Της "ξενητειάς"...

Είχε πέντε ώρες, ακούς; πέντε ώρες που έξυνε τον σκελετό! Με μανία, απόλυτη συγκέντρωση, ούτε αν έβρεχε ή αν είχε λιοπύρι τον ένοιαζε ούτε τίποτα. Είχε στηθεί κάτω από το στέγαστρο του κήπου που βάζανε τα ξύλα για την μασίνα και γυαλοχαρτάριζε.

Βγήκε η μάνα στην πόρτα: «Λευτεράκη, έλα μάτια μου να βάλεις μια μπουκιά, έφερε η θεια Παναγιώτα μυτζήθρα φρέσκια και ζεστό ψωμί, έλα να χαρείς!». Σηκώθηκε, σκούπισε το κούτελο με την ανάστροφη του χεριού του και το κοντοκουρεμένο σβέρκο του με την παλάμη, σφούγγισε την παλάμη στο παντελόνι, έρριξε μια ματιά στη δουλειά του. Καθάριζε το παληό βυσσινί χρώμα πού’ χε ανακατευτεί με την σκουριά κι’ ένας γυαλιστερός, ψιλογρατζουνισμένος σκελετός ερχόταν στο φως αργά-αργά.

Νόστιμο ψωμί, πάνω του έλιωνε η φρέσκια μυτζήθρα, χωνότανε στις τρύπες, το πότιζε με άρωμα και γεύση. Μια οσμή ασβεστωμένου, βρεγμένου τοίχου και φωνές παιδιών που τρέχουν γύρω-γύρω στο προαύλιο του εξατάξιου αναδύθηκαν από κάπου απ΄το μυαλό του.
«Φάε να συνέλθεις, να στηλωθείς, που μου γύρισες σαν το στυλιάρι!». Η μάνα έχοντας βαδίσει μέσα σε δυό πολέμους, είχε πάντα τον φόβο της πείνας κι όπου έβλεπε αδύνατον άνθρωπο τρόμαζε.

Έπεφτε ο Ήλιος γρήγορα τέτοια εποχή κι΄αυτός έπρεπε να τελειώνει, να βάλει μπροστά να βάψει, μετά να στερεώσει τα σύρματα, τις μανέτες, τα πετάλια, να δεί τί θ’ απογίνει με τούτο που’ μπλεξε. Περπάτησε προς το καλυβάκι και στάθηκε στον φράχτη. Κανένα αυτοκίνητο. Ο σκύλος του γείτονα τον κύτταγε πίσω απ΄τα κάγκελα με ανασηκωμένα τ’ αυτιά. Τί θες ρε; Θα μ’ έκοβες κομμάτια έτσι κι΄έκανα να πλησιάσω, έ; Ο σκύλος δεν απάντησε για δύο λόγους. Δεν ήξερε πώς ν’ ακούσει τις σκέψεις και δεν ήξερε να μιλάει.

Μια φωνή τον τράβηξε πίσω στον κόσμο των ανθρώπων:
«Κερνάς καφέ;» Ο Θωμάς. Πάλι.
«Να πω στη μάνα να φτιάξει» απάντησε στενάχωρα.

Τί να λέγανε με τον Θωμά. Κάποτε ήντουσαν φίλοι κολλητοί. Μα τα χρόνια που περάσαν στουμπώσαν καμπόση διαφορετική ζωή αναμεσό τους και δεν είχαν τί να λένε. Έλλειψη κοινών ενδιαφερόντων, όπως λένε και στα διαζύγια. Καθόταν έτσι και κυττάζαν πέρα. Μετά από λίγο εκείνος ξανάπιανε το γυαλόχαρτο κι΄ο Θωμάς ήθελε να τον βοηθάει κρατώντας τον γερο-σκελετό ακίνητο.

Τα βράδυα δεν ήθελε να βλέπει τηλεόραση. Έβαζε τα χέρια πισωκέφαλα και χάζευε το ταβάνι. Άκουγε όμως, το μουρμουρητό της τηλεόρασης που κράταγε συντροφιά στη μάνα του και λυπόταν που δεν της κράταγε εκείνος παρέα. Δεν μπορούσε, τουλάχιστον όχι ακόμα. Δεν είχαν κατασταλάξει οι σκέψεις μέσα του, να στεριώσουν, να γίνουν λόγια, φράσεις, κουβέντες. Δεν πείραζε. Τού’ λειπε ο πατέρας του. Την τελευταία φορά είχαν τσακωθεί και τού χε φωνάξει σα νάταν συνομήλικοι κι’ είχε νιώσει σπουδαίος. Τώρα δεν ήταν εδώ.

