Μια μικρή τράπεζα όπου θα κατατίθενται τα αισθήματά μας με όποιο μέσο μας είναι αρεστό και ταιριάζει στην κάθε αναγκαιότητα των στιγμών μας. Μια συλλογικότητα αισθημάτων λοιπόν, γιατί η σιωπή και η άβυσσός της στην ξένωση μας ταξιδεύει...
Categories:
Αξιολόγηση:
0 ψήφοι
στο κονσέρτο Νο 2 σε Σι μινόρε, έργο 18 του κ. Ραχμάνινοφ...με την κ. Ελέν Γκριμώ στο πιάνο και διευθυντή της Ορχήστρας του Φεστιβάλ της Λουκέρνης τον κ. Κλαούντιο Αμπάντο...τόσο πίσω όσο... το 2008 στο Φεστιβάλ της Λουκέρνης φυσικά...σε τρία μέρη...
Moderato...
adagio sostenuto...
alegro scherzando
...να μας πετάξουνε, πρέπει να βρούμε τρόπο να φτιάξουμε ομορφιά...
ΝΑ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ...
Εμείς οι αυτοάνοσοι ασθενείς δεν πρέπει πολύ Ήλιο...
Κι εγώ τώρα τρεις μέρες βγαίνω με τον Καρβουνιάρη μου στον απόλυτο Ήλιο...
όχι σ’ όποιον κι όποιον Ήλιο όμως...
αλλά στον απόλυτο Φθινοπωρινό Ἥλιο...
και πράγματι ο Φθινοπωρινός Ήλιος δεν είναι όποιος κι όποιος.
Έχει μια “σκοτωμένη” όψη, αλλά η δράση του είναι ακμαία και υπέροχη, γιατί στέκεται πάνω σου μεθυστικά...σκέφτομαι τα λιαστά σταφύλια και το κρασί που βγάζουν. Είναι υπέροχα γλυκό. Όχι σαν το νάμα, που σε λιγώνει. Σαν τον Ήλιο. Γλυκό με σπιρτάδα...
Ο Φθινοπωρινός Ήλιος σε κάνει να νιώθεις ένα μ’ Αυτόν. Κάπως έτσι, υποπτεύομαι, θεοποιήθηκε απ’ τους πρωτόγονους λαούς, αλλά κι απ᾽τους αρχαίους...
Προσπάθησα, να βρω μια λέξη αντίστοιχη με τον Σεληνιασμό. Σκέφτηκα τον Ηλιασμό. Δεν υπάρχει πουθενά.
Παράτησα το διαδίκτυο και γύρισα στα Λεξικά μου. Έχω μόνο δύο. Κι εκεί ικανοποιήθηκα υπέρ το δέον...
Το ένα είναι ένα κακοπαθημένο και σκισμένο κατά τόπους
(ούτε τολμώ να το συντηρήσω, το χαρτί εντελώς όξινο! τεράστιος όγκος, χαοτικό έργο!)
Λεξικό της Ελληνικής γλώσσας, όπως συναντιέται στα ελληνικά συγγράμματα
(κατά λέξη τα λόγια του συγγραφέα στον πρόλογό του)
του Σκαρλάτου Βυζάντιου, έκδοση του 1889, ο πρόλογός του γραμμένος το 1851.
Το άλλο είναι το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, έκδοση του 1998, του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Θα ήθελα να σταθώ σε μερικές λέξεις και τα νοήματά τους, που θεωρώ, ότι αντιπροσωπεύουν τα αισθήματα μου αυτών των τριών ημερών της παρατεταμένης έκθεσής μου στον Ἡλιο.
Ξεκινώ απ’ το Λεξικό του Βυζάντιου και διαβάζω:
Ἡλιόβλητος (ὁ, ἡ), [ἥλιος+βάλω] κτυπημένος ἀπό τόν ἥλιον, προσηλιακός, ἡλιοκαμμένος.
Ἡλιοβολέομαι-ἡλιοβολοῦμαι, προσβάλλομαι ὑπό τοῦ ἡλίου. Συχνότερα, γίνομαι ἡλιόβλητος.
Ἡλιοβολία, ἡ ἀκτινοβολία τοῦ ἡλίου, ἡλιοβόλος (ὁ, ἡ) ἡλιόβλητος.
Ἡλιοθερής [ἥλιος+θέρω](ὁ, ἡ), ζεσταμένος ἀπό τόν ἥλιον, ἡλιασμένος.
Ἡλιοκαής (ὁ, ἡ), ἡλιοκαϋμένος, ἡλιοκαΐα (ἡ), ἡλιόκαμμα.
Ἡλιόκαυστος (ὁ, ἡ), ἡλιοκαής.
Ἡλιολάτρης, (ὁ), λάτρις τοῦ ἡλίου.
Ἡλιομανής (ὁ, ἡ), ὁ ἀγαπών (μέ ὑπερβολήν) τήν θερμότηταν τοῦ ἡλίου, ἤ ἐνθουσιαζόμενος ὑπ᾽αὐτοῦ.
Ἡλιοστιβής [ἥλιος+στείβω] (ὁ, ἡ), ὁ πατούμενος (δηλαδή φωτιζόμενος, καιόμενος) ὑπό τοῦ ἡλίου.
Και τέλος το
Ἡλιόω-ἡλιῶ, ἐκθέτω εἰς τόν ἥλιον, ἡλιάζω-φωτίζομαι ἤ θερμαίνομαι ὑπό τοῦ ἡλίου-συνέκδοχα, ζῶ ἔξω (εἰς τό ὕπαιθρον), ἀντίθετον τοῦ Σκιατραφέομαι.
Και έρχομαι τώρα στις ανάλογες λέξεις του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής:
ηλιοθεραπεία η, έκθεση του σώματος στον ήλιο συνηθέστερα για μαύρισμα, αλλά και για θεραπευτικούς σκοπούς
ηλιοκαμένος-η-ο, που το δέρμα του έχει πάρει από τον ήλιο ένα ωραίο σκούρο, μελαψό χρώμα, που έχει μαυρίσει από τον ήλιο, ηλιοψημένος
ηλιοφώτιστος-η-ο, ηλιόλουστος
ηλιόχαρος-η-ο & λιόχαρος-η-ο, που φωτίζεται άπλετα από τον ήλιο, έτσι ώστε να δίνει μια εικόνα που δημιουργεί ένα συναίσθημα χαράς και ευτυχίας (ηλιόχαρη θάλασσα βλέπε φωτογραφία πιο κάτω)
ηλιοψημένος-η-ο, που το δέρμα του έχει πάρει από τον ήλιο ένα ωραίο σκούρο, μελαψό χρώμα, ηλιοκαμένος
Η απόφαση - Μανόλης Αναγνωστάκης
ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.
...η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο...
Οι γλωσσολόγοι λένε το εξής εκπληκτικό: -Εάν είμαστε φτωχοί στο τι θα πούμε, δεν φταίει η γλώσσα μας γι' αυτό. Το σίγουρο είναι πως κανείς δεν θα τη μάθει, μέχρι το τέλος του. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να μαθαίνω μέχρι και τα βαθιά μου γεράματα.
Τα λεξικά της νέας ελληνικής, έχουν περίπου 50.000 λέξεις, κι αν σκεφτούμε πως ελάχιστοι γνωρίζουν τις μισές, τότε υπάρχει θέμα, θέμα προβληματισμού (το λιγότερο...).
Η γέννηση μιας λέξης, μιας ποιητικής λέξης είναι κάτι μαγικό.
Ο Ελύτης είναι μία άριστη πηγή. Όπως είπε και η Λιλή Ζωγράφου: «είμαι τόσο αδύνατη μπροστά στον Ελύτη», μπροστά στον ηλιοπότη Ελύτη.
Έλεγε ο ίδιος:
[...] Έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα, και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου 'δωσε το δεύτερο εύρημα, να δώσω δηλαδή σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο, τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας.
Έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί. [...]
Σημ. Βάζω παρακάτω Τα Πάθη Α' / στο έργο του Ελύτη υπάρχει τρελός πλούτος γλώσσας, ποιητικοί νεολογισμοί, μοναδικοί. Λέξη «ηλιοπότης», δεν θα τη βρεις σε κανένα λεξικό. / «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας».
Το ποιητικό μεγαλείο, τεράστιο, τεράστιο, τεράστιο.
Ο πόθος για ήλιο, για περισσότερο ήλιο.
ΤΑ ΠΑΘΗ
Α'
Ιδού εγώ λοιπόν,
ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου·
ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
και μύστης των φύλλων της ελιάς·
ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.
Ιδού εγώ καταντικρύ
του μελανού φορέματος των αποφασισμένων
και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε,
γαστέρας το άγγρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα
Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα
κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα
παρά βρύσες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ' ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ' απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!
Σημ.2 Το τελευταίο, για σένα Καραμελένια.
[Ήλιος ο Πρώτος]
Η Πορτοκαλένια / [Στον Αντρέα Καμπά]
Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει,
σιγά-σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!
Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί,
έτσι καθώς άγγιξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα,
έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές,
σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές,
σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια,
κι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν,
κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!
Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός, μεθάει ο κόσμος όλος,
όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει.
Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια,
τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές,
τη λέει κ' η δρόσο στου βοριά το απανωχείλι:
-Σήκω μικρή, μικρή, μικρή Πορτοκαλένια!
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δεν σε ξέρει.
Μήτε σε ξέρει ο γελαστός θεός,
που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους!
Οδυσσέας Ελύτης
Τι να σας τρατάρω που ήρθατε με τα χέρια γεμάτα ωραία δώρα;
Ευγνώμων, που δεν περιγράφεται...
όσο εμπλέκονται κι άλλοι “αισθηματίες” σ’ αυτή τη μικρή παρέα, τόσο εγώ θρέφομαι κι ανασταίνομαι...
Και ξεθάβω θαμένα πράγματα και πλουτίζει ο ορίζοντάς μου, που γίνεται κοντόθωρος στα δύσκολα.
Δεν το θέλω...Απλά γίνεται...
Ακόμη στην αρχή είμαστε...
Φιλιά, πάω να ξεβρομίσω.
