Λογοτεχνία

Λογοτεχνικά Κείμενα σχετικά με το ποδήλατο

Ο Λάκης

Η άνοιξη έμπαινε, τα λουλουδάκια άνθιζαν και ο Λάκης γύρναγε ποδαράτος στις πλατείες και έτρωγε ηλιόσπορο.
Ρε να μην έχω και εγώ μια ρόδα σκεφτόταν και να με τρώει ο δρόμος. Ούτε ο θεός δεν το θέλει. Και επειδή ο θεός δεν το ήθελε η ρόδα βρέθηκε και όχι μία, δύο παρακαλώ και αφύλακτες. Κοίταξε αριστερά - δεξιά, κοίταξε πάνω είπε ευχαριστώ και τις πήρε. Γράφανε και IDEAL ήταν και κόκκινο το ποδηλατάκι σωστό μπιμπελό. Με γειά μου είπε και έκανε στο πρώτο αριστερά.
Αργότερα που το κοίταζε καλύτερα, δεν του γέμισε πολύ το μάτι. Πολύ γυμνούλικο είναι μωρε αδερφέ μου σκέφτηκε. Ρε μπάς και να τ`αλλάξω; Μπα καινούριο πράμα αμαρτία. Ο Λάκης δεν έκανε ποτέ μισές δουλειές. Είχε να το λέει η μάνα του.
Λίγο πιο κάτω βρήκε ενα κλειδωμένο. Του πήρε μόνο τη σέλα. Απο άλλο πήρε τη τρόμπα, μέχρι το βράδυ το είχε κάνει full lux, μόνο τασάκι δεν του είχε βάλει γιατί δεν βρήκε. Θα πάρω απο κανα πούλμαν και θα το βιδώσω στο τιμόνι του πέρασε η ιδέα και χαμογέλασε.
Έκοβε βόλτες και καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι. Κάπου κάπου άραζε σε κάποιο παγκάκι και το έβαζε απέναντι του και το καμάρωνε. Τώρα μάλιστα...
Το βραδάκι τον έκοψε λιγάκι η ψύχρα και κατηφόρισε μέχρι το σπίτι να ρίξει κάτι απάνω του. Μπήκε στο σπίτι έβαλε μια μπλούζα, τσίμπησε και κάτι στα όρθια και βγήκε για να συνεχίσει τη βόλτα. Πουθενά το ποδήλατο. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ρε τους κερατάδες! Τόσος κόπος και να πάει χαμένος. Δεν έχει η κοινωνία μπέσα τη σήμερον ημέρα είπε, πήρε το σακούλι με τους ηλιόσπορους και έκατσε στο παγκάκι της πλατείας. Η άνοιξη έμπαινε, τα λουλουδάκια άνθιζαν και ο Λάκης σιχτήριαζε που δεν μπήκε στον κόπο να αγοράσει ένα πέταλο για το ποδηλατάκι του μη του το κλέψουν.....

Οι άνθρωποι μετρούν τον χρόνο με περίεργους τρόπους

Ήταν απλά ελεύθερη, νομίζω πως καμία άλλη λέξη δεν μπορούσε να περιγράψει καλύτερα αυτό που του έδινε εκείνη η εικόνα… Απορροφούσε αυτή την ελευθερία, κλεισμένος στο αυτοκίνητό του, σαν σφουγγάρι. Ο χρόνος είχε σταματήσει κάτω από τον αυγουστιάτικο ήλιο, σαν τα αυτοκίνητα μπροστά του. Το ραδιόφωνο επαναλάμβανε μονότονα για το αναποδογυρισμένο βυτιοφόρο που είχε δημιουργήσει ουρές χιλιομέτρων στην Εθνική.
Έστρεψε πάλι του βλέμμα του στην κοπέλα που κατέβαινε το χωμάτινο δρομάκι που κυλούσε παράλληλα στον δρόμο. Τα καστανόξανθα μαλλιά της, αφήναν μια πινελιά στο καλοκαιρινό τοπίο και μικρά συννεφάκια σκόνης ξεπηδούσαν μέσα από τα ξεραμένα χόρτα για να χαθούν μετά από λίγη ώρα.
Ελεύθερη!
Πόσος καιρός να πέρασε στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στο σήμερα και την τελευταία φορά που ανέβηκε στη σέλα του ποδηλάτου του; Οι άνθρωποι μετρούν τον χρόνο με πολύ περίεργους τρόπους, σκέφτηκε. Οι άνθρωποι μετρούν τη ζωή τους με περίεργους τρόπους…
Θυμήθηκε το χαμόγελο του παππού του όταν γύριζε κουρασμένος στο σπίτι, τα καλοκαιρινά βράδυα και, χαιδεύοντας του το κεφάλι του έλεγε να κατέβει πια από το γαιδουράκι του. Γιατί έτσι αποκαλούσε το ποδήλατο ο παππούς, γαιδουράκι. Θυμήθηκε ένα κοριτσάκι που είχε έρθει διακοπές από την Ιταλία και κάνανε ποδήλατο όλη μέρα. Πως συνεννοούνταν; Δεν μπορούσε να θυμηθεί, ίσως και να μη μιλούσαν, αλλά κάνανε ποδήλατο. Πόσα χρόνια, αλήθεια!
Η καστανόξανθη πινελιά χανόταν σιγά σιγά μέσα στα ξεραμένα χόρτα και τα συννεφάκια σκόνης άφηναν μια αδιόρατη ομίχλη πίσω της. Ελεύθερη! Κι όλος ο υπόλοιπος κόσμος είχε χαθεί στην ακινησία και τον αυγουστιάτικο ήλιο.

