“Βρωμάει, βρωμάει! Μπόχα, βρώμα! Βρωμάτε όλοι! Όλοι βρωμάτε! Παναγίτσα μου, μπόχααα!”
«Σκάσε βρε συφοριασμένε, σκάσε που να σε πάρει ο διάφκανος! Που να μην έσωνε ο γιατρός να σε τραβήξει όξω απ΄της μάνας σου το άντερο! Σκάσε!»
«Άστονα μάνα το δύστυχο, άστονα! Τί σε κόφτει εσένανε; Σάμπως για σένα τα λέει..»
Ο Στάσης γύρναγε σαν σίφουνας στον κάτω μαχαλά και χαλούσε τον κόσμο κι’ η κυρά-Θέκλα δεν τον άντεχε. Ο γιός της πάλι, είχε μιάν ανεξήγητη ανοχή απέναντι στα χούγια του Στάση. Θες γιατί τον είχε συμμαθητή στα πρώτα χρόνια πρίν ο Στάσης απογίνει εντελώς, θες γιατί ένιωθε κάποια συνενοχή που τότε δεν τον αφήναν σε χλωρό κλαρί, τον είχε κάπως σαν αδικημένο συγγενή και τον συμπόναγε.
«Άμα μου ξυπνήσει το παιδί, θα στονε κάνω εγώ όπως τού πρέπει!» είπε αλαφιασμένη η γριά κι’ έβανε ν’ ανακατεύει τη μανέστρα στη φωτιά με σμιγμένα τα φρύδια.
Το παιδί ήταν το εγγόνι της απ΄τη μεριά της κόρης, ο γιός, ο Θωμάς, δεν ήταν στεφανωμένος ακόμη, και το κράταγε εκείνη για να δουλεύει η κόρη στα χτήματα του αντρός της.
Τής έδινε στα νεύρα ο τρελλός. Θα πεις κάθε τρελλός βαράει στα νεύρα των γνωστικών, μα τούτος εδώ θέ μου συχώρα με, είχε ένα μάτι οπούβλεπε πέρα από τα μούτρα, ίσα μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Κι΄ έβρισκε τα κουσούρια, θαρρείς ανιωθότανε την αμαρτία και στην πέταγε κατάφατσα.
Λες και μυριζότουνε την ανομία, λες κι’ έβλεπε κάποιο βρώμικο φως τριγύρω στα κεφάλια των ανθρώπων κι’ έπρεπε να το βγάλει στη φόρα ειδεμή θάσκαγε.
Η κυρα-Θέκλα δεν είναι που δεν το συμπαθούσε το φτωχό και να πούμε την αλήθεια, ούτε τίποτα πομπές είχε για να κρύψει ούτε τίποτα. Μπορώ να σου πω, πως δεν την έκοφτε καν, που ποτές του ο τρελλός δεν είχε βγάνει σεργούνι την Αμαλία, την παστρικιά του χωριού και αυτό της φαινότανε όχι σαν άδικο, μα σαν ακαταλαβίστικο.
Μα την αναστάτωνε ο Στάσης, τήν έκαμε να φοβάται πως μιά των ημερών μπορούσε κι΄όλος ο κόσμος να πάρει τούμπα και νάρθουν τα πάνω κάτω, να πάψουν νάναι τακτοποιημένα έστω κι΄έτσι όπως ήταν, με τα σκουπίδια κάτω απ΄το χαλί. Και τότε ποιός θα τα ξανάβαζε σε σειρά...
Η Αμαλία, ο έμπορας...
Θα σου πω παρακάτου γιατί την λέγανε έμπορα. Απ’ όλα είχε το χωριό, η παστρικιά θάλειπε... Όχι δα... “Ε, δεν ήταν και το χειρότερο που είχε το χωριό μας”, έλεγε από μέσα της η κυρα Θέκλα, μα δεν τόλμαγε να μοιραστεί αυτή τη γνώμη με τις άλλες. Πολύ θέλανε να της κολλήσουνε τη ρετσινιά...