Κι ως σώθηκαν τα δάκρυά της, ο Λευτέρης, πάντα στο πέτο της, σιγοντάριζε το κλάμα και τη συγκίνησή της με το τζι-τζι-τζί του το μπουκωμένο. Έκανε και τέτοιο τζι-τζι-τζί. Ζιμπουλιώ της ψιθύρησε, όταν πια σταμάτησε να κλαίει, ας πάμε λίγο προς τα πίσω να βρούμε και τους άλλους, να δούμε γιατί αργοπορούνε…
Ξεκίνησαν λοιπόν κι η Ζιμπουλιώ τραγουδούσε ένα ωραίο ερωτικό τραγούδι, που το’λεγε ένας ψηλός μελαχροινός άντρας, με ολοστρόγγυλα μεγάλα μάτια και ήταν λίγο αγριωπός, μα εξαιρετικά τρυφερός στα λόγια του. Δούλευε στα χασάπικα και δεν της άρεσε τόσο η φωνή του, που ήταν λίγο αυστηρή και χωρίς πολλά χρώματα και στολίδια, όσο τα λόγια του τραγουδιού, που εξ αιτίας τους το είχε μάθει και τόλεγε, όταν ήταν συγκινημένη από ερωτικές ιστορίες που άκουγε.
Η ίδια δεν είχε ερωτευθεί ακόμα…κι αυτό την έκανε ν’ αναρωτιέται, μήπως δεν θα της συνέβαινε ποτέ… Τραγούδαγε κι ο Λευτέρης μαζί της, με μια βραχνάδα στη φωνή. Αυτή τους η ενασχόληση, γιατί το τραγούδι το κλωθογύριζαν απ’ τη αρχή στο τέλος και δόστου πάλι απ’ την αρχή στο τέλος, συνέχεια, τους έκανε να ξεχαστούν. Λεπτό δεν ένιωσαν την κούραση απ’ την απόσταση που διένυαν. Και δόστου πάλι, νόστιμο μικρό τρελό μου, τζι-τζι-τζί…
Και σ’ ένα γύρισμα του δρόμου τους, από’κει που ήταν ησυχία και μόνο οι πατημασιές της Ζιμπουλιώς ακούγονταν, άκουσαν κουβέντες ακαθόριστες κι επειδή δεν ήταν σίγουροι ποιοί τις εκαναν, είπαν να κρυφακούσουν πρώτα, πριν φανερωθούν…σσστ, είπε στον Λευτέρη η Ζιμπουλιώ και κούρνιασε πίσω από έναν βράχο.
Κυρ-χρόνε, κοίταξε να δεις, μην κάνεις νάζια. Έχουμε σοβαρά πράγματα να κάνουμε. Πρέπει να βοηθάμε τη Ζιμπουλιώ όπως μπορούμε., έλεγε η Φραγκώ. Όχι να την στενοχωρούμε. Βάλε λοιπόν τα σκαρπίνια σου και θα σε βοηθήσουμε να περπατήσεις ως τη σπηλιά του Δράκου της Οξύνοιας.
Όχι, όχι, όχι, έλεγε ο γέρο-χρόνος πεισματικά. Μα πού είχε εξαφανιστεί ο χαρούμενος παιχνιδιάρης γέρος με τα ταπ-ταπαρίσματά του και τα χοροπηδήματά του, που φρόντιζαν με γλέντι την απόλυτη τάξη των ρυθμών; Ήταν καθισμένος κατάχαμα και δεν έλεγε να σηκωθεί, ούτε για να ξεμουδιάσει.
Τα μεγέθη των στιγμών, των λεπτών και των δευτερολέπτων, ακόμα των ωρών, των ημερών και ούτω καθ’ εξής είχαν μαζευτεί γύρω του. Είχαν βγει απ’ το δισάκι του και ωρύονταν σκουντώντας τον, να σηκωθεί επι τέλους και να συνεχίσει η ροή των συμβάντων με τάξη και ρυθμό. Ανένδοτος αυτός, αναγκάστηκε η Φραγκώ, να καλέσει κάμποσα ξωτικά να τον μεταφέρουν εκείνα.
Τότε τους εμφανίστηκε η Ζιμπουλιώ. Τους περιέγραψε τι είχε συμβεί στη σπηλιά και δεν φαντάζεται κανείς τις εκφράσεις του Χρόνου, της Φραγκώς δε ακόμα χειρότερα, καημένη ερωτευμένη Φραγκώ, αναψοκοκκίνησε το πρόσωπό της και δάκρυα ανάβλυσαν απ’ τα όμορφα μάτια της, δάκρυα απελπισίας.
Αφού το συζήτησαν ξανά και ξανά και τι μπορούσε δηλαδή να γίνει άλλο, αφού ο Δράκος την Αρμπόρια λάτρευε κι εκείνη προφανώς εκείνον…Άλλο ερπετό μέ έστω και διαφορετικό ερπετό, κι άλλο ερπετό με ξωτικό, ανθρώπινων προδιαγραφών.
Μες στην ώρα ήρθαν τα ξωτικά με ένα φορείο ανάκλιντρο. Έβαλαν τον γκρινιάρη πια Χρόνο πάνω και ξεκίνησαν όλοι, να πάνε στη σπηλιά του Δράκου…Όταν έφτασαν ήταν λίγο πριν σουρουπώσει. Μύριζε υπέροχα φαγητά και κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί, πόσο καλή μαγείρισσα ήταν η Αρμπόρια…
Ψέλισε το ξόρκι η Φραγκώ, μέριασαν οι ογκόλιθοι και ένας ένας άρχισαν να μπαίνουν στη σπηλιά και να πέρνουν ο καθ’ ένας κι από μία θέση, πρώτος ο Χρόνος, τον οποίο εναπόθεσαν κοντά στη φωτιά, γιατί καθώς ήταν κακόκεφος είχε μιαν ευαισθησία στο βραδυνό αγιάζι.
Ο Δράκος ήταν φωτεινός και σιωπηλός, ειδικά μπροστά στη Φραγκώ. Η Αρμπόρια είχε μαγειρέψει ένα σωρό καλούδια και σερνόταν δω κι εκεί χαρούμενη κι ανάλαφρη, η γλωσίτσα της μπαινόβγενε ρυθμικά και σ’ ενα παλιό γραμμόφωνο, που είχε αφήσει ένας μουσικός, δοκιμαζόμενος για την απόλυτη ευτυχία, έπαιζαν ένα δίσκο, που του είχε δώσει η αγαπημένη του, για να την σκέφτεται όσο ήταν μακριά του…
Θα σ’ αγαπήσω όσο κανείς δεν σ’ έχει αγαπήσει, με βροχή και με λιακάδα...…έλεγε μια κυρία και ο Φάϊρφοξ τραγουδούσε με μια θεϊκή φωνή μαζί της. Η Φραγκώ για πρώτη φορά πρόσεξε πόσο υπέροχος ήταν. Υπέροχος. Τόσα χρόνια κρεμασμένος απ’ τη ζώνη της. Σοφός και στοργικός μαζί της. Του άπλωσε το χέρι κι αυτός κρεμάστηκε πάνω του και κάθισε στην παλάμη της τραγουδώντας πάντα, ευτυχισμένοι μαζί, δυστυχισμένοι μαζί, δεν θα’ναι υπέροχα;
Η Αρμπόρια λικνιζόταν καθώς έστρωνε το τραπέζι και η Ζιμπουλιώ πήγε να τη βοηθήσει...ο Στραβά Δοντιάς είχε πάρει υπό την προστασία του τον γέρο-Χρόνο και του ακουμπούσε συνεχώς στην ποδιά του καθαρισμένα φουντουκάκια, που έμοιαζαν ατελείωτα. Από πού τα έβγαζε κανείς δεν ήξερε...
Ο Δράκος έβγαζε μικρές φλογίτσες ευτυχίας κι ανυπομονούσε να φάει τα καλούδια της γυναίκας του. Σε δυό μέρες παντρεύονταν οι δυό τους, όχι όπως οι άνθρωποι κάνουν. Μ’ έναν δικό τους τρόπο, μυστικό...Μόνο αυτοί τον ήξεραν και τον όριζαν και αυτός ο τρόπος δεν χρειαζόταν μάρτυρες για να επικυρωθεί...
Επίσης την επομένη και πριν το γάμο ο Δράκος έπρεπε να ανταμοίψει τη Ζιμπουλιώ για τα κατορθώματά της. Και τα δυό τα είχε φέρει σε πέρας υπέροχα. Οι φλόγες του στομαχιού του δεν εξοστρακίζονταν δω κι εκεί και ο έρωτας της ζωής του ήταν μαζί του στο σπίτι του πια.
Η τελετή θα γινόταν μέσα στη σπηλιά και κάτω απ’ το φως χιλίων κεριών, όσα χρόνια ζωής είχε και ο Δράκος. Ο Δράκος θα ακουμπούσε το χέρι του το αριστερό, αυτό της καρδιάς, στο αριστερό της Ζιμπουλιώς κι εκεί, μια ζεστασιά θα περνούσε το είναι της ολόκληρο, για να επικεντρωθεί στο κεφάλι της. Στον εγκέφαλό της. Μια θέρμη, που ήταν η ένταση της συσσωρευμένης Οξύνοιας.
Η Φραγκώ θα έφερνε ένα υφαντό που θα απεικόνιζε τα κατορθώματα της Ζιμπουλιώς καθώς και το πρώτο φιλί του Δράκου με την Αρμπόρια. Το υφαντό ήδη είχε ξεκινήσει να υφαίνεται με γοργό ρυθμό από εξήντα αράχνες και τους παραγιούς τους.
Κάθισαν λοιπόν όλοι στο τραπέζι και φχαριστήθηκαν τα δώρα του. Πάνω απ’ όλα όμως φχαριστήθηκαν την πορτοκαλιά ατμόσφαιρα που ήταν διάχυτη κι ευτυχισμένη παντού. Από όλους προς όλους. Κανείς δεν γκρίνιαζε, κανείς δεν τσακωνόταν με κανέναν...
Κι εσείς φίλοι όνειρα γλυκά...κι αύριο πάλι στη συνέχεια του παραμυθιού μας...
Κυρίες και Κύριοι ο Al Bowlly! μας συνέστησε η φίλη μου η Λ.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο άνθρωπος είχε ελληνολιβανέζικη καταγωγή! Ωραία; Ωραίααααα!
...του Στρατή Πασχάλη.
