Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, μπορούσες να δεις ότι όλοι φορούσαν αυτές τις καινούργιες πολύχρωμες μπότες, που ήταν πολύ της μόδας, αλήθεια! Δερμάτινες, πλαστικές ακόμα και ξύλινες, με ρίγες ή πουά, με σχεδιάκια κάθε λογής, διακοσμημένες με χνουδωτές μπάλες ή με πολύχρωμα φτερά ή ακόμα και με κοσμήματα και μεταλλικά σχεδιάκια... Κίτρινες, κόκκινες, πράσινες, πορτοκαλί, με τους πιο τρελούς συνδυασμούς χρωμάτων, πουθενά δεν έβλεπες γκρίζες ή καφέ, παρά φανταχτερά γουνάκια και κουδουνάκια για να κάνουν θόρυβο, λαμπάκια για να κάνουν αίσθηση τη νύχτα... Ακόμα και ο δήμαρχος της πόλης είχε μια με αστεράκια και δυο μεγάλες κουδούνες στη φτέρνα για να κάνει τονίζει με τον τρόπο αυτό, το κύρος του!
Αυτό το πολύχρωμο πλήθος κοιτούσε κι εκείνος κι έπειτα έσερνε με λύπη το βλέμμα του στα παλιά, μισοσκισμένα, γκρίζα αθλητικά του παπούτσια... Φαίνεται πως όλοι οι άνθρωποι είχαν βρει έναν κώδικα επικοινωνίας που τους ένωνε και τον είχαν κλείσει απέξω, πράγμα που τον έκανε να νιώθει μόνος. Κι ακόμα πιο μόνος ένιωθε γιατί όλοι του οι φίλοι, που είχαν τρέξει να προμηθευτούν αυτές τις τρελές πολύχρωμες μπότες, του είχαν ακυρώσει το ραντεβού για την συνηθισμένη ποδηλατοβόλτα της Κυριακής. Ήταν που δεν βόλευαν, οι γούνες μπλέκονταν στα γρανάζια, τα χρώματα λερώνονταν από την αλυσίδα, και δεν ήταν και ότι πιο ξεκούραστο γενικά, άσε που γλιστρούσαν πάνω στο πετάλι... Κι έτσι συνέχισε την μοναχική του βόλτα με το ποδήλατο, χαζεύοντας το πολύχρωμο πλήθος που έδειχνε τρομερά ευτυχισμένο.
Ίσως το πρόβλημα τελικά να ήταν ο χαρακτήρας του. Ήταν από την φύση του απλός και αν έπρεπε να διακοσμήσει τον εαυτό με κάτι, δεν θα επέλεγε τις πολύχρωμες γιρλάντες και τα ζωηρά φωτάκια. Όπως το δωματιάκι του, το μέρος όπου έκρυβε το κορίτσι του τις νύχτες, μια παλιά αποθήκη που είχε βάψει και είχε στολίσει με βιβλία και καραβάκια (ότι έχει ανάγκη για να ταξιδέψει κανείς), φωτισμένο από το αδύναμο φως των κεριών και από μια μικρή ηλεκτρική σόμπα σε μια γωνιά. Εκείνος, σε τέτοια μέρη ένιωθε όμορφα. Κι εκείνα τα βράδια, ήταν τελικά, από τα λίγα πράγματα που δίνουν νόημα στη ζωή.
Αλλά μέχρι τότε είχε πολλές ώρες στην διάθεσή του με μόνη συντροφιά το ποδήλατο. Κι όλο προχωρούσε μέσα στο πλήθος, χαζεύοντας τις συζητήσεις των ανθρώπων, καθώς επιδείκνυαν με περίσσιο καμάρι ο ένας στον άλλο, τις καινούργιες, τόσο μέσα στη μόδα, μπότες... Του φαινόταν λίγο χαζό όλο αυτό, αναρωτιόταν αν οι άνθρωποι είχαν πραγματικά ανάγκη από πολύχρωμες μπότες ή αν θα τους αρκούσε μια βόλτα με το ποδήλατο για να χαρούν την Κυριακή τους. Αν πραγματικά όλα αυτά τα χρώματα μπορούσαν να ανοίξουν την καρδιά και να την αφήσουν εκτεθειμένη σε ότι όμορφο φέρνουν οι Κυριακές, αν τα πόδια τους θα γίνονταν πιο ελαφριά για να φτάνουν πιο γρήγορα στα δικά τους δωματιάκια, αν θα αισθάνονταν πιο καθαρά τα χάδια του αέρα, και τους χτύπους της καρδιάς στις ανηφόρες, κι ακόμα το άγγιγμα όλων των πραγμάτων που υπάρχουν όσο εμείς είμαστε αρκετά ελεύθεροι για να τα δημιουργήσουμε...