Ένα πρωινό που λες, είχε φανεί το τρίκυκλο «ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ-ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΙΣ» του Καμπούση φορτωμένο δυό καναπέδες, τρεις πολυθρόνες και κάτι τάβλες, και δίπλα στην καμπίνα, χωρίς ούτε γυαλιά ούτε μαντήλι ούτε τίποτε να της κρύβει το πρόσωπο, ήταν η Αμαλία.
Έπιασε το σπίτι της Δήμαινας στην άκρη του χωριού κι΄έστησε το μαγαζάκι της.
Τί πούλαγε δηλαδή, το πράμα της πούλαγε, ε, μα πώς να το πω, μαγαζάκι το λέω για να μη πιάσω άλλη λέξη στο στόμα μου.
Η Δήμαινα είχε συχωρεθεί πριν τέσσερα χρόνια και ο γιός δεν πάταγε στο χωριό. Μόνο που είχε βάλει το σπίτι στο νοίκι, τάχαμου χωρίς να ξέρει ποιάν έβαλε μέσα. Θα πεις, και νάξερε, τί τον έκοφτε, μα καμωνόμαστε πως δεν καταλαβαίναμε την ξετσιπωσιά του.
Γιατί η Αμαλία δεν κρύφτηκε ποτές κι΄ούτε καμώθηκε την κυρία, μα ‘κείνος που έχει τη μύτη να κυττάει στ΄άστρα και στον ουρανό τί ήθελε να βάλει μια παστρικιά στο πατρικό του, σε μιά χεσιά τόπο, στο χωριό της μάνας του...
Τέλος πάντων, αυτά είναι που τάθελε η κυρα-Θέκλα σκεπασμένα να μην τα πολυταράζει κανείς γιατί ζέχνανε. Δίκιο είχε μωρέ ο τρελλός και γι΄αυτό τον αγρίευαν να σωπαίνει.
Γιατί οι νοικοκυραίοι δε θέλαν πολλά-πολλά με τους παρακατιανούς, πόσο μάλλον, όταν μια παρακατιανή τούς είχε ξεσκολίσει και τα βλαστάρια τους, τους «τάχε κάμει άντρες» σε ακτίνα βολής απο τα σπίτια τους, καλύτερα να κρατάνε τα μπόσικα της κοινότητος.
«Λούσε το παιδί γυναίκα, θα το πάρω στον έμπορα μαζί», έλεγε ο πατέρας κι απορούσε η μάνα, που ούτε γιορτή ήτουνε, ούτε και σκόλη και τί τόθελε το λούσιμο το παιδί για να κατέβει στην πόλη στον έμπορα, μα τι να πει που θάτρωγε κλωτσιά να μη δει πούθε πάει η σκάλα.
Γέμωνε λοιπόν, τη μεγάλη τη μπασίνα, άφηνε και την πλάκα το σαπούνι μέσα να γαλατίσει το νερό, έτριβε καλά-καλά τον κανακάρη της πίσω-μπρος και δεν έβγανε άχνα. Και μόλις πατέρας και γιός έστριβαν στη δεύτερη στροφή του δρόμου, τσουπ και το γυρνάγανε κατά της Αμαλίας και ‘κει του παιδιού του λυνότανε η απορία γιατί το μαραφέτι στεκότανε όρθιο και η κατρούλα είχε ποτίσει το γκαμπινέ απ΄άκρη σ’ άκρη.
Για τούτο λοιπόν, λεγότανε «έμπορας» η Αμαλία. Που άμα τους πηγαίνανε το καμάρι τους για να το σιγουρέψουνε για άντρα, την προσφωνούσανε "κυρία Αμαλία" και άμα ήτανε μεταξύ τους την εσούρνανε στα λασπόλογα.
Και λές εσύ πως η Αμαλία είχε πελάτες μόνο τα νταβραντισμένα; Εμ, είχε και κάθε μαρουλόφυλλο και κάθε γαλατόμαγκα κι' αγριοχριστιανό του Δήμου Θεσπίτσας, που τάχαμου κινάγανε για το Σταυροδρόμι και κατέληγαν στης ανακουφίστρας.