Δέν θέλω ἀπόψε λάγνες ψυχές νά κυνηγήσω.
Θέλω σέ κάτι ἄδολο νά ἀφιερωθῶ, τόσο ἀθῶο πού νά μήν τολμῶ
πάθος νά φανερώσω.
Ἄστρα σεμνά, στό καθαρό
διάστημα τῆς νύχτας
θέλω ἀπόψε γιά τήν ἀγάπη μου νά λάμψω
ἴδιος μέ σᾶς πού τρέμετε
νηφάλια, παγωμένα
ἔστω κι ἄν εἴσαστε ἀπό κοντά
ἥλιου ὁλοκαυτώματα.
Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό που η νύχτα τους κοίταξε γλυκά, χαμογέλασε στον καθένα τους χωριστά, όλοι έγειραν σ’ ένα προσκεφάλι, έκλεισαν τα μάτια τους, που δεν είχαν κλείσει για τόσο καιρό και κοιμήθηκαν.
Δεν υπήρχε ο Χρόνος, που θα χρονομετρούσε τη ζωή τους. Κι ο ίδιος ο Χρόνος κοιμόταν και ίσως ονειρευόταν κι όλας. Αν κάποιος κοιτούσε το πρόσωπό του, πόσες γκριμάτσες άλλαζε θα έλεγε, ότι το όνειρό του ήταν κάπως δραστήριο ή τέλος πάντων είχε μια κάποια ένταση.
Επίσης μια σιωπή κυριάρχησε μαζί με τον Ύπνο, που συνήθιζε να γαργαλιέται, όταν κάποιος του έκανε παινέμματα και να γίνεται παιχνιδιάρης. Ο Ύπνος έτσι κι αλλιώς ήξερε το αποτέλεσμα της δράσης του. Δεν είχε ποικιλία διαθέσεων. Ήταν νικητής ή ηττημένος. Τίποτε άλλο.
Πορθούσε τα σώματα και ή τα κατέβαλε ή δεν κατάφερνε να τα αλώσει κι αυτά μένανε ξάγρυπνα και σε ένταση τις πιο πολλές φορές. Τώρα όμως είχαν όλοι κοιμηθεί.
Ήρθε και η στιγμή που ο παμμέγιστος Ήλιος ανέβηκε στο στερέωμα και δεν ξύπνησε κανείς, παρά όταν πέρασε κάμποσος χρόνος. Ελλείψει ρολογιού, ούτε τα φυσικά ξυπνητήρια δεν έκαναν τη δουλειά τους αυτή τη φορά. Εν πάσει περιπτώσει η πρώτη που σηκώθηκε ήταν η Αρμπόρια, μια και ήταν πια η οικοδέσποινα για τόσο εκλεκτό κόσμο! Έβαλε την ποδίτσα της κι άρχισε να ετοιμάζει τα υλικά για το πρωϊνό τους.
Δεύτερη σηκώθηκε η Ζιμπουλιώ. Πλήθηκε, χτενίστηκε, φόρεσε τα καλά της και κατέβηκε στην κουζίνα, όπου καλημέρισε τη Αρμπόρια. Της χάϊδεψε τις φολίδες του κεφαλιού της και τη ρώτησε, αν αισθάνθηκε το χάδι και η Αρμπόρια έγνεψε ναι.
Με μια αστεία κίνηση του σώματος, με μικρά αλματάκια προς τα μπρος, και το κεφάλι να πηγαίνει γρήγορα πάνω κάτω. Αυτή είναι η εκφραστικότητα μιας ερωτευμένης δεντρογαλιάς, σκέφτηκε η Ζιμπουλιώ και την διαπέρασε ένα ρίγος συγκίνησης.
Μετά ήρθαν και οι άλλοι, ανανεωμένοι και ορεξάτοι. Ειδικά ο γέρο-Χρόνος έμοιαζε νά έχει σχεδόν ανακάμψει δριμύτερος παρά ποτέ. Είχε στοιχειωδώς αποκατασταθεί το χοροπήδημά του. Και έμοιαζε να έχει επανέλθει τρόπον τινα στην περιπαιχτική του διάθεση, αν κρίνουμε απ’ τα λεγόμενά τους στον Δράκο...
Λεωνίδα μου, ακούστηκε να λέει η Αρμπόρια κι όλοι απόμειναν άφωνοι, γιατί το φίδι ως εκείνη τη στιγμή ήταν παντελώς αμίλητο. Να φας κι απ’ αυτό το πιάτο που δεν έχεις ξαναφάει και δεν το συνηθίζουμε εμείς τα ερπετά. Αξίζει να γλεντήσει λίγο ο ουρανίσκος σου...
Όλοι της φώναξαν, Μπράβο, Εύγε Αρμπόρια! Κι άρχισαν να πίνουν άλλος το τσάϊ κι άλλος τον καφέ του. Η λυγερή Αρμπόρια ρούφηξε ένα κατσαρόλι γάλα γεμάτη ευτυχία, ακουμπώντας κάπου κάπου το κεφάλι και τη γλώσσα της στον άντρα της...
Κι ως τέλειωσαν το πρωϊνό, ετοιμάστηκαν για την τελετή της παράδοσης της οξύνοιας. Ήρθαν τα ξωτικά και κρέμασαν γιρλάντες με λουλούδια πολύχρωμα και μυρωδάτα, άναψαν τα χίλια κεριά κι ένα εφεδρικό σε περίπτωση προβλήματος να διατηρηθούν όλα όπως έπρέπε.
Προς το μεσημέρι ο Δράκος έβαλε το παπιγιόν και το ημίψηλό του καπέλο. Στάθηκε όπως κι όλοι οι συμμετέχοντες με ένα ευτυχές χαμόγελο, μέχρι που ήρθε η Ζιμπουλιώ όμορφη, όσο ποτέ και με ένα πηγαίο γέλιο, τους φίλησε όλους έναν έναν, ως και την Αρμπόρια, που ενθουσιάστηκε που δεν την σκιαζότανε ούτε αυτήν, ούτε τον άντρα της.
Η στιγμή της μεταβίβασης της οξύνειας ήταν όπως της το είχαν περιγράψει. Απ’ το χέρι του Δράκου στο δικό της κι έπειτα σαν φλόγα στον εγκέφαλό της, μα ήταν η ωραιότερη εμπειρία που είχε νιώσει...πραγματικά η ωραιότερη...
Φιλήθηκαν, ξανά αντίο αλλά και βίο ανθόσπαρτο όλοι, μα όλοι ανεξαιρέτως, τους ευχήθηκε κι έφυγε με τον Λευτέρη στο πέτο της και τον γέρο-Χρόνο σταθερά στο κατόπιν της...
Θραύσε το γιαλί στο παράθυρο της καλύβας, το περιστέρι της καλωσύνης που φωλιάζει μέσα έχει κάτι να σου πει. Θραύσε το γυαλί στο παράθυρο της καλύβας, το περιστέρι της καλωσύνης που φωλιάζει μέσα έχει κάτι να σου πει, της ψιθύρισε ο Λευτέρης. Αυτή τον χάϊδεψε στην πλατούλα του με τα διάφανα φτερουλάκια του και ξεκίνησαν την καινούργια τους προσπάθεια...
Εύχομαι κι εμείς καινούργιες προσπάθεις κι όνειρα γλυκά...ως αύριο βράδυ...
Του είπε ο υδραυλικός
Τα μολύβια κάποια στιγμή θα πρέπει να αλλάξεις
Έχουν λειώσει και τα νερά ποτίζουν το πάτωμα από κάτω
κ’ οι τοίχοι τραβάν την υγρασία
Μα έχε υπόψη σου ότι, στοιχίζει ακριβά αυτό κ΄η φασαρία μέρες κρατεί
Αλλά το σπίτι είναι παλιό, πολύ παλιό
ως πότε θα ‘ναι κατοικήσιμο
να αξίζει άραγες ο κόπος;
Του είπε η οδοντογιατρός
Τις γέφυρες κάποια στιγμή θα πρέπει να αλλάξεις
Τα ούλα με τον καιρό έχουν κατέβει, τα δόντια έχουν αποκαλυφθεί
και οι τροφές σφηνώνονται από κάτω
Μα έχε υπόψη σου ότι, στοιχίζει ακριβά αυτό κ΄η φασαρία μέρες κρατεί
και μπήκε σε σκέψεις
γέρος άνθρωπος
με σώμα παλιό, πολύ παλιό...
Υ.Γ. Σήμερα το πρωί στις 06:30 μεταξύ ντούς και πλυσίματος δοντιών. Μη βαράτε λοιπόν
σου δίνω μόνο τα καλέσματά μου,
και στη μέση της γιορτής... καταρρέω...
...και στο τέλος...η αγάπη που πέρνεις είναι ίση με τον έρωτα που κάνεις...
the wind is high it blows my mind...
Σημ. Στο άλλο θέμα (του scrab) είδα περίεργη μπαλίτσα (σύστημα 4-3-2-1) και είπα: Ρε, χαμηλά η μπάλα, ας παίξω κι εγώ λίγη...
Τελικά εμφανίζεται ένας πολύ ωραίος τύπος. Κούκλος!
...Γηρατειά πού ἔρχονται
γητατειά πού δέν ἔρχονται
ἕνα προμήνυμα πού βουρκώνει τά πάντα
ὅμως
δάκρυ δέ θέλει κυλήσει-κόλαση τοῦ χρόνου
τρομακτική ἐκκρεμότητα νά ὑπάρχεις...
Αὐτό τό κάλεσμα δέν ἔχει μιλιά
κι αὐτό τό γνέψιμο εἶναι δίχως κίνηση
καί τό ξύπνημα δίχως σάλεμα βλεφάρου στή στεγνή μέρα
...Ἐννήμαρ κέατ᾽ἐν φόνῳ
οὐδέ τις ἦεν κατθάψαι
λαούς δὲ λίθους ποίησε Κρονίων
καὶ τὰ μάτια μου τ᾽ἁρπαξαν καὶ τὰ ᾽σερναν στὶς σκόνες
Ἰούνιος θεριστής στὰ Τρίκκαλα καὶ τὸ κομμένο
κεφάλι στὴν πλατεία ἐφώνησεν τρὶς
νολλεμ νολλεμ νολλεμ
Πῶς θὲς νὰ δοκιμάσω πάλι
λόγια καὶ λόγια δίχτυα ποὺ τραβῶ ἀπ᾽τὰ σωθικά μου
ἀγγίγματα ποὺ γίνονται ἄγρια πουλιά
πλανέματα σ᾽αἰνίγματα τοῦ νοῦ καὶ τῆς ἐπιθυμίας
--σ᾽ἀνάκουστο κιλαϊδισμό καὶ λιποθυμησμένο κρύβεται
τό φονικό τραγούδι.
