Είχε σκουριάσει το ελλενίτ που σκέπαζε την κουζίνα. Έβλεπε η κουζίνα στην πίσω αυλή. Ο Θεός να την κάνει αυλή, μιά σούδα ήταν, περιτριγυρισμένη από λαμαρίνες σαν κι αυτήν που σκέπαζε το κουζινάκι. Είχε σκουριάσει και η τζαμόπορτα της εξόδου. Της εξόδου έλεγε ο Γρηγόρης. Γιατί δεν έμπαινε ποτέ κανενας, μόνον έβγαινε. Ο Γρηγόρης δηλαδή. Είχε σκουριάσει η πόρτα στα γωνιάσματα. 'Κει πέρα πού 'μενε το νερό κι' έπιανε σκουριά κι' έτρεχε μετά η σκουριά, σα σιδερένια δάκρυα, σαν εκείνα που βλέπεις στα καράβια και στις παληόβαρκες.
Είχε πει να το βάψει, μα βαρέθηκε να ξύσει την πόρτα και δεν ήταν και σίγουρος πως τον ένοιαζε να είναι η πόρτα φρεσκοβαμμένη. Πήγαινε το βραδάκι στην ταβέρνα και τούλεγε ο Σπυράκος, κάτσε βρε να πιούμε ένα ποτήρι, μα ο Γρηγόρης είχε να οδηγήσει και φοβόταν. Έλεγε, παίρνω αντιβίωση, γιατί δεν ήθελε να πει έχω να οδηγήσω. Γελάγαν άμα τον έβλεπαν να περνάει με το ποδήλατο και δεν ήθελε να γελάνε και στην ταβέρνα.
Περνοδιάβαινε στην γειτονιά και κύτταγε τα αυτοκίνητα των αλλωνών που ήταν μαζί στο σχολείο και έλεγε πού τα βρήκανε τα λεφτά και πήραν τέτοιες κουρσάρες. Αυτός μόνο ένα ποδήλατο είχε. Και τόβαφε κάθε άνοιξη μόνος του. Άλλο χρώμα κάθε φορά. Δε σκεφτόταν τη ζωή του χωρίς το ποδήλατό του. Πήγαινε στη δουλειά μ' αυτό κι' απ' τη δουλειά στα θελήματα που τον έστελναν, να φέρει καφέδες, σάντουιτς ή σουβλάκια και τίποτε μπύρες και χαιρόταν.
Πενήντα χρονώ και τον στέλναν για θελήματα. Ήθελε από μόνος του να πηγαίνει για να καβαλλάει το ποδήλατο. Μπορεί και να τονε λέγανε και βλάκα. Έκανε πως δεν άκουγε και σάρωνε το καμαράκι που κάνανε διάλλειμμα, μάζευε και τα πλαστικά και τα πήγαινε στον κάδο. Με το ποδήλατο πάντα. Οι άλλοι νομίζαν πως τον αγγαρεύουν και 'κείνος τόχε για διάλλειμμα να πηγαίνει για ψώνια με το ποδήλατό του. Οι πιό νέοι στο καρνάγιο τον ξεκίναγαν στο ψιλό. Κάποτε ένας τούχε κοροϊδέψει το ποδήλατο, τούπε, πάρε πέτα το ρε συ Γρηγόρη το παληοσίδερο. Τούπε, εγώ αυτό θέλω κι΄αυτό μπορώ. Τέρμα.
Στο καμαράκι που έμενε ήταν και μια στόφα με ξύλα και 'κει πάνω μαγείρευε. Έβγανε ζέστα το καλοκαίρι μα τ' άρεσε να μαγειρεύει. Είχε σώσει κάτι φυλλαράκια χαρτί της γιαγιάς του με συνταγές μολυβογραμμένες και από 'κεί διάβαζε κι΄ έφτιαχνε. Μια φορά τ' άρεσε τόσο πολύ το φαί που τούχε βάλει μέσα δαφνόφυλλα, που θέλησε να βάψει και το ποδήλατο στο χρώμα του δαφνόφυλλου.
Ο θείος του ο Ρώσσος τούστελνε κάθε χρόνο και κρασάκι καμπόσο. Μπρούσκο. Σπίρτο μοναχό. Ήταν σ' ένα χωριό κάπου έξω απ΄την Βέρροια και είχε αμπελάκια και τονε φρόντιζε. Του είχε κάμει και επίσκεψη ένα χρόνο πριν πολύ καιρό και τούχε πει να πάει να μείνει μαζί του στο χωριό και θα πέρναγε καλύτερα έξω κει στον καθαρόν αέρα. Θα τον έβανε να φροντίζει τ' αμπελάκια και θάμενε σε μιά κάμαρη πολλά καλύτερη από τούτη 'δω που η υγρασία τηνε ταλαιπώραγε μέχρι τα μέσα του Ιούνη.
