Ποδηλατική ξενάγηση στη σύγχρονη Αθήνα

“Η εξέλιξη της σύγχρονης Αθήνας από το 1830 έως σήμερα”.

(σημειώσεις του “ξεναγού”)

Η ξενάγηση αυτή πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των "24 ωρών για το ποδήλατο" το 2006 και το 2007 με κάποιες μικρές διαφορές. Το κείμενο είναι προφανώς ημιτελές τόσο εξ αιτίας του περιληπτικού του χαρακτήρα όσο και από το γεγονός ότι δεν είναι παρά πρόχειρες σημειώσεις μιας ξενάγησης που συμπληρώνεται με την επιτόπου παρατήρηση.

Εισαγωγή

Η ξενάγηση θα γίνει με ποδήλατο. Πρόκειται για ένα δεδομένο που μου δίνει μεγάλη χαρά (ελπίζω και σε σας), διότι αποτελεί μιαν επιπλέον απόδειξη και επίδειξη πως το ποδήλατο είναι το πιο πρόσφορο μεταφορικό μέσον για την αντίληψη της πόλης. Η ταχύτητα με την οποία θα κινούμαστε θα σας επιτρέψει να δείτε όσα με κανένα άλλο μέσον δεν θα ήταν δυνατόν. Ελπίζω να σας φανούν ενδιαφέροντα.

Θυμίζω ξανά τον τίτλο της ξενάγησης: “Η εξέλιξη της σύγχρονης Αθήνας από το 1830 έως σήμερα”. Θα σας ξεναγήσω στους δρόμους της πόλης αποκαλύπτοντας σιγά σιγά τα κομμάτια ενός παζλ που συνταιριάζει τις επιμέρους περιοχές και τα σημεία της πόλης μεταξύ τους και στην ιστορική τους συνέχεια. Κυρίως όμως συνδέοντας όλα αυτά με τις ζωές των ανθρώπων που έζησαν εδώ, τον τρόπο δηλαδή που η κοινωνική διαστρωμάτωση, τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα αλλά και οικονομικοί παράγοντες καθόρισαν τη διάρθρωσή της, που με τη σειρά της αυτή επηρέασε και επηρεάζει με τον τρόπο της την καθημερινή ζωή των κατοίκων της.

Δεν θα σας δείξω λοιπόν τα αξιοθέατα και τα μνημεία. Σε πολλές περιπτώσεις θα τα αγνοήσουμε επιδεικτικά, όχι επειδή είναι εντελώς αδιάφορα αλλά επειδή δεν ταιριάζουν με τη δομή της συγκεκριμένης περιήγησης η οποία είναι χρονική και όχι κατά περιοχές. Οι στάσεις που θα κάνουμε αντιστοιχούν σε χρονικές περιόδους που ένα συγκεκριμένο σημείο ή περιοχή απεικονίζουν με τον καλύτερο τρόπο.

Πριν ξεκινήσουμε, ας κάνω μερικές εισαγωγικές διευκρινίσεις:

Η Αθήνα, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, είναι μια πόλη με πολύ μικρή ιστορία, μόλις 170 χρόνων δηλαδή δυο ζωές. Παρ’ όλα αυτά ακόμα και αυτή τη σύντομη ιστορικότητα τείνει να την εξαλείψει, όχι μόνο σε επίπεδο διατήρησης των μνημείων και των ιστορικών της κτιρίων αλλά σε ένα γενικότερο επίπεδο αποσόβησης της ιστορίας ως φορέα μιας καθημερινότητας που αντιστοιχούσε σε έναν τρόπο ζωής με συγκεκριμένες δραστηριότητες και κοινωνικά δεδομένα τα οποία χάνονται ή –και εδώ είναι το ζήτημα- διώχνονται. (Η πόλη, όπως και η ιστορία, είναι ένα πεδίο αντιπαραθέσεων που συχνά δεν γίνονται αντιληπτά). Η γειτονιά που θα διασχίσουμε αμέσως μετά, του Ψυρρή, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Αυτό είναι το στοίχημα της ξενάγησης: Θα περιηγηθούμε μέσα από όμοιες γειτονιές, γεμάτες με ίδιες και απαράλλαχτες πολυκατοικίες. Κάπου ανάμεσά τους θα σας δείξω τα σημάδια αυτής της εξέλιξης. Θα προσπαθήσω για παράδειγμα να σας εξηγήσω, πώς συμβαίνει και ο τάδε δρόμος είναι στραβός, τι ρόλο βαράει μια εκκλησία μες στη μέση του δρόμου και γιατί ένας δρόμος σταματάει απότομα πάνω σε ένα κτίριο. Η Αθήνα είναι μια πόλη που χτίστηκε χωρίς σχέδιο, ή πιο σωστά, με σχέδια που έγιναν, άλλαξαν, καταπατήθηκαν, διαστρεβλώθηκαν ή αποτέλεσαν το πεδίο διαπραγματεύσεων και διαμαχών.

Θα περιοριστούμε στο κέντρο. Η υπόλοιπη Αθήνα θα παρουσιαστεί με έναν έμμεσο τρόπο ως υπόμνηση. Η πυρηνική επέκταση της Αθήνας δεν ισχύει απόλυτα. Για την ακρίβεια η Αθήνα προέκυψε μέσα από τη συνένωση επιμέρους χωριών και οικισμών. Θα μπορούσε δηλαδή κανείς την εξέλιξή της ξεκινώντας, όχι από εδώ, αλλά από το Μενίδι, τον Πειραιά ή το Μαρούσι, περιοχές που εξ’ αρχής είχαν τη δική τους αυτόνομη δυναμική.

Στάση 1
Αθηνάς και Ερμού

Αρχές 19ου αιώνα

Το 1830, όταν υπογράφτηκε το πρωτόκολλο ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους, η πρωτεύουσα βρίσκονταν στο Ναύπλιο και κατόπιν στην Αίγινα. Υποψήφιες πρωτεύουσες υπήρχαν έξι ακόμα πόλεις με, εκείνη την εποχή, πολύ μεγαλύτερη σημασία και ρόλο, ανάμεσά τους και ο Πειραιάς.