Έχουν γλυτώσει ξύλο οι κυράδες στο χωριό ίσαμε εκατό καντάρια η καθεμιά!
Ξελαμπικάριζαν τα σερνικά και πήγαιναν άλλοι άνθρωποι στο σπίτι..! Κεράκι τής ανάφτανε όλες, η καθεμιά για λόγου της. Τέσσεροι νοματαίοι στο σπίτι; Πέντε κεράκια κάρφωνε η κυρά στον άμμο την Κυριακή! Κι' οι άντρηδες, τσιμουδιά, στο στασίδι να κυττάνε τάχαμου μη κι' έπιασε στραβά ο ψάλτης το πα-βου-γα-δί!
Μα πού να περάσει η Αμαλία απ΄της Γιαννιάς το σπίτι και μέσα! Αφήναν οι νοικοκυραίοι θαρρείς; Της τόχανε ξεκόψει πως στο μέσα χωριό δεν θα πάταγε, ειδάλλως, δεν θέλανε και πολύ να της στείλουνε τον ενωμοτάρχη... Με τρόπο ή χωρίς τρόπο της τόχανε ξεκαθαρίσει αυτό. Εμείς με τον παρά μας θα σε αυτώνουμε όποτε μας καπνίσει κι΄εσύ θα κάμεις κατά πως πρέπει. Αυτό το «πρέπει» θηλιά και λεπίδα σ’ όλους τους, τόχανε φορέσει κολλάρο και στην Αμαλία. Ή θέλαν να νομίζουν πως το φόρεσαν...
Σ’ αυτό το σημείο κολλάει κι’ ο Μάριος τής κυρα-Αθηνάς. Η Αθηνά τότε είχε μόλις μείνει χήρα και δούλευε πλύστρα από ‘δω κι΄από ‘κει. Πήγαινες σε ‘κείνο το σπίτι κι΄ήταν σα να πέρναγε το ρέμα μέσα από την αυλή τους. Νερά παντού, ΄κείνος ο μικρός μέσα στη λάσπη μεγάλωνε, τόβλεπες κι΄έλεγες Θεέ μου, τί φταίει το ζαγαράκι να τυρρανιέται έτσι, κι΄είχε κάτι ματάκια μεγάλα να σε κυττάνε να σπαράζεις...
Θάτανε δε θάτανε ως δέκα χρονώ ο Μάριος και παιδευότανε με ένα ποδήλατο βαμμένο με μαύρη λαδομπογιά και θεόρατο για το μπόι του να ξεκολλήσει απ΄τις λάσπες κι’ όσο κόλλαγε, τόσο πείσμωνε και μόλις ξέσουρνε κι΄έκανε πέντε μέτρα, ξανάστριβε να μπει στη λάσπη να παιδευτεί, να παίξει... Όλη η ιστορία της ζωής του, πού να τόξερε, ήτανε 'κείνο το παιχνίδι.
Ένα βράδυ λοιπόν, τακ-τακ, χτυπάει η πόρτα στης Αθηνάς. Ποιός νάναι αλαφιάστηκε ‘κείνη, τί επισκέψεις περιμένω εγώ τώρα πιά, αναρωτήθηκε. Σηκώθηκε, άνοιξε. Στο κατώφλι στεκόταν μια γυναίκα με μαντήλι στο κεφάλι. Κάνει έτσι ανασηκώνει την άκρια και βλέπει η Αθηνά την Αμαλία. Ωχού κυρά μου, της λέει, σε τί μπελάδες πας να μας βάλεις, έλα μέσα γρήγορα! Μπαίνει η Αμαλία, κλείστηκε πίσω της η πόρτα κι ούτε κανείς ξέρει τι ειπώθηκε ‘κείνη τη βραδυά δίπλα στο σβηστό παραγώνι ανάμεσα στις δυό παρακατιανές.
