Τα ποντίκια πήγαιναν κι’ έρχονταν χωρίς να φοβούνται πλέον. Τον είχαν συνηθίσει και τα είχε συνηθίσει. Καμμιά φορά, μόλις άνοιγε τα μάτια του έμενε ακίνητος και τα παρατηρούσε. Δεν υπήρχε κάτι για να σιχαθεί. Ζούσαν συντροφιά στο ίδιο υπόγειο της ακατοίκητης μονοκατοικίας εδώ και κάτι μήνες. Στα ίδια βρωμόνερα πλατσούριζαν και τα ποντίκια και αυτός. Τα ίδια ξεροκόμματα μασούλαγε κι’ αυτός με ‘κείνα.
Από τη μέρα που είχε φύγει από το δυάρι που έμενε με άλλους είκοσι-εικοσι πέντε, είχε πεινάσει πραγματικά. Στο δυάρι το αφεντικό γύρευε απ΄τον καθένα ένα εικοσάρικο την ημέρα. Ακατέβατο. Και με ό,τι έμενε έτρωγαν. Αφού πρώτα συμπλήρωναν αυτά που έλειπαν σε όσους είχαν φέρει λιγώτερα. Τελευταία, δεν έμενε πάντα αυτό το κάτι για να μπεί η κατσαρόλα στη φωτιά. Κανένας δεν κατάφερνε να φέρει το εικοσάρικο και το αφεντικό ούρλιαζε πως θα τους πέταγε έξω, πως υπήρχαν κάτι μαροκινοί που ζητάγαν το δωμάτιο για να βάλουν γυναίκες. Πέρναγαν και τέσσερεις μέρες χωρίς να βάλει στο στόμα του τίποτε. Εδώ όμως, ήταν εντελώς μόνος του. Και η πείνα όλη δική του.
Στα σκουπίδια γινόταν χαμός, κανονική σφαγή. Οι γύφτοι είχαν τα πρωτεία στα σκουπίδια. Και πώς να ήταν αλλιώς. Οικογένειες ολόκληρες με παιδιά κάθε ηλικίας έζωναν τον κάδο και δεν άφηναν κανέναν να πλησιάσει. Και μετά δεν έβρισκες τίποτε. Σάρωναν τα πάντα. Και δεν υπήρχε λέξη να πεις, δεν καταλάβαιναν λέξη από τα λίγα ελληνικά που είχε μάθει στα τρία χρόνια εδώ πέρα, ήταν κι΄αυτοί ξένοι, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, σκληροί άνθρωποι, μαθημένοι αλλιώς. Από ‘κεί που έρχονταν δεν υπήρχαν ούτε κι’ αυτά τα σκουπίδια που εδώ πλημμύριζαν τους κάδους.
Η πείνα σε εξευτελίζει. Πίσω στην πατρίδα του η πείνα ήταν ο προθάλαμος για τις οργανώσεις των καθεστωτικών. Δεν ήθελες να πεινάς, έμπαινες στις ομάδες ενόπλων και έκανες όπως σε διάταζαν. Σκότωσε, έλεγαν και ‘συ σκότωνες. Γιατί μετά δεν μπορούσες να φύγεις. Σε έκοβαν κομμάτια, την ώρα που δεκάδες κινητά τράβαγαν τη σκηνή για να την πουλήσουν στο ίντερνετ για μερικά δολλάρια.
Και μετά, ήταν εκείνο το ποδήλατο που ήταν ακουμπισμένο στην κολώνα ενώ η κοπέλα παράγγελνε καφέ. Βρέθηκε να κατηφορίζει πάνω στο ποδήλατο σαν παλαβός χωρίς να ξέρει πού πάει. Μετά όταν σταμάτησε να ακούει φωνές πίσω του, έκανε δεξιά ανάμεσα σε δύο θηριώδεις νταλίκες, κάθησε στο πεζοδρόμιο χωρίς να τραβάει το χέρι του από το χερούλι του ποδηλάτου κι’ ανάσανε βίαια. Βρώμικος αέρας βγήκε από μέσα του. Η μυρωδιά του άδειου στομαχιού, των χαλασμένων δοντιών, της υγρασίας του υπόγειου. Κλέφτης. Τώρα ήταν κλέφτης. Χωρίς να τόχει αποφασίσει, έτσι, για μιάς, έγινε σαν από μόνο του.
