To blog των αισθημάτων μας.

Μια μικρή τράπεζα όπου θα κατατίθενται τα αισθήματά μας με όποιο μέσο μας είναι αρεστό και ταιριάζει στην κάθε αναγκαιότητα των στιγμών μας. Μια συλλογικότητα αισθημάτων λοιπόν, γιατί η σιωπή και η άβυσσός της στην ξένωση μας ταξιδεύει...

Categories: 
Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

georgevr wrote:
Έχει μητρικά και πατρικά αισθήματα απέναντι στους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρέφεται. Είναι ιδιαίτερα συναισθηματικός και ρομαντικός χαρακτήρας. Στις κοινωνικές του επαφές είναι ευγενικός, αλλά ταυτόχρονα είναι και διστακτικός και επιφυλακτικός και για το λόγο αυτό περιμένει από τους άλλους να τον προσεγγίσουν πρώτοι και να τον προσκαλέσουν. Έχει αυτοέλεγχο και δεν αφήνει το εαυτό του ελεύθερο να εκδηλωθεί με αυθορμητισμό. Εκδηλώνει έντονο άγχος για το μέλλον και ταυτόχρονα κρατά στη μνήμη του όλα όσα του προκάλεσαν και του προκαλούν ανησυχία και αυτό τον μπερδεύει και του δημιουργεί σύγχυση, Η σύγχυση αυτή τον οδηγεί σε πολλές σκέψεις. Σκέφτεται και επεξεργάζεται πολλούς και διαφορετικούς τρόπους για το πώς θα διαχειριστεί οποιαδήποτε κατάσταση και τις περισσότερες φορές βυθίζεται στις σκέψεις και δεν προχωρά σε δράση. Γίνεται αναποφάσιστος αργός, διαδοχικός. Στη σύλληψη ενός θέματος αναλύει και επεξεργάζεται όλες τις λεπτομέρειες πολύ προσεκτικά και αυτό τον κάνει αναβλητικό και ιδιαίτερα αργό. Η νοητική του ευελιξία , η παρατηρητικότητα του και η τεταμένη προσοχή του στα πάντα τον οδηγούν στο σημείο να φοβάται να πάρει αποφάσεις. Η διστακτικότητά του αναβάλλει τις αντιδράσεις του. Έχει την τάση να κρίνει και να ελέγχει τους άλλους και είναι επιρρεπής στις δικαιολογίες. Συγκεντρώνεται σε ότι θέλει να δει και εμπεδώνει γρήγορα τις λεπτομέρειες χάνοντας συχνά το κεντρικό θέμα. Εστιάζει σε γραπτά κείμενα. Τις πληροφορίες τις συλλαμβάνει και τις επεξεργάζεται ακουστικά Διατυπώνει τους συλλογισμούς του με πολλές λεπτομέρειες , με τρόπο αναλυτικό. Χάνεται και μπερδεύεται όταν καλείται να εκτελέσει πολλές εργασίες ταυτόχρονα .Όταν πιέζεται από μια κατάσταση αποσύρεται στις σκέψεις του και συχνά μένει εκεί και καταλήγει να αποσύρεται από την τρέχουσα πραγματικότητα.

Ξέρω...Ξέρω...Ξέρωωωωωω!!! Η ζωή τρέχει...Ο χρόνος χορεύει κλακέτες χαριεντιζόμενος...δεν κάνει σκόντο πουθενά... Άτιμη φύση γιατί δεν μας χαρίζεις πάνω από μια ζωή...η μια της αέναης σκέψης-ανάλυσης των πάντων, η άλλη για την σύνθεση και η τρίτη για την πράξη. Ίσως μια τέταρτη για την αυτοκριτική και μια πέμπτη για την θεραπεία των κακώς κειμένων... Τι να πω...ανάθεμα την εξειδίκευση στη ζωή μας...

τελευταία αναθεματίζω πολύ...πρέπει να το δω αυτό...δεν είναι κάτι που συνήθιζα στο παρελθόν...μμμμ!

Κάτσε τώρα να κάνω τον εξαφανισμένο νονό μου:
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τι ακριβώς είναι το πιο πάνω κείμενο; μου ακούγεται από ψυχογράφημα ως αστρολογικό τσάρτ...με τις υγείες μας!

Δράττομαι της ευκαιρίας να αναφωνήσω: ΝΟΝΕ ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ! ΣΕ ΕΧΩ ΑΝΑΓΚΗΗΗΗΗΗ!!!

georgevr
Απών/απούσα

Royal Oak wrote:
Μια και το εγχείρημα τώρα ξεκινάει θα έλεγα κανείς να μην σχολιάζει του άλλου τα γραφόμενα, κανείς να μην επιδοθεί σε άμεσο τρόπο συνομιλίας επί του αντικειμένου. Απλά θα αλληλοδιαβαζόμαστε και θα “απαντάμε” με τα δικά μας αισθητικά μέσα. Έτσι θα έχουμε μια κοινωνία-εξομολόγηση αισθημάτων παρά μια παραδοσιακή ανταλλαγή απόψεων, με ό,τι αυτή έχει εμφανιστεί κι εδώ και παντού...Καλή αρχή πάντως κάναμε!

παραβαίνοντας για πρώτη φορά την (βολική για 'μένα) ανωτέρω αρχή του blog σου, σου απαντώ:
κάποια "εναλλακτική" γυμνάστρια μασέρ, φίλη μας, είπε στην γυναίκα μου για κάποιον Γιώργο Πασχαλίδη
http://georgepashalidis.com/?page_id=2904
Αυτός κατατάσσει τους ανθρώπους σε τρείς βασικούς τύπους: Α, Β και Γ, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ο κάθε τύπος (και άρα συγκεκριμένη θεραπεία επιβίωσης).
Να σου πω την αλήθεια, τέτοια πυροτεχνήματα τα θεωρώ κομπογιαννίτικα, αλλά συμπλήρωσα το ερωτηματολόγιο (40 ερωτήσεις), το υπέβαλα, και άμεσα μου ήρθε η ανωτέρω απάντηση με επικεφαλίδα Β Τύπος (ίδιος Τύπος με τον μπουχέσα! http://www.xronos.gr/detail.php?ID=88828).

Το πρόβλημα τώρα είναι, ότι η συγκεκριμένη ψυχική - συναισθηματική περιγραφή ταιριάζει εκπληκτικά με την περιγραφή που μου έκανε ο ψυχίατρος - ολιστικός γιατρός μου και την συνεπαγόμενη περιγραφή κατά τις συνεδρίες με τον ψυχίατρο - ψυχαναλυτή μου (και οι οποίες έχουν σταματήσει λόγω οικονομικής μου κρίσης).

Έτσι μια και εδώ είναι το blog των αισθημάτων μας, είπα να συστηθώ!

Να ληφθεί υπόψη, ότι η γυναίκα μου διαβάζοντας την παραπάνω περιγραφή, σχολίασε:
- Σιγά τώρα !

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

μετά από σύντομη εκτροπή...(παρενθετικά κι εγώ στην ίδια κατηγορία με georgevr-τύπος Β-βράσε ρύζι)...

μια απλή αλλά βαθιά ουσιαστική καλημέρα...τίποτε άλλο για σήμερα...προσπαθώ να αποβάλλω την κούραση του 12ήμερου όχι των καλλικαντζάρων που θα έρθουν ωσονούπω, αλλά του περίεργου κρυώματος ή αυτού που έμοιαζε με τέτοιο τέλος πάντων...ένας καλός ύπνος και η καλή χτεσινοβραδυνή παρέα στους ΦτΠ...είχα τόσες μέρες να βγω με ποδήλατο... βράδυ...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Να λοιπόν μια παράγραφος απόλυτα λατρευτική από την “Φυλακισμένη”...

Κι ὅπως ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ νοικιάζουν ἑκατό φράγκα τὴν ἡμέρα ἕνα δωμάτιο στὸ ξενοδοχεῖο τοῦ Μπαλμπέκ γιὰ νὰ ἀναπνέουν τὸν ἀέρα τῆς θάλασσας, ἔτσι ἔβρισκα πολὺ φυσικὸ νὰ ξοδεύω περισσότερα γιὰ χάρη της, ἀφοῦ εἶχα τὴν ἀνάσα της δίπλα στὸ μάγουλό μου μέσα στὸ στόμα μου ποὺ μισοάνοιγα πάνω στὸ δικὸ της, ὅπου πάνω στὴ γλώσσα μου περνοῦσε ἡ ζωή της.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Η Lorraine Hunt Lieberson είναι, ή μάλλον ήταν μια Αμερικανίδα mezo soprano (ναι έχω αδυναμία σ᾽αυτές τις φωνές που είναι στο μεταίχμιο των αντρικών και γυναικείων φωνητικών ορίων), που πέθανε από καρκίνο του μαστού. Εδώ τραγουδά την καντάτα του Bach, ich habe genug, που σημαίνει είμαι αυτάρκης.

Τα έχω όλα!

Γίναν οι απαραίτητοι συνειρμοί σε σχέση με την οικογενειακή μου παράδοση όσον αφορά στη συγκεκριμένη αρρώστια και παραθέτω το όραμα από ένα ανέκδοτο γραπτό αρκετά βιωματικού χαρακτήρα. Στη μνήμη της γιαγιάς μου...αλλά και της υπέροχης Lorraine Hunt Lieberson.

“ Κοντά δυο ώρες μετά τα μεσάνυχτα ήρθε και κάθισε ο ίσκιος της απέναντί μου. Είχα σβηστά τα φώτα. Ένα κερί έκαιγε. Σκοτεινή, ψηλή και οστεώδης, η μάνα της μάνας μου. Όπως πάντα, μ’ ένα πρόσωπο στεγνό κι αυστηρό. Τα χείλη της σχισμή μακρόστενη, μ’ ένα γερτό μειδίαμα τρυφερού σαρκασμού.
-Τι θέλεις να σου κάνω; έλεγε το βλέμμα της, πάλι ξενυχτάς!
-Τι έκανες σήμερα; τη ρώτησε βουβό το δικό μου στόμα. Φαίνεσαι κουρασμένη πάλι. Έφαγες; Ήπιες τίποτα ή έμεινες με το πρωινό φασκόμηλο; Ήσουν πάλι στον ήλιο; Μπορούσες να κλαδέψεις τ’ αμπέλι κι άλλη μέρα. Κάνει ζέστη. Κάθισε. Θα σου φέρω νερό να πιεις. Το χέρι σου φαίνεται κόκκινο. Τα μαύρα ρούχα! Το ξέρεις, πως ο γιατρός δεν θέλει να τα φοράς.

Είχε την κακή συνήθεια, να πηγαίνει στη λαϊκή μεσ’ το καταμεσήμερο, με το μακρυμάνικο, μαύρο φουστάνι της. Το διαχρονικό πολλαπλό πένθος, που είχε σχεδόν διαπιδήσει το δέρμα της και είχε διαχυθεί σ’ ολόκληρο το πονεμένο κορμί της. Το μαύρο ύφασμα, απορροφώντας ηλιακή ενέργεια, την μεταβίβαζε κατ’ ευθείαν στο χτυπημένο απ’ τις ακτινοβολίες σώμα της, ενεργοποιώντας έναν βασανιστικό μηχανισμό αντίδρασης. Να τώρα πάλι λοιπόν, που έβλεπα αυτό το ίδιο αποτέλεσμα στο μόνιμα πρησμένο χέρι της, να σέρνεται ήδη με το χαρακτηριστικό σάρκινο κόκκινο. Το ίδιο είχε συμβεί, λίγο πριν να φύγει για τον άλλο κόσμο, όταν στέγνωσε το σώμα της από ένα πυρετό, που δεν έλεγε να την εγκαταλείψει, στην καρδιά του Ιούνη.