Έπειτα, μια μέρα είχε αρχίσει ο ουρανός να μαζεύει σύννεφα και ‘κεινος στεκόταν στο κηπάκι και ευχόταν να μην βρέξει μέχρι να στεγνώσει καλά ο σκελετός. Ο Θωμάς είχε φέρει ένα νάυλον για καλό και για κακό. Το ζούσε ή τουλάχιστον, προσπαθούσε να το ζει όσο κι΄ο φίλος του, μπας και τον κάνει να ανοίξει το στόμα του. Αλλά, τίποτα...

Πήγαινε ο Θωμάς απ΄το σπίτι, τον γύρευε, «Είναι με το ποδήλατο στο δάσος», τούλεγε η μάνα του, το ίδιο και περισσότερο ανήσυχη από ‘κείνον. Να λείπει ο γιός τόσα χρόνια στα ξένα και με το που γυρνάει να μην λέει να ανοίξει το στόμα του και να χάνεται μέσ΄το δάσος με τις ώρες. Ναι, λεφτά έφερε με το τσουβάλι, που πα’ να πει πως σ΄αυτό που έκανε ήταν καλός. Μα αν κάποιος τής έλεγε πως, του αλλάξαν το μέσα του παιδιού της εκεί στα ξένα και βάλαν έναν άλλον να κάνει τον Λευτέρη της, μπορεί και να το πίστευε.

Άντεχε ο γέρος. Τις έβγαζε τις ανηφόρες του δασικού και μόνο λίγο πριν το καταφύγιο ξεκαβάλλαγε και τον έπαιρνε στα χέρια, τονε τσούλαγε απαλά, αποφεύγοντας τις κοτρώνες και τους νεροσυρμούς. Μετά καθόταν στο ξύλινο παγκάκι, έβγαζε από το σακκίδιο κάτι λιγοστά φαγώσιμα και κρατσάνιζε αργά-αργά ρίχνοντας και καμμιά ματιά στον γέρο που έγερνε σ’ ένα μικρό κέδρο εκεί παραδίπλα.

Είχε πάρει να γέρνει ο Ήλιος, η μέρα όμως είχε μεγαλώσει και το φως άντεχε στο σπρώξιμο της νύχτας σπαθίζοντας μερικές γεμάτες θράσος αχτίδες μέχρι και τις οκτώμιση, τις εννιά. Ένα τέτοιο απόβραδο διαπίστωσε πως χαμογέλαγε. Έτσι με το τίποτα, χαμογέλαγε. Τσούλησε απαλά μέχρι το σπίτι, κάτσανε με τη μάνα και είδανε ελληνική ταινία κι αφού γελάσανε με την ψυχή τους, ο Λευτέρης άρχισε να ρωτάει και να ρωτάει και να ρωτάει. Πώς λέγαν εκείνη την περιοχή, ποιανού ήταν το χωραφάκι το καλοφυτεμένο μετά το ρέμα, ποιός πήρε το καφενείο άμα πέθανε ο θείος, ποιανού ήταν το σπίτι με τις σκαλωσιές δίπλα στην εκκλησία, τί το κάνανε το κλειστό από χρόνια σχολείο, πότε σηκώσανε τον πατέρα. Πήγε τρεις το πρωί. Η μάνα πήγε με γελαστή την καρδιά της για ύπνο και ο Λευτέρης έπεσε σε ύπνο βαθύ.

Ο εφιάλτης δεν τον ζύγωσε ‘κείνο το βράδυ. Φώτα ανεβοκατέβαιναν εμπρός στα μάτια του και φωνές, χάχανα και γέλια έσκαγαν στα μούτρα του, κάπως έχανε την ισορροπία του, έπεφτε από κάπου ψηλά κι΄ένα σκοτάδι έπεφτε σαν βαρειά κουρτίνα τριγύρω του και μια φωνή τον ρώταγε αν είχε χτυπήσει. Αυτό για ώρα. Αυτός ήταν ο εφιάλτης. Δεν είχε αίματα και σκοτωμούς. Μα τον άδειαζε από ζωή.

Ευχόταν το πρωί, προσευχόταν για την ακρίβεια, να μην τον ξαναβρεί ο εφιάλτης ποτέ πιά. Έλπιζε πως ο θεός θα τον άκουγε, εξάλλου όλα αυτά τα χρόνια που έλειπε «στα ξένα» όλο και του μίλαγε αυτού του θεού, είχαν ένα πάρε δώσε δικό τους σε ‘κείνο το δυαράκι της Καλλιθέας με το πάντα καλοστρωμένο κρεββάτι και την βαρυφορτωμένη με κοντά φορέματα ντουλάπα.

