εξουσίας. Το θύμα φωτογραφήθηκε, ψάχτηκαν οι τσέπες του, αναποδογυρίστηκε και ξαναψάχτηκε, και τέλος, αφού είχε πλημμυρίσει το πεζοδρόμιο στο αίμα, πακεταρίστηκε και αναχώρησε για να πάει να δροσιστεί μετά από τόσο καυτό μολύβι σε ένα από τα ψυχόμενα συρτάρια του νεκροτομείου.
Ο Μάρλοου έφτασε μαζί με τον Πάτρικ Χάισμιθ μόλις μισή ώρα αφότου οι γνωριμίες τού δημοσιογράφου τον ενημέρωσαν για το συμβάν. Στην διαδρομή ο Πάτρικ είχε προλάβει να ενημερώσει τον Μάρλοου για όλα όσα ήξερε για τους φονιάδες με τα ποδήλατα. Η κόκκινη Ντε Σότο έκανε μια διόλου διακριτική είσοδο στο σκηνικό του εγκλήματος και πριν ακόμα κατέβει ο Μάρλοου έπιασε με την άκρη του ματιού του έναν παληό του γνώριμο να τον έχει εντοπίσει και ‘κείνος. «Μάικ Μαρκέτο», είπε στον Πάτρικ δείχνοντάς του με το κεφάλι τον λαγό που έσπευδε να εξαφανιστεί «Αρχιχαφιές των Φερράρο, πρώην βαποράκι του Εβραίου, προσαρτήθηκε στους ιταλιάνους μετά από ένα χέρι ξύλο που διήρκεσε τρεις μέρες».
Ο Πάτρικ σημείωσε με ταχύτητα σ’ ένα κομμάτι χαρτί την φράση και πήγε και στάθηκε πλάι σ’ έναν τραυματιοφορέα που κύτταξε επιτηδευμένα προς την αντίθετη μεριά. Χτύπησε ένα Lucky Strike στο πακέτο και το άναψε. «Κάτι που να αξίζει μια παγωμένη Guinness;» ψιθύρισε. Ο νοσοκόμος άρχισε να καθαρίζει με μανία το πλαϊνό τζάμι του οχήματος. Η φωνή του βγήκε σαν να πήγαινε καβάλα σε καρότσι σε χωματόδρομο. «Για αρκετή ώρα κάποιος στεκόταν απέναντι απ΄το μαγαζί του Μαντσέτι και έβαζε κι΄έβγαζε μαντήλια σε διαφορετικά χρώματα από τις τσέπες του, μάλλον, τον είχαν στήσει για σινιάλο σε περίπτωση που κάτι στράβωνε. Φαινόταν μαλάκας από μακρυά, ξέρεις, εκείνο το είδος που κάθε κίνησή του εκπέμπει μαλακία». «Μαρκέτο» σκέφτηκε ο Πάτρικ και κατέβηκε απ΄το πεζοδρόμιο, έψαξε τον Μάρλοου με τα μάτια, περπάτησε ως την πίσω μεριά του ασθενοφόρου. «Το ποδήλατο με τον εκτελεστή έκανε μια στάση στο τσαγκάρικο του Ντε Πιέρι και άφησε κάτι» συνέχισε ο νοσοκόμος που είχε ακολουθήσει αδιάφορα τον Πάτρικ και έκανε τώρα πως ετοιμάζει το φορείο. «Απ’ όσο άκουσα, ο Ντε Πιέρι ούτε είχε παραγγείλει τίποτε, ούτε και παρέλαβε τίποτε εξόν από ένα άδειο κιβώτιο. Τα υπόλοιπα είναι συνηθισμένα. Ο Μαντσέτι είχε τελευταία κάτι παράξενες ώρες που δούλευε, ερχόταν στις δύο, στις τρεις τη νύχτα κι΄αυτό ειν’ όλο».
Ο Πάτρικ έσκυψε να πιάσει το μολύβι που τού είχε πέσει. Μόλις ανασηκώθηκε, ήταν η σειρά του τραυματιοφορέα να σκύψει και να μαζέψει διακριτικά ένα χαρτονόμισμα που είχε σφηνωθεί κάτω από την πίσω ρόδα. Χαμογέλασε και κύτταξε τον Πάτρικ που απομακρυνόταν. «Πάντα άρχοντας ο γερο-Πάτρικ» σκέφτηκε για τον συνομήλικό του, που όμως είχε καλύτερο αυτοκίνητο.
Ο Μάρλοου εμφανίστηκε στην γωνία και έκανε νόημα στον Πάτρικ να τον ακολουθήσει. Τρείς πιτσιρικάδες κάτω απ΄το άγρυπνο βλέμμα ενός αστυνομικού περιεργάζονταν την Ντε Σότο του. Καμμιά ανησυχία. Μόλις πλησίασε παρατήρησε πως ο Μάρλοου περπατώντας τίναζε το χέρι του που ήταν πρησμένο, λες και το πρήξιμο ήταν κάτι που μπορούσες να ξεφορτωθείς σαν νερό από βρεγμένα χέρια.
«Το νεώτερο είναι ότι, άρχισαν να θολώνουν και τα νερά» είπε ο Πάτρικ. «Ο εκτελεστής έκανε μια ψεύτικη επίσκεψη σε κάποιον Ντε Πιέρι, τσαγκάρη στο επάγγελμα και μετά περιποιήθηκε τον χοντρούλη».
«Πού το ξέρεις πως ήταν ψεύτικη επίσκεψη;»
«Άφησε ένα άδειο κιβώτιο, δήθεν για να φανεί πως πρόκειται για τακτικό δρομολόγιο κάποιου διανομέα, για ξεκάρφωμα». Ο Μάρλοου έξυσε το σβέρκο του και ζάρωσε τα μούτρα του σαν σε αμμοθύελλα. Έρριξε μια ματιά προς το τσαγκάρικο του Ντε Πιέρι, που στεκόταν στην πόρτα και μίλαγε σ΄έναν επιθεωρητή που κράταγε σημειώσεις.