Άνοιξε καρτερικά τα κουμπιά της ρόμπας της, σαν να μην είχε αντιληφθεί, τι ακριβώς της συνέβαινε και τότε ξεπρόβαλαν εξογκωμένα τα πλευρά, στη θέση του χαμένου μαστού, σαν κάποιος ζωγράφος να τους είχε πετάξει την κόκκινη μπογιά του με μιαν ελεύθερη κίνηση. Τα πλευρά αυτά είχαν άπειρες φορές ανακουφιστεί από τα παιδικά μου δάχτυλα. Στις ράγες τους ακόμα αισθάνομαι την παράξενη, ανάγλυφη επαφή με τον κάτισχνο θώρακα, καθώς ψηλαφούσα μαλακά τα οστά κάτω απ’ το άνυδρο δέρμα, γλιστρώντας πάνω τους με το ζεσταμένο ελαιόλαδο. Πρόθυμα και χωρίς κάποιο καταναγκασμό, η αθωότητα και η άγνοιά μου ποτέ δεν με εμπόδισαν, να συναισθάνομαι την απελπισμένη ανάγκη της, κάποιος να της γλυκάνει το βάσανο. Το βάσανο που δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν.

Κοιτώντας λοιπόν τα ίδια κατακόκκινα πλευρά της, αυθόρμητα, γρήγορα το γιατρό, σκέφτηκα κι όπως έκανα να πεταχτώ, εκείνη χάθηκε αργά στη σκοτεινή και υγρή σιωπή, απ’ όπου είχε έρθει, κουμπώνοντας τα κουμπιά της ρόμπας της, με μιαν ένοχη αιδώ και με το κεφάλι γερμένο προς τον αριστερό ώμο από ένα βαρύ παράπονο, γιατί ακόμα κι ο νεκρικός της ίσκιος δεν μπόρεσε να λυτρωθεί, από όσα βασάνισαν το ζωντανό κορμί της. "

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Επιμένω στην κ. Lieberson, πολύ συγκινημένη απ᾽την ιστορία της και την υπέροχη φωνή της...Βιολίστρια που έστρεψε το μουσικό της ταλέντο με επιτυχία στο τραγούδι, αλλά...Σ᾽όλα αυτά, έρχεται και κάθεται σαν μολύβι βαρύ, το αλλά...Σαν οι δυνάμεις του κακού να ορέγονται τις ευτυχίες και τους κόπους των ανθρώπων...Αυτό έπαθε η Λοραίην...

Εδώ μελοποιεί ο σύζυγός της για χάρη της ποιήματα του Πάμπλο Νερούντα...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Δόθηκε σ᾽αυτό το είδος εντόμου (caddisfly larvae) ικανή ποσότητα από πολύτιμους λίθους και φύλλο χρυσού κι αυτό δημιούργησε αυτό που βλέπουμε στην εικόνα...

η φωλιά μιας μύγας...

κλεμμένο απ᾽το “I fucking love science”.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

[μεταφράζω κατ᾽ευθείαν πριν πιώ την πρώτη γουλιά...]

Επίλογος.
Στον αναγνώστη - Τον παντρεύτηκα. Έναν ήσυχο γάμο είχαμε. Εκείνος κι εγώ, ο ιερέας κι ο υπάλληλος ήσαν οι μόνοι παρόντες. Όταν επιστρέψαμε απ᾽την εκκλησιά πήγα στην κουζίνα του σπιτιού, όπου η Μαίρη μαγείρευε το δείπνο κι ο Τζών καθάριζε τα μαχαίρια - και είπα: στη Μαίρη - παντρεύτηκα τον κ. Ρότσεστερ σήμερα το πρωΐ.

δια χειρός της κ. Σάρλοτ Μπροντέ ο επίλογος της "Τζέην Έυρ” στο φλυτζάνι του καφέ μου...

σμ

πολύ καλή μέρα σε όλους!!!

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

...μόλις ξύπνησα...με ένα υπέροχο όνειρο και το αίσθημά του θέλω να καταγράψω, εδώ, ανεξίτηλα μαζί σας...είναι γιατί είχα καιρό πολύ να νιώσω κάτι τόσο όμορφο...

βάδιζα σε ένα χώρο, που οι άγγλοι ονομάζουν cliff, κάπου σε άλλη χώρα, όχι τη δική μας, αυτό το cliff και το μονοπάτι του ήταν πάνω από έναν μεγάλο ωκεανό...είχε ένα ωραίο κύμα...τραμπαλιστικό θα το περιέγραφα,

εγώ ένας άντρας και μια γυναίκα ακόμα...άγνωστοί μου...

είχε έναν ήλιο πολύ λαμπερό, όχι σαν τον δικό μας που σε καταλύει...έναν ήλιο γλυκό, χειμερινό θα τον έλεγα...σαν σε ισχυρό νοτιά...έχω τύχει να φωτογραφίζω το Σαρωνικό έτσι...αλλά ο Σαρωνικός είναι μια θάλασσα μικρής κλίμακας...

η θάλασσα στο όνειρό μου λαμπύριζε παντού...και είχε ένα σωρό πλοία μεγάλα, ποντοπόρα...που διάβαιναν σε απόσταση αναπνοής απ᾽την ακτή που εμείς περπατούσαμε κι άκουγα...Θεέ μου...

κι αυτό το αίσθημα το ισχυρό θέλω να περιγράψω...

τον ήχο που άκουγα...υπέροχο...άκουγα το ρυθμό που χτυπούσε το κύμα στις πλώρες των πλοίων...όσοι έχουν ταξιδέψει θα με καταλάβουν...αυτός ο ήχος ο υπέροχος...σαν αγκομαχητό της υπέρτατης ζωής...

κι έτσι ξύπνησα...λουσμένη στο φως...με τους ήχους των ταξιδιών και της απέραντης θάλασσας στ᾽αυτιά μου και στα μάτια μου και στην ψυχή μου...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Να μια εικόνα που δείχνει πώς είναι να περπατάς πάνω σ᾽ένα cliff (χρησιμοποιώ την αγγλική λέξη γιατί δεν μ᾽αρέσει σημειολογικά η μετάφραση στα ελληνικά που είναι "απόκρυμνος βράχος/γκρεμός”).

cliff

και να η θέα των white Dover cliffs απ᾽τη θάλασσα...

ψ

και δείχνοντας τις ακτές του Dover...συνειρμός στο συνειρμό, να ένα τραγούδι που αναφέρεται σ᾽αυτές τις λευκές ακτές...

many rivers to cross and i can’t seem to find my way over, wandering I’m lost, as I travel alone the white cliffs of Dover...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

I used to be a lunatic from the gracious days
Ήμουν τρελή από τις υπέροχες μέρες
I used to feel woebegone and so restless nights
Αισθανόμουν θλιμμένη, το ίδιο κι οι ακάματες νύχτες
My aching heart would bleed for you to see
Η πονεμένη καρδιά μου θα μάτωνε για να τη δεις
Oh, but now
Ω, αλλά τώρα
I don't find myself bouncing home
δεν με βρίσκω σπίτι να αναπηδώ
Whistling buttonhole tunes to make me cry
σφυρίζοντας σκοπούς που να κουμπώνουν με τη διάθεσή μου να κλάψω
No more I love you’s
Όχι άλλα σ᾽αγαπώ
The language is leaving me
Η γλώσσα μ᾽εγκαταλείπει
No more I love you’s
Όχι άλλα σ᾽αγαπώ
Changes are shifting
Αλλαγές συμβαίνουν
Outside the words
πέρα απ᾽τις λέξεις

[The lover speaks about the monsters]
[Ο ερωτευμένος μιλά για τα τέρατα]

I used to have demons in my room at night
Είχα δαίμονες στο δωμάτιό μου τη νύχτα
Desire, despair, desire
Επιθυμία, απελπισία, επιθυμία
So many monsters
Τόσα πολλά τέρατα

Oh, but now
Ω, μα τώρα
I don't find myself bouncing around
Δεν βρίσκομαι να αναπηδώ
Whistling my conscience to make me cry
σφυρίζοντας την επίγνωση του ότι θέλω να κλάψω

No more I love you’s
Όχι άλλα σ᾽αγαπώ
The language is leaving me
Η γλώσσα μ᾽εγκαταλείπει
No more I love you’s
Όχι άλλα σ᾽αγαπώ
The language is leaving me in silence
Η γλώσσα μ᾽αφήνει στη σιωπή
No more I love you’s
Όχι άλλα σ᾽αγαπώ
Changes are shifting
Αλλαγές συμβαίνουν
Outside the words
πέρα απ᾽τις λέξεις

And people are being real crazy
και οι άνθρωποι γίνονται στ᾽αλήθεια τρελοί
But we will only come
Αλλά απλά θα έρθουμε
And you know what mommy?
και ξέρεις κάτι μανούλα;
Everybody was being real crazy
Όλοι γινόντουσαν πραγματικοί τρελοί
The monsters are crazy.
Τα τέρατα είναι τρελά
There are monsters outside
Υπάρχουν τέρατα απ᾽έξω

No more I love you’s
Όχι άλλα σ᾽αγαπώ
The language is leaving me
Η γλώσσα μ᾽εγκαταλείπει
No more I love you’s
Όχι άλλα σ᾽αγαπώ
The language is leaving me in silence
Η γλώσσα μ᾽αφήνει στη σιωπή
No more I love you's
Όχι άλλα σ᾽αγαπώ
Changes are shifting outside the words
Οι αλλαγές συμβαίνουν πέρα απ᾽τις λέξεις
Outside the words

No more I love you’s
Όχι άλλα σ᾽αγαπώ
The language is leaving me
Η γλώσσα μ᾽αφήνει
No more I love you’s
Όχι άλλα σ᾽αγαπώ
The language is leaving me
Η γλώσσα μ᾽αφήνει
No more I love you’s
Όχι άλλα σ᾽αγαπώ
Changes are shifting outside the words
Οι αλλαγές συμβαίνουν πέρα απ᾽τις λέξεις

Just working hard on it...and I am terribly helped by the circumstances...great aid the circumstances...they are...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Κάτσαμε σήμερα τ᾽απόγευμα με τη Σεχρεζάντ και συσκεφτήκαμε γι᾽αυτό το παραμύθι που σας αφηγούμαστε τόσο καιρό τώρα και το σταματήσαμε, λόγω κακουχιών διαφόρων, αλλά και σαν μέτρο πίεσης η απουσία ενός πολύτιμου συνοδοιπόρου σ᾽αυτό το blog να ξαναγίνει ευγενική και πρόσχαρη παρουσία

...μιλώ για τον νονό μου, τον Vale.

Οι συνθήκες μας ξεπερνάνε...

Δεν είναι τόσο απλές φίλοι...Θεωρήσαμε ότι ίσως -λέγω και τονίζω, ίσως- ο νονός δεν είναι παρών, αλλά μας διαβάζει. Ίσως πικραίνεται που δεν γράφουμε το παραμύθι του. Και παρ᾽ότι κι εμείς ρόδινα δεν είμαστε, κάθε άλλο θα έλεγα, μάλιστα το μικρό της Σεχρεζάντ περνάει ανεμοβλογιά και ξύνεται ολούθε κατακόκκινο κι ή γυναίκα είναι από πάνω του λαμπάδα αναμένη...όσοι τόχουμε περάσει ξέρουμε τι κόλαση ήταν αυτή η φαγούρα...

Παρ᾽όλα αυτά ξεκινάμε πάλι απόψε τις συνέχειες του παραμυθιού, ως το τέλος, που δεν αργεί...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Σταμάτησε να το λέει...Τον είχα κρεμασμένο στη λάμπα στο γραφείο μου και κάπου-κάπου χάϊδευα την κοιλίτσα του κάπως πιεστικά κι αυτός ξεφώνιζε, έτσι που οι ποντικοί κάνουν, I love you, I love you...
Είχα καιρό να τον χαρώ και είπα σήμερα, ας τον ακούσω να παρηγορηθώ κάπως...αλλά δεν...

Μπήκα λοιπόν στα μεγάλα μέσα. Αποκόλησα την κεφαλή του τη χαριτωμένη με τη ροζ γλωσίτσα και τα μαύρα καρφωτά μουστάκια του και βρήκα στην κοιλίτσα του τη φωνή του ξέπνοη...Η διάγνωση; Μπαταριούλες τέλος...