Η Αθήνα ήταν ένα εγκαταλελειμμένο χωριό μικρής σημασίας. Βρίσκονταν σε ερειπιώδη μορφή, ύστερα από τη μάχη της Αθήνας όπου το 1927 οι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν. Το 1834 καθορίστηκε η μετάθεση των δημοσίων αρχών στην Αθήνα. Οι λόγοι για την επιλογή ήταν κυρίως ιδεολογικοί. Το νεοσύστατο τότε ελληνικό έθνος χρειάζονταν μια νομιμοποίηση που να θεμελιώνει την ύπαρξή του σε μια διαχρονική βάση. Η ακρόπολη και η ύπαρξη της μη αποκαλυμμένης ακόμα αρχαίας πόλης ήταν η τέλεια συσχέτιση. Ένας άλλος λόγος ήταν η απομάκρυνση του διοικητικού και πολιτικού κέντρου από το επίκεντρο των εσωτερικών συγκρούσεων που μαίνονταν ακόμα και θα εξακολουθούσαν για πολύ καιρό μετά την απομάκρυνση των τούρκων.

Στην Αθήνα του 1834 κατοικούσαν 9.000 κάτοικοι, που με την απελευθέρωση άρχισαν να επιστρέφουν σιγά σιγά, ζωντανεύοντας πάλι την πόλη τους. Το μεγαλύτερό της μέρος βρίσκονταν βόρεια της Ακρόπολης. Ήταν μια τυπική ανατολίτικη κωμόπολη που διέθετε τα παζάρια της (το πάνω και το κάτω παζάρι με διαφορετικό χαρακτήρα το καθένα, το σταροπάζαρο), τα τζαμιά, τις εκκλησίες, τα μαγαζιά και τα εργαστήριά της. Ανάμεσα στα σπίτια θα διέκρινες που και πού ατόφια αρχαία μέλη ή και κτίσματα, όπως για παράδειγμα πύλες, ενσωματωμένα στους τοίχους. Οι στενοί και δαιδαλώδεις δρόμοι της ακολουθούσαν μολαταύτα μια λογική. Για παράδειγμα κάποιο κεντρικοί της δρόμοι ακολουθούσαν τις υψομετρίες του εδάφους δημιουργώντας ομόκεντρους κύκλους. Περιβάλλονταν από το Τείχος του Χασεκή με χαρακτηριστικές Πύλες που συχνά έπαιρναν το όνομά τους από τους αντίστοιχους δρόμους που ξεκίναγαν από αυτές. Η πύλη του Μωριά (προς το Μωριά, την Πελοπόννησο), η Μενιδιάτικη πόρτα, η Μεσογείτικη πόρτα. Από αυτές ξεκινούσαν και οι δρόμοι που ένωναν την πόλη με τους γύρω οικισμούς που ακόμα και σήμερα διατηρούν το όνομα και τη χάραξή τους. Η οδός Λιοσίων, η οδός Αχαρνών, η οδός Μεσογείων κρατούν τη ρίζα τους από τότε. Η έκταση της πόλης έφτανε από το σημείο που ξεκινήσαμε, έως τη σημερινή οδό Ευρυπίδου και την Πύλη του Αδριανού.

Το νέο σχέδιο της Αθήνας ήρθε να πατήσει στα χνάρια της υπάρχουσας πόλης αλλά κυρίως επιχείρησε να εκφράσει τη βούληση και την ιδεολογία της νέας εξουσίας και όσων την περιέβαλλαν.

Το βασικό του σχήμα ήταν ένα ισοσκελές τρίγωνο στην κορυφή του οποίου, στη σημερινή Ομόνοια, θα τοποθετούνταν τα ανάκτορα σε άμεση συσχέτιση και αντιπαραβολή με την Ακρόπολη. Η οδός Αθηνάς θα αποτελούσε την οπτική και λειτουργική τους ένωση. Οι δύο πλευρές του τριγώνου, οι οδοί Σταδίου και Πειραιώς θα οδηγούσαν στις αντίστοιχες κατευθύνσεις, στον Πειραιά και στο μη αποκαλυμμένο ακόμα τότε Στάδιο. Στη βάση του τριγώνου τοποθετούνταν η οδός Ερμού. Το σημείο που βρισκόμαστε, ταυτίζονταν με το Κάτω παζάρι συνεχίζοντας τον εμπορικό του χαρακτήρα. Οι γωνιές του τριγώνου τοποθετήθηκαν σε κομβικά σημεία, στην πύλη του Μωριά και τη Μεσογείτικη, σε σημεία δηλαδή από όπου ξεκινούσαν οι ήδη υπάρχοντες δρόμοι. Η κατεύθυνση της πόλης προς το Βορρά έγινε, κυρίως για αμυντικούς λόγους και καθόρισε τη μετέπειτα εξέλιξή της.