Δὲν ἔχω ὑπάρχοντα πιὰ
δέν ἔχω ὑπάρχοντα
ἡ βάρκα μου στάχτη στὴν ἄμμο
Ἀγνάντεμα μὲ τὴν πλάτη μου στραμμένη στὸ πέλαγος
Μιὰ ζωὴ ἀνεπανόρθωτη.
Για τη νύχτα που έρχεται...
γραμμένο απ᾽τον κ. Βύρωνα Λεοντάρη, μέρος τῆς συλλογῆς του Μόνον διὰ τῆς λύπης...ἔκδοση τοῦ 1976.
....ααααχχχχχ
πάμε αναστροφή;
πάμε:
http://www.youtube.com/watch?v=w6gMlg01WQw
Αναστροφή και έμμεσος σχολιασμός/απάντηση δια λόγων του Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε. Από Το βιβλίο της φτώχειας και του θανάτου.
...Καί ἡ ἔνδεια θάνατος εἶναι. Ξεγυμνώνει ἀπ᾽ ὅλα τόν ἄνθρωπο, προορίζεται κι αὐτή νά τόν ἀφήσει γυμνό.
Ἡ ἔνδεια ὅπως ὁ θάνατος ἀφαιρεῖ ἀπό μέσα μας ὅ,τι δέν εἶναι φωτιά τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀληθινή ἔνδεια εἶναι ὁ θάνατος τοῦ ἐαυτοῦ μέσα σ᾽αὐτή τή ζωή.
Ἔχω τό δικαίωμα νά πῶ γιά ὅλους τούς συγχρόνους μου ὅτι δέν εἶναι παρά παραφουσκωμένοι ἀπό τό κενό τους, πωρωμένοι ἀπό φιλαυτία μέχρι σήψεως. Καθένας θεωρεῖ τόν ἐαυτό του μιά κεντρική ὕπαρξη, αὐτόνομη, ἱκανή νά ἑλκύσει πάνω της ὅλα τά ἀγαθά.
Γιατί στούς φριχτούς καιρούς μας, ὁ ἄνθρωπος ἔχει λύσει κάθε δεσμό πού τόν ἔδενε μέ τόν κόσμο, πού τόν ἔπειθε γιά τήν προσωπική του ανυπαρξία ἀποδείχνοντάς του πώς ἀνήκει στό σύνολο τοῦ κόσμου. Τώρα πού τά ἔχει χάσει ὅλα, μονάχος σάν τόν τρελλό, θά ἤθελε ὁ κόσμος νά εἶναι δικός τους. Τόν θεωρώ ἀνίκανο νά ξαναβρεῖ τή θέση του καί νά καταλάβει πώς ὅ,τι καί νά σκέφτεται, νά πιστεύει ἤ νά κάνει δέν δύναται παρά, στήν καλύτερη περίπτωση, νά δέχεται ἐπιφοίτηση, ὑποταγμένος στούς ἀκατάληπτους νόμους. Τό μόνο πού ξέρει πιά εἶναι ν᾽αντιστρέφει τούς ρόλους, νά σκέφτεται ἀνάποδα. Αὐτό τό πλάσμα πού ἔχει χάσει τό νόημα τῆς ζωῆς, ἀδειανό ἀπ᾽ὅλα, ἀνίκανο πιά νά κατέχεται, θά ἤθελε νά κατέχει τόν κόσμο.
Μά τό κακό δέν σταματᾶ ἐδῶ. Προτοῦ νά κατέχει τόν κόσμο ὁ ἄνθρωπος θέλει νά κατέχει τούς ὁμοίους του. “Τόν εἶχα στό χέρι καί θά τόν ἔχω”, “ἐμένα” ὅμως, “δέν μ᾽ἔχει κανένας”.
Φιλαυτία=ἰδιοκτησία (amour-propre=propriété).
Οι λέξεις δέν εἶναι τυχαίες. ...
βαααχχχχ...
Αυτά ήταν τα λόγια της φωνής της μικρής κόρης μιας πολύτεκνης οικογένειας. Πολύ χαϊδεμένης απ᾽τους γονιούς και τ᾽αδέλφια της. Που χάθηκε στο δρόμο, καθώς άφησε το χέρι της μαμάς της και διάλεξε να περιπλανηθεί στο πλήθος της πόλης...
Και κατέληξε, μέσα από άγνωστη διαδρομή, η φωνή της να νουθετεί δοκιμαζόμενους στον κόσμο της απέραντης ευτυχίας, μετά από πολύ μεγάλη ταλαιπωρία και στενοχώρια. Είναι η αλήθεια.
Ο Λευτέρης υπενθύμιζε όλα αυτά στη σκεφτική Ζιμπουλιώ και συνέχιζε όσο περπατούσαν προς τη Λίμνη. Θα έπρεπε να γυρίσουν εκεί που είχαν ξεκινήσει και να διαβούν το βουνό στην αντίθετη όχθη απ᾽αυτήν που βρίσκονταν. Θα διένυαν λοιπόν ξανά τη Λίμνη.
Εκεί στο βουνό υπήρχε ένα οροπέδιο. Δεν είχε κτίσματα. Ήταν γεμάτο άγριους αγρούς και δέντρα διάφορα. Προς εκείνο το οροπέδιο, η Ζιμπουλιώ έπρεπε, όχι μόνο να πορευτεί ολομόναχη, αλλά και να μείνει τρία ολόκληρα βράδια, πάλι ολομόναχη, ατενίζοντας το φεγγάρι, που ήταν στη γέμισή του.
Περισσότερα θα της έλεγε ο Στγαβά Δοντιάς αυτή τη φορά. Ο οποίος είχε τα δικά του μονοπάτια που πορευόταν και πάντα παρουσιαζόταν αιφνίδια μπροστά τους και την κατάλληλη στιγμή ακριβώς.
Έπειτα θα την πρόστρεχαν και οι ντόπιοι των γύρω κοινοτήτων. Αυτές οι κοινότητες διατηρούσαν τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά και την πολιτιστική φιλοσοφία των αρχαίων τους κοινωνιών, συνδυασμένες πολύ αυστηρά όμως προς την κατεύθυνση μιας νεωτερικότητας.
Στο κλείσιμο ακριβώς των τριών ημερών, πάλι μόνη, αλλά με την πολύτιμη βοήθεια των ιθαγενών, έπρεπε να συγκεντρωθεί στο να επιτελέσει την τρίτη νουθεσία. Η καλύβα που αναφερόταν η ρήση βρισκόταν κοντά στο οροπέδιο.
Ο Λευτέρης μ᾽αυτόν τον καταιωνισμό πληροφοριών για την καινούργια δοκιμασία, την οδήγησε χωρίς να το καταλάβει στην αντίπερα όχθη, πάλι βαδίζοντας στην ήρεμη επιφάνεια της Λίμνης, πάνω απ᾽την άγρια φύση της κοιλάδας...
Καλό μας ξημέρωμα φίλοι, αύριο πάλι με τούτα και μ᾽εκείνα του παραμυθιού μας.
Αν ονειρεύεσαι του κόσμου τη χαρά όλη για πάρτη σου.
Aν ονειρεύεσαι μια αγάπη τη φορά, βγάζεις το μάτι σου.
Αν ονειρεύεσαι μέρη κρυφά να ξεχνιέσαι και να χάνεσαι.
Αν ονειρεύεσαι γι' αυτά, αδελφέ μου, μαλάκας πιάνεσαι.
Αν όμως ζεις τις στιγμές και τις στραγγίζεις λιγάκι ακόμη,
τότε η ευτυχία, η ζωή κι ο θάνατος, κοντινοί είναι δρόμοι
για να τους πας περήφανος σιγά - σιγά και περπατώντας.
Και να μη φας τον καιρό σου αδελφέ μου ψευτογελώντας
Βάλε το γέλιο, λοιπόν, πάνω απ' το ψέμα
σαν μια βελόνα οχτάρα που κεντάει μελάνι στο δέρμα
αυτό που διάλεξες κόντρα στο ριζικό σου
και απ' την ασχήμια τους κράτα λίγη ομορφιά για μερτικό σου.
Πύρινο βιος σου δυο λέξεις, ζωής ριξιά,
αφού δε ζήλεψες σαν άλλους λουσάτη αλλαξιά
κι αφού δεν χώθηκες σε βρώμικους ψυχοκρυψώνες
έχεις δέσει καλά το ατσάλι με χειμώνες
Τι ονειρεύεσαι, λοιπόν, σαν τους ευχαριστημένους
αυτούς τους άφησε η ξεφτίλα φασκιωμένους
να μουρμουράνε για την πάρτη μας και μόνο,
όταν αγγίξουν οι λεπροί τη φωτιά δεν νοιώθουν πόνο.
Και τον χρόνο τον κουμαντάρουνε αναλόγως
τον ζυμώνουνε χωρίς μαγιά, που λέει ο λόγος,
για να 'χει τη φρεσκάδα του κόντρα στα πολυκαιρισμένα,
στα πανιασμένα και τα ξεχαρβαλωμένα.
Γι' αυτό σου λέω, τί ζηλεύεις, τί ονειρεύεσαι
Τα 'χεις μπροστά σου, ζήσε, τί παιδεύεσαι
Αν περιπαίζεις τ' απλά, είναι σαν να χάνεσαι
αν τα θέλεις όλα, μαλάκας πιάνεσαι.
Κοίτα εκεί έξω, οι δήθεν ασυμβίβαστοι
τάζουν στον διάολο για να μείνουν αρυτίδιαστοι.
Κι όσοι τους βλέπουν στέκουνε συνεπαρμένοι,
άντε ξεχώρισε ποιοι να 'ναι πιο καημένοι.