ποντικός

Αύριο λοιπόν μπαταριούλες και δώστου πάλι I love you, I love you, I love you...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

[Για σύνδεση με τα προηγούμενα, ας πάμε πίσω στη δημοσίευση 293]

Έχοντας στον ώμο όλα τα αποθέματα της Πρόνοιας και με μόνο σύντροφο τον Λευτέρη, που έμενε σιωπηλός και συγκλονισμένος, έφτασε στην άκρη του οροπεδίου κι άρχισε να κατεβαίνει προς την αφετηρία όλων των ταξιδιών της, στον κόσμο της απόλυτης ευτυχίας...

Άρχισε να φτάνει, όταν πια σουρούπωνε...κι αναρωτιόταν, αν θα έφτανε έγκαιρα να εναποθέσει όσα είχε στους σάκους της ή η νύχτα κι αυτή η μελαγχολική Σελήνη θα προλάβαιναν να σκοτεινιάσουν το δρόμο της. Πράγματι τη βρήκε η νύχτα και με χαρά είδε την παρέλαση των πυγολαμπίδων να φωτίζουν το διάβα της.

Όταν έφτασαν υπήρχε πολύς κόσμος μαζεμένος, σαν κάτι ιδιαίτερο να συνέβαινε...Τους παρέκαμψε κάπως δύσκολα, γιατί οι άνθρωποι στο γλεντοκόπι τους γίνονται εγωϊστές. Θέλουν να είναι στο επίκεντρο αυτοί και μόνον αυτοί...

Ένα απ’ τα ξωτικά ήρθε μέσα στον αχό της μουσικής και των φωνών και των χορών και της υπέδειξε ένα σπιτάκι στην άκρη του μονοπατιού. Πήγαινε εκεί της είπε. Θα βρεις τον Ροδολίνο. Αυτός κρατάει τον έλεγχο της αποθήκης των αποθεμάτων. Εκείνος θα παραλάβει ό,τι έχεις συλλέξει ως τώρα.

Κάπνιζε μια κοκκάλινη, κιτρινισμένη στο στόμιό της πίπα αυτό το ξωτικό κι έκανε τη Ζιμπουλιώ να πνιγεί στο βήχα. Αυτό που σιγόκαιγε στην κοιλίτσα της πίπας ήταν ένα συνοθύλευμα από ξόρκια μάλλον, παρά από καπνά κι η οσμή τόσο διαπεραστική από μόνη της...

Τον παρακάλεσε να τη σβήσει, αλλά το συνήθειο αυτό έκανε το ξωτικό να βυθίζεται όλο και πιο πολλύ μέσα του, αντί να τη σβήσει τη ρούφηξε πιο μανιασμένα. Θρασύ ξωτικό, σκέφτηκε η Ζιμπουλιώ...επ, επ, επ, σ᾽ακούωωωω, της είπε το ξωτικό κι η Ζιμπουλιώ θυμήθηκε πως σ᾽αυτό το μαγικό τόπο οι σκέψεις της ήταν γνωστές σε όλους πια...

Ο Ροδολίνος έμοιαζε ένας βλοσυρός τύπος που πήρε βιαστικά τα αποθέματα και τα έβαλε με θαυμαστή είναι η αλήθεια τάξη εκεί που έπρεπε, όπως έπρεπε. Δεν ήταν όμως και στην ψυχή βλοσυρός, αφού τόσο εγκάρδια και σε μεγάλο κέφι αναφώνησε, Γειά σου Λευτεράκη, κοιτώντας με μισόκλειστα μάτια τον τζίτζικα, εις υγείαν, σηκώνοντας ένα φθαρμένο, φτηνό, γυάλινο ποτήρι γεμάτο με κόκκινο κρασί. Γλεντήστε σήμερα, ψέλλισε κάτω απ᾽την κόκκινη μύτη του μ᾽ένα ελαφρύ μεθύσι.

Φεύγετε αύριο για το νερό της συμπόνοιας. Ο Λευτεράκης ξέρει πού θα το βρείτε... Αυτά τους είπε και τους έσπρωξε να φύγουν έξω απ᾽το δωμάτιό του. Να μείνει στην ησυχία του να φχαριστηθεί το κρασάκι κι αυτός...

Βγήκαν έξω απ᾽την αποθήκη των αποθεμάτων κι ήρθαν σ᾽επαφή με το αληθινό γλέντι. Ένας ψηλός άντρας με όμορφα πυκνά κοντοκουρεμένα καστανόξανθα μαλλιά, με μάτια γαλαζοπράσινες λίμνες... έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε με μια φωνή παράξενη, βαθιά κι ένρινη, ένα πανέμορφο ερωτικό τραγούδι.

Τα ξωτικά είχαν στήσει κυκλικό χορό και χόρευαν με μεγάλη εκφραστικότητα και τέχνη. Στην κορυφή του χορού ήταν η Φραγκώ σε κατάσταση μέθεξης, ο Φάϊρφοξ μεθυσμένος στον ώμο της κοιτούσε βαθιά ερωτευμένος το εξ ίσου μεθυσμένο πρόσωπο της καλής του...Ο Στγαβά Δοντιάς κι αυτός σάλταρε από ώμο σε ώμο κι όλοι τον πετάγανε κάτω, γιατί δεν άντεχαν το πόσο κολητσίδας γινόταν, ειδικά στις γυναίκες...αυτός ο ωραιοπαθής, φίλαυτος, εγωκεντρικός λαπάς...

Η Ζιμπουλιώ δεν κρατήθηκε, ξέσπασε στο γνωστό παιδιόθεν γέλιο της, τόσο που τράνταξε ο τόπος, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία. Ποιός να ασχοληθεί με το στεντόριο ξέσπασμα της Ζιμπουλιώς, που μάλλον άδέξια κι αυθόρμητα άφησε να αναδυθεί, μετά από τόσο πόνο που ένιωσε απ᾽το χαμό του Ανδρέα της...

Κανείς δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ, με τη Σελήνη στη χάση της, ένα σωρό πετυχημένες ενέργειες απ᾽την πλευρά όλων και μια ασίγαστη και βαθιά γιορταστική επιθυμία, σαν νάταν το φεγγάρι ολόγιομο...

κι ο ψηλός άντρας τραγουδούσε ...περνούσα και σ᾽αντίκρυσα ψηλά στα παραθύρια...

όνειρα γλυκά άϋπνοι...αύριο ακόμα καλύτερα...πάντα καλύτερα...

georgevr
Απών/απούσα

Αεράκι περίεργο νοιώθω απόψε. Όχι ακριβώς ψυχρό. Κάπως ανατριχιαστικό. Να ‘ρχεται ο αέρας ο παλαιστής; Αυτόν που όλοι περιμένουμε; Όλοι όσοι ελπίζουμε ακόμη…

http://www.youtube.com/watch?v=vmcPDi_W0BU

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

τελευταία προσπαθώντας να ανακτήσω δυνάμεις, κοιμάμαι όποτε το σώμα το ζητήσει, ξύπνησα λοιπόν και βρήκα στο προσκέφαλό μου δίπλα ένα δωράκι νέο, κι αρπάζω κάτι από μέσα του να το φέρω να διαβάσετε κι εσείς. Είναι της Έμιλυ Ντίκινσον. Στο βιβλίο, με τον τίτλο “Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά", είναι έμμετρα μεταφρασμένο. Εδώ το μεταφράζω όπως το πήρα απ᾽το πρωτότυπο, που έχει μια ελευθερία του μέτρου και την προτιμώ, όπως προτιμώ και τις κοφτές φαινομενικά μονοσήμαντες, αλλά ουσιαστικά τεράστια πολυσήμαντες εκφράσεις της. Αν αυτές αποδώσει κάποιος αναλυτικά και με περισσότερα λόγια έχει θέσει το δικό του ύφος, αλλά όχι της Ντίκινσον (ταπεινή μου άποψη).

My best acquaintances are those
With whom I spoke no word-
The stars that stated come to Town
Esteemed me never rude
Although to their Celestial Call
I failed to make reply-
My constant-reverential Face
Sufficient Courtesy-

Οι καλύτερες γνωριμίες μου είναι εκείνες
που μαζί τους δεν είπα λέξη
Τ᾽ἄστρα ποὺ πρότειναν έλα στὴν Πόλη
ποτέ δεν με εκτίμησαν σαν αγενή
Μολονότι, στο ουράνιο κάλεσμά τους
απέτυχα να δώσω απόκριση
Σταθερό-το ευλαβικό μου πρόσωπο
ικανή αβροφροσύνη.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Λίγο πριν το χάραμα η Ζιμπουλιώ μάζεψε τα πράγματά της, πήρε και τους χρυσούς σάκους της και ξεκίνησε ολομόναχη με τον Λευτέρη στο πέτο της, ακίνητο και πιστό, να βρει το νερό της Συμπόνιας. Πιο πριν όμως και με μια περίεργη παρόρμηση, στάθηκε στο μαύρο βάτο.

Έβγαλε απ᾽το σάκο της ένα μικρό μπουκάλι γεμάτο με νερό της Πρόνοιας, που της είχε δωρίσει η μάνα του Ανδρέα κι έχυσε λίγο στη ρίζα του. Ο βάτος σύστηκε κατάπληκτος κι ευχαριστημένος, που κάποιος σκέφτηκε τις ανάγκες του. Τόσο καιρό κανείς δεν τον είχε συλλογιστεί.

Στεκόταν εκεί μαύρος κι άφυλλος και διεκπεραίωνε το καθήκον του στον τόπο της απόλυτης ευτυχίας, χωρίς να ζητά τίποτα, ποτέ. Μονομιάς ένα μικρό πράσινο φυλλαράκι άρχισε να φυτρώνει στην άκρη ενός κλαριού του κι αυτή ήταν η απόδειξη της ευφορίας του και της ευγονίας του ταυτόχρονα.

Τι ήταν αυτό που κρατούσε μαύρο και ξερό αυτό το βάτο δια βίου, αναρωτιόταν η Ζιμπουλιώ, σ᾽αυτή τη χώρα, που η απόλυτη ευτυχία διαφέντευε, αλλά όλη της η περιπλάνηση ως τώρα, της είχε δείξει, πως υπήρχαν πολλά δυστυχή πλάσματα, που χρειάζονταν ένα άγγιγμα για να ευτυχήσουν...ταγμένα στο να υπηρετούν το σκοπό της απόλυτης ευτυχίας, αλλά δυστυχή τα ίδια...

Καθώς έστρεψε να φύγει, ανέλπιστα, άκουσε μια μπάσα αντρική φωνή, σαν θα κατέβεις κάτω βαθιά για να βρεις τα νερά της Συμπόνιας, μην φοβηθείς το θεριό και πάνω απ᾽όλα μην απαντήσεις στα ερωτήματά του.

Αγνόησέ το και προσπέρασέ το με το κεφάλι ψηλά και το βλέμα ευθυτενές στο βάθος του μονοπατιού. Απλά κάνε πως δεν υπάρχει. Αυτό θα το σκοτώσει. Και κανένα άλλο θεριό δεν θα σταθεί εμπόδιο στο δρόμο σου.

Τώρα που θα σιγήσω, μην πεις ευχαριστώ, γιατί η συμβουλή μου θα νεκρώσει αυτοστιγμή και θα᾽ναι σαν να μην την έχεις ακούσει ποτέ, είπε η φωνή και η Ζιμπουλιώ υπάκουσε του βάτου τη φωνή...

Το φως της μέρας είχε αρχίσει ν᾽απλώνεται γλυκά, αλλά κάπως υποτονικά. Η φύση δούλευε υπέρ τους. Ο Λευτέρης με κάμποσα τζι-τζι-τζί, υπενθύμισε στη Ζιμπουλιώ, όσα η τελευταία φωνή απ’ τον βάτο, η φωνή του μικρού βοσκού, τους είχε πει για το νερό της Συμπόνιας.

Κάμποσο δρόμο απ’ το μονοπάτι πλάϊ στο μαύρο βάτο, υπήρχε μια κατωφέρεια της γης που κατέληγε σε μια σπηλιά περίεργη. Το άνοιγμά της σχεδόν φραγμένο από κισσούς. Έπρεπε να μεριάσει κανείς τα τρομακτικά επιμήκη κλαριά τους για να εισέλθει στη σπηλιά.