Είχαν μόλις παραγγείλει καφέ και από δυό αυγά μάτια όταν η πόρτα άνοιξε, μια βαρειά ανάσα ακούστηκε και ο Μάρλοου χωρίς να γυρίσει χαιρέτησε τον νεοφερμένο: «Σου τελειώσαν οι επιθεωρητές κι΄έρχεσαι ο ίδιος;» Ο Πάτρικ δεν σήκωσε τα μάτια του απ΄τον καφέ του. Δεν έπρεπε να δείξει πόσο κινηματογραφικά του φαίνονταν όλα αυτά. Μόλις γύριζε σπίτι του θα έπαιρνε τηλέφωνο εκείνο τον συμμαθητή του από το κολλέγιο, έναν αγοραφοβικό, μονόχνωτο σπασίκλα, που απ΄ό,τι είχε ακούσει γύριζε ταινίες με γκάνγκστερς και που απ΄το όνομά του θυμόταν μόνο το Κόπολα, ενώ έκανε διαρκείς προσπάθειες να ξεχάσει εκείνο το αδερφίστικο Φράνσις. Τί σόι άντρας δέχεται να τον φωνάζουν Φράνσις... Μα είχε ακούσει πως οι ταινίες ήταν καλές.
Ο Φλάναγκαν σχεδόν οριζοντιώθηκε από τη μέση και πάνω προσπαθώντας να γλυστρήσει την τεράστια κοιλιά του πίσω απ’ το τραπέζι.
«Ήρθα να μιλήσουμε» είπε, αφήνοντας να εννοηθεί πως κάποιος τον είχε ενημερώσει για την παρουσία του Μάρλοου στην γειτονιά, ο οποίος συνέχιζε τις προσπάθειες να πνίξει μια φέτα ψωμί του τόστ στον κρόκο του ενός αυγού αφήνοντας το άλλο ανέγγιχτο.
«Μη μου πεις πως σ’ έπιασε μελαγχολία επειδή πέρασες απ΄το παληό μου γραφείο και βρήκες την καφετιέρα σβηστή...» έκανε ο Μάρλοου αφήνοντας με τη σειρά του να εννοηθεί πως κι΄αυτός είχε διαθέσιμες πληροφορίες που μπορούσαν να του είναι μέχρι και χρήσιμες.
Ο Φλάναγκαν έσκυψε μπροστά: «Ο Εβραίος έχει αρχίσει και γκρινιάζει. Οι ποδηλάτες δεν του έχουν αφήσει ούτε ένα μαγαζί αγάζωτο στην πόλη. Και κάθε μέρα που περνάει με απειλεί πως θα φέρει δικούς του για ‘να έρθει η πόλη στα ίσα της’. Το τελευταίο που αντέχει αυτή η γαμημένη πόλη, το ξέρεις καλύτερα από μένα Μάρλοου, είναι άλλη μια συμμορία με παρανοϊκούς να κόβουν βόλτες και να κραδαίνουν τα σιδερικά τους μέσα στα μούτρα μας! Κι΄έχω κάνει πραγματικό αγώνα όλα αυτά τα χρόνια για να πείσω τον Εβραίο πως δεν χρειάζεται να ανησυχεί, πως η κατάσταση παραμένει μεταξύ Ιταλών και Ιρλανδών. Τώρα τι του λέω...»
Ο Πάτρικ σήκωσε τα μάτια του: «Μα ο Μαντσέτι δεν είναι εβραίος. Ή μάλλον, δεν ήταν...»
Ο Φλάναγκαν τον κύτταξε κουρασμένα: «Αυτό είναι που μας σκατώνει ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Σε εικοσιεπτά υποθέσεις, οι εννέα αφορούν ιταλούς, οι δύο ιρλανδούς και οι άλλοι είναι του Εβραίου. Ο ένας μάλιστα Ιταλός είναι και κουνιάδος του Ντε Πιέρι, που δέχτηκε την ψεύτικη επίσκεψη του δολοφόνου πριν το χτύπημα. Μας τόπε μόλις τώρα.»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του και η πόρτα βρόντηξε διάπλατα, ένας μπάτσος όχι μεγαλύτερος από εικοσιπέντε χρονών μπήκε με το αδιάβροχο ν’ ανεμίζει και είπε λαχανιαστά προς όλους: «Ελάτε. Βρήκαν και δεύτερο πτώμα!»
Εκτός όμως, απ΄το πτώμα βρέθηκαν και δύο μάρτυρες, που βεβαίωναν πως είχαν δει τον Μάρλοου πριν από λίγο να χτυπάει αγρίως τον Μαρκέτο, που στην συνέχεια βρέθηκε με δεκαπέντε πόντους ατσάλι σφηνωμένους στον δεξί πνεύμονα και με ένα βλέμμα σαν νάβλεπε τους Ντότζερς να χάνουν στην έδρα τους από τους Τσάρτζερς.
Ο Φλάναγκαν κούνησε το κεφάλι του αργά. Ο Μάρλοου, απλώς, θα πέρναγε δυό μέρες στο φρέσκο και θα χανόταν πολύτιμος χρόνος από την έρευνα. Είκοσι ώρες. Αυτό είναι το όριο για να έχεις σίγουρα αποτελέσματα από ένα έγκλημα. Και αυτοί θα έχαναν σαρανταοκτώ.
«Μόνο αν το απέναντι κτίριο ήταν φτιαγμένο από καθρέφτες θα μπορούσαν νάχουν δει τί ακριβώς συνέβη στο σημείο που τα λέγαμε με τον λαγό» είπε ο Μάρλοου στον Φλάναγκαν. «Εγώ στη θέση σου θα έψαχνα τη σχέση των μαρτύρων με τον Ντε Πιέρι» συνέχισε.
Ο Φλάναγκαν παρέμεινε ανέκφραστος. «Πώς σούρθε ο Ντε Πιέρι τώρα...»
