To blog των αισθημάτων μας.

Μια μικρή τράπεζα όπου θα κατατίθενται τα αισθήματά μας με όποιο μέσο μας είναι αρεστό και ταιριάζει στην κάθε αναγκαιότητα των στιγμών μας. Μια συλλογικότητα αισθημάτων λοιπόν, γιατί η σιωπή και η άβυσσός της στην ξένωση μας ταξιδεύει...

Categories: 
Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Τελειώνοντας το αρωματικό γεύμα της η Μερόπη, ρεύτηκε μεγαλόπρεπα και τέντωσε ξανά το παχύ σπονδυλωτό κορμί της με χάρη μοναδική. Επί τω έργω, είπε για άλλη μιά φορά. Να έρθει το μεγάλο σταυρόλεξο, έδωσε διαταγή και μετά το μεγάλο σημειωματάριο για τα αινίγματα. Επίσης το λεξικό με πολύ προσοχή. Κι όχι ζαβολιές με το λεξικό παρακαλώ...

Μια πομπή από μικρά ξωτικά έφεραν το σταυρόλεξο. Ένα μεγάλο τετράγωνο κομμάτι ξύλο ήταν, λαξεμένο απ᾽τους ίδιους τους κουβαλητές του. Οι χαραγές του σχημάτιζαν τις θέσεις των γραμμάτων, ενώ τα μαύρα κενά ήταν όσος κι ο αριθμός των ξωτικών, που είχαν εργαστεί στο έργο αυτό κι αντί για το μαύρο χρώμα, στη θέση του υπήρχαν χαραγμένα τα πρόσωπά τους, βαμμένα με λαμπερά χρώματα, έτσι που κι από μακριά να ήταν ευδιάκριτα.

Χειροκροτούσε ο γέρο-χρόνος ενθουσιασμένος...Ο Λευτέρης ψιθύριζε στην Ζιμπουλιώ και κάθε φράση του κατέληγε σ᾽ένα ενθουσιώδες τζι-τζι-τζί. Αν πείτε για το Λύσανδρο; Ε, αυτός ήταν στα μέσα και στα έξω. Κατεύθυνε τις πομπές των κουβαλητών και φύσαγε με μαεστρία μια ξεθυμασμένη τρομπέτα, που αν και φαλτσάριζε στιγμές-στιγμές, το πάθος της είχε συνεπάρει τους πάντες.

Ο Βράχος ήταν βαθιά συγκινημένος και η Μερόπη τον κοίταζε με κρυφή λατρεία...Ναί η Μερόπη ήταν διαχρονικά ερωτευμένη με τον Βράχο. Τον αγαπούσε βαθιά και ήθελε να τον βλέπει ευτυχισμένο.

Αυτό έκανε τη διάθεσή της προς τη Ζιμπουλιώ κάπως ανορθόδοξη, κάπως όχι και τόσο ουδέτερη. Ήθελε ο καλός της επί τέλους να φύγει απ᾽την ενέργεια αυτού του ταφικού εδάφους. Να πάει επί τέλους, όπως κι όλοι τους δηλαδή, στη νέα θέση, πέρα απ᾽τη Μεγάλη Στροφή.

Δεύτεροι στη σειρά έφτασαν οι νάνοι, κουβαλώντας το σημειωματάριο. Οι νάνοι ήταν πανέμορφοι, μέσα στις παραδοσιακές, κατακόκκινες γιορτινές στολές τους, με τη μαύρη ζώνη τους, τις μαύρες μπότες τους καλογυαλισμένες...

Το μεγάλο μακρόστενο σημειωματάριο ήταν από βαμβακερό χαρτί, δεμένο και προστατευμένο σ᾽ένα κόκκινο μεταξωτό κάλυμμα και είχε για κλείστρο ένα εβένινο κόκκαλο γιάντες.

Τοποθετήθηκε σ᾽ένα αναλόγιο σχετικά χαμηλό. Ένας άντρας ανατολίτης, με τα σαλβάρια του και το σαρίκι του, ήρθε και κάθισε σταυροπόδι εμπρός στο αναλόγιο. Τον έλεγαν Χασίπ και ήταν ο γραφέας, που θα κατέγραφε τις απαντήσεις της Ζιμπουλιώς.

Στις σελίδες του, ήταν γραμμένο περίτεχνα ένα αίνιγμα για την κάθε μια, όπου κάτω απ᾽το αίνιγμα, ο γραφέας θα καλλιγραφούσε τις απαντήσεις του δοκιμαζόμενου.

Πλάϊ στο τεράστιο σημειωματάριο στήθηκαν τα εργαλεία της γραφής. Ένα τεράστιο μελανοδοχείο, γεμάτο τυρκουάζ μελάνι, μια πένα με πολύχρωμη ξύλινη λαβή, ένα πινέλλο με τρίχες σκίουρου, ένα ανάλογου μεγέθους στυπόχαρτο.

Κι αφού ταχτοποιήθηκε το σημειωματάριο ήρθε και η σειρά του Γιγάντιου Λεξικού. Η μεγαλοπρέπεια της μεταφοράς του δεν ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο του σημειωματαρίου είναι η αλήθεια.

Το συγκλονιστικό όμως ήταν, ποιοί ήταν αυτοί που μετέφεραν το Γιγάντιο Λεξικό στη θέση του, για να μπορεί η Ζιμπουλιώ να ανατρέχει με ευκολία, όποτε το χρειαζόταν.

Με έναν πολύ αργό και τελετουργικό ρυθμό το έφερνε μια μικτή ομάδα από ποντικούς, τερμίτες, ασημοψαράκια, σκαθάρια των χαλιών, αλλά και βιβλιόψειρες.

Μπροστά πήγαιναν οι τρεις ποντικοί, με τα γκρίζα φράκα τους ανοιχτά, για να μην στριμώχνονται οι στρογγυλές κοιλιές τους και τις γκέτες στα λεπτά τους πόδια, τα παπούτσια τους με τις οξείες μύτες, έβαζαν κι έβγαζαν τα καπέλα τους σε έναν ανεπαίσθητο χαιρετισμό και χαμογελούσαν όλο περηφάνεια. Αυτοί δεν σήκωναν. Ήταν οι πρωτοστάτες.

Ακολουθούσαν οι τερμίτες. Μέσα στα μελιά τους διαστημικά κοστούμια κινούνταν νευρικά και με ρυθμό απαράμιλλα ελεγχόμενο.

Πίσω τους τα ασημοψαράκια φορούσαν μεταλλικές ασημένιες φόρμες, τα ρούχα τους τα γιορτινά δηλαδή κι αυτά τηρώντας μια θεαματική πειθαρχία, αλλά πιο ήρεμα στην κινησή τους. Θα έλεγε κανείς ότι παρατηρούσαν με πολύ περιέργεια κι ενδιαφέρον το κοινό που τους υποδεχόταν.