Πριν εισέλθουν λοιπόν, η Ζιμπουλιώ άλλαξε τα φθαρμένα της παπούτσια μ’ ένα άλλο νέο ζευγάρι, ήπιε λίγο νεράκι της Πρόνοιας κι αφού μέριασε τους κισσούς, άρχισε την πορεία της προς τα νερά της Συμπόνιας.

Η σπηλιά δεν ήταν μεγάλη. Την διέσχισε πολύ γρήγορα. Ένα αμυδρό φως τους βοηθούσε στο να βρίσκουν τα περάσματα, γιατί στο βάθος της ξεκινούσε ένας διάδρομος πλατύς αρκετά. Πολύ σοφά λαξεμένος ήταν...σ’ αυτό δυσκολία δεν υπήρχε.

Βάδιζε και βάδιζε για ώρες και το έδαφος γινόταν όλο και πιο κατωφερές, χωρίς το φως να μειώνεται, μ’ ένα μαγικό τρόπο παρέμενε ίδιο. Σαν από κάπου να εισερχόταν ηλιακό φως. Όχι άπλετο. Πάντως ικανό να μπορεί κανείς να βλέπει γύρω του. Παρ’ όλ’ αυτά είχε στο σάκο της κεριά και σπίρτα για κάθε ενδεχόμενο...

Κι ως η όλη διαδρομή είχε αρχίσει να γίνεται μονότονη, ξαφνικά σε ένα διχάλωμα του μονοπατιού, όπου κοντοστάθηκε να αναρωτηθεί το προς τα πού, ένας όγκος ακαθόριστος μ’ ένα μικρό κεφάλι πάνω του στάθηκε στο ένα άνοιγμα της διχάλας του μονοπατιού και με τσιριχτή φωνή ρώτησε, έξι κι εντεκάκις δώδεκα, οκτάκις πενταπλό σαράντα, πενηντάκις δωδεκαπλό επτά, σαρανταδύο πεντάκις ογδοήκοντα και δόστου άλλες τόσες αριθμητικές πράξεις που ζητούσαν απάντηση...

Το θεριό σκέφτηκε η Ζιμπουλιώ και με βάση τη συμβουλή του μαύρου βάτου, άμεσα και δίχως δεύτερη σκέψη, διάλεξε το ελεύθερο άνοιγμα της διχάλας, για να συνεχίσει τη διαδρομή της και δεν έκανε λάθος.

Γιατί, αφού πορεύθηκε, κανείς δεν ξέρει για πόσο σ’ αυτό το κατωφερές μονοπάτι, έφτασε σ’ ένα ξέφωτο κάτω απ’ τη γη, που στην καρδιά του εκτεινόταν μια μικρή λίμνη. Ακύμαντη, ήσυχη, κρυστάλλινη, διάφανη. Εμπρός της, σε μια απόλυτη ησυχία, την καθήλωσε ακίνητη η λίμνη με τα νερά της Συμπόνιας.....

Καλό ξημέρωμα φίλοι...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

georgevr wrote:
Αεράκι περίεργο νοιώθω απόψε. Όχι ακριβώς ψυχρό. Κάπως ανατριχιαστικό. Να ‘ρχεται ο αέρας ο παλαιστής; Αυτόν που όλοι περιμένουμε; Όλοι όσοι ελπίζουμε ακόμη…

http://www.youtube.com/watch?v=vmcPDi_W0BU[/quote]

Ο αέρας καθισμένος είναι, αλλά κανείς ποτέ δεν ξέρει...γιατί τίποτα ποτέ δεν σταματάει να λειτουργεί, ακόμα κι όταν στα κλειστά δωμάτιά μας, έτσι μας φαίνεται και η απελπισία γεμίζει το είναι μας...δεν είναι έτσι...υπάρχει ένας οργασμός διαδράσεων, επιδράσεων, αντιδράσεων κι όλα τα σύνθετα με τη λέξη ΔΡΑΣΗ...

Όλα ρέουν κι όλα κυλάνε, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να παίζουμε καίρια τους δικούς μας ρόλους όσο καλύτερα μπορούμε. Κι όταν αυτό δεν το καταφέρνουμε καλά κάποιες φορές, δεν πειράζει. Ας έχουμε στο νου πως όλα είναι περαστικά κι αφού όλα περνάνε, ας τους δίνουμε τις διαστάσεις που έχουν τα περαστικά κι όχι άλλες. Ένα πράγμα δεν αναστρέφεται κι αυτό είναι η ανυπαρξία. Ο θάνατος δηλαδή. Ό,τι έχει ζωή μέσα του, ζει...

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

Καλημέρα
σε μια Κυριακή που φέρνει το χειμώνα.
Η Ντίκινσον μεταφράζεται εξαιρετικά δύσκολα, κατά τη γνώμη μου.
Έχω κι εγώ το ίδιο βιβλίο που ανέφερες.
Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά- δεν ξέρω ποιος σκέφτηκε αυτή τη φράση, με εκφράζει απόλυτα.

I m Nobody! Who are you?
Are you- Nobody- too?
Then there s a pair of us!
Don t tell! they d advertise- you know!

How dreary- to be- somebody!
How public- like a frog-
To tell one s name- the livelong June-
To an admiring Bog!

Είμαι ο Κανένας! Ποιος είσαι εσύ;
Είσαι- ο κανένας- κι εσύ;
Τότε είμαστε δυο!
Μη σου ξεφύγει! θα το διαδώσουν- ξέρεις!

Πόσο πληκτικό- να είσαι- Κάποιος!
Πόσο κοινότυπο- σαν Βάτραχος-
Να κοάζεις τ όνομά σου- όλο το θέρος-
Σ ένα Βούρκο που εκφράζει θαυμασμό!
[Λ.Σ.]

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Μέρα που᾽ναι εγώ θα πάω κόντρα, όπως δεν ταιριάζει. Θα πάω στα γραπτά του κ. Μιχάλη Κατσαρού κι αντί να αρπάξω κάτι επίκαιρο της ημέρας, εγώ θα κάνω κάτι κόντρα. Θ᾽αρπάξω κάτι της ψυχής πιο πολύ...εσωτερικό και μονόχνωτο...Εκεί θέλει πρώτα δουλειά κι άμα εκεί βρούμε μιαν άκρη, θα βρεθεί και στ᾽άλλα. Ή καλύτερα δουλειά και μέσα κι έξω...Παραμελήσαμε τα μέσα, παραμελήσαμε τα έξω και να᾽μαστε ρημάδια που κάνουνε τους καμπόσους...

Εγώ δεν έχω τίποτα να γιορτάσω σήμερα. Και να θυμηθώ τι ωφελεί;

Ούτε Κυριακή είναι, ούτε γιορτή.

Μια καθημερινή τη θέλω. Μια μάχιμη καθημερινή τη βλέπω. Μάχιμη με επιμονή και ειλικρίνεια. Κι έτσι θα τη ζήσω.

Να συγυρίσω θέλω. Απλό νοικοκυριό...ένα κι ένα κάνουν δυό...αυτά τα κόλπα να κάνουμε το δυό κάτι άλλο, τέρμα!

Με την αγάπη μου λοιπόν...

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ αγαπημένοι, όπως έλεγε και κάποιος με ψυχή, που μας άφησε με δική του θέληση κι όχι της φύσης. ΣΤΙΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ κι όχι στις γιορτές και τα πανηγύρια.

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΑΓΝΟΗΜΑΤΩΝ

Μια συμφορά τυλίγεται στο δέντρο.
Όλοι οι αδικούμενοι δέντρα είναι
αν το προτίμησαν αυτό, μονάχα ν' αδικούνται.
Η συμφορά με γήινο χρώμα
τυλίγεται στο δέντρο.
Ω δύναμη της ζωής
λιώσε της συμφοράς το κεφάλι.

ΕΝΑ ΕΡΗΜΟ ΑΝΘΟΣ

Βαθύτερο απ' την αγάπη και την ταραχή
που φέρνει μεσ' στο στήθος η επιθυμία
ζει στο θαλάσσιο βράχο εν' άνθος ολομόναχο.
Ποια φωνή το κυρίεψε και μοιάζει σαν να δείχνει
την άγνωστη γαλήνη με μικρά χρώματα...
Είναι βγαλμένο στους κινδύνους της χαράς
αμέριμνο σαν ιδέα.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

μικρό, αλλά αστραφτερό σαν αγυάλιστο ασήμι...με δύναμη φωτός τεράστια, σαν την οξεία ματιά ενός ιπτάμενου αρπακτικού...ανάμεσα στις ταράτσες των γύρω πολυκατοικιών ξεπρόβαλε και το είδα απ’ τα χαμηλά, τα ταπεινά μου παράθυρα...τα πνιγμένα στην αυτοκινητόμαζα ενός πολυσύχναστου δρόμου, που παραμένει ανοιχτός για όσους καβάλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε... και παρά τους αποκλεισμούς των πιο πολλών δρόμων στο κέντρο της πόλης...κορνάρουν σαν υστερικά από κάτω και μέσ’ τα ταλαίπωρα αυτιά μου...

Μ’ αυτά και μ’ αυτά είχα ξεχάσει τη σημερινή πανσέληνο στο πλαϊνό μου ζώδιο του Ταύρου. Λένε...ζορίζει τους Ταύρους. Συμπαριστάμεθα εμείς οι Κριοί, που το περάσαμε το δύσκολο ολόγιομο στην περασμένη πανσέληνο και μάλιστα με έκλειψη κι όλα... Ακόμα βασανιζόμαστε...με τις αδυναμίες και τις κακοδιαθεσίες...προσπαθούμε να σηκώσουμε κεφάλι. Κάτι αρχίζει να φέγγει στο σκοτάδι μας...ευχόμαστε οι Ταύροι να μην το περάσουν έτσι δύσκολα όσο εμείς...αλλά ας δούμε τι λένε όσοι ασχολούνται μ’ αυτά...

Η συμβουλή τους είναι τις δυσκολίες που θα φέρει η πανσέληνος αυτή, να τις μοιραστείτε άφοβα με τους δικούς σας, που θα είναι πρόθυμοι όπως πάντα να μοιραστούν μαζί σας το βάσανό σας, γιατί ό,τι δύσκολο μοιραζόμαστε γίνεται ελαφρύτερο αμέσως...

κι άλλα λένε οι ειδικοί, αλλά αυτό είναι το γενικό και το πιο σημαντικό...

Αυτά από μας τους μοιρολάτρες, που γαντζωνόμαστε απ’ το σύμπαν, για να δικαιολογήσουμε την “αδράνειά” μας...

Και μια και η μέρα μας εγκαλεί με πολύ μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, διαλέγω ένα τραγούδι σε στίχους του Οδυσσέα Ελύτη, που όντως θα μπορούσα ακούγοντάς το, να πεθάνω νιώθοντας ελεύθερη:Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε...

Shirayuki
Εικόνα Shirayuki
Απών/απούσα

Τι ψυχή έχει ένα χαμόγελο; Γιατί δεν χαμογελάτε; Προσοχή, απέχει από το χαζογελάτε μόλις ένα γράμμα.

Χαρά, συμπάθεια, κατανόηση, ενδιαφέρον, φιλική διάθεση, ειρωνεία ακόμη ή και κακία. Όλα αυτά, και όχι μόνο αυτά, κρυμμένα πίσω από ένα χαμόγελο.

Ελπίζω ο φίλος που δεν ανταπέδωσε κανένα χαμόγελο απόψε να συνειδητοποιήσει σύντομα το παρακάτω...

Sometimes your joy is the source of your smile, but sometimes your smile can be the source of your joy.

Με τρομάζουν οι άνθρωποι που δεν χαμογελούν. Έχουν μιαν αύρα παράξενη.

Υ.Γ.: Το φεγγάρι αυτήν την εποχή είναι υπέροχο, αγαπητή Royal Oak. Αν σταματήσουμε λίγο να το χαζέψουμε, σίγουρα οι προβλέψεις των "ειδικών" θα ξεχαστούν στο ασημένιο φως του. Νόμισα πως είχα ξεχάσει το φως στη βεράντα ανοικτό από τη λάμψη του.