«Βγάλε μου τούτα ‘δω και μέσα σε δυό, το πολύ τρεις μέρες θα σούχω την συμμορία στη στενή. Και χωρίς τα ποδήλατα. Αυτά θα μπορείς να τα μοιράσεις στα κοκκινοκέφαλα ανήψια σου.»
«Ο Μαρκέτο;»
Ο Μάρλοου έκανε μιάν ανεπαίσθητη κίνηση με το κεφάλι. Ο Φλάναγκαν ήταν σε αδιέξοδο. Έχανε ήδη πολύτιμο χρόνο και απ΄ό,τι φαίνεται, θάχανε και πολλές πληροφορίες που ο Μάρλοου δεν θα δεχόταν επ’ ουδενί να μεταφέρει σε κανέναν άλλον.
«Σε ποιό Τμήμα θα κρατηθεί ο ντετέκτιβ;» Τον είχαν ξεχάσει τον Πάτρικ, που όλην αυτή την ώρα χωμένος σε μια γωνιά άκουγε κι΄έγραφε. Με τα φρύδια ανασηκωμένα και το μέτωπο χαρακωμένο από κάποιες βαθειές ρυτίδες που στο φως τής μέρας χάνονταν εντελώς, ο Πάτρικ έμοιαζε με καθολικό παπά που σκάει μύτη απ΄το εξομολογητήριο για να πάρει ανάσα.
«Τί σημασία έχει...» ρώτησε ο Φλάναγκαν, και ο Μάρλοου την ίδια στιγμή έσκασε ένα χαμόγελο.
«Μπορείτε να τον πάτε σε όποιο Τμήμα θέλετε;»
Ο Φλάναγκαν κατένευσε.
«Ακόμη και σε κάποιο έξω από την πόλη;» είπε ο Πάτρικ και βγήκε κι΄ο υπόλοιπος απ΄τη σκιερή γωνιά που καθόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή.
«Πάς να περπατήσεις σε πολύ λασπερά χωράφια, δημοσιογράφε...» είπε ο Φλάναγκαν, ενώ ο Μάρλοου συνέχισε να χαμογελάει. «Κανένας από μας δεν θα έβγαζε τον κύριο από ‘δω ούτε δευτερόλεπτο έξω απ΄τη στενή! Άπαξ και μπήκες μέσα, μένεις μέσα για όσο λέει ο εισαγγελέας υπηρεσίας!»
Ήταν η σειρά του Πάτρικ να χαμογελάσει. Οι δύο αστυνομικοί που περίμεναν να μεταφέρουν τον Μάρλοου φλερτάριζαν με κάτι μελαχρινές πιτσιρίκες. Ο χρόνος πέρναγε απαρατήρητος. Τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων άρχισαν να αποκτούν ψιλά-ψιλά διάφανα στίγματα από τις πρώτες ψιχάλες της απογευματινής βροχής. Ο Μάρλοου κύτταξε τον Πάτρικ και μετά έστρεψε το βλέμμα του στη Ντε Σότο. Όταν το βλέμμα του διασταυρώθηκε με του Πάτρικ ξανά, είδε μια μεγάλη, θά ελεγες τεράστια αγωνία στα μάτια του δημοσιογράφου. Ο Φλάναγκαν περίμενε υπομονετικά. Αν ο δημοσιογράφος είχε μιά λύση ή έστω και μια υπόνοια λύσης δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να την ακούσει. Σαράντα χρόνια στο Σώμα τον είχαν διδάξει να ακούει τους πάντες, έστω κι΄αν δεν το έδειχνε.
Ο Πάτρικ ξεφύσηξε. «Οκέυ. Θα με φωνάζεις Μάρλοου για τις επόμενες δυό μέρες...»
Με τον Πάτρικ ευτυχισμένο στη φυλακή να κρατάει ένα σωρό σημειώσεις που στη συνέχεια θα γινόταν βιβλίο για να μπορέσει κάθε άκαπνος φλώρος αυτής της πόλης να νιώσει μέτοχος του υπόκοσμου της, ο Μάρλοου πήγαινε κι΄ερχόταν όπου γουστάριζε. Είναι απίστευτο πόσο τυφλώνεται ο κόσμος όταν τον έχεις πείσει πως δεν είναι δυνατόν να σε βλέπει εκεί που σε βλέπει αφού εσύ είσαι στη φυλακή. Όμως, οι σαρανταοκτώ ώρες που πριν φάνταζαν πολλές, τώρα θα έφταναν μετά βίας για να πιαστεί έστω και η άκρη απ΄το νήμα της υπόθεσης, ειδικά τώρα που δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή με όποιον ήθελε. Έβγαλε απ΄την τσέπη του το σημείωμα που είχε αποσπάσει απ΄τον Μαρκέτο, λίγες ώρες πριν οι συγγενείς του παραχωρήσουν όλη τη γκαρνταρόμπα του στην Y.M.C.A.
Γίντις. Το σημείωμα ήταν σε γίντις. Ακατανόητο για κάθε άλλον εκτός από όποιον ήταν εβραίος. Και δεν μπορούσε να μιλήσει με τον Αλ Γκουριόν στο τμήμα για να του το μεταφράσει. Και ασφαλώς, δεν ήθελε να το δώσει στον Φλάναγκαν. Αυτό που τον έκοβε ήταν τί στην ευχή γύρευε ένα σημείωμα σε γίντις στην τσέπη τού «αποστάτη» Μαρκέτο. Και επίσης, απ΄την πρώτη στιγμή δεν του είχε καλαρέσει εκείνος ο Ντε Πιέρι. Είχε παραλάβει ένα κιβώτιο, ένα άδειο κιβώτιο λίγο πριν ο δολοφόνος χτυπήσει τον Μαντσέτι. Κι’ ο Μαρκέτο, όσο κι΄αν δεν τού πήρε λέξη, δεν έπαιρνε τα μάτια του από την κατεύθυνση του μαγαζιού του Ντε Πιέρι όση ώρα τις μάζευε, λες και φοβόταν περισσότερο τον Ντε Πιέρι από τις γροθιές του Μάρλοου.