Παλιά αγάπη

Ήπιε μια γουλιά νερό και καβάλησε το ποδήλατό του. Κάθισε στη σέλα. Τελικά ήταν πιο αναπαυτικά από ότι περίμενε. Ίσως γιατί ή σέλα ήταν πιο φαρδιά από αυτές που ήξερε.
Έπιασε με τα δυό του χέρια το τιμόνι.
Ανέβασε το δεξί πετάλι με το κουντουπιέ μέχρι τις 45 μοίρες περίπου και πάτησε δυνατά επάνω του. Το αριστερό πόδι ακολούθησε υπάκουα.
Άρχισε να πεταλάρει στην αρχή αργά και στην συνέχεια πιο γρήγορα, πιο δυνατά, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο γρήγορα.
Έκλεισε τα μάτια και συνέχισε…

Ο πρώτος ήχος που άκουσε ήταν ένα επίμονο μπιπ μπιπ μπιπ. Άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε το κοντέρ. 180 σφυγμοί το δευτερόλεπτο έγραφε. ALARM!!! Αρκετά για την ώρα.
Κατέβηκε από το ποδήλατο και πήγε να κάνει ένα ντους.

ΤΙ ειρωνεία! Έπρεπε να διανύσει πολλές δεκάδες εικονικά χιλιόμετρα στο στατικό του ποδήλατο και να χάσει τουλάχιστον 15 κιλά. Τόσα είχε πάρει από τότε που απαρνήθηκε την παλιά του αγ'απη. Tόσα έπρεπε να χάσει για να τον συγχωρέσει για την απιστία του και να του επιτρέψει να την ξαναγγίξει.

Η παλιά του αγάπη, το παλιό του mongoose, τον περίμενε πιστά στην αποθήκη...

Ο Αλέξανδρος και ο ......Αλέξανδρος!

Ίδια ονόματα,τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες.
Ο Αλέξανδρος όμορφος,πετυχημένος, με δικό του ιατρείο στο Ψυχικό..
Ο.....Αλέξανδρος όμορφος,πετυχημενος δικηγόρος αλλά μόνος..Γιατί??
Σ' όλη του τη ζωή έψαχνε να βρεί πως θα ξεπεράσει τον Αλέξανδρο.
Καθόταν κάθε πρωί και μονολογούσε:
-Δεν τον αντέχω..Έχει καλύτερο σπίτι,όμορφη γυναίκα,πολλούς φίλους.Τι παραπάνω κάνει από μένα για να τα αξίζει όλα αυτά? Φυσούσε και ξεφυσούσε μπροστά στον καθρέφτη και ησυχία δεν έβρισκε.....
Ένα πρωινό σηκώθηκε ευδιάθετος!Βρήκε τον τρόπο να ξεπεράσει τον Αλέξανδρο.
Θα αγόραζε ολοκαίνουριο κλάσεις ανώτερο ποδήλατο από κείνον!
Ευχαριστημένος πήγε στο ποδηλατάδικο της γειτονιάς και αγόρασε κούρσα full carbon.Βγαίνει απ το μαγαζί γελώντας αυτάρεσκα:
Θα σου δείξω τώρα εγώ "τι εστί ποδήλατο"..Έτσι και έγινε.
Το σαββατοκύριακο παρακολουθούσε πότε θα βγαινε ο Αλέξανδρος με το ποδήλατο του για βόλτα.Όταν έβγαινε, ο....Αλέξανδρος έπαιρνε το κουρσί του και τον ακολουθούσε καταπόδας.
-Τώρα,να δούμε ποιος θα εντυπωσιάσει..
Έκπληκτος παρατήρησε ότι τον Αλέξανδρο με το "ατσαλο-ποδήλατο" τον χαιρετούσαν,του χαμογελούσαν ενώ σ' εκείνον ουτε βλέμμα!
Αυτό συνεχιζόταν καθε σαββατοκύριακο.
Ένα απόγευμα,ο.......Αλέξανδρος επέστρεφε στο σπίτι του απογοητευμένος.Η επιχείρηση "ξεπερνώντας τον Αλέξανδρο" δεν απέδιδε καρπούς!!
Στρίβοντας στην Μακεδονομάχων Πραντούνα, στο τέλος του δρόμου είδε ενα σκυλάκι τραυματισμένο.Χωρίς 2η σκέψη το σήκωσε και το έβαλε πίσω στην σχαρίτσα του για να το πάει σε γιατρό..Μετά το πήρε στο σπίτι του και το φρόντισε.
Ο πρώτος του φίλος,για φαντάσου..
Την επόμενη μέρα πριν φύγει για το γραφείο του,πήγε στον καθρεφτη του..Όχι για να μονολογήσει για τον Αλέξανδρο αλλα για να διαπιστώσει:
"Τελικά, δεν έχει σημασία τι είδους ποδήλατο έχεις,αλλα τι είδος ανθρωπια κουβαλάς."