Καληνύχτα μας.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Στεκόταν σιωπηλή μπροστά στα ασάλευτα νερά, ντυμένη με το πολύχρωμο ένδυμα, που της είχαν δωρίσει οι ιθαγενείς νομάδες, τα μαλλιά της λυτά ως τη μέση της, το σάκο της και τους δύο χρυσούς σάκους των αποθεμάτων πεσμένους πλάϊ στα πόδια της...

Κανείς μέσα σ’ αυτό το χώρο, δεν ήταν σε θέση να υπολογίσει, τι ώρα της μέρας ήταν και πόση ώρα στάθηκε η Ζιμπουλιώ μαγνητισμένη απ’ την νηνεμία και τη σιωπή που επικρατούσε. Ο μόνος που θα μπορούσε να το κάνει ήταν ο γέρο-χρόνος. Ο δεινός γλεντοκόπος όμως, την είχε εγκαταλείψει. Δεν άντεξε τις δοκιμασίες της. Κι έπειτα, ίσως κι αυτός αναζητούσε τη δική του ευτυχία.

Απόφυγε να του μιλήσει στο χτεσινοβραδυνό γλέντι. Έτσι κι αλλιώς αυτός ο παράξενος γέρος μετρούσε τους ρυθμούς της ζωής μέσα απ’ τους τοίχους της ασφάλειάς του. Μάλιστα ίσως ετοιμαζόταν να προϋπαντήσει τον επόμενο δοκιμαζόμενο, όπως είχε κάνει και μ’ εκείνην.

Ο χρόνος λοιπόν έμοιαζε σταματημένος και μετέωρος, καθώς εμπρός της απλωνόταν η μυστηριακή λίμνη της Συμπόνιας. Βυθιζόταν σ’ αυτό όλο και περισότερο, καθώς πέτρωνε από φόβο, μην διαταράξει αυτή τη σιωπή με τους θορύβους της ματαιότητας των χαμένων στιγμών.

Κάθισε κάτω όσο πιο ήσυχα γινόταν, ακούμπησε τα πράγματά της προσεκτικά και καθώς κοιτούσε τα αρυτίδιαστα νερά έπεσε σε βαθιά περισυλλογή..........................................................................
...........................................................................................................................................................................
πέρασε κάμποση ώρα έτσι κι όταν τα πρώτα σημάδια κόπωσης φάνηκαν και τα μάτια της έκλειναν χωρίς τη θέλησή της πια, αφέθηκε στα χέρια του πλάνουΎπνου...............................................................................

..............ονειρεύτηκε ένα όνειρο πολύχρωμο, γεμάτο μυρωδιές και όμορφα πρόσωπα, χαμογελαστά κι ολοφώτεινα. Μια αύρα έπαιζε με τις πτυχές του φουστανιού της και οι πατουσίτσες της γυμνές μετρούσαν τα μικρά χαλικάκια που τις τρυπούσαν δώθε-κείθε. Η κορδέλα λύθηκε απ’ τα μαλλιά της κι αυτά άλλο που δεν ήθελαν λύθηκαν στην πλάτη της κι ανέμιζαν παντού...έρμαια στους πόθους του μυρωδάτου αέρα...

Όταν ξύπνησε είχε καταληφθεί από μιαν ευφορία ανεξέλεγκτη. Δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο. Η οξύνοιά της την είχε κάπως εγκαταλείψει κι αναρωτιόταν με ποιό τρόπο θα αφαιρούσε νερό απ’ τη λίμνη και θα το αποθήκευε στους χρυσούς της σάκους...χωρίς καν να το αγγίξει...έτσι έλεγε η νουθεσία της φωνής του μικρού βοσκού...το νερό έπρεπε να μείνει αγνό κι αμόλυντο...

Κι εκεί που σκεφτόταν κι ένιωθε όλα αυτά, πάνω απ’ τη λίμνη πέταξε ο Αητός της. Κάτι κρατούσε στο δυνατό του ράμφος που η Ζιμπουλιώ αδυνατούσε να διακρίνει. Εκείνος αδιαφορώντας για την διασάλευση της απόλυτης σιωπής, ανοιγόκλεισε τα γιγάντια φτερά του και κατέβηκε εμπρός της, αφήνοντας έναν ανατριχιαστικό είναι η αλήθεια αντίλαλο.

Η λίμνη τότε σκούρηνε. Ο Αητός άφησε εμπρός της ένα κατάλευκο κρίνο. Ρίξε το στη λίμνη, της φώναξε και έκραξε ταυτόχρονα. Η Ζιμπουλιώ σηκώθηκε σαν αστραπή απότομα κι αφού του χάϊδεψε απαλά τα φτερά του, του έκανε νόημα να καθήσει ήσυχος.

Με μια πολύ προσεκτική κίνηση των λεπτών της χεριών, στόχευσε προς το κέντρο αυτής της μικρής λίμνης και πέταξε το κρίνο εύστοχα. Κι ως το υπέροχο άνθος ακούμπησε τα νερά, που ήδη είχαν αρχίσει να αντιδρούν, σχηματίστηκε μια δίνη. Το κρίνο χάθηκε μέσα της. Αυτή η δίνη διήρκεσε πολλές ώρες.

Κάποια στιγμή το νερό άρχισε αργά και σταθερά να μην περιδινείται, αλλά να μεταμορφώνεται σ’ έναν μαγικό πίδακα, που ανέβαινε όλο και πιο ψηλά. Η μαγεία λοιπόν της στιγμής, θέλησε το νερό ως πίδακας, να λειτουργήσει σαν ένας εύκαμπτος ,νοητός σωλήνας, που όσο να το καταλάβει η Ζιμπουλιώ, οδήγησε το νερό κατ’ ευθείαν μέσα στους σάκους. Χωρίς απώλειες, χωρίς επαφές, διατηρώντας την απόλυτη αγνότητά του.

Καθώς γέμισαν οι χρυσοί σάκοι, κι εδώ όλοι θα σάστιζαν, ο πίδακας άρχισε να κατεβαίνει με μια μοναδική μεγαλοπρέπεια, ώσπου η επιφάνεια της λίμνης ήρθε κι αποκαταστάθηκε στην αρχική της κατάσταση.

Η Ζιμπουλιώ είχε περιέλθει σε τόση ένταση παρατηρώντας όλο αυτό, που όταν η διαδικασία ολοκληρώθηκε, απ’ την αγωνία της, δεν μπόρεσε παρά ν’ αφήσει το σώμα της να πέσει κάτω κατάκοπο. Έπεσε ανάσκελα κι εκεί έμεινε...εκεί ξανακοιμήθηκε...ύπνο βαθύ...ύπνο της ανυπαρξίας...ύπνο χωρίς όνειρα...

Καλό μας ύπνο κι εμάς φίλοι...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

To smile always, even when in tears...smile...just smile! it makes it less hard...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Καλημέρα και καλή βδομάδα...Εγώ την άρχισα και τη μοιράζομαι μαζί σας μ’ αυτό που έπεσα πάνω του ψάχνοντας άλλα πράγματα...

Δεν είναι παρά η αγαπημένη Ντόρις Λέσινγκ, που καθώς γυρνάει απ’ τα ψώνια της, πέφτει σ’ ένα τσούρμο δημοσιογράφους με κάμερες και μικρόφωνα, που θέλουν ντε και καλά να την “δουν” αυτοί κι όλος ο κόσμος να πανηγυρίζει που πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας...αλλά η Ντόρις δέν...Εγώ μαζί της όλως δι’ όλου όπως και με το κόκκινο κασκώλ της, τά άσπρα της αχτένιστα μαλλιά, τις αγγινάρες και την αρμαθιά τα κρεμύδια της κτλ, κτλ, κτλ...Απλά σ’ αγαπώ Ντόρις εγώ η ταπεινή απ’ την ταλαιπωρημένη κι απέλπιδα Αθήνα...

What do you think I should say? You’ll tell me what to say and I’ll say it...

One can’t get more excited than one gets!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! υπάρχει τελειότητα τελικά σ’ αυτόν το κόσμο!!!!!!!!και περικλείεται συχνά σε λίγες λέξεις μέσα,που όμως συνοψίζουν μια στάση ζωής όμως...στάση ζωής...

Καλή ξεκούραση κ. Ντόρις Λέσινγκ...ο ύπνος σου ήρεμος κι ελαφρύς στ’ αληθινά για όσα μας έχεις αφήσει...

DL

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ!

EDITH PIAF"Les Amants de Teruel" την χρονιά του 1962, μια ταινία επηρεασμένη απ’ την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας.

η πρώτη εκτέλεση με τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι, τον Δημήτρη Φάμπα στην κιθάρα και η δική μου λατρεία του ρυθμού που κρατιέται απ’ τα κρουστά με έναν πολύ πολύ ιδιαίτερο τρόπο... , όπως και σε όλους τους “Λιποτάκτες”. Πολύ αγαπημένο έργο...σαν να αφουγκράζεσαι τον σφυγμό στο χέρι μιας πολιτείας...το ίδιο κι ο ρυθμός και το ήθος των τραγουδιών...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Ξέρω το’χω ξανά δημοσιεύσει εδώ, αλλά να’το και ζωντανό, το Sourabaya Johnny με την υπέροχη Lotte Lenya...

Μόλις είχα πατήσει τα δεκάξι εκείνη την εποχή
όταν ήρθες απ’ τη Μπούρμα για να μείνεις
και μου είπες ότι έπρεπε να ταξιδέψω μαζί σου.
Ήσουν σίγουρος πως θα ήταν όλα καλά.
Όταν σε ρώτησα πώς κέρδιζες τη ζωής σου
Ακόμα σ’ ακούω να μου λες:
πως είχες μια κάποια δουλειά στον σιδηρόδρομο
κι ότι δεν είχες τίποτα να κάνεις με τη θάλασσα.
Είπες πολλά Τζώνυ
Όλα ένα μεγάλο ψέμα Τζώνυ
με απάτησες τυφλά, Τζώνυ
απ’ τη στιγμή που συναντηθήκαμε.
Σε μισώ τόσο Τζώνυ
όταν στέκεσαι εκεί χαμογελώντας Τζώνυ.
Βγάλε αυτή την καταραμένη πίπα απ’ το στόμα σου, αρουραίε!

Σουραμπάγια Τζώνυ
κανείς δεν είναι πιο κακός από σένα.
Σουραμπάγια Τζώνυ,
Θεέ μου κι ακόμα σ’ αγαπώ τόσο.
Σουραμπάγια Τζώνυ
γιατί νιώθω τόσο λυπημένη;
Δεν έχεις καρδιά Τζώνυ
κι ακόμα σ’ αγαπώ τόσο.

Στην αρχή κάθε μέρα ήταν Κυριακή,
μέχρι πού πήραμε το δρόμο μας μια ωραία νύχτα
και πριν καν δυό βδομάδες περάσουν
σκέφτηκες πως τίποτα από όσα έκανα δεν ήταν σωστό
Έτσι βαδίσαμε πάνω και κάτω στην Παντζάμπ
απ’ την πηγή του ποταμού ως τη θάλασσα.
Όταν κοιτάζω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη,
με κοιτάζει μια γριά.
Δεν ήθελες αγάπη Τζώνυ
Ήθελες λεφτά Τζώνυ.
Αλλά σου’ραψα τα χείλη Τζώνυ
κι αυτό ήταν.
Τα’ θελες όλα Τζώνυ
Σου’δωσα περισσότερα Τζώνυ
Βγάλε την καταραμένη πίπα απ’ το στόμα σου, αρουραίε!

Σουραμπάγια Τζώνυ
κανείς δεν είναι πιο κακός από σένα.
Σουραμπάγια Τζώνυ,
Θεέ μου κι ακόμα σ’ αγαπώ τόσο.
Σουραμπάγια Τζώνυ
γιατί νιώθω τόσο λυπημένη;
Δεν έχεις καρδιά Τζώνυ
κι ακόμα σ’ αγαπώ τόσο.