Τί σχέση μπορούσε όμως νάχει ο ιταλός με τον εβραίο του σημειώματος του Μαρκέτο;
Κι΄αν πήγαινε να βρει τον Ντε Πιέρι; Θα μπορούσε άραγε να τον αναγνωρίσει; Μια σκέψη πέρασε απ΄το μυαλό του και από 'κει στα ποδια του σε μηδέν χρόνο. Μπήκε στη Ντε Σότο του Χάισμιθ και μετά από λίγο πάρκαρε κάτω από την πολυκατοικία των μαρτύρων που τον είχαν δει να περιποιείται τον Μαρκέτο. Η παρουσία της Ντε Σότο εξασφάλιζε την υποσυνείδητη σύνδεση του ανθρώπου που την οδηγούσε με τον Πάτρικ, πράγμα απολύτως επιθυμητό στην παρούσα φάση.
Χτύπησε ένα κουδούνι που αντισοιχούσε στον πρώτο όροφο. Μια στριγγή γυναικεία φωνή ακούστηκε να ρωτάει κάτι στα Ιταλικά, απάντησε «Tαχυδρόμος», έσπρωξε μόλις ακούστηκε το ρεύμα χτύπαγε το γλωσσίδι της κλειδαριάς και πέρασε στο εσωτερικό της παληάς πολυκατοικίας.
Αν κάποιος τούλεγε ότι, στον πρώτο όροφο έμενε ο Τζώρτζ Ουάσινγκτον και στον δεύτερο ο Τόμας Τζέφερσον, θα μπορούσε και να το πιστέψει. Όσα υπήρχαν στο κτίριο θα μπορούσαν κάλλιστα να μεταφερθούν στο μουσείο αμερικάνικης ιστορίας και να βάλουν εισιτήριο για να μπορείς να τα βλέπεις.
Ανέβηκε στον τρίτο όροφο όπου έμενε η χήρα Άννα-Μαρία Κουτσινόττα, η πρώτη μάρτυρας σύμφωνα με τα λεγόμενα του Φλάναγκαν. Χτύπησε απαλά στο νούμερο 23 και περίμενε ν΄ακούσει παντόφλες να σέρνονται στον διάδρομο. Αντί γι΄αυτό η πόρτα άνοιξε απότομα και μια γυναικάρα στο ύψος του Μάρλοου τον κύτταξε στα μάτια με ξεκούμπωτα τα πανω τρία κουμπιά της ρόμπας της: «Για τη δόση;»
Ο Μάρλοου φοβήθηκε πως αν δεν προλάβαινε να απαντήσει πως δεν ήταν για την δόση, πριν καν το καταλάβει θα βρισκόταν στο κρεββάτι της κυρίας με εκείνη να ανεβοκατεβαίνει από πάνω του, νομίζοντας πως εξοφλούσε κάποια δόση.
«Όχι, κυρία. Επιθεωρητής Ο’Χάρα» είπε, δείχνοντας αντί για ταυτότητα ένα καλά διπλωμένο πακέτο τσιγάρα μέσα στην παλάμη του. Ήταν ένα κόλπο που τού ‘χε δείξει ο φίλος του ο Τζων Μπελούσι τότε που δούλευαν στο ίδιο γραφείο. Η μόνη διαφορά ήταν ανάμεσα στα Lucky Strike του Μάρλοου και στα Camel του Μπελούσι.Το κόλπο έπιανε σχεδόν πάντα, ειδικά σε νοικοκυρές. Έπιασε και τώρα.
Ο Μάρλοου στρογγυλοκάθησε σε μια καρέκλα με την χήρα Κουτσινόττα απέναντί του. Μέσα σε δύο λεπτά είχε καταλάβει πως η χήρα όχι μόνον δεν είχε δει καν τί συνέβαινε κάτω από την μαρκίζα του κτιρίου που έμενε, αλλά, είχε και μια διάθεση να καρφώσει εκείνον που της επέβαλλε την συγκεκριμένη κατάθεση. Ο Μάρλοου χαλάρωσε για να την κάνει να χαλαρώσει και ‘κείνη. Της πρόσφερε τσιγάρο από το ίδιο πακέτο που τής είχε δείξει προηγουμένως σαν ταυτότητα της αστυνομίας. Εκείνη το άναψε και το κράτησε στην άκρη των δακτύλων της κυττάζοντάς το σαν κάποιο δυσνόητο μυστικό να κρυβόταν στην κάφτρα του.
«Βλέπετε, αστυνόμε, είναι ήδη αρκετά δύσκολο για μια χήρα γυναίκα να τα βγάλει πέρα με μιά ψωροσύνταξη των πεντακοσίων δολλαρίων. Πόσο μάλλον αν χρειαστεί να κάνει και κάποιες αναπόφευκτες παραχωρήσεις... Οι άλλοι το παίρνουν σαν μόνιμο δικαίωμα και τότε τα πράγματα μπλέκουν». Ο Μάρλοου κατάλαβε πως του ζήταγε να της δώσει μιαν αφορμή να καρφώσει εκείνον που την κράταγε στα χέρια του.
Έκπληξη δεν υπήρξε. Nada, nulla, zero. Του πήρε μιαν ολόκληρη ώρα για να φτάσει ως εκεί, μα τώρα το μόνο που του έμενε ήταν να πάρει μια παρόμοια κατάθεση και από το ζεύγος Καμιλλέρι, στο δεύτερο όροφο. Η χήρα τον συνόδεψε ως την πόρτα και στάθηκε με το ένα χέρι στη μέση και το άλλο στο κάσωμα της πόρτας. Αν του έλεγε πως στην πραγματικότητα ήταν η Σοφία Λώρεν και έμενε ινκόγκνιτο στο διαμέρισμα μιας ξαδέρφης της, θα την πίστευε. Όσο δεν δυσκολεύτηκε όλη την ώρα να συγκεντρωθεί στις ερωτήσεις του, τόσο αυτή τη στιγμή ένιωθε μια έντονη επιθυμία να γυρίσει στο δωμάτιο της χήρας και να προσπαθήσει να την πείσει πως ήταν δοσατζής. Η χήρα Κουτσινόττα είχε κρατήσει και μια βολή για το τέλος.