Και με τις σκέψεις αυτές στο μυαλό, και την μοναξιά του διαφορετικού στην καρδιά, έδινε όλο και περισσότερη δύναμη στα πετάλια, και στο τέλος της κάθε ανηφόρας συναντούσε την αρχή κάθε κατηφόρας, χαμογελώντας πονηρά καθώς τα πατήματά του γίνονταν πιο ελαφριά. Τότε η ταχύτητα αυξανόταν, και το αίσθημα της ελευθερίας χάιδευε το σώμα του καθώς προσπερνούσε το πολύχρωμο πλήθος χωρίς να νοιάζεται γι αυτό. Πατούσε στις λάσπες που ο κόσμος απέφευγε για να μην λερώσει την πολύχρωμη ουσία της Κυριακής του, έτρεχε στα αυλάκια που οι ξύλινες σόλες γλιστρούσαν, πετούσε πάνω από τις σχάρες που κάποια τακούνια είχαν παγιδευτεί κι όλο χαμογελούσε καθώς ο ξένος κόσμος απομακρυνόταν και τον άφηνε στην ησυχία του, να χαίρεται με τον άνεμο και την ταχύτητα και να στοιβάζει τα χρώματα στην καρδιά του που ένιωθε ελεύθερη, κι όχι στα πόδια.
Γιατί εκείνος με την καρδιά του έτρεχε. Και στα μάτια του οι μπότες αυτές ήταν μονάχα πατερίτσες πολυτελείας αγορασμένες από ανθρώπους που περπατούν κανονικά και για πατερίτσες ανάγκη καμιά δεν έχουν. Κι όλο προχωρούν σαν στρατιωτάκια σε γραμμή, που περήφανα νομίζουν πως ο βηματισμός τους, δική τους είναι επιλογή. Ακόμα και με τα αλλόκοτα χρώματα, τα βήματά τους είναι πάντα σοβαρά και μετρημένα, καθώς υπολογίζουν την κάθε λακκούβα και το κάθε ύψωμα, μην μπορώντας να φανταστούν πως σε αυτούς τους δρόμους, θα μπορούσαν ξέγνοιαστα να αφεθούν και να κυλήσουν...
Categories:
Αξιολόγηση:
0 ψήφοι
γράφεις: τί τα θέλουμε τα χρώματα στις μπότες μας αμά η καρδιά δεν νιώθει ελεύτερη; Πολύ το απόλαυσα αυτό το κείμενο :-)
Το καλύτερο, κατά την γνώμη μου ή, για να παραμείνω στα όρια, αυτό που με "έπιασε" περισσότερο.
Κάποτε, σε ένα παλαιότερο σχόλιό μου σου είχα πει ότι η γραφή σου έμοιαζε με του Τσιφόρου.
Σήμερα θα σου πω ότι η φιλοσοφική σου άποψη θυμίζει Χέρμαν Εσσε.
Μου θυμίζεις στόχους ζωής που έβαζα στην εφηβία μου... πριν φορέσω τις πολύχρωμες μπότες και εγώ... όταν διαβαζα τον "γλάρο Ιωνάθαν" ή τον "λύκο της στέπας"...
Σε μισώ γιατί μου θύμισες τι δεν έκανα στη ζωή μου!!!
@vlachos:
για να διαβάζεις εδώ και να θυμάσαι τον ιωνάθαν...δέν έφυγες ποτέ μακρια...Τις μπότες μας όλοι τις φοράμε και χανόμαστε στο πλήθος....αν ξέρεις τι χρησιμεύουν και μπορέις να τις βγάζεις και να περνας καλά δέν υπάρχει πρόβλημα...
Το κακό είναι να τις χρειάζεσαι....
Τέλος ότι δέν έκανες μέχρι τώρα μπορέις να το κάνεις στο μέλλον...
Γιατί...σήμερα είναι η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ της υπόλοιπης ζωής σου...