Το σχέδιο υπέστη πολλές αλλοιώσεις που οφείλονταν στην εφαρμοσιμότητά του αλλά κυρίως στα συμφέροντα των μεγάλων ιδιοκτητών γης, κυρίως Φαναριωτών, που είχαν αγοράσει, για ένα κομμάτι ψωμί, τα οικόπεδα των απομακρυνθέντων Τούρκων στην περιοχή του Κεραμείκού και του σημερινού Μεταξουργείου. Για αυτό το λόγο τα ανάκτορα αρχικά μεταφέρθηκαν στον Κεραμεικό, όπου και θα τοποθετούνταν σε ένα γραφικό πάρκο από αρχαιότητες. Σημειώνω πως σε όλα τα σχέδια προβλέπονταν η κατεδάφιση του κομματιού γύρω από την ακρόπολη για την αποκάλυψη της αρχαίας Αθήνας. Τελικά τα ανάκτορα μεταφέρθηκαν στη Θέση Εξέχωρον, στη σημερινή Βουλή. Το όνομα της θέσης φαντάζομαι πως θα σας δίνει κάποιες νύξεις γιατί επιλέχτηκε. Το πανοπτικό αυτό σημείο βρίσκονταν πάνω στο τελευταίο διάσελο της οροσειράς του Άγχεσμου που ξεκινώντας από τα Τουρκοβούνια πέρναγε το Λυκαβηττό και κατέληγε στην Ακρόπολη. Το διάσελο αυτό ήταν σε εξαιρετικά στρατηγική θέση. Η τοποθέτηση αυτή αποτέλεσε την αρχή για τον καθορισμό διακριτών πλέον περιοχών μέσα στην Αθήνα που χαρακτηρίζονταν από μια αντίθεση ανάμεσα στις νέες αριστοκρατικές και αστικές περιοχές και στις λαϊκές συνοικίες της παλιάς και της νέας πόλης. Η αντίθεση αυτή θα αποτελέσει το αντικείμενο της επόμενης στάσης μας και απεικονίζεται στο κομμάτι που θα διασχίσουμε. Παρατηρήστε τις αλληλοτομίες των ίσιων, χαραγμένων δρόμων με το λαβυρινθώδες σύστημα της παλιάς. Σημειώστε το είδος και τις χρήσεις των μαγαζιών που θα συναντήσουμε. Ρίχτε μια ματιά στην κεντρική κρεαταγορά, στα είδη των πλατειών και των πλατωμάτων που θα συναντήσουμε αλλά και στα βυζαντινά μνημεία... Επόμενη στάση θα είναι στο Πανεπιστήμιο.

Στάση 2
Πανεπιστήμιο

Μέσα 19ου αιώνα

Στη νέα Αθήνα έχουν αρχίσει να συρρέουν λογιών λογιών άνθρωποι που θα αποτελέσουν τους νέους κατοίκους της. Αυτή θα είναι η πρώτη γενιά ξένων που θα κατοικήσουν αυτή την πόλη που το μέλλον θα της επιφυλάξει αρκετές τέτοιες μεταγγίσεις πληθυσμού που θα έρχονται κουβαλώντας τις συνήθειες και τις νοοτροπίες τους μεταβάλλοντας την εικόνα της Αθήνας. Αξίζει να σημειωθεί πως ακόμα και οι γηγενείς Αθηναίοι δεν ήταν οι μοναδικοί της κάτοικοι. Εκτός από τους τούρκους που αποχώρησαν, κατοικούσαν ακόμα Αιθίοπες, Μαλτέζοι, Γύφτοι και 1000 περίπου Αρβανίτες.

Οι νέοι κάτοικοι ήταν δυο λογιών. Αστοί κυρίως του εξωτερικού και οικοδόμοι. Θυμίζω πως η Αθήνα, εκείνη την εποχή ήταν μια πόλη virtual. Μια πόλη που επιλέχτηκε, σχεδιάστηκε και κατοικήθηκε στη βάση ενός οράματος και όχι εξ αιτίας μιας παραγωγικής βάσης ή μιας στρατηγικής τοποθεσίας...

Ευρωπαίοι φιλέλληνες, πλούσιοι έλληνες Φαναριώτες και Βαυαροί ήρθαν να χτίσουν τα σπίτια τους στην Αθήνα, χωρίς συχνά να τα κατοικούν. Το αντικείμενο των πρώτων Αθηναίων, και μοναδική τους παραγωγική δραστηριότητα ήταν η ανοικοδόμηση. Μέσα από την ανοικοδόμηση εξέφραζαν τα εθνικά τους οράματα, πρόβαλλαν την καλλιέργειά τους και επεδείκνυαν τον πλούτο τους εδραιώνοντας την κοινωνική τους θέση. Η ΒΑ περιοχή της νέας πόλης θα αποτελέσει το πεδίο τους. Ιδιωτικές κατοικίες και δημόσια κτίρια θα γεμίσουν σταδιακά την περιοχή γύρω από τα ανάκτορα, στη συνέχεια κατά μήκος της Πανεπιστημίου και αργότερα επί της Πατησίων και της Β. Σοφίας οριοθετώντας μια περιοχή γύρω από το Λυκαβηττό, το σημερινό Κολωνάκι.

Φορέας της νέας αστικής ιδεολογίας είναι ο Νεοκλασικισμός, αρχιτεκτονικό ρεύμα που είχε ήδη μεσουρανήσει στην Ευρώπη και βρισκόταν στη δύση του. Για την περίπτωση της Ελλάδας, όμως, ήταν ιδανικός για αυτό και διατηρήθηκε έως τις αρχές του 20ου αιώνα. Βρισκόμαστε μπροστά σε κάποια από τα πιο αξιόλογα διεθνώς παραδείγματά του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλα αυτά είχαν μιαν έντονη εικονικότητα μέσα τους. Για παράδειγμα το κτίριο της Ακαδημίας πίσω μας ξεκίνησε να χτίζεται το 1859 και λειτούργησε τελικά το 1924.

Όλα αυτά πραγματοποιούνται σε μιαν Αθήνα με μηδενική υποδομή, με χωματόδρομους και χωρίς αποχετεύσεις ή άλλα δίκτυα. Πρώτα χτίζονταν το κτίριο, που για χρόνια στέκονταν μες στη μέση μιας εξοχής και μετά συμπληρώνονταν τα υπόλοιπα. Αυτό το μοτίβο θα δούμε να επαναλαμβάνεται σε διάφορες παραλλαγές σε όλη την ιστορία της πόλης. Λίγο πιο μπροστά μας, επί της οδού Πανεπιστημίου, πέρναγε ένα ρέμα- δέκτης ακαθάρτων. Πίσω μας το οφθαλμιατρείο (1847), ένα από τα πρώτα κτίσματα υγείας (και σίγουρα όχι το λογικά πιο απαραίτητο) αποτελεί μάρτυρα της οικτρής κατάστασης στην οποία βρίσκονταν τα μάτια των Αθηναίων εξ’ αιτίας της σκόνης.