Ο Γρηγόρης σα δεν άνοιγε τηλεόραση καθόταν και χάζευε τους τοίχους. Αυτή η υγρασία τούφτιαχνε χάρτες από χώρες που κανείς δεν ήξευρε και 'κείνος τους έβαζε πολιτείες και χωριά, τα ονομάτιζε και πηγαινοερχόταν από τόνα στ' άλλο. Πολύ γρήγορα. Σαν το ποδήλατο νάχε βγάλει φτερά και πέταγε από τη μιά πολιτεία στην άλληνα. Έξυνε με το νύχι του τον σοβά κι΄έβαζε τη μιά πόλη. Και μετά την άλληνα παραδιπλα.
Ο θείος του ο Ρώσσος τούλεγε ακόμη, νά 'βρει μια γυναίκα να παντρευτεί και να κάμνει και κείνος σπιτικό κατά πως κάμνουν όλοι. Ο Γρηγόρης ήξερε πως δεν ήθελε να βρει γυναίκα. Τις ντρεπόταν όσο δεν πήγαινε. Έσκυβε το κεφάλι κι΄έλεγε, μα ξέρω ΄γω, θα θέλει λούσα κι΄' εγώ δεν έχω. Δεν είχε. Αληθινά δεν είχε. Τις Παρασκευές που πλερωνόταν στο καρνάγιο, έπιανε τα λεφτά στα χέρια του σαν νάταν βιβλίο που χρειαζόταν διάβασμα. Τα κύτταγε ώρα πολλή και μετά τάβανε αργά-αργά στην τσέπη , σα για να σιγουρευτεί πως δεν είναι ζωντανά και δε θα φύγουν από κει μέσα και με το κάτω χείλι να στραβώνει σκεπάζοντας το απάνω, κίναγε για το σπίτι γεμισμένος απορία. Δε τα καταλάβαινε τα λεφτά. Έβγανε να πληρώσει στην ταβέρνα και τ' άπλωνε στον Θωμά τον ταβερνιάρη να διαλέξει μόνος του όσα έκαμε ο μεζές. Ο Θωμάς μια φορά είχε θελήσει να τον κεράσει, να μη του πάρει λεφτά. Ταράχτηκε τότε ο Γρηγόρης. Γύρισε σπίτι κυλώντας το ποδήλατο αναρωτώντας τον εαυτό του τί κακό είχε κάμει και ο Θωμάς δεν ήθελε τα λεφτά του.
Παράξενη ζωή και τούτη. Παράξενη δηλαδή άμα την έβλεπες απ΄έξω και δεν την ζούσες. Για τον Γρηγόρη παράξενο ήτανε να περνάς ώρες ακούγοντας ή βλέποντας τις ζωές των άλλων στην τηλεόραση. Η μέρα του Γρηγόρη είχε πολλές ώρες. Οι μέρες των αλλωνών είχαν πατικωμένες τις ώρες τους μέσα στη οθόνη και κείνη, όσες κι’ αν τής έβαζες, τίς κατάπινε και δεν έλεγε ποτέ χόρτασα.
Όταν μεγάλωνε η μέρα έπαιρνε το ποδήλατο και πήγαινε μέχρι τον μώλο, εκεί που φεύγαν τα καραβάκια για Σαλαμίνα. Τάβλεπε σα να ήταν να πάνε μακρυά, στα πέλαγα, μα ‘κείνα πήγαιναν μόνον πέντε λεπτά δρόμο. Ταξίδι του φαινόταν κι΄αυτό, θάλασσα πέρναγες κι’ η θάλασσα κλαδιά δεν έχει, όπως έλεγε ο μπάρμπα-Στεφανής ο γεμιτζής πούχε ναυαγήσει δυό φορές, τη μία με ποστάλι και την άλλη με γκαζάδικο.
Όμορφη που’ ταν η θάλασσα...