Για τα σκαθάρια, τι να πει κανείς; Με τα μαύρα σμόκιν τους και τα μαύρα γυαλιά ηλίου τους έσπαγαν το επίσημο της πομπής. Μερικά χαριεντίζονταν κι όλας. Ένα απ᾽αυτά κάπνιζε κάτι αλλόκοτο, που όμως αρωμάτισε περίεργα την περιοχή και προς στιγμήν ο Βράχος πήγε να πέσει ζαλισμένος.

Το αποκορύφωμα όμως αυτής της πομπής ήταν οι βιβλιόψειρες. Αυτές ήταν και οι μοναδικές κυρίες. Αυτές φορούσαν τα καλύτερα ρούχα της επόμενης σεζόν. Στα παρασκήνια οι σχεδιαστές τους τις ενθάρυναν στον τρόπο βαδίσματος και τους τρόπους λικνίσματος. Ειλικρινά οι ψείρες ήταν η φινέτσα σε όλο της το μεγαλείο. Λίγο σνόμπ, αλλά πολύ γουστόζες.

Σ᾽αυτό το μαγικό τόπο λοιπόν σε ποιόν είχε η Μερόπη εμπιστευθεί τη μεταφορά του σπουδαίου αυτού βιβλίου; Χμμμμ! Μα φυσικά στους ίδιους τους πιθανούς καταστροφείς του...Μεγάλη διπλωμάτισσα η Μερόπη εκτός των άλλων.

Κι ο Λύσανδρος φυσικά να παίζει την ξεθυμασμένη τρομπέτα του ακατάπαυστα κι ευτυχώς που υπήρχε κι αυτός...

Η Ζιμπουλιώ κοιτούσε όλα αυτά σαν ζαλισμένη, κάτω απ᾽τη σκιά του Βράχου της Υπομονής και δεν φανταζόταν, πώς θα τα κατάφερνε να πετύχει όσα έπρεπε να πετύχει.

Δεν ήξερε τα αινίγματα, πόσο δύσκολα και τι είδους θα ήταν. Όταν ήταν μικρή, έπαιζε με τη γιαγιά της με αινίγματα που της έβαζε εκείνη με τη λαϊκή της σοφία. Έλπιζε αυτή η γνώση κι εμπειρία της να τη βοηθούσε στην κατάλληλη ώρα.

(αλλά σήμερα κουραστήκατε περισσότερο από κάθε άλλη φορά με το παραμύθι μας που ήταν λίγο πιο πληθωρικό κι επειδή αύριο Δευτέρα, χρειάζεστε τις δυνάμεις σας για την καινούργια βδομάδα, ευχόμαστε καλό ξημέρωμα κι όνειρα γλυκά και λυτρωτικά...και μη βλέπετε ειδήσεις...δεν έχουν τίποτα καλό να μας πουν... ως αύριο βράδυ τα σέβη μας!)

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Λυπήσου με αγάπη μου.

Τριαντακλωνοκυπάρισσε μὲ τοὺς χρυσοὺς τοὺς κλώνους
καὶ μὲ τὰ φύλλα τὰ πλατιά καὶ τὸν πολὺν τὸν ἴσκιον,
καὶ τὸν ἀέραν τὸν γλυκύν, μὲ τὴν πολλὴν δροσίαν,
περιβολίτσιν ἔμορφον τὰ ῥόδα φυτεμένον,
γλυκομηλέα μου κόκκινη, τὰ μῆλα φορτωμένη,
ἀπόκλινε τὴν νιότην σου νὰ μείνω στὴν ἰσκιά σου,
νὰ δροσιστῶ στὸν ἴσκιον σου καὶ εἰς τὸ κατάψυχόν σου.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Ἀπόσπασμα ἀπό τό πρώτο βιβλίο τῆς Μαρίας Μήτσορα, ἔκδοση τοῦ 1978.

...Εἶδα ὅτι ἤμουν ξαπλωμένη σ᾽αύτό εδῶ τό κρεβάτι καί κοιμόμουνα μέ τά ροῦχα. Κοιμόμουνα ὅμως πολύ ἐλαφρά γιατί μ᾽ἐνοχλοῦσε πού εἶχα στά παράθυρα μόνο κουρτίνες καί καθόλου στόρ. Ἄκουγα φωνές ἀπό τό δρόμο καί ξυπνώντας μέσα στ᾽ὄνειρο τίς ἄκουσα καθαρότερα.

Κουβέρτες πικεδένιες
πρώτα κίτρινες μέ λευκά σχέδια
Καί ἀργότερα γαλάζιες
Παιδικές κουβέρτες πικεδένιες