Μετά είχε προσπαθήσει να το πουλήσει σ’ ένα δρόμο με πολλά κλεμμένα ποδήλατα. Δεν πρόλαβε να πατήσει εκεί πέρα. Κάποιοι του τράβηξαν το ποδήλατο απ΄τα χέρια, τον πέταξαν κάτω και τον σάπισαν στο ξύλο. Άγριες φάτσες τον έφτυναν στο πρόσωπο και τον έβριζαν. Τον είχαν περικυκλώσει και δεν άφηναν να φανεί τί γινόταν μέσα στον κύκλο από πουθενά. Η οδηγία ήταν ξεκάθαρη: το φέρνεις εδώ και το πουλάμε εμείς, όχι εσύ. Εσύ παίρνεις ένα δεκάρικο και εξαφανίζεσαι. Δέκα ΕΥΡΩ! Η καρδιά του είχε χτυπήσει απότομα και μόνο που το είχε ακούσει. Θάπαιρνε δέκα ΕΥΡΩ! Τώρα όμως, για να συμμορφωθεί, αυτό το ποδήλατο ήταν δικό τους χωρίς δεύτερη κουβέντα. Είπε πως πεινάει και σάστισε με την τόλμη του. Δεν τον έδειραν. Τούβαλαν στο χέρι μερικά κέρματα και τον ξαπόστειλαν. Πρόλαβε να δεί στην άλλη άκρη του δρόμου ένα συμπατριώτη του να κρατάει σέλλα-τιμόνι το ποδήλατο και να το δείχνει σε κάποιον. Παζάρευε το δικό του ποδήλατο.
Έκλεψε άλλο ένα έξω από ένα φροντιστήριο. Ήταν βράδυ κι΄έπρεπε να το κουβαλήσει μέχρι το υπόγειο. Έτρεμε σ’ όλη την διαδρομή και δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ. Το πρωί πήγε στον δρόμο που ήξερε. Το αφεντικό, ο συμπατριώτης του, τού χαμογέλασε πλατειά τώρα. Ούτε ξύλο, ούτε βρισιές. Ήταν ένας από εκείνους πλέον, ανήκε κάπου. Πήρε το δεκάευρω και το εξαφάνισε στην τσέπη του κρατώντας το διαρκώς, σα μεγάλο θησαυρό, σαν να φοβόταν μη και πετάξει. Ή σα νάθελε να το κρύψει από τα θολά βλέμματα των πρεζονιών που τρυπιώνταν εκεί δίπλα. Ήταν καλύτερος από ‘κείνους. Θα πούλαγε δέκα, είκοσι, τριάντα ποδήλατα, θα γινόταν κανονικό μέλος αυτής της ομάδας, θα τον σέβονταν και δεν θα φοβόταν πιά.
Μετά μια μέρα γνώρισε το αφεντικό. Το αληθινό αφεντικό. Ξένος κι΄ αυτός, όχι όμως συμπατριώτης του. Τού κόπηκε η ανάσα για όσο το αφεντικό τον κύτταζε. Τον έκοψε από πάνω μέχρι κάτω και ήταν σίγουρος πως θα τον αναγνώριζε ανάμεσα σε χίλιους άμα χρειαζόταν.Μόλις ολοκλήρωσε τον έλεγχο σήκωσε το χέρι του και ΄κείνος μαζεύτηκε. Το αφεντικό γέλασε και έβηξε μαζί. Μια μπόχα τσιγάρου και αλκοόλ βγήκε απ΄ το στόμα του κι’ έφτασε μέχρις αυτόν, τον έπνιξε, τον υπόταξε. Τον χαστούκισε χαϊδευτικά στο μάγουλο με το σηκωμένο χέρι και μίλησε σε μια γλώσσα που του ακούστηκε άσχημη, σαν οι λέξεις να μην ανήκαν σε καμμιάς φυλής γλώσσα. Ο συμπατριώτης του μετάφρασε: περιμένει πολλά από σένα. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά πολλές φορές.
Έμαθε τότε πως, πρέπει να φέρνει συνέχεια ποδήλατα εδώ κάτω, δεν μπορεί να έρχεται όποτε θέλει ή όποτε βρίσκει. Είναι μια δουλειά σαν όλες τις άλλες, εμπόριο κανονικό με υποχρεώσεις και προθεσμίες. Το αφεντικό έχει δικά του αφεντικά και πρέπει να στέκει στην πιάτσα με καθαρή υπόληψη.
Έφυγε με το κεφάλι κάτω. Αφεντικά παντού... Πάντα θα έκανε ό,τι του έλεγε κάποιος. Κάποιος που πάντα θα τον απειλούσε. Το ίδιο και στα φανάρια, το ίδιο και στην παραλία με τα γυαλιά και τα φουλάρια, το ίδιο και εδώ.
