Ιστολόγια

ΤΟ ΑΡΜΑΝΤΙΛΛΟ

Και να πάρει ο γεροδιάολος και να σηκώσει!
Και γαμώ το μπελά μου και τη γκαντεμιά μου την ανεξίτηλη! Βούλιαξε το κωλοκάραβο, βούλιαξε, που να πνιγούν όλου του κόσμου τα καλαμαράκια!!!

Μα άκου ρε μαλάκα, όνομα καπετάνιου που μούλαχε, άκου! Καψοκόλης! Καψοκόλης και μάλιστα, Ασημάκης! Υπάρχει σοβαρός άνθρωπος που να δέχεται να τον λένε Ασημάκη, πες μου ρε συ !!!

προσωπικό...

Κλεισμένος μέσα ΄δω...

Για κάτι πούκανα,
οι ένορκοι ζητήσαν
να με κλείσουν μέσα ‘δω.

Σημαίνει τί...;

Να με πληγώσει της σκέψης μου
το αδιάκοπο πάνε-έλα......

Μακριά να μείνω
απ’ όσους θα επείραζα......

Δε ξέρω...

Σημαίνει μόνον
πως κλεισμένος μέσα ‘δω
στερούμαι όχι παρέες και βιβλία
τις βόλτες με τα πόδια
το φαγητό στο χέρι
από καντίνα στις πέντε το πρωί...

Όχι.

Μου λείπει να κυλάω
στου ποδήλατου τη ράχη.

Μόνο αυτό.

Ο χρυσός δρόμος

Όλοι έχουμε βρεθεί μια φορά έστω να τρέχουμε με το ποδήλατό μας, σε έναν δρόμο ντυμένο με χρυσάφι. Ο ήλιος μας τυφλώνει και τυλίγει το τοπίο σε μια πορτοκαλί ομίχλη που ομίχλη δεν είναι. Κι έχουμε κοιτάξει με έκσταση τα δέντρα που έχουν αυτό το βαρύ πράσινο χρώμα κι οι κορυφές τους, χάνονται σκούρες στον παραμυθένιο ουρανό. Εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή, όλα κυλάνε πιο αργά και βλέπουμε την σκόνη που ταξιδεύει νωχελικά τριγύρω μας. Ακόμα κι ο ήχος σωπαίνει για να μπορέσουμε να γίνουμε κομμάτι του κόσμου μας, μόνο για εκείνη την στιγμή.
Η καρδιά θέλει λίγο να τρέξει, λίγο να τραγουδήσει και λίγο να παγώσει τον χρόνο. Με λίγα λόγια, θα 'λεγε κανείς πως η καρδιά θέλει να παίξει.

Μας τυφλώνει ο δρόμος, έτσι όπως γυαλίζει κάτω από το δυνατό φως και οι αισθήσεις μας περνούν από τα μάτια μας, μα τα μάτια μας δεν μπορούν να συγκρατήσουν τίποτα παραπάνω από την στιγμή. Την στιγμή που σαν φωτογραφία κρατάμε στο μυαλό μας. Ο άνεμος που μας ταλαιπωρούσε στο ταξίδι μας έχει πια κοπάσει κι η ζέστη έχει χαθεί, όλα είναι ιδανικά τότε, απόλυτα κι ιδανικά.
Ευτυχώς θα έρθει η νύχτα και την επόμενη ημέρα θα έρθει πάλι η ζέστη, το γραφείο, τα αυτοκίνητα, οι οθόνες κι όλα αυτά θα χαθούν ώσπου η στιγμή με τον δρόμο που λάμπει και την πορτοκαλί σκόνη θα ξανάρθει.
Κι ο δρόμος θα ξαναγίνει χρυσός κι ο άνεμος θα κοπάσει και η ζέστη θα εξατμιστεί.

Αν κρατούσε δυο στιγμές η μαγεία θα χανόταν. Όπως αν στην ζωή μας τα θαύματα κρατούσαν για πάντα, θαύματα δεν θα 'ταν παρά κανόνες που την ζωή αυτή θα ορίζαν.

Σου λέω πως, το παραπονιάρικο αριστερό μας γόνατο, η ανάσα και το ποδήλατό μας, μας ταξίδεψαν πάνω σε εκείνο τον χρυσό δρόμο, πολύ περισσότερο απ' όσο όλη η υπόλοιπη διαδρομή. Γιατί από όλο το ταξίδι αυτό μας έμεινε, άρα από όλο το ταξίδι, αυτό ήταν το κέρδος.