Γονάτισα πάνω στό κρεβάτι καί κοίταξα μέσα ἀπό τά ρολά. Ἔδυε ὁ ἥλιος κι ἀπέναντι στή θέση τῆς ΕΒΓΑ ἤτανε ἕνα κομμωτήριο, Κομμώσεις Εἰρήνη ἔγραφε μέ πράσινα γράμματα καλλιγραφίας. Πλάι στήν πόρτα του στεκότανε ἕνας τσιγγάνος μέ μία στίβα κουβέρτες στά χέρια. Εἶχε μαζί του ἕναν ἄσπρο σκύλο, αὐτός ὁ σκύλος ἤτανε παράξενος. Ξαφνικά ἀναγνώρισα τόν θόρυβο πού ἐρχότανε ἀπό τό βάθος τοῦ σπιτιοῦ, κουταλάκι πάνω σέ γυαλί, ὁ πατέρας μου ἔστιψε χυμό πορτοκάλι καί μοῦ τόν κάνει φραππέ. Τότε κατάλαβα ὄτι αὐτό ἐδῶ τό δωμάτιο ἦταν χτισμένο γιά μένα στήν ταράτσα τοῦ παλιοῦ μου σπιτιοῦ στή Νέα Σμύρνη. Σέ λίγο θά φύγει σκέφτηκα μέ μεγάλη ἀνησυχία, θά ἀφήσει ἄστρωτο τό κρεβάτι του, θά πρέπει νά τρέχω πίσω του αθόρυβα, γιατί κάποιος μέ περιμένει στή στάχτη, στή στάση, δόρθωσε, ἐδῶ καί πάρα πολύ καιρό. Ὁ τσιγγάνος ξανάρχισε τίς φωνές του. Κοίταξα πάνω στο κρεβάτι μου μιά γαλάζια πικεδένια κουβέρτα καί θυμήθηκα - ὅταν ἀκόμα ψήλωνα - καί μέ μετροῦσαν στόν τοῖχο - μοῦ ἔστρωναν μιά κίτρινη με μεγάλα ἄσπρα σχέδια. Φροῦτα καί λουλούδια. Φόρεσα βιαστικά τίς μπότες μου πού ἤτανε ὅμως ἀπό γαλάζιο λουστρίνι καί μπήκα τρέχοντας στή θερμοκρασία τοῦ δρόμου. Ἔκανε ζέστη ἀλλά ὁ πατέρας μου πού ἔστριβε ἐκείνη τή στιγμή τή γωνία φορούσε καμπαρντίνα. Περίμενα λίγο μήπως τόν δῶ νά γυρίζει. Ὁ τσιγγάνος φοροῦσε ἕνα ἀνοιχτό πράσινο πουκάμισο. Πρέπει ὁπωσδήποτε νά τοῦ πῶ ὅτι δέν ἔχει τό δικαίωμα νά πουλήσει αὐτές τίς κουβέρτες - ὅποιος τίς ἀγοράσει θά μπορεί νά βλέπει τόν πατέρα μου - τή μητέρα μου - ἐμένα, ξαπλωμένους στά κρεβάτια μας - τήν ἀκριβή στάση τοῦ κάθε σώματος - τό στρῶμα τοῦ πεθαμένου ἀέρα γύρω ἀπό τό δέρμα. Κάτι μοῦ λείπει τοῦ ψιθύρισα, κοιμᾶμαι γιά νά μή τρελαθῶ - ποτέ δέ θά μπορέσω νά κάνω αὐτό πού πρέπει. Δέ θά μπορούσα νά κάνω αὐτό πού κάνεις - νά φωνάζω τόσο δυνατά. Αἰσθάνθηκα στά πόδια μου τόν σκύλο πού προσπαθοῦσε νά μυρίσει ὅλες τίς λεπτομέρειες. Εἶδα ὅτι τό μπροστινό του δεξί πόδι ἔλειπε ἀπό τή ρίζα. Τρίποδο. Πῶς νά μυρίζει αὐτή ἡ λεπτομέρεια σκέφτηκα κι ἀνατρίχιασα. Κοίταξα καλύτερα τίς κουβέρτες δέν ἤτανε ἴδιες, μία κίτρινη μονάχα λιγάκι ἔμοιαζε. Πόσο κάνει αὐτή, τόν ρώτησα βγάζοντας τό πορτοφόλι μου. Μέ κοίταζε ἀμίλητος στά μάτια ἐνῶ γύρω μας σκοτείνιαζε πολύ γρήγορα. Ξύπνησα ἀπό τό κουδούνι τῆς κάτω πόρτας.

Δεν μποροῦσα ν᾽ἀνοίξω. Ξαπλωμένη στά σκοτεινά σκεφτόμουνα τόν πατέρα μου - πῶς πέθανε ὅταν ἔγινα εἴκοσι ἕνα. Θυμήθηκα τόν Ἀντώνη πού μέ περίμενε μέ τίς ὧρες στή στοά τοῦ Ἄστυ. Τ᾽ὄνομά του ἤτανε τώρα τό μόνο στόν κατάλογό μου πού εἶχε μείνει χωρίς σταυρό. Τότε μοῦ μπήκε ἡ ἰδέα - ἄν πρίν νά κλείσω τά τριάντα συναντήσω καί τόν Ἀντώνη θά πεθάνω. Ἄναψα τή λάμπα καί ἀπό τότε δέν τήν ἔχω σβήσει οὔτε λεπτό. Ἄρχισα νά ἐξετάζω ἀπό τήν ἀρχή τό ὄνειρο. Ἐκεῖνο τό Κομμώσεις Εἰρήνη ἔκανε τά χέρια μου νά μουδιάσουν - ἡ Εἰρήνη τοῦ τάφου. Προσπάθησα νά ἡσυχάσω μέ τή σκέψη πως ὁ Ἀντώνης ἔχει τουλάχιστον ὀχτώ χρόνια πού λείπει ἀπό τήν Ἑλλάδα, ἀλλά καί αὐτό τελικά μέ ἀνησύχησε περισσότερο - ἕνας λόγος παραπάνω τώρα πού ἔφτιαξε καί ἡ κατάσταση - σίγουρα, σίγουρα θά ἔρθει - νά δεῖ τούς γονεῖς του. Κι ἄν εἴχε μάθει τή διεύθυνσή μου; Κι ἄν μοῦ χτυποῦσε αὐτός πρίν ἀπό λίγο τό κουδούνι; Τραβώντας τήν ἄκρη τῆς κουρτίνας ἔριξα μιά ματιά στό δρόμο - ἄδειος, εὐτυχῶς. Σκέψου ὅμως νά στεκόταν ἀπέναντι καί νά τόν ἔβλεπα. Ἀποφάσισα νά καρφώσω τίς κουρτίνες. Μόλις κατέβηκα ἀπό τό σκαμνί μέ τό κουτί τίς πινέζες ἀκόμα στά χέρια, κατάλαβα, ὅτι στίς δύο πιθανότητες πού μοῦ ξετύλιγε ἡ σκέψη μου - νά δῶ τόν Ἀντώνη καί νά πεθάνω - νά μή δῶ τόν Ἀντώνη καί νά μήν πεθάνω ἔπρεπε νά προσθέσω καί μία τρίτη - λιγότερο ἀγχώδη - ἀλλά ἰδιαίτερα ἐνοχλητική. Νά μή δῶ τόν Ἀντώνη ἀλλά συνέχεια νά τόν σκέφτομαι - νά περιμένω συνέχεια μήπως τόν δῶ.”.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Η ξεθυμασμένη τρομπέτα του Λύσανδρου ήχησε την ειδοποίηση, πως όλα ήταν έτοιμα. Ο Βράχος καλώπισε φιλάρεσκα τη χορταριασμένη κορυφή του. Η Μερόπη έκανε ένα μικρό τέστ στις κεραίες της και μόρφασε το στόμα της σε μιαν αλλόκοτη εκφραστική άσκηση.

Ο Λύσανδρος χύμα εντελώς σήκωσε το παντελόνι του ή τέλος πάντων αυτό που έμοιαζε ως παντελόνι του κι ο γέρο-χρόνος ξάπλωσε εντελώς προκλητικά και ράθυμα σε μιαν άκρη, σίγουρος για το γεγονός και την χρονική ακρίβεια της τέλεσής του.

Οι κουβαλητές κάθησαν στη εξέδρα ως τιμώμενα πρόσωπα, αλλά και μάρτυρες του γεγονότος.