Μια γη καμένη από αγάπες και χαρές
απ' τις φωτεινές ρεκλάμες κάτω λιώνουν ουρές
κι όσα δεν έφτανε η αλεπού τώρα τα φτάνει,
καλά τηνε δασκάλεψε όλο αυτό το ανθρωπομάνι.
Εσύ κοίτα να στραγγίζεις τη ζωή λιγάκι ακόμη.
Η ζωή κι ο θάνατος κοντινοί είναι δρόμοι
κράτα τα όμορφα και σιγοπερπατώντας
και να μη φας τον καιρό ψευτογελώντας
Αν ονειρεύεσαι του κόσμου τη χαρά όλη για πάρτη σου.
Aν ονειρεύεσαι μια αγάπη τη φορά, βγάζεις το μάτι σου.
Αν ονειρεύεσαι μέρη κρυφά να ξεχνιέσαι και να χάνεσαι.
Αν ονειρεύεσαι γι' αυτά, αδελφέ μου, μαλάκας πιάνεσαι.
Αν όμως ζεις τις στιγμές και τις στραγγίζεις λιγάκι ακόμη,
τότε η ευτυχία, η ζωή κι ο θάνατος, κοντινοί είναι δρόμοι
για να τους πας περήφανος σιγά - σιγά και περπατώντας.
Και να μη φας τον καιρό σου αδελφέ μου ψευτογελώντας
Αν ονειρεύεσαι - Active Member
http://www.youtube.com/watch?v=4WXpOZ7Uu8Q&feature=share
Παρντόν για την ασυνέχεια στο παραμύθι. Παθαίνουν και οι παραμυθάδες τα δικά τους ή μάλλον έχουν κι αυτοί τα δικά τους. Θα σιγήσουν για όσο χρειάζεται...
Όχι γιατί δεν έχουν συνέχεια να πουν...Για άλλο...
Θα επιστρέψουν δριμύτεροι πάντα...
Πάντως για μας τους διασυνδεμένους με το σύμπαν κατά κάποιο τρόπο, έχω να μεταφέρω ένα ιδιότυπο συμπαντικό δελτίο θυέλλης...
Σήμερα έχουμε Πανσέληνο.
Πάλι; Θα μου πείτε. Πάλι!
Πότε ήταν βρε παιδί μου η προηγούμενη φορά; Ο γέρο-Χρόνος φταίει και αυτό το ανεξέλεγκτο χοροπήδημά του, που σωριάζει κατάχαμα, χορεύοντας κλακέτες, δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες, μέρες, βδομάδες, μήνες, χρόνια ολόκληρα...
Πότε είμασταν μια ωραία παρέα στη θάλασσα για το δεύτερο φεγγάρι του Αυγούστου;
...άει στην οργή...δε λέει...
Πάντως σήμερα δεν είναι απλά μια Πανσέληνος...
Είναι ταυτόχρονα έκλειψη σελήνης...κι όχι μόνο...
Αυτή συντελείται στον Κριό...Τρελό κι απρόβλεπτο το Κριάρι...παρορμητικό (έτσι λένε)...εγώ που είμαι τέτοιο, λέω ότι το κριάρι βλέπει λίγο πιο πέρα απ’ ό,τι οι άλλοι και σπρώχνει τη ζωή να πάει μπροστά...
Θες να φύγει κάτι μπροστά; Δόστο σ’ ένα Κριάρι να το σπρώξει εκεί που πρέπει...όπως πρέπει και με ακρίβεια δευτερολέπτου...
Κι έχουμε τη φήμη ότι αν κάτι στη φύση είναι πρωτοποριακό βγαίνει απ’ το μυαλό και το σώμα ενός Κριαριού...
Αυτή η έκλειψη λοιπόν γίνεται απόψε κι έχει όλα τα στοιχεία που προανέφερα...
Για μας που έχουμε γεννηθεί Κριάρια, αλλά και όσους έχουν στοιχεία Κριαριού στο γεννέθλιο χάρτη τους, σηκώστε τα μανίκια...
Σε όλους τους τομείς, εγκαταλείψτε άνευ δεύτερης σκέψης ό,τι σας έχει σταθεί βραχνάς γύρω στο λαιμό και δεν σας αφήνει ν’ αναπνεύσετε...(άρα καλή επιρροή). Φυσικά δεν σημαίνει ότι αυτό δεν το έχετε ήδη ξεκινήσει...Απλά αυτή η περίοδος (15 μέρες πριν και 15 μέρες μετά την έκλειψη, ένα μήνα δηλαδή) ευοδώνει την προσπάθεια αυτή...
Πονέστε, ξεπονέσετε, κλάψτε, ξεκλάψτε, χτυπηθείτε κάτω ή στους τοίχους, δαγκώστε τα χέρια σας, να μην φωνάξτε, αλλά και μπήξτε τις πιο στεντόριες φωνές που μπορείτε να βγάλετε, ακούστε χιλιάδες σειρήνες, να σας καλούν πίσω, εκεί που ξέρετε τα στραβά και τα ανάποδα, επιπέδου, πού πας τώρα βρε παιδί μου στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα;;;
Εσείς κερί στ’ αυτιά σας!
Έτσι πρέπει να γίνει. Προχωράμε προς την δημιουργικότητα, την αναγέννηση κι αυτό δεν μπορεί, παρά να γίνει...
Τίποτα δεν πεθαίνει χωρίς να δώσει τη θέση του σε κάτι άλλο...
Και μην είμαστε χέστες. Το κάτι άλλο είναι αυτό που πρέπει να έρθει...καλό; κακό; Τι σημασία έχει. Πρέπει να έρθει...ας κάνουμε ό,τι μπορούμε να υπερισχύει το καλό απ’ το κακό, όταν θα συμβαίνει το κάτι άλλο...
Α, επιπλέον...ανάδρομος κι ο Ερμής! Χάος στις επικοινωνίες...Καλύτερα σιωπή...Παρεξηγήσεις, μπλοκαρίσματα...BAD GATEWAYS τύπου 502...και άλλα τινά...
καλό κουράγιο και καλή επιτυχία σε όλους μας...
Α, κι επαναστατικές εκρήξεις επίσης στο πρόγραμμα κι εκρήξεις γεωλογικού χαρακτήρα...
Ναι, μην μπλέξει κανείς με Κριάρια...Όπου φύγει φύγει...μακριά...τζίζ...πολύ τζίίίίίίζ...
"Όταν η εξαίσια μουσική έσβησε, η καρδιά του ήταν ακόμη γεμάτη έκσταση, και τα βαριά βήματα, που άκουγε να σέρνονται στα σκαλοπάτια, δεν του προξενούσαν πιά φόβο, γιατί ήταν βέβαιος πως ήταν βήματα φιλικά."
Ε.Χ. Γονατά συνέχεια...
Μόλις γύρισα απ’ τη λιακάδα, με ένα σωρό νευρικούς γύρω μου κι άξεστους κυκλοφοριακά, εγώ και η Ροζαλία πρώτη φορά μετά το ατύχημα, ευτυχώς δεν πονούσε ο ώμος πολύ, ευνόητο εκ των υστέρων το γιατί, μικρότερος σκελετός απ’ ό,τι το sirus...άρα όχι τόσο πολύ στρές στους ώμους...Αυτό με χαροποίησε πολύ, γιατί νόμιζα ότι η Ροζαλία θα στρεσάριζε τον ώμο πιο πολύ...όχι η χρυσή μου!
Διαβάζω λοιπόν, και georgerv, Γονατίζω! έχω βρει το δάσκαλό μου;
τοῦ Γιώργου Μαρκόπουλου, ἀπό τη συλλογή Ἡ ἱστορία τοῦ ξένου καί τῆς λυπημένης.
Γυναίκα μεταιχμιακῆς ἡλικίας
γυμνή στό κρεβάτι μου.
Το πρόσωπό της βαμμένο
καί τό κορμί της
μαραμένο στό φυσικό του χρόνο.
Τήν ἀγκάλιασα ὅπως τό καμένο σπίτι
πού ὁ μαραγκός δέν ἤξερε
ἀπό ποῦ νά ἀρχίσει.
Κάθισα ξύπνιος ὕστερα καί τήν κοίταζα.
Τό πρόσωπό της μισό
εἶχε κάτι ἀπό ὅλους αὐτούς
πού τήν κατοίκησαν.
Γυναίκα μεταιχμιακῆς ἡλικίας.
Ἔπιπλα πού κουβαλοῦσαν
ἀπό τή γέννησή τους
τήν ἑρημιά
τοῦ μάστορα.
...ας την να καίγεται όσο εγώ κλαίω...
δυό σπυριά ρύζι
μ’ αγαπάς μια στάλα;
δυό τσιγάρα δρόμος
κολυβογράμματα
μια οργιά απόσταση
μίλια μακρυά
μια γουλιά κρασί
ένα κουταλάκι του γλυκού ζάχαρη
ένα πήχυ ύφασμα
καμαρούλα μια σταλιά
πόσα τσιγάρα ως το πρωΐ;
μια σπιθαμή μπόϊ
σ’ αγαπώ απ’ την καρδιά μου ως τον ουρανό
ψηλός σαν κυπαρίσσι
μαλλιά ίσαμε τη μέση της
λαμπάδα ίσαμε το μπόϊ της
κατακίτρινη σαν το κερί
στήθος μάρμαρο
σκληρό καρύδι
μαλακός σαν πλαστελίνη
ροδαλή σαν τριαντάφυλλο
άσπρη σαν το γάλα
χλωμή σαν το λεμόνι
κρύο, καιρός για δύο
μασάω τα λόγια μου
φτύνω αίμα
δεν μετράς
μετράς πολύ
πόσα στην καθισιά σου;
βαθιά νυχτωμένη
πρωϊνός τύπος
δυό-δυό
κοντά όσο τ’ αστέρια
μια ανάσα μακριά
...
“ ...γεννημένοι μέσα σ’ αυτό
περπατώντας και ζώντας μέσα σ’ αυτό...”
ΧΩΡΙΣ ΜΠΟΥΚΑΛΙ
ΧΩΡΙΣ ΧΑΠΙ
ΧΩΡΙΣ ΣΚΟΝΗ...
ΜΕ ΠΕΙΣΜΑ
ΜΕ ΕΡΩΤΑ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΑΙΡΙ
ΜΕ ΠΟΛΕΜΟ ΚΥΡΙΩΣ ΧΩΡΙΣ ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΒΙΑ...