Παράλληλα με την αστική Αθήνα, αρχίζει να αναπτύσσεται και η εργατική Αθήνα. Κατ’ αρχήν από οικοδόμους από τα νησιά, για τη στέγαση των οποίων θα μιλήσουμε στην επόμενη στάση. Στη συνέχεια από τους πρώτους εσωτερικούς μετανάστες που έρχονται να δουλέψουν στις πρωτοεμφανιζόμενες βιομηχανίες, στο Μεταξουργείο ή στο Γκάζι, σχηματίζοντας τις αντίστοιχες συνοικίες. Η άμεση γειτνίαση τους προς τις πύλες της πόλης προς την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα (ενώ αντίθετα προς Α υπήρχαν μόνο τα Μεσόγεια) δημιούργησε τελικά μια περιοχή στα Δυτικά της πόλης που κατοικήθηκε από τους πρώτους εργατικούς πληθυσμούς.

Η οδός Αθηνάς αποτέλεσε τη βιτρίνα όλων αυτών των περιοχών. Ήταν στην κυριολεξία το πωλητήριο ή εκθετήριο όσων παράγονταν σε αυτές, αποτελώντας τη μετεξέλιξη του παζαριού. Ταυτόχρονα αποτέλεσε τον πυκνωτή της χωρικής αντίθεσης μεταξύ του δυτικού και ανατολικού τμήματος. Η αντίθεση αυτή εκτός από τον οικονομικό παράγοντα εκφράζονταν και σε ένα αισθητικό επίπεδο, μέσα από μια διαδικασία εξωραϊσμού και εξορθολογισμού, δείγματα της οποίας θα συναντήσουμε και σήμερα. Το θορυβώδες και πληθωρικό παζάρι, έγιναν προσπάθειες να μεταφερθεί στα αντίστοιχα κτίρια αγορών.

Αντίστοιχο ρόλο άρχισε να παίζει και η οδός Πανεπιστημίου τόπος διαδηλώσεων που ξεκινούσαν από τη λαϊκή Ομόνοια και κατέληγαν στο Σύνταγμα.

Στάση 3
Προάστειο (οδός Σουλίου)

Μέσα 19ου αιώνα

Αν αναρωτιέστε τι είναι όλα αυτά τα σοκάκια, τόσο μακρυά από την παλιά πόλη, βρισκόμαστε στο Προάστιο. Το Προάστιο χτίστηκε από οικοδόμους που δούλευαν στα νεοκλασικά της Αθήνας. Στενά σοκάκια με μικρά σπίτια με κήπους αποτέλεσαν την πρώτη εκτός σχεδίου συνοικία αυθαιρέτων, μαζί με τα Αναφιώτικα, τη γνωστή συνοικία στο βράχο της Ακρόπολης.

Για πολλά χρόνια αποτέλεσε λαϊκή συνοικία, όπου στους πρώτους κατοίκους ήρθαν να προστεθούν καλλιτέχνες και φοιτητές. Η συνοικία πολεοδομήθηκε το 1847 με κάθετους δρόμους (Ζ. Πηγής, Εμ. Μπενάκη) αλλά έμειναν στον ιστό και αρκετοί στρεβλοί.

Η αυθαιρεσία αποτέλεσε και αποτελεί κοινό τόπο για τον κάθε ένα κάτοικο αυτής της πόλης. Μέσα από αυτή την περιήγηση θα προσπαθήσω λίγο να ξεδιαλύνω τις πτυχές αυτής της αυθαιρεσίας που κινείται ανάμεσα στην πρωτογενή κάλυψη βασικών στεγαστικών αναγκών, όπως η παρούσα, και τη χυδαιότητα, την κερδοσκοπία και την επιδεικτική ασυδοσία.

Αργότερα θα σας δείξω αυθαίρετα πολύ πιο χυδαία από αυτά.

Η περιοχή που θα διασχίσουμε αμέσως μετά, τα Εξάρχεια και η Νεάπολη αποτέλεσαν τη συνέχεια του προαστίου. Βρισκόμενες ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και στο Πολυτεχνείο, τόπους διακίνησης ιδεών και στέκια νέων φοιτητών, φορτίστηκαν εξ αρχής ως τόποι αμφισβήτησης και κοινωνικής έντασης. Συχνά ήδη από το 19ο αιώνα υπήρξαν πεδία γεγονότων και συγκρούσεων. Από τα μέσα του 19ου αιώνα αρχίζουν να ανοικοδομούνται. Αυτή η μεσοαστική περιοχή αποτελεί ένα ενδιαφέρον δείγμα νεοκλασικών κτιρίων αλλά και των πρωτοεμφανιζόμενων πολυκατοικιών για τις οποίες θα μιλήσουμε αργότερα. Καθώς θα τα διασχίζουμε ρίχτε μια ματιά στα κτίρια, αλλά και στις νεότερες πεζοδρομήσεις για τις οποίες θα μιλήσουμε αργότερα.

Η συνέχεια της διαδρομής μας θα περάσει από την οδό Μαυρομιχάλη που εξ’ αιτίας μιας ασυνέχειας αποτελεί κάκιστο δρόμο για τα αυτοκίνητα αλλά έναν εξαίρετο ποδηλατόδρομο, ήσυχο και άνετο. Η επόμενη στάση θα είναι αρκετά αργότερα, λίγο πριν την Αλεξάνδρας.