Ποτέ δεν θα σκεφτόμουν να ρωτήσω
πώς πήρες εκείνο το παράξενο όνομα
Αλλά απ’ τη μια άκρη της ακτής ως την άλλη
ήσουν γνωστός οπουδήποτε κι αν πήγαμε.
και μια μέρα σ’ ένα διώροφο σπίτι της διαφθοράς
θα ξυπνήσω απ’ το βρυχηθμό της θάλασσας
και θα φύγεις χωρίς μια λέξη προειδοποίησης
μ’ ένα πλοίο που θα περιμένει κάτω στην προκυμαία.

Δεν έχεις καρδιά Τζώνυ
Είσαι απλά ένας διεφθαρμένος Τζώνυ
Πώς μπόρεσες να φύγεις Τζώνυ
και να μ’ αφήσεις ισοπεδωμένη;
Είσαι ακόμα η αγάπη μου Τζώνυ,
Όπως τη μέρα που συναντηθήκαμε.
Βγάλε αυτή την καταραμένη πίπα απ’ το στόμα σου, αρουραίε!

Σουραμπάγια Τζώνυ
κανείς δεν είναι πιο κακός από σένα.
Σουραμπάγια Τζώνυ,
Θεέ μου και ακόμα σ’ αγαπώ τόσο.
Σουραμπάγια Τζώνυ
γιατί νιώθω τόσο λυπημένη;
Δεν έχεις καρδιά Τζώνυ
και ακόμα σ’ αγαπώ τόσο.

...und ich liebe dich........

επίσης ολοζώντανο ακούγεται το speak low... με τον ίδιο τον Kurt Weill, που το συνέθεσε, να το παίζει στο πιάνο και να το τραγουδάει:

Μίλα σιγά, όταν μιλάς, αγάπη.
Οι καλοκαιρινές μας μέρες χάνονται τόσο γρήγορα.
Μίλα σιγά, όταν μιλάς, αγάπη.
Οι στιγμές μας είναι σύντομες σαν έρμαια πλοία.
Χωριστήκαμε τόσο γρήγορα.

Μίλα σιγά, πολυαγαπημένη, μίλα σιγά.
Η αγάπη είναι μια λάμψη, που χάνεται στο σκοτάδι τόσο σύντομα.
Νιώθω όπου κι αν πάω
ότι το αύριο είναι κοντά,
το αύριο είναι εδώ και πάντα τόσο σύντομα.

Ο χρόνος είναι τόσο γέρος κι η αγάπη τόσο σύντομη.
Η αγάπη είναι καθαρός χρυσός κι ο χρόνος ένας κλέφτης.

Έχουμε αργήσει, πολυαγαπημένη, έχουμε αργήσει.
Η αυλαία πέφτει, όλα τελειώνουν τόσο σύντομα.
Περιμένω, πολυαγαπημένη, περιμένω
θα μου μιλήσεις σιγά, θα μου μιλήσεις γι’ αγάπη και γρήγορα.

Ο χρόνος είναι τόσο γέρος και η αγάπη τόσο σύντομη
Η αγάπη είναι καθαρός χρυσός κι ο χρόνος ένας κλέφτης.

Καθυστερούμε, πολυαγαπημένη, καθυστερούμε.
Η αυλαία πέφτει, όλα τελειώνουν τόσο σύντομα,
περιμένω, πολυαγαπημένη, περιμένω.
Θα μου μιλήσεις σιγά, μίλα μου γι’ αγάπη και γρήγορα,
Μίλα σιγά.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Ξύπνησε μετά από ακαθόριστη ώρα και όλα ήταν όπως τα βρήκε μπαίνοντας στο ξέφωτο, βαθιά στα έγκατα της γης...Ένας πορτοκαλόχρους τόνος, όμως, είχε απλωθεί παντού, σαν σε δειλινό στον πεντακάθαρο βοριά. Ήταν αυτή κι ο Λευτέρης, ο πιστός της σύντροφος, αλλά κι ο Αητός.

Ωραία είχε συλλέξει αποθέματα συμπόνιας, όπως της ζητήθηκε για την τράπεζα των αποθεμάτων, τη δοκιμασία της όμως δεν την είχε φέρει σε πέρας... Η φωνή του μικρού βοσκού, που ο πατέρας του είχε πεθάνει και του είχε απομείνει ένα μεγάλο κοπάδι πρόβατα και κατσίκια να το φροντίζει, η φωνή αυτού του μικρού αγοριού το είχε πει με σαφήνεια...

Πιες νερό της συμπόνοιας, χωρίς να βάλεις τα χέρια σου μέσα του, ούτε να το πατήσεις! πρέπει να τ᾽αφήσεις αμόλυντο...

Αητέ, είπε στο τεράστιο πουλί, χρειάζομαι ένα φύλλο μεγάλο. Μπορείς να μου φέρεις; Πέταξε ψηλά ο Αητός και καθώς η ματιά της τον ακολούθησε, με δέος είδε πως πάνω απ ‘τη λίμνη υπήρχε ένας τεράστιος κρατήρας σε άνοιγμα και σε βάθος. Η λίμνη λοιπόν δεν ήταν παρά ο πάτος ενός μεγάλου ηφαιστείου σε αδράνεια αιώνες τώρα...

Τα τοιχώματα του κρατήρα ήταν πολύχρωμα κατά τόπους, ενώ η βασική χροιά ερχόταν να θυμίζει γυαλιστερή καρβουνόσκονη. Κι έτσι εξηγήθηκε το πορτοκαλόχρουν χρώμα. Πάνω ακριβώς απ’ τον κρατήρα ήταν μια έντονα πορτοκαλιά φέτα του ήλιου...μακρυνή πολύ...σαν ένα πορτοκάλι ίσως...ορατή πάντως αυτή η σπουδαία φέτα πορτοκαλιού, που της γλύκαινε την ψυχή.

Ως να’ρθει ο Αητός με το φύλλο η Ζιμπουλιώ άρχισε να εξιστορεί στον Λευτέρη ιστορίες απ’ τη γειτονιά της κι αυτός την άκουγε μαγεμένος, κάνοντας τζι-τζι-τζί από καιρού εις καιρόν κι αυτή ως συνήθιζε τόσον καιρό που αυτός καθόταν στο πέτο της και τη συντρόφευε παντού, του χάϊδευε τα διάφανα φτερουλάκια του τρυφερά.

Πάρε με μαζί σου αφέντρα μου, της είπε, τζιτζιρίζοντας βραχνά απ’ τη συγκίνηση. Τόσο που την είχε αγαπήσει. Μα δεν μπορώ Λευτέρη μου, του έλεγε αυτή γλυκά, μην τον πικράνει κι όλα...Δεν μπορώ, γιατί είσαι ταγμένος εδώ. Μόνο αν δέχονταν εκείνοι, θα σε έπερνα μαζί μου...Δεν έχεις παρά να τους το πεις.

Με τρομάζει ο κόσμος σου, της ψιθύρισε. Όμως όσα μου λες, αλλά κι εσύ η ίδια με κάνουν να τον έχω αγαπήσει, χωρίς να τον ξέρω. Πες μου ένα τραγουδάκι με τη φωνούλα σου, του ζήτησε η Ζιμπουλιώ. Κι αυτός αφού ζύγιασε τον τόνο του, όπως κάνουν τα σπουδαία τζιτζίκια, πριν αρχίσουν το μεθυστικό τους άσμα, άρχισε περίτεχνα να της το λέει.

Έτσι κύλησαν οι στιγμές ως να γυρίσει ο Αητός, που έφερε στο τεράστιο ράμφος του δυό μεγάλα πλατανόφυλλα. Τα ακούμπησε στα χέρια της Ζιμπουλιώς που αμέσως κι αυθόρμητα του ζήτησε να τη βοηθήσει, σ’ αυτά που ήθελε να κάνει.

Βάστηξε με τα νυχοπόδαρά του έναν απ’ τους δυο σάκους με το νερό, τον σήκωσε στον αέρα τον έγειρε λίγο κι απ’ το χείλος, που στην άκρη του η Ζιμπουλιώ τοποθέτησε σαν ανοιχτό, μισό χωνί ένα απ’ τα δυό φύλλα, έσταξε με μεγάλη επιδεξιότητα στο στόμα της Ζιμπουλιώς δυο-τρεις σταγόνες νερό της Συμπόνιας.

Μετά εναπόθεσε στο έδαφος το σάκο με προσοχή. Στερέωσαν τους σάκους να μην χυθεί το περιεχόμενο και μόλις συνειδητοποίησαν, οτι εκείνη τη στιγμή μόλις είχε περατωθεί η τελευταία δοκιμασία της Ζιμπουλιώς με επιτυχία, άρχισαν, ο Αητός να κρώζει κάτι μεταξύ πετώντας και πηδώντας πάνω-κάτω, η Ζιμπουλιώ να γελά στεντόρια κι ο Λευτέρης, κανείς δεν το φαντάζεται, τι τραγούδι έκανε, με τα τζι-τζι-τζί του στα καλύτερά τους, να πανηγυρίζουν τη νίκη της...

Κι αφού ξέσπασαν κάμποσο, τόσο που οι κραδασμοί των στεντόριων ήχων που έβγαζαν, έκαναν τη λίμνη να δακρύσει κι αυτή από χαρά...Η χαρά δονούσε το ξέφωτο...τόσο, που όταν σκέφτηκαν την πιθανότητα να προκαλούνταν γεωλογικές μετακινήσεις, πάγωσαν και σώπασαν...Όχι, η χαρά τους να έφερνε σεισμό στον επάνω κόσμο...Θα ήταν φοβερό!

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και σίγησαν για λίγα λεπτά, ώσπου η Ζιμπουλιώ είπε, ώρα να φεύγουμε σύντροφοί μου αγαπημένοι! Κι ακούστηκε τότε η φωνή του Αητού να λέει ανθρωπινά. Θα φύγουμε όλοι μαζί. Θα σας μεταφέρω εγώ! Έμεινε εμβρόντητη η Ζιμπουλιώ. Εσύ; Αναφώνησε με δέος. Ναι εγώ! Έχω αυτή τη δύναμη. Θα φύγουμε απ’ τον κρατήρα...

Φορτώθηκε η Ζιμπουλιώ τους δυο χρυσούς σάκους, όπως και τον προσωπικό της και κάθησε ακίνητη. Μάζεψε τα μαλλιά σου, της είπε ο Αητός. Ο αέρας θα είναι δυνατός. Δεν θέλουμε να πιαστούν πουθενά. Έδεσε σφιχτά τα μαλλιά της και ξαναστάθηκε ακίνητη.

Τότε ο Αητός την άρπαξε στα νυχοπόδαρά του, άνοιξε τις τεράστιες φτερούγες του, δυο, τρείς φορές με δύναμη κι η Ζιμπουλιώ ένιωσε το έδαφος να απομακρύνεται απ’ τις κουρασμένες της πατούσες. Ανέβαιναν ραγδαία τον κρατήρα, με τα χρώματα και τις οσμές του, να ακίζουν τις ασθήσεις τους σε υπέρτατο βαθμό, αλλά και τη φέτα του πορτοκαλιού ψηλά, να πλησιάζει και να μεγαλώνει, να μεγαλώνει...

Και το γλυκό πορτοκαλί φως να τους λούζει γενναιόδωρα...

Καλό ξημέρωμα!

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Αναδύθηκαν μέσα σε μιαν υπέροχη δύση απ’ τον κρατήρα κι ο Αητός ακούραστος συνέχισε το περήφανο πέταγμά του πάνω απ’ τον τόπο της απόλυτης ευτυχίας. Η θέα ήταν μαγική. Η Ζιμπουλιώ κοίταζε μαγεμένη, καθώς τα πρώτα φώτα τρεμόπαιζαν κάτω στο έδαφος.

Όλα είχαν επιστρέψει στην φυσική τους κατάσταση, όπως πριν τον ερχομό της. Η λίμνη, που πάνω της είχε περπατήσει τόσες φορές, είχε εξαφανιστεί και η πολιτεία, που εκτεινόταν κάτω της είχε πάλι αναδυθεί από μέσα της και όλα έδειχναν την υπέροχη ζωντάνια της.