ΕΔΩ ΜΑΣ ΘΕΛΩ...ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΜΑΣ ΚΙ ΟΤΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ...
Να θυμώσουμε για τον κανιβαλισμό ενός παιδιού ανεπιθύμητου που έπεσε σε χέρια άγνωστα, γιατί οι γονείς του το πέταξαν (;)...
Αυτή η εικόνα με σκαμπιλίζει από προχτές ή χτες τι σημασία έχει.
Είναι παντού, ας μπει κι εδώ για να μας κάνει να θυμώσουμε για όλους...
τους γονιούς, που την έφεραν στο κόσμο αυτό,
τους τωρινούς που την “έχουν”,
τους δικηγόρους που ξέρουν “πώς”, πάντα...
να φράξουν οι μήτρες και τα πέη να στομώσουν, όσων φέρνουν παιδιά στον κόσμο, αυτό τον φριχτό κόσμο για εμάς όλους ήδη, για να τα πετάξουν σαν μια σακούλα αποφάγια...
http://www.youtube.com/watch?v=MgICk_RTDIs&feature=share
καληνύχτα
ΑΝΤΟΝΙΟ ΠΟΡΤΣΙΑ
ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ (σὲ μετάφραση ἀπὸ τὸν Ε. Χ. Γονατά)
Μιὰ μεγάλη καρδιά γεμίζει μὲ ἐλάχιστα.
Σὲ μιὰ ψυχή γεμάτη χωρᾶνε τὰ πάντα· σὲ μιὰ ψυχή ἄδεια δὲν χωράει τίποτα. Ὅποιος θέλει ἄς τὸ καταλάβει.
Πῶς ἔγινε καὶ ξαναγύρισα τόσες φορές ἐδῶ, χωρίς νὰ σαλέψω ἀπὸ ἐδῶ;
Ὅταν δὲν πιστεύω σὲ τίποτα, δὲ θὰ᾽θελα νὰ σὲ συναντήσω, ὅταν δὲν πιστεύεις σὲ τίποτα.
Ἐσύ μὲ κάνεις καὶ νιώθω αὐτό ποὺ νιώθω, ὅμως δὲν εἶσαι σὺ αὐτό ποὺ νιώθω. Καὶ ὅλα εἶναι ὅπως ἐσύ: μὲ κάνουν καὶ νιώθω αὐτό ποὺ νιώθω. Καὶ τὶ εἶναι αὐτό ποὺ νιώθω;
Κανένας δὲν σοῦ ἔδωσε τίποτα χάρισμα ἄν δὲ σοῦ ἔδωσε τὴν καρδιά του, γιατὶ μονάχα ἡ καρδιά δίνεται χάρισμα.
Όποιος χώνεται μέσα στὸ σκληρό βράχο χάνει τὴ σκληράδα τοῦ βράχου καὶ βρίσκει τὴ δική του μέσα στὸ σκληρό βράχο.
Λαβώνεις καὶ θὰ λαβώσεις πάλι. Γιατί λαβώνεις καὶ ξεμακραίνεις. Δε συνοδεύεις τὴ λαβωματιά.
Μαθαίνεις νὰ μὴν ἔχεις ἀνάγκη, ἔχοντας ἀνάγκη.
Διηγεῖσαι, ὁλοένα, στὸν ἐαυτό σου ἕνα ὄνειρο. Καὶ πότε τὸ ὄνειρεύεσαι;
Γιὰ νὰ λυτρωθῶ ἀπ᾽αὐτό ποὺ ζῶ, ζῶ.
Κι ἄν ἀποχωριζόμουν αὐτὸ τὸ δέντρο ποὺ βλέπω,
αὐτό τὸν ἥλιο ποὺ βλέπω,
θά᾽βλεπα αὐτό τὸ δέντρο,
θά´βλεπα αὐτό τὸν ἥλιο;
Τὸ ἀνεπανόρθωτο δὲν τὸ φτιάχνει κανείς· μόνο του φτιάχνεται.
Painting pictures with my mind Making memories using my eyes Filling up my heart with golden stories Who adds some spice to the rhythm of life Ooh Welcome sunrise with the morning glory I've changed my mind There is no simple I thought of me I want to see I want to feel my heartbeat so With the world that you feel Leave I can feel the pressure pushing onto my heart And it's teasing me So scratch my itch and beat my drum So I can start to begin what's begun Painting pictures Filling up my heart with golden stories Painting pictures Filling up my heart with golden stories Running riots inside my soul Fire burning and it's lighting me up Ooh Scratch my itch and beat my drum So I can finish what has begun Painting pictures Filling up my heart with golden stories Painting pictures Filling up my heart with golden stories
πώς σπρώχνεται το καλό πράγμα σε κοινωνίες που ξέρουν να “κερδίζουν” από κάθε άποψη από κάτι καλό...
κατρακυλώντας στα έγκατα...
τοῦ Γιώργου Κακουλίδη (αποσπάσματα)...
...Ὁ ὠκεανὸς εἶναι ἀνίατος
ὁλότελα χαμένος τρομερὸς
μέσα στὰ δόντια του ἡ μάνα
πέφτει σκισμένη στὰ δύο
ἄλογο ἀραβικό
καὶ παγιδεύει τὴ λευκή σάρκα
ἡ γνώση τῆς φυλακῆς γεννάει
ἀγόρια καρχαρίες φεύγουν
ἀνοίγουν τὸ λαιμὸ τῆς ἀγαπημένης
τὸ πιὸ μεγάλο ἄσυλο.
...Δεῖξε μου καταιγίδα
στὸ τέμενος μέσα νὰ μὲ φοβᾶσαι
λάμπουν στὸ αἷμα μου ἀλκυονίδες
ἄγριες σὰν γέλιο ποὺ τὰ ράμματά του
καῖνε τὸ ἄστρο μου.
...Γυρίζουν ὅλα τὰ φεγγάρια
κι ὁ κάτω κόσμος μέσα τους ἀνθίζει
ὄνειρο ἄλικο.
Ένα ακόμα κοσμικό γεγονός στον ουρανό μας, που ξεκίνησε σήμερα τα ξημερώματα. Διάττοντες αστέρες, βροχή πεφταστεριών δηλαδή, οι λεγόμενοι Ωριωνίδες, έχουν ήδη ξεκινήσει να πέφτουν και βρίσκονται απ᾽τα χαράματα στην κορύφωσή τους που θα συνεχίζεται κι απόψε. Ετοιμάστε τις ευχές σας!
Πρόκειται για υπολείμματα του περιώνυμου κομήτη Χάλεϋ. Μας επισκέφθηκε το 1986, θα μας ξανάρθει το 2061. Εγώ δεν θα είμα εκεί σίγουρα...
Όμως θα είμαι μάλλον εδώ απόψε για τις Ωριωνίδες...Έχω κάμποσες ευχές κατά νου..και μία να πιάσει τέλεια θα είναι...
Take me out tonight Where there's music and there's people And they're young and alive Driving in your car I never never want to go home Because I haven't got one Anymore Take me out tonight Because I want to see people and I Want to see life Driving in your car Oh, please don't drop me home Because it's not my home, it's their Home, and I'm welcome no more And if a double-decker bus Crashes into us To die by your side Is such a heavenly way to die And if a ten-ton truck Kills the both of us To die by your side Well, the pleasure - the privilege is mine Take me out tonight Take me anywhere, I don't care I don't care, I don't care And in the darkened underpass I thought Oh God, my chance has come at last (But then a strange fear gripped me and I Just couldn't ask) Take me out tonight Oh, take me anywhere, I don't care I don't care, I don't care Driving in your car I never never want to go home Because I haven't got one, da ... Oh, I haven't got one And if a double-decker bus Crashes into us To die by your side Is such a heavenly way to die And if a ten-ton truck Kills the both of us To die by your side Well, the pleasure - the privilege is mine Oh, There Is A Light And It Never Goes Out There Is A Light And It Never Goes Out There Is A Light And It Never Goes Out There Is A Light And It Never Goes Out There Is A Light And It Never Goes Out There Is A Light And It Never Goes Out There Is A Light And It Never Goes Out There Is A Light And It Never Goes Out There Is A Light And It Never Goes Out
είπε ο κ. Μόρισυ στο BBC4, ήρθα να πάρω το πακέτο είπε...και το πακέτο είσαι εσύ...είπε στον κ. Μορισυ κι έτσι τον ξέρουμε κι εμείς τώρα...ήδη 25 χρόνια...
φράση κλειδί; δεν θέλω να σετλ ντάουν (ας κάνει τη μετάφραση όποιος θέλει, εγώ θα ήθελα πολλές λέξεις γι᾽αυτή τη χρήση), ώσπου να φύγω με τα πόδια μπροστά (νεκρός δηλαδή)...
Εξουθενωτική αντίφαση...πρωΐ-βράδυ...αφόρητος πόλεμος...
the hell...solo te...is all che amo...
απ᾽αυτό, σ᾽αυτό το δύσκολο για πρωΐ, για όποιον/α αντέχει...εγώ σοκαρίστηκα αρκετά, αλλά η καλύτερη εκτέλεση που έχω δει...
why d’ya do it to me?
Καλώς ανταμώνουμε πάλι...
Πέρασαν κάμποσες μερούλες που αφήσαμε την ιστορία της Μεγάλης Κλειδωνιάς και του Σκουριασμένου Κλειδιού της...Όμως δεν κάτσαμε αργοί αυτές τις μέρες και κυρίως δεν τα παρατήσαμε, όπως ίσως σκέφτηκαν μερικοί. Ίσα ίσα, εδώ είμαστε, όπως είναι καταφανές.
Μια βασική αλλαγή μάλιστα κάναμε. Αποχωριστήκαμε τη νόνα με τη βαθιά φωνή, που είχε αρχίσει να κουράζεται και να γκρινιάζει κάπως για την μονοτονία του να αφηγείται μια πολύ μακροσκελή ιστορία, λίγο λίγο, κάθε βράδυ ανελιπώς. Γνωρίσαμε όμως μιαν άλλη εξαιρετική παραμυθού, που είναι διεθνώς αναγνωρισμένη. Στη ζωή μας έρχεται, όχι ακριβώς η Σεχραζάτ των Χιλίων και μιάς νυχτών, αλλά η δισ-δισέγγονή της, συνονόματη, η Σεχραζάτ των Άνω και Κάτω Πατησίων.