Μπορούσες να κυττάς ώρες τα χρώματα του Ήλιου να φέγγουν πανω στα κυματάκια που προστατευμένα από την ορμή του ανοικτού πέλαγου έμεναν μικρά-μικρά, μωρά κυματάκια που δεν τρόμαζαν κανέναν, μόνο στραφτάλιζαν σαν τις μπάλες του χρισοτυγεννιάτικου δέντρου, έσκαγαν μύτη εδώ και μετά ξαναφαίνονταν παραπέρα και αυτό γινόταν συνέχεια, χωρίς αναπαμό. Δεν κοιμάται η θάλασσα, σκεφτόταν ο Γρηγόρης. Σα μια μάνα που όποτε έχεις την ανάγκη της είναι κει για να σε κανακέψει, να σου πάρει τους φόβους. Δεν καταλάβαινε γιατί ο μώλος δεν γέμιζε από ανθρώπους που θα κυττάγανε την θάλασσα και θα μαλάκωνε η κάθε τους στενοχώρια.
Όλο έλεγε πως μια μέρα θάπαιρνε το καραβάκι να πάει απέναντι. Θά βαφε το ποδήλατο κατάλευκο και θα το φόρτωνε στην πλατειά κοιλιά τού καραβιού. Πως φανταζόταν τη μέρα που θα έμπαινε στο καραβάκι κάνοντας πετάλι και θάνιωθε κάτω απ τα πόδια του το τρεμούλιασμα που κάνουν τα αυλάκια της πόρτας του καραβιού στις ρόδες, πόσο ήθελε να νιώσει αυτό το τρεμούλιασμα σα νάτανε τα κυματάκια τα ίδια κάτω απ΄τις ρόδες του, σα να τον τράνταζε απαλά κάποιος για να ξυπνήσει απ΄την παληά ζωή και να δεί ό,τι άγνωστο υπήρχε στην πέρα ακτή.
Έπιασε να καλοκαιριάζει. Τα αυτοκίνητα που γέμιζαν την κοιλιά του καραβιού γίνονταν περισσότερα. Και έμεινε με τα μάτια ορθάνοιχτα γιατί είδε πολά αυτοκίνητα νάχουην στη ράχη τους φορτωμένα ποδήλατα. Είχαν κάτι πεταχτά μαύρα σίδερα στερεωμένα με μαύρους ιμάντες και πάνω κεί ήταν ένα, δυό ή και τρία ποδήλατα κοιμισμένα.
Ε, αυτό ήταν... Άμα οι άλλοι πήγαιναν εκεί απέναντι με ποδήλατα μάλλον καλά θάτανε. Μα πώς ξεκινάει κανείς να κλείσει την πόρτα στο σπιτάκι πίσω του και να φύγει για τόσες ώρες... Σκεφτόταν το κλειστό δωμάτιο με σβηστό το φως, με μιαν ησυχία ασυνήθιστη, τις βρύσες σταματημένες, τη στόφα κρύα χωρίς τεντζερέδες στα μαντέμια της, τα ανθάκια στις γλάστρες τής αυλής να σαλεύουν και να σκορπούν τη μυρωδιά τους χωρις να τ’ ανιώθεται κανείς. Τού φαινόταν μικρός θάνατος όλο αυτό, μια απώλεια αναίμακτη, ένα πένθος μικρούτσικο, μα πρωτόγνωρο.
Το βράδυ βγήκε στο αυλιδάκι και τράβηξε το παλιό σκαμνί δίπλα στα βασιλικά. Τα τάραξε λίγο με το χέρι, να τρομάξουν, να βγάλουν τ’ άρωμά τους, να τον καθησυχάσουν πως είναι ακόμη γεμάτα μέχρι τα μπούνια απ΄αυτήν την πνοή του Θεού, που στάλαζε κατ’ ευθείαν στην καρδιά του μιαν ευτυχία χωρίς λόγια, δίχως μεγαλόστομες προσευχές.
Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, σ’ αυτό το μικρό κομματάκι που σωνόταν ανάμεσα στα τσιμέντα κι’ ανάσανε βαθειά. Χαμογέλαγε. Πόση ομορφιά, σκέφτηκε... Πόση ομορφιά εδώ πέρα ακουμπισμένη.
Μα αν κύτταγε καλύτερα θάβλεπε πως, εκεί ακριβώς που ήταν η ομορφιά, εκεί ακριβώς ήταν ακουμπισμένη και η παιδική του ηλικία, ξαπόσταινε από το βάρος των πενήντα χρόνων του μα ήταν πάντα γεμάτη από εικόνες, ήχους, τις φωνές των δικών του, αρώματα και μυρωδιές.
Έστειλε την ματιά του στο ποδήλατο. Μπορεί και να μην τόβαφε λευκό. Έτσι πορτοκαλί που ήταν, έμοιαζε σαν εκείνους τους πολύχρωμους φελλούς που βάζουν στην πετονιά τους οι ψαράδες για να βλέπουν το τσίμπημα στο καλάμι τους. Θάκανε το ταξίδι έτσι, ξαφνικά, χωρίς να σκεφτεί και πολύ, για να μην πισωστατήσει και δεν φτάσει ποτέ στην απέναντι ακτή.