«Πάντως, αστυνόμε Ο’ Χάρα αν ποτέ ξεχάσεις τα κλειδιά σου μην δοκιμάσεις να ανοίξεις την πόρτα με την ταυτότητά σου. Δεν θάχεις τίποτε να καπνίσεις μετά...» κι΄έκλεισε απαλά την πόρτα.
Τα πεντακόσια δολλάρια της χήρας δεν ήταν «ψωροσύνταξη» κι΄αυτό του ξεκαθαρίστηκε μόλις ο Κος Καμιλλέρι άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος στο δεύτερο όροφο, στην ουσία μετατοπίζοντάς την από τον ένα μεντεσέ που κρεμόταν. Μια βαρειά μυρωδιά από βραστό λάχανο, χλωρίνη και φαρμακίλα τον πήρε κι΄έκανε λίγο πίσω. «Φαμπρίτσιο Ντε Αντρέ, υπεργολάβος. Είμαι από την επιθεώρηση κτιρίων. Ο κύριος Καμιλλέρι;» είπε στον γέρο που αν είχε ακούσει αστυνομία, θα είχε κουμπωθεί ως επάνω. «Μάλιστα, περάστε» είπε ο υπερήλικας και παραμέρισε κανοντας μια χειρονομιά προς το εσωτερικό του διαμερίσματος. Ο Μάρλοου κατάπιε μια γερή γουλιά άοσμου αέρα και προχώρησε σε αυτό που οι Καμιλλέρι περιέγραφαν σαν σπίτι τους.
Ο καφές ήταν ανέλπιστα καλός. Η κυρία Καμιλλέρι είχε στο πρόσωπό της εκείνη την ευγενική έκφραση που έχουν άνθρωποι με πολλές ατυχίες στη ζωή τους και που θεωρούν μεγάλη ευτυχία τα απολύτως απαραίτητα. Μια στέγη, ένα-δυό φάρμακα, έναν σύντροφο για την τελευταία στιγμή. Ο άνθρωπος που μάζευε το νοίκι και από αυτό το διαμέρισμα ήταν ο ίδιος.
«Ναι. Δεν είμαστε εξαίρεση κύριε Ντε Αντρέ. Ο κύριος Ντε Πιέρι έχει δικά του οκτώ διαμερίσματα στην πολυκατοικία και σε ‘κείνον δίνουμε τα νοίκια. Πώς να αρνηθούμε, λοιπόν, όταν μας ζήτησε μια μικρή βοήθεια για να μπορέσει η μάνα εκείνου του δύστυχου του Μαρκέτο να πάρει μια μικρή αποζημίωση, αν αποδεικνυόταν ότι ο γιός της είχε σκοτωθεί στη διάρκεια συμπλοκής..;»
Ο Μάρλοου έβραζε από μέσα του. «Την επιθεώρηση δεν την ενδιαφέρει ποιός παίρνει τα νοίκια κύριε Καμιλλέρι, αλλά, αν τα διαμερίσματα είναι κατάλληλα για αξιοπρεπή διαβίωση», είπε ο Μάρλοου βάζοντας τα δυνατά του να χρησιμοποιήσει όσο πιό υπηρεσιακές εκφράσεις γινόταν.
«Μα ναι, μα ναι, δεν έχουμε κανένα παράπονο κύριε Ντε Αντρέ! Αν και δεν μπορούμε να έχουμε ιδιαίτερες απαιτήσεις. Άμα χρωστάς τόσα νοίκια, τί να ζητήσεις;» έκανε ο γέρος και κύτταξε την γυναίκα του που στο μεταξύ είχε προβάλλει στην πόρτα του δωματίου που χρησίμευε για σαλόνι, υπνοδωμάτιο και αποθήκη μαζί.
«Αυτό κύριε Καμιλλέρι, είναι κάτι αρκετά σοβαρό. Εάν ο ιδιοκτήτης παραμελεί την κατάσταση των διαμερισμάτων του γνωρίζοντας πως κανένας δεν θα διαμαρτυρηθεί επειδή χρωστάει νοίκια.... ε, αυτό είναι σοβαρό...» έκανε με στόμφο συνοφρυωμένος ο Μάρλοου και συνέχισε: «Δηλαδή, αν αύριο βρίσκατε τα χρήματα γι ανα εξοφλήσετε τα νοίκια, τί ακριβώς θα καταγγέλατε κύριε Καμιλλέρι;» Ο γέρος σάστισε. Ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας που έτριξε σαν νάχε καθήσει πάνω της κάποιος υπέρβαρος.
«Μα ξοφλάμε κύριε επιθεωρητά, ξοφλάμε ό,τι μπορούμε... Δεν είναι ωραίο νά έχει κανείς χρέη, δεν είναι καθόλου ωραίο. Η συχωρεμένη η μάνα μου πίσω στην πατρίδα δεν άφηνε να χρωστάω ούτε λίρα σε οποιονδήποτε. Κι’ αν δεν είχαμε, τότε μ’ έβαζε να κάνω κάποια δουλειά στον πιστωτή μας για να εξοφλήσω το χρέος δουλεύοντας». Ο Μάρλοου σκέφτηκε πως αν είχαν εφαρμόσει κι΄εδώ αυτό το σύστημα τότε οι φυλακές θα ήταν μισοάδειες. Συνέχισε να κυττάει με προσήλωση τον γέρο, που έδειχνε να έχει πει όλα όσα ήθελε να πει. Αισθάνθηκε πως ήταν ώρα να τον τσιγκλίσει λιγάκι.
