Κοίταξε μπροστά τον δρόμο που ανηφόριζε. Ο αχνός της ασφάλτου έκανε το τοπίο να χορεύει στα μάτια του. Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο, εκτός από τα τζιτζίκια.
Είχε περάσει πολλή ώρα από την στιγμή που ξεκίνησε την ανάβασή του. Τα πόδια του τον καίγανε και όλο του το σώμα ήταν καλυμμένο με ιδρώτα. Αλλά το είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα έφτανε στην κορυφή και θα έκανε τα πάντα για να κρατήσει αυτή του την υπόσχεση κι ούτε ο πόνος, ούτε ο ιδρώτας μπορούσαν να κάμψουν τον αγώνα του.
Γιατί αν τα παρατούσε τώρα, η προσπάθειά του μέχρι εκεί θα ήταν ανούσια, άγευστη. Γιατί θα άκουγε το όνομα του βουνού και θα ήξερε πως εκεί, εκείνος είχε αποτύχει.
Κι έβαλε το παγούρι του στην θήκη, φόρεσε και το κράνος του κι άρχισε να ποδηλατεί ξανά. Σε κάποιες στροφές κοιτούσε την θάλασσα από ψηλά και φούσκωνε από υπερηφάνεια για όσο είχε καταφέρει να ανέβει. Κι έβλεπε τους κολπίσκους όλο και πιο μικρούς και το γαλάζιο του πέλαγου να ενώνεται με το γαλάζιο του ουρανού σε ένα τόξο, κι ήταν σαν να φεύγει από την γη, σαν να πετάει προς τον ουρανό.
Μα κάθε φορά ερχόταν η επόμενη στροφή και κοίταζε με δέος τον δρόμο που ανέβαινε νωχελικά στο βουνό και καταλάβαινε πως είχε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά του. Αποκαρδιωνόταν τότε, αλλά δεν το έβαζε κάτω.
Κι έτσι περνούσε ο χρόνος, με δυσκολία κι επιμονή.
Τώρα, σκύβει το κεφάλι του και κοιτάει τον οριζόντιο σωλήνα που περνάει αργά πάνω από την καυτή άσφαλτο. Ίσως αν τα καταφέρει να συγκεντρωθεί, ο πόνος να είναι λιγότερος, ίσως ο χρόνος να τρέξει πιο γρήγορα από το ποδήλατό του. Κι η πολυπόθητη κορφή, να φτάσει κάτω από τα πόδια του, να του παραδοθεί νικημένη.
Προσπάθησε να σκεφτεί ένα τραγούδι, για να ξεχάσει την καταπόνηση, αλλά η ανάσα του ήταν τόσο βαριά που θα ήταν αδύνατο να τραγουδήσει. Άκουγε τον εαυτό του να ασθμαίνει, φού, φού, φού... Λες και του έδινε το τέμπο, άρχισε στο μυαλό του να παίζει με τις λέξεις.
Φού, φού, φού...
Λέω πως,
σαν το ποδήλατο είναι η ζωή,
που ασθμαίνει σε άγνωστη γη