Την άλλη μέρα όμως, νάσου ο μικρός στο μπακάλικο με ένα στρατσόχαρτο στο χέρι να γυρεύει πράματα. Βάνει ο Αγησίλαος το ματογυάλι, στρέφει στον μικρό, ξανακυττάει το χαρτί και δίχως κουβέντα, μπαίνει στο μαγαζί κι’ αρχινάει να γεμίζει δυό σακκούλες σκαστές με πράματα. Βλάκας δεν ήταν και ήταν κι΄ έμπορος. Κανονικός. Το χαρτί είχε μια μεγάλη παραγγελία για καθε λογής μπακαλικό και από κάτω την υπογραφή: Αμαλία Πεστάκου. Κι΄ένα χαρτονόμισμα καρφιτσωμένο με νικελένια καρφίτσα από πίσω.
«Πού θα τα βάνεις, μικρέ;» ρωτάει από το ύψος της τρίτης γενιάς μπακάλη ο Αγησίλαος τον Μάριο.
«Εδώ πάνω» τον κυττάει από χαμηλά ο μικρός κι’ απιθώνει την παλαμίτσα του στο φαγωμένο δέρμα της σέλλας.
Γελάει ο Αγησίλαος. «Τράβα πιάσε ένα καφάσι από 'κει δα να σού το κάμω δώρο!» του λέει και τον σπρώχνει απαλά προς το σωρό τα καφάσια. Και του δένει το καφάσι πάνω στη σιδεριά για να μπορεί ο μικρός να κάμει το θέλημα, να πάρει το κατιτίς του.
Δεν πέρασε μια ώρα, βούιξε το χωριό ολάκερο: η Αθηνά έβαλε το γιό της υπερέτη της πρόστυχιας! Νάσου να βροντάνε τα παραθυρόφυλλα, τάκουσες κυρα-τέτοια μου, τάκουσα κυρά-απαυτούλα μου, τα χαΐρια της και τα κρίματά της, να βάνει το δεκάχρονο να κουβαλάει πράματα στης πουτάνας. Οι άντρηδες πού να βγάλουν μιλιά! Ραμμένα τα στόματα ολωνώνε! Μόλις έκαναν να στήσουν αυτί, γυρίζαν οι σκύλες και τους έρριχναν κάτι ματιές φαρμάκι, σα να λένε, “Άχνα! Θαρρείς δε ξέρω τα καμώματά σου!”
Με τα πολλά, η Αθηνά μπήκε στο ίδιο ράφι με την Αμαλία... Το ποδηλατάκι κάθε μέρα πέρα δώθε να κουβαλάει πότε τόνα και πότε τ' άλλο, και τα παραθύρια και οι αυλόπορτες να κλειώντε με βρόντο σαν διάβαινε η Αθηνά. Μα η φτώχεια, καμάρι μου, δεν πάει αλαμπρατσέτα με την αξιοπρέπεια και η Αθηνά αναγκαιότανε και το διφραγκάκι που θα ξέπεφτε στα χέρια της, θες από την Αμαλία, θες από οποιαδήποτε μεγαλοκυρά.
Να σου πώ τη γνώμη μου, να στηνε πώ. Πουλημένη η Αμαλία; Πουλημένες και οι άλλες από τις φαμελιές τους! Άμα βρίσκανε τον γαμπρό, κάνανε σαν παλαβοί ποιός θα ξεφορτωθεί το κορίτσι, μη και του απομείνει απάντρευτο, λέρα στο κούτελο του πατρός της! Απάντρευτες μένανε μόνο οι φτωχές και 'κείνες άμα δεν βρισκότουνε κανένας καρβουνιάρης, κανένας χαμάλης να τις πάρει. Και ποιός ρώταγε την κόρη... Κανείς. Μία των ημερών εμάθαινε πως το βράδυ θάρθουν τα πεθερικά για τα αρρεβωνιάσματα κι' άμα τόλμαγε ας έλεγε όχι...