«Μα τι δουλειά μπορείτε να προσφέρετε εσείς, κύριε Καμιλλέρι..; Εννοώ, πριν το πάρετε στραβά, πως η δουλειά του κυρίου Ντε Πιέρι απαιτεί μια σχετική δεξιοτεχνία και ειδίκευση» πάλι ο υπηρεσιακός τόνος με τις κατάλληλες λέξεις, «και εν πάσει περιπτώσει πώς θα μπορούσατε εσείς να ξεπληρώσετε ένα νοίκι, με πόση δουλειά, με πόσες ώρες εργασίας; Είναι πρακτικώς αδύνατον!» είπε με βεβαιότητα ο Μάρλοου-Ντε Αντρέ.
Η φράση βρήκε στόχο. Ο Μάρλοου όμως δεν ήταν σίγουρος πως ένιωθε έτοιμος για την απάντηση που πήρε.
«Κύριε επιθεωρητά, κατ’ αρχάς, δεν πρόκειται για νοίκι, αλλά για νοίκια...», είπε ο γέρος με μια συστολή. Ωραία, τσίμπησες στο πρώτο, σκέφτηκε ο Μάρλοου. «Και δεύτερον, όπως είπατε και ΄σεις»συνέχισε ο γέρος, «η δεξιοτεχνία και η ειδίκευση είναι κάτι που πάντα κάποιος θα χρειάζεται και κάτι που δύσκολα αποκτάται στις μέρες μας, που οι πραγματικοί τεχνίτες σπανίζουν». Δεν έβγαινε νόημα. Μα ο γέρος φύλαγε το καλό για το τέλος. «Ξέρετε τί δουλειά έκανα στο Παλέρμο κύριε επιθεωρητά;»
Ο Μάρλοου βάστηξε μια ανάσα κι’ ετοιμάστηκε ν’ ακούσει κάποια κοτσάνα.
«Δούλευα στην Bianchi, κύριε επιθεωρητά!» είπε ο γέρος με καμάρι και ο Μάρλοου βεβαιώθηκε πως η κοτσάνα που περίμενε είχε μόλις ξεστομιστεί. Ποιά στην οργή ήταν αυτή η Bianchi... Τί έφτιαχνε.. Ραφτομηχανές ή κουβαρίστρες;
Ο γέρος πρόλαβε την ερώτησή του και παρ’ ολίγο να τον ξαπλώσει κάτω:
«Ήμουν μηχανικός ποδηλάτων! Ένας από τους καλύτερους σας πληροφορώ! Περιζήτητος! Και αν το εργοστάσιο της Bianchi δεν είχε καταστραφεί ολοσχερώς από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς σας, δεν θα είχα κανέναν λόγο να ξεσπιτωθώ και να έρθω να ζήσω σ’ αυτήν την ποντικότρυπα!»
Ούτε ο Αδάμ όταν κατάλαβε γιατί τούφτιαξε ο Θεός την Εύα δεν θα ένιωσε την έκπληξη που ένιωσε ο Μάρλοου. Και ούτε ο καλύτερος συναρμολογητής αυτής της πως την λέγανε, της Bianchi, δεν θα κατάφερνε να βρεί πού ταίριαζε ο γέρος που επισκεύαζε ποδήλατα στο μαγαζί ενός εβραίου, μάλλον Τού εβραίου, με τον Ντε Πιέρι και με τους υπόλοιπους νεκρούς και ζωντανούς αυτής της γειτονιάς.
Ο γέρος όμως, φαίνεται πως όλα αυτά τα χρόνια έψαχνε κάποιον να καυχηθεί. Κανείς δεν αναγνώριζε την αξία του. Και τώρα, στα τελευταία του είχε βρεθεί αυτός ο Ντε Πιέρι, να τον έχει καλά η Σάντα Λουτσία, που τού πρότεινε μια απασχόληση σε έναν φίλο του. Θα μετασκεύαζε ποδήλατα για μια εταιρεία μεταφορών για μικρά δέματα. Ήταν μια νέα ιδέα ενός συνεργάτη τού Ντε Πιέρι. Πώς τα κατάφερνε αυτός ο άνθρωπος και είχε καλές σχέσεις με όλους, ακόμη και με όσους δεν ήταν καθολικοί! Τούτος ‘δω για παράδειγμα, ήταν εβραίος!
Και ο ίδιος ο Καμιλλέρι, όντας ένας μοναδικός μάστορας, έφτιαξε μια μεταλλική βάση για την σχάρα, που είχε διπλό πάτο, και που ο από από κάτω πάτος άνοιγε αυτόνομα και μπορούσες να φυλάς εκεί μέσα χωρίς να το ξέρει κανείς, ό,τι ήθελες. Και προσάρμοσε και ένα καλάθι επάνω στο τιμόνι, για να αυξήσει τον αποθηκευτικό χώρο του ποδηλάτου. Και παράλληλα με τον οριζόντιο σωλήνα έφτιαξε μια στενόμακρη μεταλλική θήκη, που δεν εμπόδιζε καθόλου τον ποδηλάτη στις κινήσεις του και κει μέσα μπορούσες νάχεις ακόμη κι ένα μακρύ μαχαίρι για να κόβεις το σαλάμι ή ό,τι άλλο ήθελες. Και επειδή τα ποδήλατα βάραιναν με όλες αυτές τις προσθήκες, άλλαζε το γρανάζι μέ ένα μεγαλύτερο και ο μπροστινός δίσκος έχανε καμμιά δεκαριά γρανάζια. Όλα αυτά τα σχεδίαζε και τα έκοβε ο ίδιος! Ούτε καλούπια ούτε χυτήρια ούτε τίποτε! Έτσι το ποδήλατο είχε καλύτερο τράβηγμα. Και δεν μπορούσες να το αντιγράψεις με κανέναν τρόπο! Κανείς! Πόσο μάλλον ο εβραίος, που από καιρό είχε καταλάβει ότι δεν τον χώνευε, ούτε αυτόν αλλά ούτε και τον κύριο Ντε Πιέρι!