Φώτα αναβόσβηναν στις μαρκίζες των μαγαζιών της, κόσμος περπατούσε στα σοκάκια και τους δρόμους της. Ούτε ένα αυτοκίνητο δεν κυκλοφορούσε και ο αέρας μύριζε υπέροχα, σαν να’ ταν αιώνια Άνοιξη...Γιούλια, γιασεμιά, κρίνα, μπουγαρίνια, γαζίες, αγιοκλίματα, γλυξίνιες, μπογκαμβίλιες, τριανταφυλλιές ως επάνω τις οροφές των κτιρίων...

Σιγά-σιγά ο Αητός κατέβαινε και δεν σταματούσαν να καλησπερίζουν τον κόσμο κι αυτοί τους κουνούσαν τα χέρια στον πιο εγκάρδιο χαιρετισμό που μπορούσε κανείς να φανταστεί...Ήταν ένα υπέροχο δειλινό.

Έφτασαν στην τράπεζα των αποθεμάτων μόλις είχε ήδη σκοτεινιάσει. Ο Ροδολίνος καθόταν στην πόρτα και τους περίμενε κάπως γκρινιάρης, μην και αργοπορούσαν, που δεν είχαν αργοπορήσει...Όλα είχαν γίνει όπως έπρεπε...

Παρέλαβε τα αποθέματα του νερού της Συμπόνιας, χαιρέτησε δια χειραψίας τη Ζιμπουλιώ και σχεδόν ευγενώς αγενώς την έβγαλε στην πόρτα όσο γρήγορα μπορούσε...Βρέθηκε λοιπόν η Ζιμπουλιώ με τον Λευτέρη στο πέτο της και τον Αητό παρέα στην ησυχία της αφετηρίας της περιπέτειάς της και της δοκιμασίας της στη χώρα της απόλυτης ευτυχίας...

Κι ενώ όλα ήταν απολύτως ήσυχα κι ερημικά κι αναρωτιόταν, πώς θα έφευγε, έτσι, χωρίς να ξέρει καν το επόμενο βήμα της, ξαφνικά άρχισαν να έρχονται όλοι, ντυμένοι στα πιο γιορτινά τους βαστώντας στεφάνια από λουλούδια, γεμίζοντας την αγκαλιά της μ’ αυτά...ψιθυρίζοντας ο καθένας και μιαν ευχή στ’ αυτιά της...φιλιά κι αγκαλιές με όλους.

Χαρά και απροσμέτρητη συγκίνηση. Όλοι ήταν εκεί...γεμάτοι αγάπη και σεβασμό για τη μικρή Ζιμπουλιώ. Ένα απ’ τα λίγα άτομα που φεύγανε νικητές απ’ τη χώρα αυτή. Ένα απ’ τα λίγα άτομα, που θα γυρνούσε στον πραγματικό κόσμο, έτοιμο να μεταφέρει τα σπέρματα της απόλυτης ευτυχίας, όχι μόνο για όσους το έλπιζαν, αλλά και για όσους καθόλου δεν το πρόσμεναν ή τους ήταν αδιάφορο.

Ήρθε τότε και η νονά της. Την έπιασε απ’ το χέρι, την φίλησε στο μέτωπο και τα δάκρυα της χαράς της έβρεξαν τα μάγουλα της Ζιμπουλιώς, που κι αυτή είχε μεθύσει από χαρά. Κατάλαβε πως ήταν η ώρα του αποχωρισμού. Τότε έβγαλε απ’ το πέτο της τον Λευτέρη, αφού του φίλησε τα φτερουλάκια του και τον άφησε να πετάξει...

Πουλάκι μου, της είπε η νονά της, τώρα άνοιξε τα φτερά σου να πετάξεις στον κόσμο...έμαθες...έχεις τα αποθέματά σου για όλη σου τη ζωή. Βρες τους συντρόφους σου...διάλεξέ τους με σκέψη και σοφία...Φτιάξτε ό,τι πιο όμορφο, πριν τελειώσει η ζωή σας...Φτιάξτε ομορφιά και συντροφικότητα κι αγάπη.

Τότε φάνηκε κι ο γέρο-Χρόνος. Υποκλίθηκε μπροστά της, όλος ταπεινότητα και μαζί με τη νονά της, την οδήγησαν στην πόρτα απ’ όπου είχε μπει. Έβγαλε το Σκουριασμένο Κλειδί απ’ την τσέπη της και το έβαλε στην Μεγάλη Κλειδωνιά με μεγάλη συγκίνηση. Αυτή σύστηκε ελαφρά και τότε μια μουσική ακούστηκε και διαχύθηκε παντού σαν χείμαρος...

Το κλειδί γύρισε εύκολα, η πόρτα άνοιξε διάπλατα, εκείνη στάθηκε για λίγο στο άνοιγμά της, μετά έδωσε το κλειδί στη νονά της κι αφού κοίταξε όλους κι όλα για τελευταία φορά, δρασκέλισε την Πέμπτη Πύλη, νικήτρια και αυτάρκης... Έξω ήταν ήδη χάραμα. Το πρώτο φως του ήλιου την έλουσε με τη θαλπωρή και την αγάπη του.

Η πόρτα έκλεισε πίσω της.

Έσφιξε στη φούχτα της το μαγικό καρυδάκι, που τις νύχτες γινόταν σπίτι και τις μέρες καρύδι και που ποτέ δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει στον κόσμο της απόλυτης ευτυχίας, βαθιά μέσα στην τσέπη του πολύχρωμου ενδύματός της κι έλπισε το καρύδι αυτό, να διατηρούσε τις μαγικές του ιδιότητες και στον πραγματικό κόσμο.

Τότε για πρώτη φορά ένιωσε, με απόλυτη σιγουριά, πως είχε τη δύναμη να σηκώσει τις δυστυχίες όλων των ανθρώπων απ’ τους πονεμένους ώμους τους. Είχε τη δύναμη να τους εμφυσήσει απ’ την ίδια της τη δύναμη αυτή, για να κάνουν κι αυτοί το ίδιο που θα έκανε κι εκείνη.

Έτσι. που ό,τι κι αν έβρισκαν στο δρόμο τους, που να τους δυστυχούσε, να είχαν τα εφόδια να το ανατρέψουν, με όποιο τρόπο αυτοί θα διάλεγαν. Κι αυτή θα ήταν η απόλυτη ευτυχία για όλους...

[Φίλες και φίλοι, θα σας χαιρετίσω, λέγοντάς σας έναν ωραίο χαιρετισμό των Λατίνων, που κι εμείς συνηθίζουμε στους οριστικούς αποχαιρετισμούς μας.

Αντίο* λοιπόν!

Να κοιμάστε έχοντας πάντα καλό στην ψυχή σας. Να αγαπάτε και να σας αγαπούν γενναιόδωρα!

Αυτά είναι η απόλυτη ευτυχία. Τίποτε άλλο δεν αξίζει όσο αυτά.

Ήταν χαρά μεγάλη για μένα να γράφω αυτό το παραμύθι και να βλέπω, ότι σε κάποιους έκανε καλό να το διαβάζουν.-]

*Addio, ad deus= προς το Θεό.

Shirayuki
Εικόνα Shirayuki
Απών/απούσα

Και φυσικά υπάρχουν λόγοι που κοιτάζω πάντα κάτω - κάπου
είναι πεταμένο ένα κλειδί, που αν το βρεις σώθηκες: θα ξεκλειδώσεις
το χέρι του τρελού
και τότε θα είναι στη διάθεσή σου το άσπρο άλογο!

ΥΓ: Και δες τι ωραία που συναντιούνται τα δύο κλειδιά εντελώς τυχαία, χωρίς να μεσολαβήσει συνειρμός. Ήρθα με «Το άσπρο άλογο» στο μυαλό μου.

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

Θα ήθελα πολύ να διαβάσω αυτό το παραμύθι σιγά σιγά από την αρχή-
είμαι μια αργή αναγνώστρια-
ίσως το κάνω όταν βρω τον χαμένο μου χρόνο.

''...η γιαγιά μου...ξανάφευγε μελαγχολική, απογοητευμένη κι όμως χαμογελαστή,γιατί είχε τόση ταπεινοφροσύνη κι ήταν τόσο γλυκειά, ώστε η καλοσύνη της για τους άλλους και το λίγο που την απασχολούσε ο εαυτός της, καθώς και τα όσα υπέφερε, δένονταν αρμονικά μέσα στο βλέμμα της σ ένα χαμόγελο όπου, αντίθετα μ ότι βλέπει κανείς στα πρόσωπα πολλών ανθρώπων, δεν υπήρχε ειρωνεία παρά μόνο για τον ίδιο τον εαυτό της, ενώ για μας όλους υπήρχε κάτι σαν φιλί στα μάτια της, που δεν μπορούσαν να κοιτάξουν όσους αγαπόύσε χωρίς να τους χαιδέψουν με τρυφερό πάθος.''

[ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ,Τόμος 1]

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

σε όλους σας, αυτό το εξαιρετικό βίντεο, με τους Ντυ Πρε στο τσέλο και Μπάρεμποϊμ στη διεύθυνση της Φιλαρμονικής του Λονδίνου, στο κονσέρτο για τσέλο του Έλγκαρ...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Επειδή διπλοπάτησα το πόστ το προηγούμενο και για να μην αφήσω havoc στο blog, ιδού κάτι από τον “Μόνο” του Ζακ Ντεριντά:

Κατά βάθος, στό βάθος τοῦ ματιοῦ, τὀ μάτι δὲν θα ἦταν προορισμένο νὰ βλέπει ἀλλἀ νὰ κλαίει. Τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὰ δάκρυα καλύπτουν τὸ βλέμμα, θὰ ἀποκάλυπταν τὸ ἴδιον τοῦ ματιοῦ.

georgevr
Απών/απούσα
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Το ’90, ζούσα σε μια περίεργη πολυκατοικία στο Λονδίνο. Είχε φτιαχτεί για εργένηδες το 19ο αιώνα ή τέλος πάντων δεν ξέρω, γιατί είχε φτιαχτεί έτσι...

Ήταν όλα της τα διαμερίσματα με ένα υπνοδωμάτιο μικρό, ένα μικρό καθιστικό, μια κουζίνα τόσο μικρή όσο δεν λέγεται κι ένα αξιοπρεπές μπάνιο, με τα όλα του όμως...

Υπήρχε κι ένα εστιατόριο που λειτουργούσε αυτόνομα στα χρόνια μου και ήταν περιώνυμο στην πόλη, αλλά αρχικά ήταν η κουζίνα του κτιρίου, όπου θα συναντιόνταν οι κάτοικοί του και θα συν-γευμάτιζαν. Είχε ένα θυρωρείο ακοίμητο φρουρό των πάντων και όλα λειτουργούσαν άψογα σαν μια μεγάάάάάάάλη οικογένεια.

Κι έτσι η μοναξιά μου δεν ήταν καθόλου μοναξιά. Στο παραδίπλα διαμέρισμα έμεναν δυο Πακιστανές νεαρές κοπέλλες. Όταν τις έβλεπες έλεγες ότι ήταν κορίτσια παραθρησκευτικής οργάνωσης, με τα δικά μας στάνταρτς.. . Φοβερές κοτσίδες ως τον ποπό τους , κατάμαυρα μαλλιά, πρόσωπα αθώα που δεν περιγράφεται...

Αυτά τα κορίτσια μαγείρευαν πολύ με σκόρδα και κάρυ, που μοσχομύριζε ο όροφος κάθε μέρα...είχε ποτίσει μ’ αυτή τη μυρωδιά το είναι μου και ήθελα μια φορά, να τους χτυπήσω την πόρτα για μεζεδάκι, αλλά δεν το’κανα, η δυτική συγκρατημένη...

Το κλου όμως ήταν οι νύχτες τους...Θεέ και Κύριε!!! τη μέρα φοιτήτριες, τη νύχτα μαινάδες!!! Σειόταν η πολυκατοικία από τα μπητ ινδικού ροκ!!! Επίσης, άφθονα χαχανητά, αγορίστικες φωνές, ενίοτε βογγητά ερωτικά...όλοι οι συγκάτοικοι γινόμασταν άνω-κάτω.

Μέσα στη μέρα αφηγόμουν τα κατορθώματα της νύχτας στους φίλους, σαν σε δελτίο ειδήσεων του ορόφου...

