Πώς και έμεινα μόνος μου ΄δω μέσα...;
Αμ, η μούρλια δεν χτυπάει ένανε μόνο, είναι κολλητική και τους πιάνει όλους μαζί...
Εδώ που λες , εγώ πρωτόρθα πριν τέσσερα χρόνια, ήτουνε και πολύ φίλος μου ο δήμαρχος, με χαιρέταγε κάθε φορά που πέρναγε πριν τις εκλογές μπροστά απ΄το μαγαζί, μου λέει «Μηνά, τί θα κάνουμε, θα το ανοίξουμε το Κ.Α.Π.Η...;» του λέω «δήμαρχε, ότι πεις εσύ, εγώ μαζί σου».
Βάλαμε μπροστά, βολέψαμε και κάτι συγγενάκια, κάτι πρωτοξάδερφους της γυναίκας μου, που πιάνουν τα χεράκια τους στα μερεμέτια και στα μπογιατίσματα, κάτι σούπα-μούπες για διαγωνισμούς τα ξεπεράσαμε με τη βοήθεια του γιού του Παυλάκη που είναι δημοτικός σύμβουλος, νάτο το Κ.Α.Π.Η. έτοιμοοοο.....
Μεγάλη πινακίδα «ΚΕΝΤΡΟ ΑΝΟΙΧΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ», ο Μπάμπης την έφτιαξε, ο μπατζανάκης της Σωσώς, να καμαρώνουμε το απόκτημά μας...
Και όλα πάγαιναν καλώς.
Το ταβλάκι μας, την πρεφίτσα μας, κανα μεζεδάκι με κανα τσιπουράκι τα Σάββατα, καμμιά ταινιούλα με τον Ψάλτη, τον Τσάκωνα και τον Λεζέ, περνάγαμε μέγκλα. Άμα καλοκαίριαζε αραδιάζαμαν και τις καρεκλίτσες στο πεζοδρόμιο και κάναμε το χάζι μας, σου λέω, τζάμι...
Βέβαια, η μούρλια εγυρόφερνε μες΄το κατάστημα....
Ήτανε ΄κείνος ο Σταμάτης, πούχε παληά το ψιλικατζίδικο εδώ παρακάτου Γρυπάρη και Φιλαρέτου, πέρα-δώθε μέσα σε δέκα τετραγωνικά όλα κι΄όλα για σαράντα χρόνια, γιορτές, σχόλες, Κυριακές, Πάσχα, Χριστούγεννα, πάντα μέσα ο Σταμάτης, ε ήρθε και του την βάρεσε και όλο βόλτες ήθελε.
Πάμε στον Υμηττό για περίπατο και πάμε στην Βούλα για μπανάκι και πάμε στην Πεντέλη στο μοναστήρι και όλο έξω ήθελε.
Μετά ήτουνε εκείνη η τρελοκαμπέρω η Φρόσω, πούμενε πάνω απ΄το σινεμά, η χήρα ντε, που στον χρόνο απάνου τα πέταξε τα μαύρα και τον έχεσε τον μακαρίτη, ανεξαρτήτως που την είχε σήκω πάνω-κάτσε κάτω-πιάσε μπύρα-άμε για τσιγάρα και στο τέλος πάρε και τη σφαλιάρα σου γιατί άργησες να σηκώσεις το τηλέφωνο, εκείνη το λοιπό, όλο ώπατις και ντιριντάχτα ήτουνε και όλο χορούς και κασετόφωνα μούβαζε.
Μα τους είχα σε κοντρόλ, υπό έλεγχο, τηνε κουμαντάριζα την κατάσταση, τους έπαιζα μία μέσα, μία έξω και το μάζευα το πράμα να μην μου ξεφεύγει, γιατί κι΄οι άλλοι δεν θέλανε και πολύ να ξεμωραθούν...
Και μετά...;
Τί και μετά, αφού πάνου-κάτου τα ξέρεις...
Μετά, εφανίστηκε ΄κείνος ο Ρωσοπόντιος, ο μαυριδερός....., ναι μωρέ, ο Πλάτωνας, το όνομα το αρχαίο τονε μάρανε τον μετανάστη τον πεινασμένο, πούχε γυαλίσει το μάτι του απ΄τη στέρηση και τονε φέραμε ΄δω χάμου να τονε συνταξιοδοτήσουμε κιόλα, κακόχρονο νάχει...
Εφανίστηκε που λες με ΄κείνη τη μούρη τη σκυθρωπή, τάχα μου-τάχα μου σε πένθος για τη μάνα και τον πατέρα που τους έφαγαν τα ξένα και δε μπόρεσε να τους θάψει στην πατρίδα, γιατί μούξεραν και τότε πατρίδα τα παληοκουμμούνια που λακίσανε και την κάνανε για τον υπαρκτό σοσιαλισμό και τώρα μου σουλατσάρουν με ύφος δέκα καρδιναλίων στα πεζοδρόμια που έφτιαξαν όσοι κάνανε την ψωροδήλωση κι΄έμειναν πίσω.......Ούφ, θα σκάσω....