Όσο για τη Ζιμπουλιώ με τον Λευτέρη στο πέτο να τζιτζιρίζει ακατάπαυστα, τι να πει κανείς; Τα λόγια φτωχά. Έστρωσε το φουστανάκι της και μάζεψε τα σοσονάκια της που είχαν σουρώσει στον αστράγαλο, χτένισε τα μαλάκια της τα ατίθασα...

Τι άλλο να έκανε; Ήπιε λίγο νεράκι απ᾽αυτό που έτρεχε απ᾽τον Βράχο κι έτσι ψήγματα υπομονής που πέρναγαν μέσα του, αυτόματα πέρασαν και μέσα στη Ζιμπουλιώ...

Τότε άρχισε μια ηχώ επιβλητική να αναγνώνει τους ορισμούς του σταυρολέξου. Τη βάζουμε στο στόμα μας και την πιπιλάμε όταν πονάει ο λαιμός μας...ακούστηκε ο πρώτος ορισμός...Καραμέλα! αναφώνισε με ανακούφιση για το εύκολο του πράγματος η Ζιμπουλιώ.

Σάλτα πάνω στο σταυρόλεξο και πάτησε τα λευκά τετράγωνα για την καραμέλα, διέταξε η Μερόπη κι ο Λύσανδρος με μιάς σήκωσε τη Ζιμπουλιώ στα χέρια του και την εναπόθεσε πάνω στην επιφάνεια του σταυρολέξου. Πήδα στα νταμάκια, φώναξε η Μερόπη.

Δειλά στην αρχή, αλλά πολύ σύντομα με θάρρος, καθώς κοίταζε στα μάτια τον Λύσανδρο γι᾽αυτό το λόγο, άρχισε τα χοροπηδήματα πάνω στα λευκά τετράγωνα. Πρόσεξε μην πατήσεις τα μαύρα, φώναξε ο Λύσανδρος, θα σε ρουφήξουν μέσα τους τα πρόσωπα των ξωτικών...

Νότες στο μεταξύ ακούγονταν φωναχτά κάθε που πάταγε τα νταμάκια...Ντο μι μι ρε φα φα μι σολ σολ φα σι σι, κάτι σαν μάθημα σολφέζ...Τι χαρούμενο παιχνίδι συλλογίστηκε κι άρχισε να της αρέσει, άρχισε να διασκεδάζει πράγμα που έδιωξε πάραυτα την αγωνία της και τότε όλα άρχισαν να γίνονται τόσο διαφορετικά...

Ο νούς της απόκτησε μιαν ετοιμότητα άνευ προηγουμένου. Ποτέ στο σχολείο δεν είχε τέτοια ετοιμότητα. Έτσι το παιχνίδι με τις λέξεις, τα χοροπηδήματα και το μάθημα σολφέζ κράτησε πολύ λιγότερο, απ᾽ό,τι κανείς φανταζόταν, ώσπου ήρθε η στιγμή της τελευταίας λέξης.

Κάπου στο κέντρο του σταυρολέξου, κάθετα, με εννιά γράμματα, η λέξη με τον εξής ορισμό: Φύλαρχος της φυλής Μπασούντου στη βόρεια Γκόνεο. Εδώ η Ζιμπουλιώ κατά την λαϊκή φράση, τα βρήκε μπαστούνια.

Γρήγορα-γρήγορα σάλταρε έξω απ᾽το σταυρόλεξο και πήγε στο Λεξικό, όπου ήδη ποντικοί κι έντομα γύριζαν τις σελίδες του σαν τρελές, όσο να βρεθεί το γράμμα Μ, όπου το λήμμα Μπασούντου. Τίποτα. Δεν βρίσκανε τίποτα.

Μα τρελαθήκατε μωρέ; τους φώναξε η Μερόπη. Δεν ξέρετε τον Φύλαρχο και ψάχνετε στο λεξικό γι᾽αυτό; Μα αυτό είναι απ᾽τα πιο εύκολα. Γρήγορα πάτε στις οριζόντιες λέξεις που τους λείπουν τα γράμματα του ονόματος του Φύλαρχου.

Κ, Α, Ρ, Α , Δ, Ο, Ν, Τ, Η, Σ. Συλλάβισε η Ζιμπουλιώ και κοίταξε στα μάτια τον Λύσανδρο πριν κάνει κάποια κίνηση βεβιασμένα. Αυτός της έκλεισε το μάτι με δραματικό τρόπο και κούνησε και την παλάμη του δίπλα στους μηρούς του σημαίνοντας, προχώρα αυτό είναι!

Καραδόντης, φώναξε ταραγμένη η Ζιμπουλιώ και το χοροπήδησε στα σωστά τετράγωνα και τότε άστραψε το σταυρόλεξο, σείστηκε σαν τρελό, πέταξε τη Ζιμπουλιώ κατάχαμα σαν σκουπίδι κι εξανεμίστηκε. Τόση ήταν η μαγεία της στιγμής, που φυσικά συνοδεύτηκε από έναν καταιγισμό χειροκροτημάτων.

(και τώρα φίλοι, νικητές, ας πάμε να κοιμηθούμε, να ξεκουραστούμε για την αυριανή συνέχεια του παραμυθιού μας...οι άϋπνοι διαβάστε ξανά και ξανά το παραμύθι ως εδώ! είναι άκρως νανουριστικό)

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Ἀπό το Καλαντάρι τῶν φύλλων καί τῶν ἀνθῶν.

Οκτώβριος.

Η υγρασία σωριάζεται
μαζί με τις φυλλωσιές στα οδοστρώματα.

Κάτω από τη μασχάλη μου
κλείνω κάθε πρωί
τις υποθέσεις των ωρών.

Μία ακόμη μέρα.

Ακατάβλητα παραμένουν
τα πράσινα λύτρα της σήψης.

Πριν ακουμπήσω το βράδυ
το χέρι μου στο χέρι της πολυθρόνας,
επιμελώς κρατώ την πρωινή αύρα,
αλλιώς η σήψη καραδοκεί.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