Τον έβλεπε η μάνα που καθόταν με τις ώρες στο παγκάκι και μίλαγε με την Τασούλα της Θοδώρας που είχε βιβλιοπωλείο κάτω στην κωμόπολη κι΄έπαιζε παιχνίδια η φαντασία της και της έβαζε εγγόνια μέσ’ τα πόδια της να μην την αφήνουν να μαγειρέψει, να τής τρώνε το ζυμάρι, να της τραβούν την ποδιά και να τα παίρνει ο ύπνος στο ντιβάνι της κουζίνας και να τρέχει εκείνη να τα σκεπάσει.
"Θεέ μου, έλεγε, πάρε τα από ΄δω πέρα σε παρακαλώ, άσε να με τρελλάνουν άμα θάναι αληθινά, μη με τυρρανείς από τώρα!"

Έξυνε πάλι. Το γυαλόχαρτο είχε στομώσει απ΄το χρώμα. Μπλε αυτή τη φορά. Και πάλι ερχόταν στο φως ένας ψιλογραζουνισμένος, γυαλιστερός σκελετός. Και πάλι ο Θωμάς τον κράταγε να μην κουνιέται σαν πως κρατούν τον χοίρο άμα τον σφάζουν. Δεν είχε πει λέξη. Δε μιλάς εσύ, δε μιλάω ούτε ΄γω. Έσερνε το ποδήλατο με τα σκασμένα λάστιχα που έτριζε ίσα να ξυπνήσει τους πεθαμένους σ΄όλο το χωριό και τόφερε στον Λευτέρη. Τσιμουδιά. Είχε αρχίσει να το γδύνει μέχρι να μείνει μόνος ο σκελετός βάζοντας σ΄έναν κουβά γεμάτο πετρέλαιο τα εξαρτήματα. Ο Θωμάς τούδινε τα κλειδιά και τα κατσαβίδια. Άμα σκοτείνιασε και κάθισαν πλάι-πλάι στα σκαλάκια γύρισε ο Θωμάς και τούπε: «Μη φοβάσαι, δεν θάρχομαι μαζί σου, δεν θα μ΄έχεις φόρτωμα...»

Στο πανηγύρι τ’ Άη-Θέμελη ο Λευτέρης είχε πάει από νωρίς να βοηθήσει. Κουβάλαγε καρεκλοτράπεζα, έστρωνε τραπεζομάντηλα, έβανε από μια μπουκάλα κρασί σε κάθε τραπέζι, κέρασμα του συλλόγου στους πανηγυριώτες, γενικά έκανε ό,τι μπορούσε. Όλα τα μπορούσε και όλοι τον ήθελαν κοντά τους να τους βοηθάει. Θες που ήταν λιγομίλητος, θες που είχε κάμει τόσα χρόνια στα ξένα μα ήταν και τόσο καταδεκτικός, όλοι κάναν κάπως νά βρίσκονται κοντά του.

Έπαιζε η μουσική κι΄έλεγες πως τώρα δα θα σκιζόταν το σκοτάδι από ‘κείνες τις άγριες δοξαριές και ‘κείνα τα χτυπήματα του λαγούτου, να σκιστεί να πεταχτούν ποιός ξέρει ποιές μαινάδες και ποιοί σάτυροι από τα βάθεια του σύμπαντος. Σηκώθηκε ο Λευτέρης και χόρεψε. Αντάμωσε με τον Θωμά στη μέση του χορού. Πήγαινε μια ο ένας μπροστά και μια ο άλλος. Νοέμβρη μήνα και είχαν γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Η μάνα καμάρωνε. Πού είχε μάθει, που ποτές του δεν ήθελε να πιάσει μαντήλι ο ευλογημένος..; Κι΄η Τασούλα;

Η Τασούλα καθόταν παραδίπλα και μπορούσες να πεις πως έτσι ζωγραφίζουν οι ζωγράφοι την ευτυχία στο μούτρο καποιανού. Μα δεν είχε λίγωμα η ματιά της. Απεναντίας, έμοιαζε μικρομάνα που μόλις αρχίζει να θαυμάζει το σπλάχνο της. Ήξερε. Κι΄αυτό έφτανε για να μπορεί ν΄αγαπάει αληθινά χωρίς ν’ αποζητάει τον έρωτα. Σ’ αυτήν ο Λευτέρης είχε καταφέρει να μιλήσει, ήθελε να υπάρχει τουλάχιστον κάποιος που να ξέρει, να ‘λαφρώσει λίγο, να ξεθωριάσει ‘κείνο το φωτοστέφανο του «ξενητεμένου», να ξέρει κάποιος την αλήθεια.