Στάση 4
Μαυρομιχάλη και Αλεξάνδρας

Τέλη 19ου αιώνα

Έχουμε φτάσει στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Το ελληνικό κράτος έχει επεκτείνει τα σύνορά του στη Θεσσαλία. Το άνοιγμα της εγχώριας αγοράς αλλά και διάφορες διεθνείς συγκυρίες στρέφουν το ελληνικό κεφάλαιο της διασποράς, μαζί με τους κατόχους του, προς παραγωγικές δραστηριότητες εντός των συνόρων, άρα και στην Αθήνα. Αρχίζουν να πραγματοποιούνται τα πρώτα έργα υποδομής: Εξηλεκτρισμός, αεριόφως, αποχέτευση, ύδρευση, λιμενικά έργα και κυρίως (όσον αφορά την εξιστόρησή μας) σιδηρόδρομοι. Το 1869 κατασκευάζεται ο σιδηρόδρομος Πελοποννήσου και σύντομα ο Σιδηρόδρομος Λαρίσης με τους αντίστοιχούς του σταθμούς. Ταυτόχρονα φτιάχνεται η σιδηροδρομική γραμμή Λαυρίου, ξεκινώντας από την αντίστοιχη πλατεία, που διακλαδίζεται και προς Κηφισιά. Αρχίζουν να κυκλοφορούν επίσης τα πρώτα ιππήλατα τραμ.

Η Αθήνα είναι πλέον μια μεγάλη πόλη. Η έκτασή της επεκτείνεται κυρίως προς το Βορρά. Μεγάλες εκτάσεις οικοπεδοποιούνται. Με ιδιωτικά ρυμοτομικά σχέδια που θα ενταχθούν εκβιαστικά στο σχέδιο πόλης χτίζονται ολόκληρες περιοχές χωρίς πλατείες και δημόσιους χώρους ή εξυπηρετήσεις. Τα Άνω(1869) και Κάτω(1879) Πατήσια, η Κυψέλη(1882), αλλά και το Παγκράτι(1881), τα Ιλίσια (1894) και προς νότο η Καλλιθέα(1884) και το Κουκάκι(1881) θα αποτελέσουν τις νέες συνοικίες της πόλης καλύπτοντας την ολοένα αυξανόμενη ζήτηση κατοικίας.

Αυτή την περίοδο πραγματοποιούνται τα πρώτα μεγάλης κλίμακας έργα οδοποιίας. Χαράσσονται η Λεωφόρος Αλεξάνδρας, η Συγκρού, η Πατησίων... Πρόκειται για οδικούς άξονες που ξεπερνούν την απλή κυκλοφοριακή τους λειτουργία, συνιστώντας επεμβάσεις στο Αθηναϊκό τοπίο, επανασυσχετίζοντας τα επιμέρους σημεία του. Ο Φαληρικός όρμος ενώνεται απ’ ευθείας με το κέντρο και η λεκάνη του Ιλισού συνδέεται με τη λεκάνη του Κηφισού. Η Αθήνα στα τέλη του περασμένου αιώνα είναι μια πόλη εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων.

Στάση 5
Προσφυγικά Αλεξάνδας

Μεσοπόλεμος

Η Ελλάδα των 2 ηπείρων και των 5 θαλασσών διαλύεται στα εξ ων συνετέθη. Αποτέλεσμα των εθνικών οραμάτων και της κατάρρευσης τους είναι (όσον αφορά την ξενάγησή μας) το ξερίζωμα 1.200.000 ανθρώπων που άφησαν τα σπίτια τους και τις ζωές τους για να εγκατασταθούν στα αστικά κυρίως κέντρα, παρά τον διαφορετικό προγραμματισμό.

Η Αθήνα διπλασιάζεται. Από 400.000 το 1922 φτάνει στους 800.000 επίσημα δηλωμένους κατοίκους. Στην αρχή η εγκατάσταση έχει προσωρινό χαρακτήρα, εν αναμονή μιας πιθανής επιστροφής. Φτιάχνονται οι πρώτες ξύλινες προσφυγικές κατοικίες, που σύντομα αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Η συνειδητοποίηση του αμετάκλητου του ξεριζωμού οδηγεί τελικά στη δημιουργία της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, τον πρώτο θεσμικό φορέα Μαζικής κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα.

Κατασκευάζονται χιλιάδες κατοικίες που χωροθετούνται σε οικισμούς μακρυά από την υπάρχουσα πόλη, σε απόσταση 1-4 χλμ. Ο Βύρωνας, η Καισαριανή, η Νέα Φιλαδέλφεια, η Νέα Ιωνία, η Κοκκινιά... καθώς και μικρότεροι πυρήνες θα γεμίσουν το λεκανοπέδιο. Στερούνται κάθε υποδομής. Δεν έχουν ύδρευση, αποχέτευση, ούτε καν οδική σύνδεση.

Τα σπίτια δεν θα χαριστούν, δεν θα παραχωρηθούν με όρους, δεν θα ενοικιαστούν καν στους κατοίκους τους. Θα πωληθούν σε εκείνους που μπορούν να τα αγοράσουν, οδηγώντας όσους δεν τα καταφέρουν σε διαδικασίες αυτοστέγασης. Οι αρχικοί πυρήνες, επεκτείνονται με αυθαίρετες παράγκες, αποτελώντας την κυρίαρχη μέθοδο στέγασης.

Η απόμακρη χωροθέτηση των οικισμών, σε συνδυασμό με τους δυσμενείς όρους στέγασης απεικονίζουν τις αντιλήψεις της τότε ελληνικής κοινωνίας που, πολύ δύσκολα, αποδέχτηκε τους ξένους που ήρθαν να διαταράξουν τη ζωή της. Οι μικρασιάτες πρόσφυγες θα φέρουν μαζί τους τις συνήθειές τους. Θα οργανωθούν, θα ιδρύσουν συλλόγους και θα μπολιάσουν τους ντόπιους με τον πολιτισμό τους, τα ήθη τους, τα πάθη τους και τα τραγούδια τους. Το ρεμπέτικο και οι τόποι που αυτό θα ακουστεί αρχίζουν να κάνουν τα πρώτα τους βήματα.