έβρεχε όλο το βράδυ κι όλο το πρωΐ
το σπίτι έτριζε από αστραπόβροντα
πρώτη Οκτώβρη με κωδωνοκρουσίες και διακοπές ρεύματος
το μεσημέρι βγήκε ήλιος
εγώ και η μικρή μου τετράποδη συντροφιά
ντυθήκαμε καλοκαιρινά
βάλαμε εγώ τις σαγιονάρες μου
αυτή ξυπόλητη...
βγήκαμε μές τη βροχή...
εγώ με την πλάτη και τους ώμους και τα μαλλιά
γεμάτα νερό
εκείνη με μουσκεμένα αυτιά και πλάτη
με την ουρά στα σκέλια
να τρέμει από φόβο
αλλά να τρέχει στο καλντερίμι σκοντάφτοντας συχνά
τραβώντας με να με ρίξει κάτω
εμείς γυμνές οι άλλοι με ομπρέλες και ζακετούλες
πλανηθήκαμε στα δρομάκια της γειτονιάς μας
καλημέρες ένα σωρό
καλό μήνα ένα σωρό
ευχές...
πολλές ευχές
διακόσια τόσα
μπορεί και τρακόσια
μπορεί και παραπάνω
σε όποιο μετρικό σύστημα απόστασης κανείς επιθυμεί,
μακριά σταλμένες με τη σκέψη
συνέχεια με τη σκέψη
τεράστια η δύναμη της σκέψης
τι σημασία έχει
πόσο μακριά
δίπλα ή στην άλλη άκρη της γης...
ταξιδεύουν οι ευχές...
διπερνούν μιά-μιά
τις σφαίρες της ατμόσφαιρας...
προς το μακρυνό υπερπέραν...
κάνουν γκέλ πρώτα στους πλανήτες
στον ήλιο υπερθερμαίνονται
και γίνονται ατμοί πολύχρωμοι...
πετιώνται παραπέρα μέσα απ᾽τις εκκρήξεις του
ακόμα παραπέρα...
όσο οι σκέψη θέλει...
αυτή η άπειρη σκέψη...
αρκεί να έχει κανείς να τις μοιράζεται...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Απόπειρα μετάφρασης του ποιήματος Infinito του Leopardi, συνδυάζοντας το πρωτότυπο στα ιταλικά και την αγγλική του μετάφραση κι αυτό σαν συνέχεια του προηγούμενου ποσταρίσματος...ένας συνειρμός ακόμα. Το πρωτότυπο παρατίθεται, για την απόλαυση της αυθεντικής μουσικότητας του κειμένου...

Sempre caro mi fu quest’ermo colle,
e questa siepe, che da tanta parte
dell’ultimo orizzonte il guardo esclude.
Ma sedendo e mirando, interminati
spazi di là da quella, e sovrumani
silenzi, e profondissima quiete
io nel pensier mi fingo; ove per poco
il cor non si spaura. E come il vento
odo stormir tra queste piante, io quello
infinito silenzio a questa voce
vo comparando: e mi sovvien l’eterno,
e le morte stagioni, e la presente
e viva, e il suon di lei. Così tra questa
immensità s’annega il pensier mio:
e il naufragar m’è dolce in questo mare.

μου ήταν πάντα αγαπητός
αυτός ο μοναχικός λόφος
κι αυτός ο φράχτης
που υπεξαιρεί τη θέα
μεγάλου μέρους του μακρυνού ορίζοντα
που όμως καθήμενος
και κοιτώντας
έναν τόσο ατελεύτητο χώρο
πίσω απ᾽αυτόν
τις υπερβατικές σιωπές κι εκείνες τις πλέον προφανείς
επιτρέποντας στις οδοιπόρες σκέψεις μου
να με απορροφήσουν
εκεί όπου η καρδιά μου αισθάνεται δέος
καθώς ακούω τον άνεμο
να ψιθυρίζει ανάμεσα στα δέντρα
συνεχώς αναλογίζομαι
πως αυτή είναι η φωνή της σιωπής του απείρου
ανακαλώ το αέναο
τίς νεκρές εποχές
την παρούσα εποχή
την ζωή και τον ήχο της
έτσι οι σκέψεις μου βυθίζονται
στη μέση αυτής της απεραντοσύνης
και είναι για μένα
γλυκό το βύθισμα σε μια τέτοια θάλασσα...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Η Ζιμπουλιώ ήπιε λίγο νερό απ᾽τον Βράχο, που ήταν πολύ συγκινημένος και της χάϊδεψε το κεφάλι με το ασυνήθιστα μακρύ του χέρι, έτσι που η Ζιμπουλιώ ανατρίχιασε απ᾽το φόβο της...Όλα έμοιαζαν τόσο ανοίκεια...αλλά ταυτόχρονα πολύ γλυκά και τρυφερά μέσα στη δυσκολία τους...

Η Μερόπη ήξερε, πως η δεύτερη φάση, αυτή των αινιγμάτων ήταν η πιό δύσκολη κι ότι το Λεξικό δεν μπορούσε να κάνει πολλά, για να βοηθήσει το κορίτσι...Έσπαγε μέρες τώρα το κεφάλι της, πώς να την βοηθήσει, χωρίς να φανεί σαν βοήθεια.

Ήθελε τόσο να μετακινηθεί ο φίλος της, που αυτή της η επιθυμία την είχε τυφλώσει κυριολεκτικά και μηχανευόταν το πώς θα βοηθούσε τη Ζιμπουλιώ, χωρίς να εκτεθεί κανείς. Μηχανευόταν δηλαδή, να παραβιάσει τους κανόνες λειτουργίας όλης της Πέμπτης Πύλης, που άνοιγε με το Σκουριασμένο κλειδί.

Το Σκουριασμένο Κλειδί, που δεν ήταν ένα οποιοδήποτε κλειδί. Είχε συγκλονιστική ιστορία, που δεν ήταν γνωστή στον κόσμο, ούτε ακόμα και σ᾽αυτούς που τους είχε δωρηθεί η χρήση του και βρίσκονταν να δοκιμάζονται, για να γνωρίσουν την απόλυτη ευτυχία.

Ο κόσμος του Σκουριασμένου Κλειδιού ήταν ένας κόσμος αθωότητας μέσα στην σκληρότητά του. Η σκληρότητά του δεν ήταν παρά ένα υπόβαθρο που πάνω του χτιζόταν σιγά-σιγά και με ένα σωρό τρόπους κι εμπειρίες ο κόσμος της απόλυτης ευτυχίας.

Γιατί τι είναι η ευτυχία τελικά, πάρεξ ένα σύμπλεγμα μικρών επιτευγμάτων, που στο τέλος συγκροτούν τις μεμονωμένες στιγμές της απόλαυσής τους. Κι ο κόσμος που ζούσε στην Πέμπτη Πύλη αυτό ήταν...

Ο κόσμος που όχι μόνο διασφάλιζε την δημιουργία αυτών των επιτευγμάτων, αλλά δημιουργούσε και τις προϋποθέσεις να διασφαλιστούν και οι στιγμές της απόλαυσής τους. Όχι μόνο από τους δοκιμαζόμενους, αλλά κι απ᾽αυτούς που θα μοιράζονταν μαζί τους το περισσό αυτό δώρο.

Το Σκουριασμένο Κλειδί δεν ήταν παρά ένα απλό κλειδί σαν όλα τ᾽ άλλα που άνοιγαν τις δέκα Πύλες. Αυτό όμως που το έκανε ξεχωριστό ήταν η σκουριά του. Και δεν επρόκειτο για συνήθη σκουριά. Η συνήθης σκουριά εγκαθίσταται στα μεταλλικά αντικείμενα καθώς αυτά έρχονται σ᾽επαφή με την υγρασία και οξειδώνονται απ᾽αυτή.