Ήθελε να υπήρχε ένας δρόμος, όσο μεγάλος και νάτανε, μα όσο μεγάλος και νάτανε, και να μπορούσε να τρέξει εκεί μέχρι να χαθεί απ΄όλα αυτά, να φτάσει σε ένα μέρος χωρίς αφεντικά, χωρίς κάποιον να τον τυρρανάει πατώντας επάνω στην ανάγκη του, να είναι πάλι εκείνος που ήταν εκεί πέρα στο χωριό του. Ήταν κάποτε παιδί. Ναι, έτσι ήταν, υπήρξε παιδί. Σαν όλα τα παιδιά του κόσμου όλου. Άτυχο όμως παιδί. Σαν πολλά, μα πάρα πολλά παιδιά του κόσμου όλου.
Τώρα βάδιζε σαν κλέφτης. Ένα παιδί, που μετά έγινε κλέφτης. Η μάνα του νάχε άραγε πεθάνει..; Ευχόταν νάχε πεθάνει και να μην μάθαινε ποτέ. Γιατί η πρεσβεία κοινοποιούσε όλους τους θανάτους και τις αιτίες τους, όλων όσων πέθαιναν εδώ πέρα. Κι΄αυτός ήταν σίγουρος πως θα πέθαινε εδώ πέρα. Όταν έφτασε εδώ, γρήγορα είχε καταλάβει πως, έφυγε για κάπου μακρυά, απλώς για να καθυστερήσει τον θάνατο, να τον κάνει να χάσει τα ίχνη του για λίγο, να ξεγλιστρήσει απ' το αναπόφευκτο.
Η περηφάνια του τώρα πιά θάταν να γινόταν καλός σ’ αυτό που έκανε.
Δεν είχε σημασία πιά αν ζούσε ή αν πέθαινε. Δεν ήταν πιά ούτε παιδί, δεν ήταν ούτε κλέφτης. Δεν είχε καμμιά πατρίδα, δεν είχε ούτε και σπίτι. Τώρα έψαχνε. Έψαχνε με τα μάτια, με όλο του το είναι, έψαχνε να βρεί εκείνο που θα τον ανέβαζε έστω κι΄ένα σκαλί σε τούτη την κόλαση, που δεν διέφερε σε τίποτε από την κόλαση όλων των φτωχών σ΄όλον τον κόσμο.
Ευτυχώς που γράφεις αγαπητέ ofios.
-Το φταίξιμο είναι λέει ποσοτικές μεταβλητές και οι άνθρωποι το λάθος. Πόσο ακόμα να τραβήξω τα βυζιά μου;
Υπέροχη πένα και υπέροχος άνθρωπος.
Ντήαρ Vale,
Όπως είπα και αλλού, έχω λυσσάξει να γράφω και φορτώνω το site με ό,τι μούρθει, ήτοι, την πληρώνετε εσείς, τα διαδικτυακά κολλητάρια μου.
Όσο για το "υπέροχος" με τιμά η προσφώνηση και μάλιστα προερχόμενη από εσένα, αλλά, "αν θες να δεις τα δόντια του διαβόλου, τράβα του την ουρά" , όπως λέει και ο πατέρας μου.
Και εγώ έχω μια ουρά, άστα να πάνε...
ρε ofie πιο προσεκτικα
θα παθουνε ντουβρουτζα μερικοι εδω μεσα
...
ποντικια
γυφτοι
αραπαδες
κλεφτες
σκουπιδια
αφεντικα
τα σκυλια λειπουνε μονο
...
με ποιους εισαι εσυ δηλαδη παιδι μου;
μ'αυτους εισαι;
λυσσαξατε πια!
...
τοσες κακες λεξεις μαζι
θα πεσει φωτια να μας καψει.
...
νηστεψες τουλαχιστον πρωτα πριν τις γραψεις;
...
τσ τσ τσ βρε παιδακι μου
τα θελει ο κωλος σας.
...
τωρα τι μπορω να κανω να σε βοηθησω
που μου τα χεις κανει ετσι;
μου λες;
μου τα χαλασες
με στεναχωρεις.
ελα στη θεση μου.
ειμαι υποχρεωμενος να παρω τα μετρα μου.
...ωραιο μυθιστορημα...
"Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε."
Κ.Π.Καβάφης
τούτο το κείμενό σου μου κάνει εντύπωση· ωραία περιγράφεις απαίσιες συνθήκες, ανατριχιάζομαι
Αδιορθωτα, αφόρητα καλος, βρε οφιε.....
Νομιζω για να μη γραφω συνεχως τα ιδια, απλα θα βαθμολογω....