Κάποτε με πήρε τηλέφωνο μια φίλη που ζούσε στο Παρίσι και μου είπε, γιατί δεν πας παρέα τους...

Ρε συ, εδώ είναι Λονδίνο της είπα, δεν είναι Παρίσι...

Κάποτε παραπονέθηκαν όλοι στους θυρωρούς, γιατί όλη νύχτα όρθιοι ν’ ακούνε το γλεντοκόπι των κοριτσιών και τη μέρα στη δουλειά σαν μπαγιάτικα μύδια, δεν έλεγε!

Επιλήφθηκαν οι θυρωροί του ζητήματος με επιβλητικότητα και πειθώ...Το ίδιο βράδυ τα κορίτσια και οι παρέες τους κάνανε ό,τι έκαναν στο διαμέρισμα, έξω απ’ την πολυκατοικία, στο δρόμο, μέσα στ’ αυτοκίνητό τους...Έτσι το γλένταγε μαζί τους όλη η γειτονιά πια κι όχι ο όροφός μας μόνο...και μπορούσαμε να βλέπουμε το σκηνικό απ’ τα παράθυρά μας φυσικά, γιατί πριν ήταν πριβέ...

Κι έρχομαι στο ωραίο σήμερα.

Διαβιώ σε πολυκατοικία με πολλά διαμερίσματα στους ορόφους της-σε περιοχή που θεωρείται απ’ τις καταραμένες απ’ τους ελιτίστες Αθηναίους-και άλλα τόσα στο ισόγειο και τα δυό υπόγειά της. Η διαστρωμάτωση είναι γνωστή και σαφής. Επάνω κατά 90% ιδιόκτητες κατοικίες, κάτω κατοικίες ενοικιαζόμενες από ξένους κατά 99.9%.

Εγώ στον πρώτο όροφο. ‘Εχω την τιμή να οσμίζομαι ακριβώς τις ίδιες οσμές μαγειρικής, που οσμιζόμουνα τότε στο Λονδίνο. Κάτω μου ακριβώς μένει μια ομάδα άγνωστου αριθμού Πακιστανών. Πρόσχαροι, πάντα μου κρατάνε την πόρτα για να μπω με το ποδήλατο, προσφέρονται να μου το βάλουν στο ασανσέρ να μην κουράζομαι...Ήσυχοι σε γενικές γραμμές...Όχι γλεντοκόπια εκτός από τραγούδια τις Κυριακές και έντονες ομιλίες αγνώστου περιεχομένου...

Σήμερα το πρωΐ όμως το χάρηκα τόσο...

Έφτιαχνα τη σοκολάτα μου στην κουζίνα κι άκουγα κάποιον, προφανώς απ’ αυτούς, που έκανε το μπάνιο του με όλους τους χαρακτηριστικούς ήχους σαν μέσα στην κουζίνα μου, μιλούσε ακατάπαυστα με μια χαρούμενη φωνή και πάνω απ’ όλα τραγουδούσε με στεντόρια φωνή...

Μίλησε κανείς για μοναξιά στις πόλεις;;;Δεν έχει κανείς παρά ν’ ανοίξει τα μάτια και τ’ αυτιά του...

Μιλάμε για ζωή που σφύζει και μπορεί κανείς να καταλάβει και τη διάθεση του καθένα αν είναι αρκετά ευαίσθητος...

Καλημέρα!!! φίλοι, είχα πει, δεν θα σας ξαναζάλιζα σ’ αυτό το blog, αλλά αν και δύσκολα γενικά, ήθελα να μοιραστώ αυτά τα αισθήματα μιας καθημερινότητας, που θεωρώ ότι είναι η πραγματική ζωή κι όχι η άλλη, που φτιάχνουμε στα κεφάλια και τις καρδιές μας και είναι συχνά ένα όνειρο και τίποτε άλλο...

Ας ρουφήξουμε την πραγματική ζωή, ας την αγαπήσουμε...όχι για να την ανεχτούμε...αλλά για να την συμβιώσουμε, να την γλυκάνουμε...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Μια ντυμένη στα μεταξωτά, μια ατιμέλητη...ποιός ξέρει τι ήταν αυτό το κορίτσι που έκανε να γράψει ο Χιώτης αυτό το τραγούδι...το είχα ξανακούσει...με είχε μαγέψει, το ξανακούω τυχαία απόψε και με μαγεύει το ίδιο...και με τη Μαρίκα Νίνου που λατρεύω...αλλά ας πάμε πίσω κι εγώ δεν ξέρω πόσα χρόνια...τι ήταν αλήθεια για τα ήθη της εποχής μια καλοντυμένη κοπέλα σε κρίση, που άφηνε τον εαυτό της να κατρακυλήσει και να κάθεται ατιμέλητη, λυπημένη να πίνει μόνη στην ταβέρνα...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

με μια σωρεία τραγουδιών της Μαρίκας από χτες το βράδυ...φοβερό μέταλλο η φωνή της...έχει δε τραγουδήσει τον αντρικό έρωτα όσο κανείς ρεμπέτης άντρας δεν έχει κάνει για το φύλλο του...εδώ τραγουδάει Μητσάκη...που είναι ένας κούκλος στη φωτο που πέφτει στο βίντεο...βελουδένιοι όλοι και βαθιά πονεμένοι όπως όλοι στον έρωτα...πλησιάζει κι ο Δεκέμβρης, αρχή χειμώνα...σούρουπο, σήμερα Κυριακή, μέρα μεσημέρι...

σούρουπο, Κυριακάτικο, μέρα μεσημέρι...όλα βουβά...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

...πώς η μουσική μας κάνει παράτολμους...έχω πετάξει μ’ αεροπλάνο σε καταιγίδα με την ένατη του Μπετόβεν στ’ αυτιά και έλεγα γαία πυρί μιχθήτω, ή με Βιβάλντι, τις τέσσερις εποχές του κι έλεγα, δεν βαριέσαι με τον φόβο, στην τελική, ας πεθάνω με τον Βιβάλντι παρέα...όπως τώρα με τη Νίνου, παλινδρομώ θανάσιμα σε ό,τι προσπαθώ να αφήσω πίσω απεγνωσμένα...και δεν μένει πίσω, να πάρει...πρέπει μάλλον να κόψω και τη Νίνου μαχαίρι κι αυτή... αλλά βλακείες λέω, πάλι κάτι άλλο θα βρω να δικαιολογήσω τις παλινδρομήσεις μου... Μάϊντα μην τρέμεις πάνω στο πόδι μου, μου φέρνεις τεράστια ανησυχία...τι είναι μωρέ, μια παλιοβροχή...τέτοια κούκλα και να φοβάσαι μια παλιοβροχή...ω Θεέ μου!

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

του Robert Desnos σε απόδοση του Δημήτρη Μαλακάση:

Παράξενο εἶναι νά ξυπνᾶς καμμιά φορά τή νύχτα
ἄγρια μεσάνυχτα στόν ὕπνο βυθισμένος
κάποιος μιά θύρα ἔχει χτυπήσει καί στήν πόλη
πού λίγο ἄυπνη λίγο θυμᾶται
οἱ παλιές πόρτες ἀντηχοῦν βαριά στούς δρόμους

Ποιός νἆναι αὐτός ὁ ἄγνωστος ὁ νύχτιος ἐπισκέπτης
ποιόν παρακολουθεί καί ποιόν γυρεύει
εἶναι φτωχός ζητάει ψωμί καί στέγη
μήν εἶναι κλέφτης μήν εἶναι πουλί
μην εἶναι τό εἴδωλό μας στόν καθρέφτη
πού ἀπό μιά διάφανη ἄβυσσο ἐπιστρέφει
καί μέσα μας ζητάει νά ξαναμπεί

Ὅμως τό βλέπει καθαρά ἔχουμε ἀλλάξει
τό κλειδί στήν κλειδαριά δέν πιάνει πλέον
δέν πιάνει στή μυστική θύρα τῶν σωμάτων
κ ἄς εἶναι δευτερόλεπτα μονάχα
πού ἔχει φύγει
στή δύσκολη στιγμή πού σβεῖ τό φῶς

Καί τότε πιά τί γίνεται;
Ποῦ νά πλανιέται; Ὑποφέρει, πονάει;
Μήν εἶναι αύτός ἡ ἀπαρχή τῶν φαντασμάτων;
Μήν εἶναι τάχα τῶν ονείρων ἡ πηγή;
Ἡ γέννηση τῶν θλίψεων;

Ποτέ νά μήν χτυπήσεις πιά τήν πόρτα μου ἐπισκέπτη
στό παραγώνι στήν καρδιά θέση δέν ἔχει
γιά τίς παληές εἰκόνες τῆς ζωῆς μου.
Ἴσως ἐσύ μ᾽ἀναγνωρίζεις μά ἐγώ
νά σ᾽ἀναγνωρίσω πιά ποτέ δέ θά μπορῶ.

D

georgevr
Απών/απούσα

Μιας και κατάφερα να επαναφέρω την οικοδέσποινα,

δικαιούμαι να βάλω ένα κομμάτι

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

georgevr wrote:
Μιας και κατάφερα να επαναφέρω την οικοδέσποινα,

δικαιούμαι να βάλω ένα κομμάτι

δεν αντέχω άλλο μόνη μου κι όταν μ’ αφήνετε μόνη μου θα σωπαίνω κι εγώ...εκβιασμός ξεκάθαρος...όσο για το κομάτι ωραίο, αλλά δεν έχει τη δύναμη του προηγούμενου...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Grizabella: Elaine Paige Jemima: Veerle Casteleyn T.S. Eliot, Rhapsody on a WIndy Night, μουσική Andrew Lloyd Webber. Cats, the musical.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

σίγουρα στην Bookluv, γιατί μας αρέσει ο κύριος αυτός όσο μεγαλώνει τόσο περισσότερο...αλλά και σ’ όποιον θα βρει σ’ αυτή τη λίστα τραγουδιών με τίτλο inside the songs of sacred love όχι μόνο κάτι όμορφο, αλλά κάτι παραπάνω απ’ αυτό...χαίρετε όλοι...

BookLuv
Εικόνα BookLuv
Απών/απούσα

...ναι, ο ωραίος Sting,
εγώ το είχα πει.
Από τη συντροφιά περαστική μόνο,
με έχει καταπιεί ''η τύρβη'' της καθημερινότητας-
θυμάται κανείς αυτή τη λέξη;
τις αφιερώσεις δυστυχώς δεν ακούω,
είμαι πάντα φιλοξενούμενη στους υπολογιστές των παιδιών μου,
ξένη και παρεπίδημη,
η ζωή μου στη σίγαση...

Vale
Απών/απούσα

Πρώτα απ' όλα, όλα καλά ή να βάλω τις φωνές;
Εδώ, θα στοιχειώσω τους περήφανους ποδηλάτες.

Φιλιά πολλά.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Vale wrote:
Πρώτα απ' όλα, όλα καλά ή να βάλω τις φωνές;
Εδώ, θα στοιχειώσω τους περήφανους ποδηλάτες.

Φιλιά πολλά.

Είσαι παλιόπαιδο! Αυτό έχω να σου πω! Αλλά χαίρομαι που ξαναήρθες κι έτσι δεν θα σε μαλώσω άλλο...περιμένω κείμενα από εμπειρίες τόσο καιρό που λείπεις, ποιός ξέρει τι περιμάζεψες...περιμένω τους καρπούς της περιπλάνησης...

Vale
Απών/απούσα

Τρέλα, όλα είναι τρέλα.
Θα σου πω Καραμελένια, μόλις στολίσω το δεντράκι μου.
Χρωστάω και με κυνηγούν...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

πάμε το τσαγάκι στην άκρη και πίνουμε κόκκινο λιαστό, όχι πολύ, ένα το πολύ δυό ποτηράκια...και για σένα και για την Ελένη...άντε θα πιω κι εγώ κι ας πάει και το παλιάμπελο...φιλιά κι απο μένα...α, κι εγώ χρωστάω σε πολλούς, αλλά με τους φίλους είμαι στο πόστο μου...

Εβίβα κι άσπρο πάτο...

Topic locked
contact