Αναπτύσεται σε μορφή στρωμάτων κι έτσι διαβρώνει τα μέταλλα και είναι ικανή να τα διαβρώσει μέχρι την τελική τους εξαφάνιση. Η συγκεκριμένη σκουριά αντίθετα στεκόταν σε στρώματα που συσσωρεύονταν πάνω στο αρχικό υλικό έχοντας προσθετική δράση παρά αφαιρετική πάνω στην αρχική του μάζα...

Και αυτό το φαινόμενο, αυτού του είδους η σκουριά απαντάται μόνο σε περιβάλλοντα με ασυνήθης, ονειρικές συνθήκες, όπως είναι αυτά των Δέκα Πυλών. Το κλειδί αυτό και το αντικλείδι του φυλάγεται από τους τεχνίτες που τα κατασκεύασαν μαζί με την Μεγάλη Κλειδωνιά της Πέμπτης Πύλης. Η χρήση του κλειδιού, όπως και η είσοδος και το βίωμα του κόσμου της Πέμπτης Πύλης, υπόκεινταν στην δικαιοδοσία των κατασκευαστών τους.

(Ποιοί ήταν οι κατασκευαστές; Θα το πούμε αύριο, όπως και την συνέχεια του παραμυθιού μας. Γι᾽απόψε καλό μας ξημέρωμα!)

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Μέσα απ᾽τον φανταστικό κόσμο των σλάβικων παραμυθιών εμπνεύστηκε την όπερά του Rusalka ο Antonin Dvorak. Κι αυτή είναι η άριά της, Το τραγούδι στη Σελήνη . Το λιμπρέτο έχει γράψει o Jaroslav Kvapi. Η Rusalka είναι μια νύμφη των νερών που αγάπησε έναν κυνηγό κι επιθυμεί να γίνει θνητή για να σμίξει μαζί του. Κι αυτή είναι η επίκλησή της στη Σελήνη. Παραθέτουμε το πρωτότυπο αλλά και μια μετάφρασή του απ᾽τα αγγλικά, μια και στα τσέχικα δεν τα καταφέρνουμε.

Svetlo tve daleko vidi,
Po svete bloudis sirokem,
Divas se v pribytky lidi.
Mesicku, postuj chvili
reckni mi, kde je muj mily
Rekni mu, stribmy mesicku,
me ze jej objima rame,
aby si alespon chvilicku
vzpomenul ve sneni na mne.
Zasvet mu do daleka,
rekni mu, rekni m kdo tu nan ceka!
O mneli duse lidska sni,
at'se tou vzpominkou vzbudi!
Mesicku, nezhasni, nezhasni!

Σελήνη, ψηλά και πέρα στον ουρανό
το φως σου βλέπει μακριά,
ταξιδεύεις γύρω απ᾽τον πλατύ κόσμο,
και βλέπεις τα σπίτια των ανθρώπων.
Σελήνη στάσου ακίνητη για λίγο
και πες μου πού είναι ο αγαπημένος μου.
Πές του, ασημένια Σελήνη,
πως τον αγκαλιάζω.
Τουλάχιστον στιγμιαία,
άφησέ τον να θυμηθεί να με ονειρευτεί.
Φώτισέ τον εκεί μακριά
και πες του, πές του ποιά τον περιμένει!
Κι αν η ανθρώπινη ψυχή του πράγματι με ονειρεύεται
ας τον ξυπνήσει η μνήμη!
Φεγγαρόφωτο, μην εξαφανίζεσαι, εξαφανίζεσαι!

Την άρια τραγουδάει η Renée Fleming

Vale
Απών/απούσα

Καλή μου Καραμελένια καλησπέρα.
Έχει το ματσάκι, στα γρήγορα λοιπόν.

Βλέπω αυτές τις μέρες, να έχει βγει ο μαλακισμένος πιτσιρικάς από μέσα μας (ο φλώρος, που όλοι κρύβουμε καλά), αυτός που πάντοτε μαρτυρούσε στον δάσκαλο τις σκανταλιές των πίσω θρανίων (είχα την τύχη να είμαι εκεί, πίσω-πίσω...).
Η διαφορετικότητα είναι πολύτιμη κι ο φλώρος πάντα θα ψάχνει λόγους για να σε δώσει.

Λοιπόν.
Θυμήθηκα, μία αγαπημένη ταινία.
Παρακαλώ -ειδικά οι πιτσιρικάδες- ας δουν, πώς και γιατί η ζωή είναι τόσο όμορφη, γκομενάρα από τις λίγες. Χούφτωστη τώρα που μπορείς.

Απόντες (Truants) – 1996 – Ν. Γραμματικός

Σημ. Όταν βρεθεί χρόνος, ας δούμε κάτι και απ' τα πίσω-πίσω θρανία. Έχουν κι αυτά κάτι να σου πουν και θα στα πουν μπροστά, ποτέ από πίσω.

.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Πώς όμως ξεκίνησε η δωρεά του Σκουριασμένου Κλειδιού και η Μεγάλη Κλειδωνιά που άνοιγε την Πύλη της απέραντης ευτυχίας;

Σε μια γωνιά της γης, μια ομάδα σιδεράδων αποφάσισε να φτιάξει την ιδανική κλειδωνιά και το κλειδί της. Ποιά θα ήταν αυτή άραγε, κάθισαν και σκέφτηκαν μερόνυχτα, μήνες, και κάμποσα χρόνια, ενώ παράλληλα πειράματα στα εργαστήρια τους επιβεβαίωναν ή διέψευδαν τις ιδέες τους.

Κι ενώ ήσαν σ᾽αυτόν το δημιουργικό οργασμό, ένα πρωΐ τους χτύπησε την πόρτα μια νύμφη του δάσους. Στάθηκε μπροστά τους, όπως θα την έβλεπαν οι γονείς της. Γυμνή. Με τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της, να γέρνουν βαριά στους ώμους, να καλύπτουν τα στήθη της, να κρύβουν τα απόκρυφα σημεία του σώματός της κι ύστερα να κυλάνε ως κάτω τους λεπτούς αστραγάλους της.

Ένα στεφάνι από δάφνη, κουμαριά, καστανιά και πλάτανο ήταν το μοναδικό στολίδι της, γύρω απ᾽το μέτωπό της. Τα μάτια της ήταν δυο μαύρα αμύγδαλα, φλογισμένα απ᾽το δρόμο. Τα πόδια της γυμνά και λασπωμένα. Τα κρινοδάχτυλά της κρατούσαν ένα καλάθι γεμάτο φθινοπωρινούς καρπούς.

