Λογοτεχνία

Λογοτεχνικά Κείμενα σχετικά με το ποδήλατο

Τα νούμερα

“Θανάση, πιάσε ένα βαρύγλυκο”

“Έγινε Γιώργη”

Έκλεισε πίσω του την πόρτα, αφήνοντας τον αγέρα του Οκτώβρη και τη βαβούρα του δρόμου έξω από το καφενείο. Έπιασε ένα τραπεζάκι στην τζαμαρία, να χαζεύει το πηγαινέλα του κόσμου και να νιώθει το χάδι του ξεθωριασμένου ήλιου που κρεμιόνταν από τον ουρανό. Άνοιξε το μεγάλο φάκελο που κρατούσε και χωρίς να βγάλει το παλτό του έβγαλε ένα πάκο χαρτιά διπλωμένα στα τρία. Οι εξετάσεις του. Το μάτι του έψαξε να βρει με αγωνία το ζάχαρο. Ανεβασμένο.

“Θανάση, τον έφτιαξες τον καφέ?”

“Τώρα τον βάζω Γιώργη”

“Κάν’ τον σκέτο”

“Έφτασε…”

Το σφουγγάρι

Σαν το σφουγγάρι που μαζεύει αχόρταγα το νερό, κάθουμαι κάτω από τον καταρράχτη της ζωής και ρουφώ με τις αισθήσεις μου όλες σε επιφυλακή, τις εικόνες, τους ήχους, τις γέψεις, τα αρώματα, τα αγγίγματα.

Μαζώχνω τις κραυγές, τα δάκρυα, τα γέλια, τα χτυποκάρδια, τις ανατολές και τις δύσεις, και τα κάμω κομπολόι, να μετρώ το γύρισμα του χρόνου, να φέρνω αυτή τη ζήση στα μέτρα μου, να δίνω στη μέρα και στη νύχτα μου ρυθμό.

Πορνογραφία

Τσόντα κατάντησε η ζωή
γεμάτη προστυχιά

κι εμείς ανήμποροι
- νομίζουμε, ή καλύτερα, μας κάναν να πιστεύουμε -
σκύβουμε όλο και πιο βαθιά

για ένα ξεροκόμματο ελπίδα
για μια υπόσχεση μαγείας

...

θεοί δεν υπάρχουν πια στον ουρανό
ούτε εκεί που κοιτάς, σκυμμένος στα τέσσερα

soundtrack -> http://www.youtube.com/watch?v=oxVCIuCFd6w

Γύρω από τη φωτιά, χαμένες αγάπες.

Όταν ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Άδη,
γύρω από ένα λάκκο μαζεύτηκαν
να πιουν από το αίμα της σπονδής,
πλήθος ψυχές των νεκρών.

Όταν η σκέψη κατέβηκε στην καρδιά,
γύρω από μια φωτιά μαζεύτηκαν,
μ ένα ποτήρι κρασί,
χαμένοι εραστές, αγαπημένοι

Ο Σίγμα, ο Κάπα, ο Πι,
δεν είχαν μεταξύ τους τίποτα να πουν.
Ωραίοι, διαφορετικοί, συμφιλιωμένοι.

contact