Ο Φλάναγκαν μπήκε στο «Λίμπερτυ Μπαρ» γύρω στις εννιάμιση και κάθησε στη μπάρα. Οι υπαρξιακές του ανησυχίες ήρθαν στην επιφάνεια, καθώς ήταν πολύ νωρίς για αλκοόλ και αρκετά αργά για καφέ. Παράγγειλε μια lemon soda και άρχισε να την ρουφάει με μικρές γουλιές. Το μπαρ ήταν άδειο τέτοια ώρα, εκτός από μια καθαρίστρια που έμοιαζε να κάνει κουπί σε μια αόρατη γόνδολα με ‘κείνη τη τεράστια σφουγγαρίστρα στα χέρια της. Την παρατήρησε να τρυπώνει στην τουαλέττα, είδε την πόρτα να ανοιγοκλείνει και όταν γύρισε το κεφάλι του εμπρός ο απέναντί του καθρέφτης είχε πάνω του τον Μάρλοου από τη μέση και πάνω. Ο υπόλοιπος εμφανίστηκε μόλις ο Φλάναγκαν γύρισε και κύτταξε στο σκαμνί δίπλα του.
«Τόχεις ακόμα, Μάρλοου...» σιγογέλασε.
«Εννοείς το κέρμα για τον τηλεφωνικό θάλαμο; Ναι, δεν απάνταγε κανείς...», είπε ο Μάρλοου λύνοντάς του σαν καλός παλιόφιλος την απορία από πού βρέθηκε μέσα στο μαγαζί. «Γέρασες και έγινες απρόσεκτος, Φλάναγκαν...»
Μια γριά που κούναγε ένα στραβοτυπωμένο κηδειόσημο πέρασε μέσα απ΄τον καθρέφτη. Την είδε μόνον ο Φλάναγκαν.
Ο Μάρλοου, κάτω απ΄το βλέμμα του παλιού φίλου του, άπλωσε το χέρι του στο μισοάδειο φλυτζάνι με τον καφέ που τον περίμενε πάνω στον πάγκο και ρούφηξε μια γουλιά. Ο Φλάναγκαν σκέφτηκε πως, ναι, έπρεπε να παραδεχτεί πως είχε γεράσει. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πείσει τον εαυτό του να προσέχει διπλά απ΄ό,τι παληότερα.
«Σήμερα βγαίνει και ο δημοσιογράφος απ΄το φρέσκο», μονολόγησε.
«Άρα, από σήμερα μπορώ να ξαναβγάλω τα μούτρα μου σε κοινή θέα» παρατήρησε ο Μάρλοου. «Και άρα, πρέπει να μάθεις γρήγορα το σενάριο και να το προσαρμόσεις για την μικρή οθόνη γιατί αύριο, το πολύ μεθαύριο θα βγείς στην τηλεόραση να το απαγγείλεις».
Ο Φλάναγκαν ανασήκωσε τους ώμους του και έστρεψε το σκαμνί προς τον Μάρλοου περιμένοντας.
Ο Μάρλοου πήρε τον καφέ στο χέρι και προχώρησε προς ένα σεπαρέ στο βάθος του μαγαζιού. Ο Φλάναγκαν σηκώθηκε, ρούφηξε την τελευταία γουλιά του αναψυκτικού του και ένιωσε πως ήταν ώρα, χωρίς ενοχές, να παραγγείλει ένα Lagavulin. Πρώτον, το καλούσε η σοβαρότητα της περίστασης και δεύτερον, η Σκωτία ήταν μόλις μιά πετριά από την Ιρλανδία. Χρειάστηκαν τρία ποτήρια Lagavulin για να πάνε κάτω όσα του αφηγήθηκε ο Μάρλοου.
Ο εβραίος από καιρό είχε κρίνει πως τα έσοδα από την πόλη δεν μπορούσαν να μοιράζονται ανάμεσα σε ιταλούς και ιρλανδούς μόνον. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να ζητήσει από τα μεγάλα κεφάλια της ράτσας του να διεκδικήσουν και αυτοί μερίδιο πλέον. Αυτός θα τους έκανε την χάρη να τεθεί επικεφαλής. Οι συμφωνίες όμως, ήταν τέτοιες που οι μεγάλοι δεν δέχονταν επ΄ουδενί. Ο εβραίος τότε, συνεργάστηκε με ένα απίστευτο σκουπίδι απ΄τη μεριά των ιταλών, τον Ντε Πιέρι, που δεν θα του κακοφαινόταν καθόλου να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και όχι μόνον να παραμείνει αλώβητος από όλο τον χαμό, αλλά και να αυξήσει την επιρροή του στην γειτονιά. Τού αρκούσε αυτό. Ο Μαρκέτο ήταν απλώς ένας ηλίθιος, ένα πιόνι που χρησίμευε σαν ασφαλής επικοινωνία ανάμεσα στους δύο τους. Το τριήμερο ξύλο εξάλλου και η αποπομπή του από τους ιταλούς εξασφάλισαν πως δεν θα υπήρχε και καμμία σύνδεση με τον Ντε Πιέρι.
Ο οποίος από τη μεριά του, δεν δίστασε καθόλου να ξεφορτωθεί και όλους όσους στην γειτονιά έδειχναν να μην είναι του χεριού του. Οι εκτελεστές έκοβαν βόλτες πάνω στα ποδήλατα, γάζωναν τα μαγαζιά των εβραίων, έπαιρνε η μπόρα και όσους είχε φιλήσει στο μάγουλο ο Ντε Πιέρι, καθώς και μερικούς άλλους, οποιουσδήποτε, που ήταν απλώς άτυχοι και χρησιμοποιήθηκαν για να θολώσουν τα νερά. Η βλακεία του Ντε Πιέρι ήταν το ξεκάρφωμα που προσπάθησε να πετύχει με την επίσκεψη του εκτελεστή στο μαγαζί του πριν την δολοφονία και την παράδοση του άδειου κιβωτίου.
Αυτό ακριβώς είχε κινήσει τις πρώτες υποψίες του Μάρλοου για τον Ντε Πιέρι. Μπορεί και νάταν το ένστικτο, μπορεί πάλι νάταν και ‘κείνες οι αδιόρατες κινήσεις και χειρονομίες του Ντε Πιέρι όταν τον πρωτοείδε στην πόρτα του μαγαζιού του να δίνει κατάθεση στον αστυνομικό, που έστρεψαν την προσοχή του σ’ αυτόν.