Καθώς άνοιξαν την πόρτα οι σιδεράδες έτσι την αντίκρυσαν εμπρός τους, να τους λέει, Καλημέρα και να τους απλώνει το καλάθι με τα δώρα της χαμογελώντας. Καλημέρα, ανταπάντησαν αποσβολωμένοι και οι σιδεράδες και της έκαναν νόημα, να μπει μέσα και να καθίσει, πού άραγε μέσα στις φωτιές, τα αμόνια, τα σφυριά, τα σίδερα;

Ήρθαν σε αμηχανία, που η νύμφη συναισθάνθηκε και για να τους ησυχάσει, μπήκε μέσα με κινήσεις ανάερες και κάθισε σε μιαν άκρη στο πάτωμα, κάνοντάς τους νόημα να κάτσουν γύρω της. Τότε άρχισε να τους ιστορεί, πώς ο κόσμος της είχε αποφασίσει, να εγκλείσει σε χωριστούς χώρους τα διάφορα αισθήματα των ανθρώπων.

Να τα σφραγίσει με τεράστιες Πύλες, που θα είχαν μικρά ανοίγματα, πολλά για λόγους διαφυγής σε περιπτώσεις μεγάλης συγκέντρωσης των αισθημάτων στους χώρους αυτούς. Τα ανοίγματα θα είχαν το καθένα την μικρή κλειδωνιά του. Η Πύλες όμως θα άνοιγαν με τις Μεγάλες Κλειδωνιές και τα Κλειδιά τους.

Τα Κλειδιά θα διαχειρίζονταν από κοινού οι νύμφες και οι σιδεράδες. Μια φορά το χρόνο αυτά τα Κλειδιά θα παραδίδονταν σε συγκεκριμένους κοινούς ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες ανεξάρτητα, αρκεί αυτοί οι άνθρωποι να είχαν δώσει ασφαλή σημάδια, ότι θα διαχειρίζονταν τα αισθήματα με σωφροσύνη και θα τα διέθεταν στους συνανθρώπους με σωφροσύνη επίσης.

Λεπτές ισορροπίες που χρειάζονταν λεπτούς χειρισμούς. Αυτό το αίτημα που ερχόταν απ᾽τον κόσμο των πνευμάτων της φύσης, τους έκανε να εντείνουν τις προσπάθειές τους και να φέρουν το ιδανικό αποτέλεσμα στα έργα τους. Έτσι φτιάχτηκαν δέκα Μεγάλες Κλειδωνιές και τα Κλειδιά τους. Μιά όμως ήταν η Κλειδωνιά της Πέμπτης Πύλης και πέντε τα Κλειδιά της.

Κάθε Κλειδωνιά είχε τόσα κλειδιά όσος κι ο αριθμός της Πύλης. Πέμπτη Πύλη; Πέντε κλειδιά. Πέντε διαφορετικά αισθήματα που άνοιγαν με το κάθε κλειδί. Στο παραμύθι μας θα παραμείνει μυστήριο, τι αισθήματα υπήρχαν στην κάθε Πύλη. Κι έτσι θα το κρατήσουμε. Δεν θα αναζητήσουμε την αλήθεια τους. Ίσως άλλα παραμύθια αναζητήσουν αυτές τις αλήθειες.

Τούτο εδώ θα αναζητήσει την ιστορία της Ζιμπουλιώς, της Πέμπτης Πύλης, του Σκουριασμένου Κλειδιού, της Μεγάλης Κλειδωνιάς της και του αισθήματος της απέραντης ευτυχίας που το Σκουριασμένο Κλειδί άνοιγε.

Το Σκουριασμένο Κλειδί τώρα το κατασκεύασαν οι σιδεράδες δουλεύοντας όλοι μαζί μερόνυχτα. Ήταν πιό χρονοβόρα η κατασκευή του κι απ᾽αυτήν της πολύπλοκης Κλειδωνιάς του.

Επί ένα χρόνο, τριακόσιες εξήντα έξι μέρες, γιατί η χρονιά τότε ήταν δίσεκτη, οι σιδεράδες κι οι νύμφες, όλοι μαζί πάλευαν ο καθένας με τα όπλα του και τις δυνατότητές του, πλάϊ, στην αλμύρα της θάλασσας, να δημιουργήσουν την αλλόκοτη σκουριά, που στην ουσία, αντί να κατατρώγει το μέταλλο του Κλειδιού, θα το προστάτευε από τον θάνατό του.

Αυτό λοιπόν ήταν το άφθαρτο Κλειδί. Το αιώνιο Κλειδί. Αυτή λοιπόν είναι η αλήθεια. Κι αυτό το κλειδί οι νύμφες το εμπιστεύονταν στις νονές-νεράϊδες των ανθρώπων. Όχι όμως όλων. Μόνο εκείνων που τα πνευματικά τους παιδιά θα είχαν εξακριβωμένα αθωότητα κι αγάπη για τους συνανθρώπους τους...

Πράγμα σπάνιο, που έκανε τεράστια τη δυσκολία της διαχείρισης της απέραντης ευτυχίας ανάμεσα στα πνεύματα της φύσης και τους θνητούς που αυτά ήταν ταγμένα να υπερασπίζονται...

Όμως φίλοι, η μέρα σήμερα ήταν δύσκολη και σκοτεινή, από κάθε άποψη, η νύχτα κοπιώδης κι αυτή...

ας κοιμηθούμε...κι αύριο με άλλα κουράγια...

θα συνεχίσουμε να ψηλαφίζουμε τις αράδες του παραμυθιού μας...

στον κόσμο των δύσκολων αινιγμάτων, που περιμένουν τη Ζιμπουλιώ να τα λύσει...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Στο δώμα μας, στο δώμα σας κεράσια απλωμένα, ακούστηκε η ηχώ να διαβάζει το πρώτο αίνιγμα...Η Ζιμπουλιώ μετά την επιτυχία της με το σταυρόλεξο δεν είχε ησυχάσει, ούτε πανηγυρίσει όπως όλοι οι άλλοι. Είχε την αγωνία της επόμενης δοκιμασίας, με μία μόνη διαφορά.

Όλοι, μα όλοι ανεξαιρέτως βρίσκονταν γύρω της. Την είχαν ασφυκτικά κυκλωμένη και έμοιαζαν αποφασισμένοι όχι μόνο εγγύς της να μείνουν, αλλά να κάνουν, ό,τι περνούσε ἀπ᾽το χέρι τους για την επιτυχία της.