Νωρίς κάθε απόγευμα τις τελευταίες μέρες, φορώ το μαντήλι μου στο κεφάλι και το πρόσωπο, κατά την προσταγή της ισλαμικής παράδοσης, έτσι ώστε να μην αποτελώ, τη μύγα μέσα στο γάλα, καθώς οι γειτονιές, όπου ζει η Σεχραζάτ και η πολυμελής οικογένειά της, κυριαρχούνται από τέτοιους πληθυσμούς και δεν θα θέλαμε να προκαλέσουμε χασμωδία με τη δυτικότροπη παρουσία μας.
Πάμε λοιπόν κάθε απόγευμα στον οντά της νέας Σεχραζάτ, που είναι παντρεμένη με τον Χουσεΐν, έναν άντρα που την αγαπά πολύ, αλλά σαν τον προ-προπάππο της θέλει κι αυτός ένα παραμύθι κάθε βράδυ, για να κοιμηθεί...Η Σεχραζάτ φτιάχνει τα παραμύθια και τον νανουρίζει μ᾽αυτά...
Τρέμει στην ιδέα του τι μπορεί να γίνει, αν λείψει το παραμύθι κάποιο βράδυ. Έτσι ξεκουράζουμε τη νόνα και την ίδια στιγμή βοηθάμε μια νέα γυναίκα, να διατηρεί τη γαλήνη και την ειρήνη στην καθημερινότητά της με τον άντρα της...
Και για να επαναφέρουμε τη σύνδεση με το προηγούμενο, έχουμε αφήσει τη Ζιμπουλιώ και την παρέα της, να έχουν μόλις πατήσει στην αντίπερα όχθη, μετά την επιτυχή σωτηρία του Δράκου της Οξύνοιας. Εν προκειμένω, μόλις γύρισαν στην περιοχή της αφετηρίας του παράξενου ταξιδιού της Ζιμπουλιώς στον κόσμο της απόλυτης ευτυχίας, απ᾽όπου θα ξεκινήσει για την επόμενη δοκιμασία της...
Απόψε λοιπόν συνεχίζεται το παραμύθι μας...
Βρίσκονταν λοιπόν, πάλι εμπρός στον μαύρο βάτο με τις φωνές. Επικρατούσε ωστόσο σιωπή, καθώς σουρούπωνε γλυκά. Αχνά άναβαν οι πυγολαμπίδες. Η Ζιμπουλιώ έφτιαξε το σάκο της, φόρεσε το ζακετάκι της κι ετοιμαζόταν να φύγει, όταν εμφανίστηκε επι τέλους, έστω και την τελευταία στιγμή ο Στγαβά Δοντιάς.
Mademoiselle, της είπε, μη ξεχάσετε το καρυδάκι σας. Θα σας φανεί χρήσιμο. Όπως θυμάστε δεν είναι προς βρώσιν. Θα κρίνετε εκ των συνθηκών πότε, πού και πώς θα το αξιοποιήσεται. Θα σας μιλήσει το ίδιο. Έχει και αυτή την ικανότητα.
Και τώρα μερικές συμβουλές, για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει νά κάνετε. Τις μέρες μπορείτε να περιπλανηθείτε, όσο τραβάει η καρδιά σας. Όλα βαίνουν φυσιολογικά στο οροπέδιο. Τις νύχτες όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Δεν θα σας πω, αν προς το καλύτερο ή το χειρότερο.
Τις μέρες καλό είναι να φροντίσετε για την καλή διατήρησή σας στον κόσμο μας. Υπάρχουν τροφές κάθε είδους, αρκεί να καταφέρετε να τις εντοπίσετε και σύμφωνα με τη γνώση σας, να τις αξιοποιήσετε προς όφελός σας. Επίσης, μπορεί κι άλλα συμβάντα κι ερεθίσματα να έρθουν στο δρόμο σας. Κρίνετε πώς και πόσο θα ανταποκριθείτε. Εδώ η ελεύθερη βούληση είναι ο κυρίαρχος παράγοντας διαμόρφωσης των συνθηκών.
Τη νύχτα όμως μην τολμήσετε να κοιμηθείτε ούτε ένα λεπτό. Η νύχτα είναι απρόβλεπτη. Βρείτε από την μέρα κι όλας, πιό είναι το μέρος που θα κάτσετε να ξεκουραστείτε. Εδώ είναι και ο ρόλος του καρυδιού. Αξιοποιήστε το. Μπορεί να γίνει το σπίτι σας. Τη μέρα θα γίνεται καρύδι και θα το κρύβετε στην τσέπη σας και το βράδυ σπίτι, όπου αυτό θεωρείτε ότι είναι εφικτό και συμφέρον...
Αν συναντήσετε άνθρωπο δεν πρέπει να μιλήσετε μαζί του επ᾽ουδενί. Σε πλάσματα άλλα, που μιλούν, δεν πρέπει ν᾽αποκριθείτε, όπως ξωτικά ή νεράϊδες, ας πούμε. Τα ζώα ή τα φυτά επίσης. Πρέπει να μείνετε βουβή. Σ᾽αυτό θα βοηθήσει τούτο το φιαλίδιο με το αμίλητο νερό. Μια γουλίτσα κάθε φορά, που θα σας έρχετε να μιλήσετε και η διάθεσή σας θα εξουδετερώνεται.
Οι ιθαγενείς του πλησιέστερου χωριού έρχονται και μαζεύουν κούμαρα. Αυτοί μπορούν να σας βοηθήσουν, πάντα με σιωπή όμως. Καμμιά κουβέντα. Μόνο με παντομίμα. Ποτέ όμως το βράδυ, μια κι αυτοί ξέρουν. Δεν θα τολμούσαν να σταθούν εκεί έξω νύχτα ποτέ.
Κι εγώ, πώς θα το μπορέσω; είπε η Ζιμπουλιώ φανερά ανήσυχη. Εσείς μον σερ, είσαστε ήδη προικισμένη απ᾽τη νονά σας, απ᾽το Βράχο της Υπομονής και τον Δράκο της Οξύνοιας. Τι άλλο θέλετε; Απορώ με την έλλειψη συνειδητοποίησης των χαρισμάτων που ήδη έχετε αποκτήσει. Θα έπρεπε η αυτοπεποίθησή σας να βρίσκεται στο ζενίθ της.
Θα μείνετε εκεί τρεις νύχτες αρχίζοντας από τη σημερινή. Θα σας δώσουμε κάποιο εξοπλισμό, όπως μια κουβέρτα, ένα φανάρι, ένα προσκοπικό μαχαίρι, ψωμί, ελιές, ένα παγούρι με νερό, ένα παγούρι με τσάϊ, της έλεγε, ενώ έβγαζε ένα-ένα τα αντικείμενα επό ένα σάκο. Αυτά, είπε τελειώνοντας και υποκλίθηκε με ένα ίχνος ειρωνείας στις κινήσεις του.
Θα έχετε μαζί σας το Λευτέρη όπως πάντα. Είναι ο μόνος που μπορείτε να κουβεντιάζετε, αφού λειτουργεί σαν ένα σημειωματάριο για σας. Τζι-τζι-τζί, τζιτζίρισε όλος περηφάνεια ο Λευτέρης κι η Ζιμπουλιώ τον χάϊδεψε τρυφερά.
Μπορώ να φύγω; Ρώτησε παγωμένη. Νύχτα στο άγνωστο, χωρίς χρόνο να εγκλιματιστώ πρώτα τη μέρα; Φοβερό, σκέφτηκε, αλλά δεν το ξεστόμισε. Δεν είναι φοβερό, είπε ο Στγαβά Δοντιάς, ένας ακόμα σ᾽αυτό τον κόσμο, που διάβαζε τις σκέψεις της.
Και μ᾽αυτό έδωσε ένα σάλτο, έκατσε στον ώμο της, λέγοντας με ύφος ανυπόφορου δανδή, ένα φιλάκι στο στοματάκι; Και πριν προλάβει η Ζιμπουλιώ να τον πετάξει κάτω, της το έδωσε με το μουστάκι του και το χνούδι του γύρω απ᾽το γεμάτο φοβερούς κοπτήρες στόμα του...
Γιακ!, σκέφτηκε με αηδία η Ζιμπουλιώ και πάλι δεν το ξεστόμισε από ευγένεια, σχεδόν ξεχνώντας, ότι το θρασύ τρωκτικό ήξερε τις μύχιες σκέψεις της. Θα σκότωναν οι σκιουρίνες για το φιλί μου, της ξεφώνησε ο Δοντιάς, και χοροπηδώντας χάθηκε στο δάσος με τις φτέρες...
Κι έτσι απόμεινε μόνη, με τον ανεπαίσθητο Λευτέρη στο πέτο της, για μοναδικό της σύντροφο, απέναντι απ᾽τον σιωπηλό μαύρο βάτο χωρίς τις φωνές, αλλά ολοφώτιστο από τις πυγολαμπίδες.
Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και καθώς απομακρυνόταν η Ζιμπουλιώ, μιά-μιά όλες οι πυγολαμπίδες άρχισαν να κατρακυλάνε απ᾽τα κλαδιά του μαύρου βάτου και να ροβολάνε ξωπίσω της με ταχύ ρυθμό τέτοιο, που πολύ σύντομα είχαν παραταχθεί, όπως έπρεπε, γύρω της, για να φωτίζουν το διάβα της. Η μισές εμπρός και οι άλλες μισές πίσω της.
Γλυκειά βραδιά και η Ζιμπουλιώ υποταγμένα σιωπηλή, δεν μπορούσε ούτε ένα τραγούδι να ψιθυρήσει. Θυμήθηκε ένα αγαπημένο της χαροκαμμένης γιαγιάς της και προσπαθούσε από μέσα της να το πει.
Δεν σου είπα χήρας κόρη, έλεγε το τραγούδι, στο γιαλό μην κατεβείς; Κι ο γιαλός φουρτούνα κάνει, και σε πάρει και διαβείς. Κι αν με πάρει, πού με πάει; Κάτω στα βαθιά νερά. Κάνω το κορμί μου βάρκα και τα χέρια μου κουπιά. Το μαντήλι μου πανάκι μπαινοβγαίνω στ᾽ανοιχτά.