Πουλημένες κι΄αυτές λοιπόν και μάλιστα, με τη μεσολάβηση των δικώνε τους! Χειρότερα! Όσο πουτάνα ήταν η μιά, τόσο πουτάνες κι΄οι άλλες. Η Αμαλία τόδινε κάθε μέρα για λίγους παράδες, οι κυράδες τόχαν δώκει μιά κι΄έξω με αντάλλαγμα σπίτια και χωράφια και λούσα! Συμβόλαιο! Το πρώτο παιδί αμέσως μετά το γάμο, το δεύτερο μόλις έσωνε η κόρη να σταθεί στα πόδια της και σχοινί-κορδόνι. Κι΄ άτυχες όσες δεν έκαναν σερνικό με την πρώτη, να σιγουρέψει ο αφέντης τ΄όνομα!
Και τώρα τις έκοφτε που το μικρό της πλύστρας έκανε θελήματα στης Αμαλίας... Μα να σου πώ! Τίς έκοφτε πιό πολύ που η Αμαλία έβρισκε τρόπο να κάμει το καλό που 'κείνες δεν νοιάστηκαν να κάμουν... Τίς ένοιαξε που μια παστρικιά θάβγαζε από τη λάσπη της φτωχειάς το παιδί και τότε ποιάν θάχανε να αποπαίρνουν και να διατάζουν σα νάντουνε σκυλί..; Κάπως το λέτε σεις οι γραμματιζουμενοι αυτό, το να θες κάτι για τους δικούς σου σκοπούς και να καμώνεσαι πως το κάνεις για το καλό του άλλου,μα δε την θυμούμαι τη λέξη...
Κει που το βρίζανε σαν πέρναγε μπρος από τα σπίτια τους οι νοικοκυράδες μαθές, νάσου μιάν ωραία ημέρα ανοίγει η πόρτα της δασκάλας, κατεβαίνει εκείνη σβέλτα στο δρόμο και σταματάει το μικρό. Είχε ακούσει το γρίγκι-γρίγκι της αλυσσίδας του ποδηλάτου και πετάχτηκε έξω την κατάλληλη στιγμή.
Απλώνει τη χερούκλα της και κάνει νόημα στον μικρό σαν τροχονόμος. Ανοίγει και 'κείνο το κακόμοιρο τα ποδάρια στο πλάι και σταματάει με τα μάτια και το στόμα ολάνοιχτα.
“Πού τόβαλες, Μάριε;” τον ρωτάει.
“Πάω για ψώνια της κυρίας Αμαλίας” λέει εκείνος. Στα τριγύρω παράθυρα έβλεπες τις κουρτίνες να σαλεύουν. Περιμέναν με τα χείλια σφιγμένα όλες να δουν τη σφαλιάρα να πέφτει σβουριχτή, να βρουν την αφορμή να πεταχτούν έξω και ν' αρχίσουν τα μοιρολόγια για το χωριό που τί κατάντια το βρήκε νά βλέπει το παιδί της πλύστρας να κάνει τα θελήματα της τσούλας...
Η δασκάλα, μια νταρντάνα Δραμιτινή ίσαμε 'κει πάνω, κάνει έτσι και σηκώνει το χέρι της κι' αντί να χτυπήσει το παιδί, βάνει το χέρι στον κόρφο της και βγάζει έναν φάκελλο.
“Άμα τελειώσεις, παιδί μου, πήγαινέ μου σε παρακαλώ, αυτό το γράμμα μέχρι το εξατάξιο στο Καλοχώρι! Θα ζητήσεις τον κύριο Ζέρβα, να του πεις από μένα, ξέρει αυτός.”
Ο Μάριος παίρνει το γράμμα σαν νάτανε αυτή η δουλειά του από καιρό και σοβαρός-σοβαρός σκύβει στο πετάλι και χάνεται. Η δασκάλα στέκει για λίγο ακίνητη στη μέση του δρόμου, κάνει ένα έτσι αργά-αργά γύρω απ' τον εαυτό της με κάτι μάτια που βγάζανε φωτιές και μπαίνει σπίτι της.