Είχε κι΄εκείνον τον μαντρακά το παληοποδήλατο, ξεπέζεψε σαν τον τσιφλικά από το άτι το αράπικο, τόδεσε απάνου στο δεντράκι μη και το χάσει το κελεπούρι, είπε μια καλημέρα και μου θρονιάστηκε στην καρέκλα...!
Και απέκτησε δικαιώματα, ποιός, ο χτεσινός...!
Και σα να μην έφτανε αυτό, έτρεξαν κι΄όλες οι κοκώνες να τον περιποιηθούν και να του κάμουν την γνωριμία, μη και χάσουν το τεφαρίκι....
Και «Πλάτωνα, θες καφέ..; Πλάτωνα, θες κουλουράκι...; Πλάτωνα, κάτσε να μας πείς για τη Ρωσσία...» εγίνηκε ο ξένος ο βαρύμαγκας το κέντρο της παρέας....
Και μετά άρχισαν και τα κοπλιμέντα και τα γλειψίματα: «Ά, και τί ωραίο ποδήλατο, και Πλάτωνα, πώς κρατιέσαι σαν παλλικαράκι, και δε φοβάσαι τ΄αμάξια, και είχα και ΄γω στα νιάτα μου ποδήλατο, και πώς τάφερε η ζωή και ξεράσματα του κερατά σου λέω...». Γουστάρεις, κυρία μου ν΄απαυτωθείς με τον Πλάτωνα; Άμε στα κομμάτια, κάμε ότι θες και μη του ανεβάζεις τις μετοχές και μου τονε κάνεις πρότυπο...!
Τελικώς, για να μην στα πολυλογώ, ο Πλατωνάκος τους έψησε όλους και άλλος αγόρασε, άλλος ξέθαψε το βαφτιστικό του, άλλος πήρε το παρατημένο του εγγονού του και μου βρεθήκανε όλοι με ποδήλατο...!!!
Βρε καθίστε καλά, θα σας πάρουν αποκάτου τα τριαξονικά δε θα μείνει κολυμπηθρόξυλο, θα σας μαζέψουνε με τα κουταλάκια… Τίποτε αυτούνοι, όλο καβάλα στην καβάλα και χαχαχά-χοχοχό...!
Νάμαι κι΄εγώ να πίνω βαρυ-γλυκόνε μόνος μου και να μην έχω με ποιόν να αλλάξω μια κουβέντα...Και να με τρώει η ατέλειωτη μοναξιά μου, εδώ, στο Κ.Α.Π.Η. ...
Τί λε ρε που θα πάω και ΄γω μαζί, εδώ κάναμε αγώνα να ΄χουμε το στέκι μας να αράζουμε, θα πάω εγώ να ξεκολωθώ στο πετάλι επειδή τους ήρθε ολωνόνε η τρέλλα κατακέφαλα...;
Και δε σούπα και το καλύτερο....
Ζητήσανε ν΄αλλάξουμε την ταμπέλλα και να γράφουμε ΚΕΝΤΡΟ ΑΝΟΙΧΤΗΣ ΠΟΔΗΛΑΣΙΑΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ...!!!
Κι΄άμα δε την αλλάξουμε δεν ξανάρχονται, λέει και θα πηγαίνουν κάπου στο Θησείο, που μαζεύονται και κάτι άλλοι παρόμοιοι και λαδώνουν τα χάρχαλά τους.
Έννοια σου όμως.....Θα αλλάξω την πινακίδα και θα δώσω τη δουλειά στον μπατζανάκη, να τραβήξει μια υπερτιμολόγηση να τους πάρει ο διάολος το ποδήλατο...
που ήσουνα ρε παιδί μου !
...Ε, δεν είχα τίποτε να πω....
Πολύ όμορφο το κείμενο Όφιε! Αλήθεια, έχει παρατηρήσει κανείς πόσο χαρούμενα είναι τα γεροντάκια που κάνουν ποδήλατο στην επαρχία με τα κόκκινα μάγουλά τους και όλα, και πόσο μίζεροι μοιάζουν πολλές φορές οι νέοι στα ΚΑΠΗ, μπαρντόν, στις τρέντυ καφετέριες ήθελα να πω...
Θυμάμαι δύο γεροντάκια, περίπου δέκα χιλιόμετρα έξω από το Κιάτο, που είχαμε δει ένα βράδυ, πριν από ένα χρόνο περίπου. Ο παππούς καβαλούσε ένα παλιό mountain (μπορεί να ήταν παλιό raleigh) και η γιαγιά ένα τρίκυκλο, εξοπλισμένοι με φωτάκια, και κάνανε την βολτούλα τους. Το επόμενο πρωί συναντήσαμε στο Κιάτο την γιαγιά που πήγαινε με το τρίκυκλο για ψώνια... Τόσο όμορφες εικόνες, όχι καφενεία, πρέφα και μιζέρια, μόνο ποδήλατο δίπλα στο κύμα...
...μου πέρασε η ιδέα να ανοίξω post με ερώτηση "που είναι ο Όφιος;"
Ειλικρινά μας έλειψες αρκετά. Αλλά μας αντάμειψες με ωραία ιστορία.
Ευχαριστούμε.
θένκς, αλλα, είναι καλύτερα να μη μιλάς αν είναι να λες τα ίδια και τα ίδια...
Εκοκκίνησα πάλι.....