Μπορώ να σφυρίξω, σκέφτηκε ξαφνικά. Να πω το τραγούδι με σφύριγμα. Ήταν η γιαγιά από πάνω της και την έστεργε άραγε; Έτσι που μόνο οι νεκροί και τα πνεύματά τους μπορούν να κάνουν, όταν οι αγαπημένοι τους υποφέρουν ή δοκιμάζονται;
Άρχισε να σφυρίζει τότε, δίνοντας ρυθμό στο βάδισμά της κι όταν πιανόταν το στόμα της, μουρμούριζε με το στόμα κλειστό.
Έτσι περνούσε κι η ώρα. Όσο να το καταλάβουν, έφτασαν στο οροπέδιο. Και να τότε το μεγάλο φεγγάρι πάνωθέ του. Με όλες του τις χάρες. Εδώ , της λέει ο Λευτέρης. Στη μεγάλη αυτή φτέρη από κάτω. Κρύψου. Δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να έρθει κοντά μας μια τέτοια νύχτα γλυκιά.
Καλό μας ξημέρωμα φίλοι. Γιατί το παραμύθι συνεχίζεται...
To 2o .
Αρμόζει ν᾽αρχίσει η μέρα με το τραγούδι της Solveig (κόρης του ήλιου), από το μουσικό έργο του υπέροχου Edvard Grieg, εμπνευσμένο από το κείμενο του Henrik Ibsen, Peer Gyd. Ταιριάζει λίγο και με το παραμύθι μας...
Ίσως διαβεί ο χειμώνας
και η άνοιξη χαθεί,
χαθεί η άνοιξη
κι αυτό το καλοκαίρι χαθεί
και μετά η χρονιά
και η χρονιά μετά,
αλλά αυτό ξέρω σαν σίγουρο:
θα γυρίσεις πάλι πίσω,
πάλι θα γυρίσεις πίσω.
Κι ακόμα,
καθώς υποσχέθηκα,
θα με βρεις να προσμένω τότε,
τότε θα με βρεις να καρτερώ.
ω, ω, ω...
Ο Θεός να σε βοηθήσει,
καθώς θα πλανιέσαι στο δρόμο σου,
ολομόναχος.
Ο Θεός να σου χαρίσει τη δύναμή του,
καθώς θα γονατίζεις στο θρόνο του,
όπως θα γονατίζεις στο θρόνο του.
Αν βρίσκεσαι στον ουρανό τώρα,
περιμένοντάς με,
στον ουρανό,
για μένα
και θα συναντηθούμε πάλι,
αγάπη
και ποτέ δεν θα χωριστούμε,
δεν θα χωριστούμε ποτέ!
ω, ω, ω...
(Κάλιο αργά παρά ποτέ...ένας ωραίος περίπατος με έκανε να κοιμηθώ, ωραία κουρασμένη, ως τώρα βαθιά...συγνώμη φίλοι ξενύχτηδες για την προδοσία...και τώρα παραμυθιού συνέχεια:)
Έβγαλε την κουβέρτα και τα λίγα της υπάρχοντα και τα εναπόθεσε κάτω απ᾽τα τεράστια φυλλώματα της φτέρης. Έγειρε το σώμα της κι αφουγκράστηκε τον τόπο, την ώρα, το σύμπαν γύρω της, είχε από πιο νωρίς ξεκινήσει να έρπει σιγά αλλά αποφασιστικά.
Ο Λευτέρης γαντζωμένος πάντα στο πέτο της βουβός. Έκλεισε τα μάτια...αλλά πάλι δεν έπρεπε. Έπρεπε να θωρεί τη σελήνη, που γέμιζε κι ήταν μια μέρα πριν γίνει ολόγιομη. Στήλωσε τα μάτια στα όρη της, να μετρά τις γραμμές, που συγκλίνουν, τα σχήματά τους και τι της θύμιζαν, το πρόσωπο ενός άντρα, α, να ένα γατάκι...α... να κι ο πιγκουΐνος...και τι δεν επινόησε να δεί σ᾽εκείνες τις γραμμώσεις, σ᾽εκείνες τις σκιές...
Έξαφνα ακούστηκαν έντονα συρσίματα. Τα φύλλα, που έκαναν στρώμα κάτω στο χώμα σειόνταν και τα συρσίματα γινόντουσαν όλο και πιο κοντινά...όλο και πιό κοντινά...και να!
Έξι τεράστια φίδια έκαναν την εμφάνισή τους, τρόμος τους έπιασε στη θέα τους, αλλά δεν πρόκαναν να λιποθυμήσουν απ´τον τρόμο, γιατί είδαν με κατάπληξη και τα έξι, να παρατάσσονται γύρω απ᾽τη μεγάλη φτέρη, να κουλουριάζονται ορθώνοντας τις κεφαλές τους, με τα γλωσίδια τους να τρεμοπαίζουν μέσα έξω κι ακίνητα, με τα σχιστά τους μάτια παγωμένα να κοιτούν τη Ζιμπουλιώ ξαπλωμένη κάτω απ᾽τη μεγάλη φτέρη...
Εκεί έμειναν ακίνητα για κάμποση ώρα, ώσπου η Ζιμπουλιώ ξεπερνώντας το φόβο της, σηκώθηκε όρθια κι ακίνητη κι αυτή, σκέφτηκε να τους απευθύνει το λόγο, Καλησπέρα φίλοι! Φίλοι, δεν είναι έτσι;
Αλλά ο Λευτέρης της θύμησε τον κανόνα σιωπής, που έπρεπε να τηρήσει επί τρεις μέρες και η Ζιμπουλιώ δαγκώθηκε. Τα φίδια, όμως παρ᾽όλ᾽αυτά, στην ίδια στάση κίνησαν τις κεφαλές τους πέρα δώθε, σαν σε κατάφαση. Ναι ήταν φίλοι!
Καθώς οι πυγολαμπίδες είχαν εγκατασταθεί στους γύρω κορμούς, αλλά και τα κλαδιά των δέντρων, ένα απαλό φως μαζί μ᾽εκείνο του σεληνόφωτος έκανε την περιοχή να απαυγάζει μυστηριακά.
Τα φίδια ήταν μαγνητισμένα απ᾽το φως αυτό και η Ζιμπουλιώ πρόσεξε, ότι όλα ήταν ίδια κι απαράλακτα με την Αρμπόρια. Θεέ μου, σκέφτηκε πώς δεν το διανοήθηκα. Τούτο ᾽δω είναι έργο της Αρμπόριας.
Για μια φορά ακόμα βαρυγκόμησε για τον γέρο-Χρόνο, που τόσο εγωϊστικά την είχε εγκαταλείψει και είχε μείνει πίσω στην ασφάλειά του, μετρώντας από᾽κει τους ρυθμούς των γεγονότων. Τι προδοσία, σκέφτηκε. Τι εγωϊσμός!
Έστειλε ένα φιλί στα φίδια κι αυτά ανατάραξαν από χαρά, που όμως κανένα τους δεν σάλεψε να γίνει πιο διαχυτικό, πιο εκδηλωτικό, παρά κάθησαν έτσι στωϊκά, σοφά και σε υπέρμετρη εγρήγορση, με τα μάτια τους στηλωμένα πάνω της και γύρω της.
Έγειρε πάλι κάτω απ᾽τη φτέρη, χάϊδεψε τον Λευτέρη, που τζιτζίρισε σχεδόν μέσα απ᾽τα δόντια του κι επιδόθηκε στη θέαση της σελήνης, ως όφειλε. Έτσι πέρασαν στο λυκαυγές, όπου οι ήχοι της επερχόμενης αυγής εντάθηκαν κι έγιναν πραγματικά κυρίαρχοι.
Mόλις το πρώτο φως του ήλιου κι έπειτα σιγά-σιγά ο ίδιος άρχισαν να υψώνουν το επιβλητικό ανάστημά τους στην πλάση του οροπεδίου...όλα τα πλάσματα άρπαξαν από ένα όργανο και συγκροτήθηκαν σε μιαν άτυπη ορχήστρα της στιγμής που έπαιζε, όλο δροσιά...
Καλημέρα φίλοι...το βράδυ η συνέχεια...
Esta montaña d'enfrente S'aciende y va quemando Allí pedrí al mi amor, M'asento y vo llorando. Arvolico de menekshe Yo lo ensembrí en mi huerta Yo lo crecí y lo engrandecí Otros s'estan gozando. Secretos quero descuvrir Secretos de mi vida, El cielo quero por papel, La mar quero por tinta, Los arvoles por péndola Para 'scrivir mis males, No hay quen sepa mi dolor, Ni ajenos, ni parientes.
Αυτό το βουνό εμπρός μου
καίγεται φλεγόμενο·
εκεί έχασα την αγάπη μου.
Κάθομαι και κλαίγω.
Εκείνη τη μικρή βιολέτα,
τη φύτεψα στον κήπο μου·
νιάστηκα γι᾽αυτήν και την έκανα και μεγάλωσε,
μα τώρα άλλοι την χαίρονται κι όχι εγώ.
Θέλω να φανερώσω τα μυστικά μου,
τα μυστικά της ζωής μου.
Θέλω τον ουρανό χαρτί
τη θάλασσα μελάνι,
τα δέντρα καλαμάρια,
να γράψω τις κακοτυχίες μου·
κανείς δεν ξέρει όσα υποφέρω,
ούτε συγγενής, ούτε άλλος.
(παραδοσιακό, σεφαραδίτικο τραγούδι της Ανδαλουσίας, παιγμένο απ᾽το Ensemble Gilles Bichois)
Κι επειδή από χτες επιμένω στο τραγούδι της κόρης του ήλιου απ᾽τον Peer Gyd, δεν αντέχω να μην περάσω σ᾽αυτό το blog, το μοναδικό τέρτσο της μικρής νορβηγής, που με στεγνό στόμα (φαίνεται στον τρόπο που χειρίζεται τις αναπνοές και το στόμα της), πιθανά από τρακ, είναι η μόνη στιγμή που ο αέρας ξεχύνεται στο λαρύγγι της και κελαρίζει αβίαστα και χαλαρώνει κι ελευθερώνεται οκτώ νότες επάνω δοξαστικά
...είμαι φοβερά συγκινημένη μ᾽αυτό, το μοιράζομαι μαζί σας...
...θα με βρεις να προσμένω...