........................................................................
Ήταν σαν ψέμμα, μα ένιωθε το τρεμούλιασμα κάτω από τις ρόδες του, είχε στ’ ανάμεσα δείκτη και μέσο το εισιτήριο του καραβιού, έμπαινε στην μεγάλη φαρδειά κοιλιά σαν τους άλλους και τελικά, ταξίδευε... Πέντε λεπτά σα μια ανάσα. Κι΄έπειτα το τρεμούλιασμα πάλι. Και ο δρόμος που έφευγε απ΄τα Παλούκια και τράβαγε στην ράχη του νησιού εμπρός του ανοικτός. Μια δυό κόρνες κι΄έπειτα τίποτε. Η γνώριμη πίσσα του καρνάγιου, η αψιά μυρωδιά της θάλασσας που άχνιζε στο ξεκίνημα της μέρας και έπειτα όλα ήταν διαφορετικά. Ίδια, μα διαφορετικά. Τόσο κοντά, και τόσο μακρυά συνάμα.
Στον φούρνο πήρε μια φρατζόλα ζεστό ψωμί και τ΄άφησε να κρέμεται στο τιμόνι, , να λικνίζεται στο πεταλάρισμά του, να μοσχοβολάει τον καρπό τον ψημένο.
Σπίτια, κι΄ άλλα σπίτια και ξανά σπίτια, όμοια με κείνα της γειτονιάς του, στεγνά και στραγγισμένα από κάθε ομορφιά και φαντασία. Μετά όμως, η θάλασσα περίμενε απλωμένη εμπρός του. Διάλεξε τον δρόμο στ’ αριστερά και άρχισε να πλέει μέσα στο αεράκι. Το μυαλό του πετάρισε μέχρι το σπιτάκι, μα δεν στάθηκε εκεί και γύρισε εδώ, στην στιγμή που τώρα ζούσε.
Βρήκε τον εαυτό του στην αμμουδιά με βγαλμένα τα παπούτσια, να μασουλάει μια μεγάλη γωνιά ψωμί, τ’ άλλο χέρι να πετάει πέτρες στην θάλασσα, τ’ αυτί τεντωμένο να προλάβει και το κύμα και τον γλάρο και τη μηχανή του καϊκιού. Ρούφηξε μια γουλιά νερό και σκέφτηκε φωναχτά «Εδώ ήσουνα κρυμμένος τόσον καιρό..;» και γαλήνεψε που είχε βρει αυτό που τού ‘λειπε από μέσα του όλα τα χρόνια.
Αγαπητέ ofios περιμένεις λίγο;
Σημ. Αυτός που το είδε αρνητικά το διάβασε καθόλου;
Σημ.2 ofios τι άλλο να πω ρε συ / όλα τα είπα / θέλω να σε δείρω / αυτό μόνο. Απίστευτος, τα κλασικά δηλαδή.
Λοιπόν, το χιούμορ ή τόχεις ή δεν τόχεις.
Εσύ τόχεις.
Ανεξαρτήτως του ότι το μπλε τετράδιο τα σπαει, ειδικά το δεύτερο μέρος, για κάνε μια προσπάθεια να γράψεις κάτι χιουμοριστικό...
Μπράβο σου, Όφιε, γι´αυτό το θαύμα· το τζίμπησα με πολλή απόλαυση.
Κατά τη γνώμη μου, το χιούμορ είναι η βάση για να επι-ζήσουμε.
Σας εύχομαι κάθε καλό
...την αρχέγονη αίσθηση της ανθρωπιάς,
σταλάζει στην καρδιά αυτό το κείμενο.
Πολλές οι δυνατές στιγμές...
''Οι μέρες των αλλωνών είχαν πατικωμένες τις ώρες τους...'' Θα μπορούσε να το περιγράψει κανεις καλύτερα, πώς ο αδηφάγος υπολογιστής καταβροχθίζει κάποιων τη ζωή?
Και κείνο το άλλο με τα βασιλικά...
Με εντυπωσιάζει ο τύπος του ''σαλού'' που επανέρχεται κάθε τόσο στα γραπτά σου. κάτι μεταξύ αγαθού παιδιού, απλού στην ψυχή- μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι.
Φίλε, ευχαριστούμε.
Σαλός. Πού την βρήκες την λέξη... Ταιριαζει ακριβώς σ' αυτό που είχα στο μυαλό μου.