Ταυτόχρονα θα αποτελέσουν μια τεράστια πηγή εργατικού δυναμικού, η εκμετάλλευση του οποίου θα δώσει αλματώδη ώθηση στην οικονομία των αφεντικών. Γύρω από τους οικισμούς θα αναπτυχθούν βιοτεχνίες και βιομηχανίες. Μια νέα δυτική Αθήνα αρχίζει να κάνει την εμφάνισή της. Ο άξονας του Κηφισού θα αποτελέσει τη νέα διαχωριστική γραμμή της πόλης.

Η ενσωμάτωση τόσο των προσφύγων όσο και των οικισμών στην υπόλοιπή πόλη θα κρατήσει δεκαετίες. Οι τελευταίες παράγκες εξαφανίστηκαν τη δεκαετία του 70, ενώ τα ίχνη τους έχουν διατηρηθεί ακόμα στους δαιδαλώδεις ιστούς και στα παράγωνα μικρά οικόπεδα των προσφυγικών οικισμών.

Τα συγκεκριμένα προσφυγικά δεν είναι τα πλέον αντιπροσωπευτικά. Η τυπική μορφή ενός προσφυγικού οικισμού χαρακτηρίζεται από, εν σειρά ή σε κυκλική διάταξη, μικρά διώροφα όμοια λευκά πέτρινα σπίτια με στέγες από κεραμίδια. Αυτά εδώ είναι ιδιαίτερα επειδή αποτελούν μοναδικά δείγματα μοντέρνας αρχιτεκτονικής, επηρεασμένης από αντίστοιχα μεσοπολεμικά προγράμματα μαζικής κατοικίας που εφαρμόζονταν τότε σε όλη την Ευρώπη. Η εξωτερική τους εμφάνιση και η κατάσταση στη οποία βρίσκονται δεν φανερώνει την αξία τους. Πρόκειται για διαμερίσματα που παρότι μικρά είναι εξαιρετικής ποιότητας, με διαμπερή αερισμό και φωτισμό, λειτουργικά, με ανθρώπινη κλίμακα και ιδιαίτερα προνομιακή σχέση με τον υπαίθριο χώρο. Αν προσθέσετε σ’ αυτά την ανάγκη διατήρησης της ιστορικής μνήμης θα αντιληφθείτε για ποιόν λόγο έχει σημασία να διατηρηθούν.

Το κομβικό ερώτημα είναι για ποιο λόγο έπρεπε σώνει και καλά να γκρεμιστούν. Τέτοια κακοδιατηρημένα και σε
άθλια κατάσταση κτίσματα διαθέτει άφθονα η Αθήνα.

Η απάντηση είναι λίγο πιο εμφανής αν κοιτάξουμε δεξιά κι αριστερά μας και κυρίως αν θυμηθούμε τη θέση Εξέχωρον, το διάσελο πάνω στο οποίο χτίστηκαν τα ανάκτορα. Ένα αντίστοιχο διάσελο της ίδιας οροσειράς είναι κι αυτό πάνω στο οποίο βρισκόμαστε τώρα. Σημείο με στρατηγική σημασία και ένα μοναδικό φιλέτο προς αξιοποίηση ακόμα και ως κενού χώρου.

Η περίοδος του μεσοπολέμου θα αποτελέσει μια από τις πιο έντονες οικοδομικά περιόδους, προάγγελος της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης. Είναι η περίοδος του μπετόν, που πρωτοεμφανίζεται, της πολυκατοικίας, της οριζόντιας ιδιοκτησίας παραδείγματα από τα οποία συναντήσαμε στην ως τώρα διαδρομή μας. Εκτός από προσφυγικούς οικισμούς σχεδιάζονται και υλοποιούνται και αρκετοί ακόμα. Δημιουργούνται τα πρώτα προάστια, προπομποί των σύγχρονων αποκεντρωτικών τάσεων. Το Ψυχικό, η Κυπριάδου, η Ηλιούπολη... έρχονται να συμπληρώσουν τις επεκτάσεις του παλιού ρυμοτομικού. Η Αθήνα επεκτείνεται, με αραιό τρόπο σε ένα μεγάλο μέρος του λεκανοπεδίου.

Στάση 6
Γκύζη

Μεταπολεμική περίοδος

Η Ελλάδα της δεκαετίας του 50 έχει μόλις ξεπεράσει έναν πόλεμο, μια κατοχή και έναν εμφύλιο. Με χαραγμένες τις μνήμες και τα πάθη βαθιά μέσα της, διαβαίνει στο κατώφλι μιας νέας εποχής που θα διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό το σημερινό της πρόσωπο.

Το αναπτυξιακό πνεύμα είναι στην ημερήσια διάταξη. Η Αμερικανική βοήθεια, το σχέδιο Μάρσαλ αλλά και δεκάδες χιλιάδες μικρά και μεγάλα εγχειρήματα μεταφέρουν για μιαν ακόμα φορά το επίκεντρο της παραγωγικής διαδικασίας και της κοινωνικής ζωής στην οικοδομή.

Δύο λέξεις κλειδιά χαρακτηρίζουν ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο: Το μπετόν και η αντιπαροχή. Το μπετόν, υλικό γερό και φτηνό, ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις δυνατότητες της Ελληνικής πραγματικότητας. Βιοτεχνικό υλικό, μεταφέρεται εύκολα και φτιάχνεται επιτόπου, κρύβοντας όλες τις εντάσεις και τις κακοτεχνίες στο εσωτερικό του. Η δεύτερη λέξη είναι η αντιπαροχή. Παγκόσμια πατέντα, που δεν απαντάται ως λέξη σε καμιά άλλη γλώσσα, σημαίνει την ανταλλαγή ενός σπιτιού ή οικοπέδου με ένα, δύο ή περισσότερα διαμερίσματα, ανάλογα με τη συμφωνία που κάνει ο εργολάβος με τον ιδιοκτήτη.