Αυτό ήταν. Από 'κείνη τη μέρα δεν τόλμησε καμμιά τους να ξαναπιάσει στο στόμα της ούτε Αμαλία, ούτε Αθηνά, ούτε Μάριο.
Δύσκολα χρόνια, φούλη μου, δύσκολα και θλιβερά κι' άμα τα συλλογάμαι λέω πώς να μην ξανάρθουν τέτοιοι χρόνοι στον τόπο. Μα ύστερις λέω, άμα το θελήσουν οι κουμανταδόροι του τόπου θα ξανάρθουν και 'μεις θα σκύψουμε και θα υπομείνουμε και θα εχθρευόμαστε ο ένας τον άλλον χωρίς κανέναν λόγο, έτσι, γιατί κάποιος θα πρέπει να φταίει.
Η Αμαλία πέθανε ‘κει γύρω στα εξήντα της. Ποτέ μου δεν την είδα στη μούρη πώς έμοιαζε, όσο κι΄αν σου φαίνεται απίστευτο. Δεν μ΄άφηνε η μάνα μου να πλησιάσω κατά ΄κει, μα και κακό λόγο δεν μούπε ποτές για ‘κείνην, βλέπεις, ο σχωρεμένος ο πατέρας μου την είχε πάρει από αγάπη και δεν είχε ποτέ το φόβο της. Ποτέ δεν έφυγε απ΄το χωριό η Αμαλία. Το καλοκαίρι μοναχά, χανόταν για δυό μήνες, πήγαινε στον τόπο της, λέγανε, κανείς δεν έμαθε πού. Κι΄όταν πέθανε βρήκανε πάνω στο μπουφέ ένα φάκελλο με τα λεφτά για τον παπά και τα έξοδα της κηδείας μέσα.
Κι’ ο Μάριος ο Ταχυδρόμος πήγε κι΄ακούμπησε για λίγο το χέρι του στο βαμμένο κοντραπλακέ που είχε μέσα του την Αμαλία χωρίς να δακρύσει. Όπως όταν είχε πεθάνει κι' η μάνα του.
Πήγε κι' όλο το χωριό. Πήγαν όλοι κι' ας με κυττάς και μη το πιστεύεις. Πήγαν σα συχώριο όχι της Αμαλίας, μα των ίδιων, σα να της λέγαν πως, ο φόβος είναι φρουρός ακοίμητος της κοινωνίας μας και δίχως αυτόν τρέμουμε, μη και ο εαυτός μας είναι άλλος απ΄αυτόν που νομίζουμε πως φτιάξαμε και δεν θα μπορούμε να τον αντέξουμε άμα αποφασίσει να πετάξει τα δεσμά του...
Μέχρι να πάρει Villa η Αμαλία θα ελπίζω για τη συνέχεια.
Σημ. Φίλε είσαι θησαυρός.
... τι
είπεςέγραψες τώρα!άιντε με εκείνο το βιβλίο... θα το δούμε ποτέ?
![](/sites/default/files/smileys/thumbs_up.gif)
μαζεμένες δουλειές, 1-2-3... να μην ψάχνουμε από δω και εκεί.
ζω-και-δη-γα-βου-πα-νη!
(ποτέ δεν τα κατάφερα, έμειναν όμως οι νότες στη μνημη)
Ευχαριστώ για ακόμα ένα ταξίδι φίλε όφιε!
Υπέροχος, όπως πάντα!
Σε ξεδιψάει να το διαβάζεις, να σαι καλά!!
Πάλι καλά, εκτός από τα ταξίδια με το ποδήλατο, που δεν τα καταφέρνουμε να είναι συχνά, υπάρχουν και τα ταξίδια από τέτοια κείμενα...
Να 'σαι καλά.
...δεν έζησα εκείνες τις εποχές, τις ζω όμως μέσα από τέτοια κείμενα και ίσως τελικά κάπου να τις ζηλεύω...