Ο χορός τράβαγε και πήγε τέσσερεις το πρωί. Κατά το έθιμο φτιάξανε μακαρονάδα και κεραστήκαν οι ξενύχτηδες. Τα όργανα σταμάτησαν. Μερικές παρέες ξεμείναν σ’ ένα-δυό τραπέζια και πιάσαν το τραγούδι, κάτι παληά και άγραφα στιχάκια γι’ αγάπες και ξενητεμούς. Ο Θωμάς τούβαλε στο χέρι ένα ποτήρι κρασί, το τελευταίο. Δεν ήξερε πως είχε έρθει η ώρα να μάθει κι΄αυτός την αλήθεια. Απόμεινε ‘κει δα στην άβολη καρέκλα με τα πόδια σταυρωτά εμπρός του. Ο Λευτέρης περίμενε να στάξει μια λέξη, να πάψει η σιωπή, να ξαναγυρίσει ο κόσμος στα ίσα του.

Πέρασε ώρα ή μπορεί νά ‘ταν και μόνον ένα λεπτό.
Σηκώθηκαν σαν συνεννοημένοι κι΄οι δυό. Ο Θωμάς τον αγκάλιασε και τον χτύπησε πολλές φορές στην πλάτη, τούδωσε ένα φιλί στο αξύριστο μάγουλο. Δεν ήθελε να φύγει από ‘κείνη την αγκαλιά, τον πήραν τα κλάμματα κι’ οι τριγύρω νομίσαν πως έκλαιγε από την πληγή της ξενητειάς, χαμογέλασαν πικρά κι’ αναστέναξαν. Ένας τους σήκωσε το ποτήρι κι’ ευχήθηκε: «Να μην ξαναφύγει κανείς ποτέ πιά στα ξένα!» κι’ όλοι μαζί σηκώσαν τα ποτήρια να ευχηθούν. Κι’ ο Λευτέρης με τον Θωμά βγήκαν έξω τρέχοντας με την παλάμη να σκεπάζει τα μάτια τους, με τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι και μόνον όταν έφτασαν στον πλάτανο που έτρεχαν οι βρύσες και δεν θα τους άκουγε κανείς, άφησαν λεύτερα τα γέλια που κρατάγαν με δυσκολία.

«Τί ώρα μαζεύουμε συνήθως;» ρώτησε ο Λευτέρης άμα ησυχάσαν. «Ε, εκεί γύρω στις οχτώ...»αποκρίθηκε ο Θωμάς. «Σε πάω μετά μία μέχρι το καταφύγιο, και την πέφτουμε εκεί να ξεκουραστούμε..;»

«Καμμιά πληγή δεν κλείνει για πάντα και κάποιος που σταμάτησε να είναι φίλος δεν υπήρξε ποτέ πραγματικός. Και άμα μπορείς να εξηγήσεις γιατί είσαι φίλος με κάποιον, τότε μάλλον δεν είσαι». Ένας πελάτης τού τόχε πει αυτό ένα βράδυ στο ξενοδοχείο. Και ξέρεις, άμα συναντάς τρυφερότητα εκεί που δεν την περιμένεις, είναι σαν να ανοίγει μια πόρτα και το φως να σκάει τόσο ξαφνικά που μπορεί να σε πετάξει και κάτω. Μαλακώνει η κόλαση τότε, έστω και για λίγο, και λες τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, μα και τίποτα δεν είναι όπως το φανταστήκαμε. Η έκπληξη κρατάει τον κόσμο ορθό, έτσι είναι. Ή έτσι είναι, μάλλον.

Σημείωση: για όσους δεν το κατάλαβαν ο Λευτέρης ερχεται από εδώ.

Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
Morfeas
Απών/απούσα

Μπράβο ρε φίλε...

georgevr
Απών/απούσα

Δεν είναι μόνο το όμορφο γράψιμο. Μιλάμε για εκπληκτικό σενάριο με ολοζώντανες εικόνες.
Ειλικρινά, νομίζω ότι είναι το καλύτερο κείμενο που έχω διαβάσει τελευταία.

Υ.Γ. πάλι ο πατέρας λείπει;

κωστάνζα
Εικόνα κωστάνζα
Απών/απούσα

Όφιε, πανέμορφο κείμενο, μου ζεσταίνει την καρδιά, ας σιωπώ στη συγκίνηση...

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

Μόλις απόψε αξιώθηκα να το διαβάσω.
Τόσο ανθρώπινο, όσο βαρύ και βασανιστικό είναι το θέμα του.Τόσο αληθινό πόνο και αγάπη βγάζει το γράψιμο.

Υ.Γ. Μια πρόταση.
Θα μπορούσαμε να συναντηθούμε ζωντανά μια μέρα όσοι από εμάς που ''γράφουμε'' στο φόρουμ'' θα το ήθελαν;

Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
contact