Για μια ακόμα φορά στην ιστορία της θα αποτελέσει τόπο υποδοχής μεταναστών. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι εγκαταλείπουν τα χωρία τους και καταφεύγουν στην Αθήνα. Οι συνοικίες της Αθήνας χτίζονται διατηρώντας τον επαρχιώτικο, ημιαγροτικό τους χαρακτήρα. Η ανάμνηση εξοχής, που προκύπτει από τους χωμάτινους δρόμους και τα άχτιστα οικόπεδα, διατηρείται έως ότου συμπληρωθεί αμετάκλητα ο οικοδομικός ιστός, εξαλείφοντας κάθε δυνατότητα για δημιουργία δημόσιων χώρων ή διατήρησης φυσικών περιοχών.

Οι διαδοχικές αυξήσεις του συντελεστή δόμησης (δηλαδή του επιτρεπόμενου ορίου ανοικοδόμησης ανάλογα με την περιοχή και το οικόπεδο) το 1955 και το 1968, απαντούν στη ζήτηση εκ μέρους των μικροϊδιοκτητών για περαιτέρω οικονομική εκμετάλλευση του ακινήτου τους, καταναλώνοντας αλόγιστα κάθε ίχνος φυσικού τοπίου και περιβαλλοντικού πόρου έχει απομείνει στην Αττική.

Μια Τρίτη λέξη κλειδί που κυριαρχεί είναι τα αυθαίρετα, πρακτική που έχει ευδοκιμήσει στο παρελθόν, αλλά που τώρα εξαπλώνεται στο μισό σχεδόν λεκανοπέδιο. Οι παλιές συνοικίες της δυτικής Αθήνας συμπληρώνονται με νέες που χτίζονται “εκτός σχεδίου” φτάνοντας στους πρόποδες του Αιγάλεω. Στις μεταπολεμικές δεκαετίες θα πωληθούν και θα ανοικοδομηθούν 700.000 αγροτεμάχια. Η αγροτική παράδοση των εσωτερικών μεταναστών αποτυπώνεται στις αυλές και στη μικρή κλίμακα των νέων κατοικιών τους.

Η αυθαίρετη δόμηση πραγματοποιείται με την ανοχή του κράτους. Το τελευταίο αναγνωρίζοντας την αδυναμία του να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις στέγασης όσων το ίδιο με την πολιτική του εξανάγκασε να μεταναστεύσουν, εξαργυρώνει την ανοχή του με ψήφους και συναίνεση. Δημιουργείται ένα πνεύμα συνδιαλλαγής μεταξύ των οικιστών, των χωροφυλάκων, των τοπικών βουλευτών και των πωλητών οικοπέδων. Το κράτος ύστερα από χρόνια θα νομιμοποιήσει τελικά τις αυθαίρετες συνοικίες παρέχοντας και την απαραίτητη υποδομή. Το επόμενο βήμα είναι η πολυκατοικιοποίησή τους. Η μικρή κλίμακα εξαφανίζεται και οι περιοχές καταλήγουν τελικά να μοιάζουν ακριβώς ίδιες με το κυρίαρχο μοντέλο. Η αυθαιρεσία σταδιακά επεκτείνεται και αρχίζει να αποτελεί πρακτική και των προνομιούχων, είτε με τη μορφή αυθαιρέτων δεύτερης κατοικίας, είτε με τη μορφή μεγαθήριων που “κατά παρέκλισην” αδειοδοτήθηκαν και χτίστηκαν με τη συνενοχή των αρμοδίων αλλά και ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας που επικροτεί ή σιωπά. Πολλά από αυτά τα αυθαίρετα τα συναντούμε διασχίζοντας την Κηφισίας.

Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα αρχίζουν να πληθαίνουν απαιτώντας και τις αντίστοιχες διευκολύνσεις. Το 1957, μέσα σε μια νύχτα, με μια κίνηση πυγμής που εκθειάστηκε για την τόλμη και τον οραματισμό της ξηλώνεται ολόκληρο το δίκτυο τραμ Θα αντικατασταθεί από Τρόλεϊ και λεωφορεία που έμοιαζαν τότε πιο ελκυστικά. Δεν είναι η τελευταία φορά που η εξωραϊστική αισθητική θα παίξει σημαίνοντα ρόλο στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Τα πρώτα έργα σύγχρονης οδοποιίας κάνουν την εμφάνισή τους. Η οδός Καλλιρρόης, στη θέση της προϋπάρχουσας πηγής της Καλλιρρόης, θα γίνει ο πρώτος ανισόπεδος δρόμος της Αθήνας.

Οι δεκαετίες 50,60 και 70 παρότι διαφέρουν μεταξύ τους εδώ παρουσιάζονται σε μία στάση, καθώς διακατέχονται από τα ίδια μοτίβα. Η περίοδος της δικτατορίας απλά θα παγιώσει κάποια αυτά, υπερβάλλοντας σε κάποια άλλα. Στο τέλος της δεκαετίας του 70 η Αθήνα έχει πλέον πληθυσμό 3.000.000. Με το τέλος της μεταπολίτευσης μια νέα εποχή θα βγει στο προσκήνιο.