Και στη συνέχεια, μια ιταλίδα χήρα που τον είχε περάσει για δοσατζή, του είχε πει πως στην πατρίδα της, στη Μόλα Ντι Μπάρι, ένα άδειο κιβώτιο σήμαινε τον θάνατο γι΄αυτόν που το παρελάμβανε. Τον είχε κυττάξει στα μάτια σα να τούλεγε «Πάρε, ντετέκτιβ, μια ανεκτίμητη πληροφορία!» και είχε μείνει να απολαμβάνει την νίκη της για την οποία δεν είχε ζητήσει κανένα απολύτως αντάλλαγμα. Δυστυχώς.
Ο Ντε Πιέρι, όχι μόνον είχε στήσει ένα αχρείαστο θέατρο, αλλά, είχε φροντίσει και να ειρωνευτεί το θύμα του χρησιμοποιώντας ένα σύμβολο θανάτου προς τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Πάτρικ είχε φτάσει με την συγκοινωνία μέχρι την διασταύρωση της 6ης με την 28η για να παραλάβει την παρκαρισμένη κόκκινη Ντε Σότο. Χωρίς στάλα βενζίνη. Ο Μάρλοου είχε φροντίσει να κάψει και τις τελευταίες αναθυμιάσεις. Τον αποζημίωσε όμως, με ένα σενάριο τουλάχιστον πεντακοσίων σελίδων για την θηλυκή πλευρά του εαυτού του. Τον είδε να στέκει απέναντί του μέσα στο πλήθος που παρακολουθούσε την συνέντευξη του Αρχηγού προς τους δημοσιογράφους. Έμοιαζε σαν ο Μάρλοου να ήταν ο καθηγητής που ακούει την αποστήθιση του μαθητή του και άλλοτε επιβραβεύει και άλλοτε δυσαρεστείται με κάποια παράλειψη.
Την ίδια στιγμή, στον δεύτερο όροφο ενός παμπάλαιου κτιρίου η ίδια ιστορία έφτανε στ΄αυτιά του ζεύγους Καμιλλέρι μέσα από το σχισμένο μεγάφωνο ενός ραδιοφώνου UHER μετασκευασμένου με μετασχηματιστή για οικιακή χρήση. Απ΄τη μια μεριά ήταν ωραίο να μην ξέρει κανένας πόσα νοίκια χρώσταγες. Από την άλλην όμως, ήταν χειρότερο να μην χρειάζεται κανένας πιά την τέχνη σου. Ακόμη και ο δολοφόνος...
Η συνέντευξη είχε φτάσει στο σημείο που ο αρχηγός, με το πρόσχημα του γενικευμένου χαμού που επικρατούσε, διάλεγε να απαντήσει στις ερωτήσεις που θα τον ανεδείκνυαν σε ήρωα της ιστορίας. Ο Μάρλοου είδε πίσω απ΄τον αρχηγό τον Φλάναγκαν να λέει κάτι στο αυτί του Αλ Γκουριόν, του εβραίου επιθεωρητή και φίλου του, που τον είδε και ΄κείνος και τον χαιρέτησε με δυό δάχτυλα. Θυμήθηκε πως θάχε ενδιαφέρον να μάθαινε τί έλεγε το σημείωμα που είχε στην τσέπη του ο Μαρκέτο και που ήταν γραμμένο σε γίντις. Αλλά, η υπόθεση είχε κλείσει. Τί τον έκοφτε τί στην οργή έγραφε το σημείωμα.
Το τσαλάκωσε, το πέταξε και άρχισε να περπατάει αργά προς την στάση. Άναψε ένα τσιγάρο και έκανε έναν υπολογισμό για το σε πόση ώρα θα ξύπναγε η βροχή που τώρα κοιμόταν ψηλά, στον μολυβένιο ουρανό μέσα. Περίμενε να δει στο βάθος του δρόμου να ανεβαίνουν δυό ποδηλάτες και τον ίδιο να καθησυχάζει τον εαυτό του αγγίζοντας το παγωμένο Κολτ στην τσέπη του. Τίποτα, όμως. Μια τέτοια σκηνή θα ήταν ένα ιδανικό τέλος για ταινία του σπασίκλα του Κόπολα.
‘Ο Τζέιμς θα είναι το πρωί νεκρός’, άκουσε μια φωνή πίσω του. Κοκκάλωσε. Του φάνηκε πως άκουγε την ηχώ της σκέψης του που ερχόταν από πέντε μέρες πριν. Γύρισε απότομα κι’ αντίκρυσε τον Αλ Γκουριόν που κράταγε στα χέρια του το τσαλακωμένο σημείωμα.
«Τί είναι αυτό εδώ; Κάποιο παιχνίδι που παίζετε με τον Πάτρικ;» ρώτησε ο Αλ Γκουριόν γελαστός και ο Μάρλοου εξαφανίστηκε. Πέταξε μέσα, βαθειά στο μυαλό του όπου ένα ερωτηματικό πέντε ημερών αναδύθηκε και τον στοίχειωσε.
Όποιος κι΄αν ήταν αυτός ο Τζέιμς, θα ήταν ήδη νεκρός, οπότε δεν θα είχε νόημα να ψάξει ο,τιδήποτε.
Αν πάλι ήταν ζωντανός, τότε ήταν μια φάρσα και δεν θα είχε νόημα να ψάξει ο,τιδήποτε.
http://www.youtube.com/watch?v=nOYaFt3mxnY
εξαιρετικό..τύφλα ναχει η χάισμιθ.. νομίζω πως επιτέλους βρήκες την κλίση σου...
...πλούτος, πλούτος, πλούτος.
Σημ. Ο @Κούκλος προσπαθεί να σε παρασύρει. Ο Σαραντάκος είναι η αρχή και το τέλος της υπογραφής σου.
Όφιε, παλικάρι είσαι