Στάση 7
Ψυρρής

Τελος 20ου αιώνα

Στη δεκαετία του 80 και του 90 θα επικρατήσουν δύο νέες τάσεις: Η αποκέντρωση και η ανάπλαση. Η συνειδητοποίηση της υποβάθμισης της υπάρχουσας πόλης οδηγεί στην αναζήτηση νέων παραδείσων. Μεγαλοαστικά και μεσοαστικά στρώματα μετακομίζουν στα προάστια εγκαταλείποντας τις συνοικίες του κέντρου. Αυτές οι τελευταίες σταδιακά υποβαθμίζονται θέτοντας σε λειτουργία τους μηχανισμούς της ανάπλασης. Η ανάπλαση ως πρακτική δεν είναι απαραίτητα αρνητική. Οι πεζοδρομήσεις και οι ήπιες κυκλοφοριακές διευθετήσεις θα μπορούσαν να δώσουν έναν άλλο αέρα στους δρόμους της Αθήνας. Το ζήτημα είναι όταν αυτές συνδυάζονται με την οικονομική αξιοποίηση. Οι περιοχές ανεβαίνουν οικονομικά, οι αξίες των ακινήτων πάνε στα ύψη και τα ενοίκια γίνονται δυσβάσταχτα. Οι παλιοί τους κάτοικοι αναγκάζονται να τις εγκαταλείψουν. Χαρακτηριστικές αναπλάσεις είναι αυτής της Πλάκας και των Εξαρχείων (που συνδυάστηκαν με την κατασταλτική επιχείρηση “Αρετή”) αλλά και δεκάδες άλλες σε πολλές συνοικίες της Αθήνας. Βρισκόμαστε στου Ψυρρή σε μία από τις πιο παλιές συνοικίες της πόλης. Η σημερινή της μορφή δεν έχει καμιά σχέση με τον ιστορικό χαρακτήρα της. Αποτελεί προϊόν ανάπλασης του τέλους της δεκαετίας του 90. Ο Ψυρρής ήταν λαϊκή συνοικία γεμάτη εργαστήρια, μικρομάγαζα και βιοτεχνίες. Αποτελούσε τη λογική συνέχεια του παζαριού, τροφοδοτώντας το με βιοτεχνικά προϊόντα. Κατοικούνταν από γηγενείς Αθηναίους αλλά και Γύφτους, σιδεράδες που έδωσαν και το όνομά τους στα Γύφτικα, την περιοχή που μόλις διασχίσαμε.

Μια λέξη που εμφανίζεται στο προσκήνιο είναι το “πράσινο”. Λέξη που χάρη στην έλλειψή της αποτελεί κοινό τόπο για όλους αλλά που στην ουσία είναι τόσο ασαφής όσο και το όνομά της, που ως χρώμα και μόνο επιχειρεί να απεικονίσει μια πληθώρα αποκλίνουσων επιθυμιών και επιδιώξεων από εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους και κοινωνικές ομάδες. Υπό τη σημαία του “πρασίνου” συσπειρώνονται ο διεκδικητής ελεύθερων χώρων, ο υπερασπιστής του φυσικού περιβάλλοντος, ο επικριτής του καπιταλιστικού συστήματος αλλά και ο ιδιοκτήτης βίλας σε προάστιο ή σε δασική έκταση “μέσα στο πράσινο” ή ο δήμαρχος που καρπώνεται εκλογικά την υπεραξία της. Σπάνια μια λέξη έχει χρησιμοποιηθεί τόσο πολύ για να απεικονίσει κάτι τόσο διαφορετικό και τόσο λίγο...

Η δεκαετία του 80 είναι η εποχή των μεγάλων οδικών αξόνων. Το αυτοκίνητο είναι πλέον κυρίαρχο. Σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο δεν θα φτιαχτεί ούτε μέτρο σιδηροδρομικής γραμμής. Οι ήδη υπάρχοντες δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας άλλα και νέοι, γίνονται το νέο πεδίο οικονομικής ανάπτυξης. Στις παρειές της Κηφισίας, της Συγγρού, της Βουλιαγμένης ή της Αθηνών θα χτιστούν κτίρια του τριτογενούς κυρίως τομέα (υπηρεσίες, κτίρια γραφείων...). Το αξιοσημείωτο είναι πως η εικόνα που παρουσιάζουν είναι όμοια με των μεγάλων ιδιωτικών και δημοσίων κτιρίων του 19ου αιώνα: Λίγα μέτρα πίσω από τους γυάλινους πύργους θα βρεις γίδες να βόσκουν σε αγρούς και τσίγκινα μαντριά.

Στη δεκαετία του 90 μια νέα γενιά μεταναστών έρχεται να αλλάξει τα δεδομένα της πόλης. Οικονομικοί μετανάστες από Πολωνία, Ρωσία, Αλβανία και λίγο μετά από Αραβικές και Αφρικανικές χώρες θα αυξήσει για άλλη μια φορά τον πληθυσμό της. Η κατάστασή τους σε καθεστώς παρανομίας ή ημιπαρανομίας θα τους υποχρεώσει να κινούνται αθέατοι. Η στέγασή τους θα είναι “απαρατήρητη”. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Αθήνας δεν θα κατασκευαστούν νέοι οικισμοί ούτε θα επεκταθούν άλλες περιοχές. Οι μετανάστες θα γεμίσουν σταδιακά τις κενές συνοικίες του κέντρου αλλά και κάθε μικρό διαμέρισμα ή υπόγειο που θα μπορέσουν να ενοικιάσουν. Σιγά σιγά η παρουσία τους θα γεμίσει τις άδειες πλατείες και τα νεκρά πάρκα ενώ τα ποδήλατά τους θα αρχίσουν να κυκλοφορούν στους δρόμους της πόλης. Κυρίως όμως, η εκμετάλλευση της εργασίας τους, θα αποτελέσει τον κύριο μοχλό μιας νέας γενιάς ανοικοδόμησης, της πιο ξέφρενης και παράλογης που γνώρισε ποτέ η Αθήνα.

Θα πραγματοποιηθούν τα περίφημα μεγάλα έργα. Η Αττική οδός, το αεροδρόμιο, το μετρό αλλά και τα υπόλοιπα μικρά ή μεγαλύτερα έργα της αναπτυξιακής λαίλαπας θα δώσουν ένα πιο γκλαμουράτο ύφος στην Αθήνα, με αποκορύφωμα τη φιέστα των ολυμπιακών αγώνων. Η Αθήνα φτάνει πλέον στα Μεσόγεια και τείνει να ενωθεί με το Σούνιο και τα Μέγαρα.

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
contact