Ο ίδιος ο Βράχος της Υπομονής είχε πάρει μιαν αλλόκοτη στάση. Αντί για ευθυτενής που ήταν ως τώρα, ξάφνου έγειρε την κορυφή του, έτσι που σκίαζε τη Ζιμπουλιώ. Την προφύλαγε απ᾽τις κατακόρυφες ακτίνες του ήλιου, που πια μεσουρανούσε σ᾽ένα θερμό καταμεσήμερο.

Είχε περάσει για τα καλά η ώρα. Πεινούσαν κι όλα, αλλά κανείς δεν μιλούσε γι᾽αυτό. Καμμιά φυσική ανάγκη δεν ήταν ικανή για να διακόψει τη δοκιμασία. Ένας μόνο βρισκόταν προκλητικά αμέτοχος. Αυτό όλους τους παραξένευε.

Ο γέρο-χρόνος συνέχιζε να μένει στην άκρη του. Μάλιστα κοιμόταν, θα έλεγε κανείς με βεβαιότητα, αφού η κοιλιά του ανεβοκατέβαινε ρυθμικά και απ᾽τα ρουθούνια του ξεχυνόταν ένας ήπιος μεν βρυχηθμός, αλλά δεν έπαυε να είναι βρυχηθμός. Κανείς απ᾽τους γνωστούς και συνεργάτες του, ωστόσο, δεν ανησυχούσε. Προς όφελος της προσπάθειάς τους ήταν αυτή η στάση του γέρο-χρόνου.

Τ᾽αστέρια, φώναξε η Ζιμπουλιώ χαρούμενη και ιαχές συνόδευσαν την απάντησή της. Ως κι απ᾽το στόμα του υπομονετικού Βράχου ξέφυγε ένα σύντομο αλλά πολύ εκφραστικό, Χα! Η Μερόπη δεν πίστευε στ᾽αυτιά της γιατί αυτή η παροιμία δεν ήταν και τόσο γνωστή.

Η τύχη της Ζιμπουλιώς όμως πήγαινε πίσω. Στο παιχνίδι με τις παροιμίες που έκανε με τη σοφή γιαγιά της. Τίποτα δεν πάει χαμένο απ᾽τα παιχνίδια των παιδιών. Σαν μεγαλώσουν, τα οφέλη τους είναι μαζί τους κι έτοιμα να τα συνδράμουν σαν μεγάλα πλέον παιδιά στις δυσκολίες τους.

Τρίποδο άλογο, μαύρος καβαλάρης, κοκκινοφόρος το βαρεί, ξανακούστηκε πιο βροντώδης αυτή τη φορά η ηχώ...Κοντοστάθηκε η Ζιμπουλιώ. Κάτι της έλεγε αυτή η παροιμία, αλλά όχι και τόσο ξεκάθαρα. Ήταν διστακτική, γιατί ο κανονισμός ήθελε να δίνει κανείς μιά και μοναδική απάντηση. Αν αυτή δεν ήταν σωστή, είχε χάσει κατ᾽ευθείαν και χωρίς καμμιά διευκόλυνση.

Καθώς έμενε έτσι αναποφάσιστη, ο Λύσανδρος πετάχτηκε, έκανε νόημα σιωπηλό σ᾽όλους να ανοίξουν τον κύκλο της συμπαράστασης κι αφού έλειψε για λίγα λεπτά, γύρισε κρατώντας μιά κατσαρόλα. Κάθισε κάτω κι άρχισε μια αγωνιώδη παντομίμα, που έκανε όλους να τρελαθούν από αγωνία.

Με τις παλάμες να κυκλώνουν έναν φανταστικό όγκο που φούντωνε ξαφνικά, συνέχιζε στο σχηματισμό ενός τριγώνου, πού τοποθετούσε ύποτίθεται πάνω απ᾽τον φουντωμένο όγκο κι αμέσως μετά τοποθετούσε προσεκτικά την κατσαρόλα πάνω απ᾽όλο αυτό το φανταστικό σύστημα όγκου και τριγώνου...

Και τότε η Ζιμπουλιώ θυμήθηκε: η φωτιά, η πυροστιά κι η κατσαρόλα, είπε κι έσκασε στα γέλια, αφήνοντας τον παλιό, καλό εαυτό της να ελευθερωθεί...

Περιττό να περιγράψει κανείς το πανδαιμόνιο που επακολούθησε, αφού βαρούσαν την κατσαρόλα και η ξεθυμασμένη τρομπέτα έβγαζε από μέσα της φοβερούς ήχους, που δεν θα τους έλεγες νότες...
Κάτι σαν τους υπνήλιους βρυχηθμούς του γέρο-χρόνου ἠταν, που παρά την ηχητική πλουτώνια κατάσταση, αυτός παρέμενε ανενόχλητος.

Ακουγόταν ωστόσο ένα ανεπαίσθητο τικ-τακ απ᾽το γκροτέσκο σώμα του, που έγινε αντιληπτό απ᾽τον Στγαβά Δοντιάς. Ναι φίλοι μου. Ο Στγαβά Δοντιάς ήταν εκεί. Μόλις είχε σκάσει μύτη στο χώρο και στεκόταν πίσω απ᾽το τετράγωνο κεφάλι του γέρο-χρόνου, παρατηρώντας τον ρούντα του γεγονότος, χωρίς να γίνει αντιληπτός απ᾽την υπόλοιπη ομήγυρη.

Είχε όπως πάντα μερικά φουντούκια που μασούλαγε, κρατώντας τις σιαγόνες του σε ετοιμότητα για ό,τι ήθελε προκύψει. Ξύπνα πάππο, ψιθύρησε στο αυτί του χρόνου. Ετοιμάσου το πανηγύρι δεν θ᾽αργήσει κι εχουμε κι αλλες δουλειές να κάνουμε με την κοπέλλα...Σιωπή Στγαβάς, ψιθύρησε ο γέρο-χρόνος. Δεν κοιμάμαι, κάνω πως κοιμάμαι. Τα βλέπω όλα με τ᾽αυτιά μου...και φυσικά το ρολόϊ δουλεύει ασταμάτητα...πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς...

Άσχημος ο πατέρας, όμορφος ο γιός, τρελός ο εγγονός...Το κλίμα, το σταφύλι και το κρασί, ψιθύρησε ο Λευτέρης μέσα στ᾽αυτί της Ζιμπουλιώς, τζι-τζι-τζί! Μην το ξανακάνεις Λευτεράκη, απάντησε το ίδιο ψιθυριστά η Ζιμπουλιώ. Το ξέρω απ᾽τη γιαγιά...και με στεντόρια φωνή το φώναξε δυνατά...κι όλοι χειροκρότησαν...

Και κάπως έτσι, τους βρήκε το απόγευμα η ηχώ να ρωτά, η Ζιμπουλιώ να απαντά με ευτράπελα στιγμιότυπα παντομίμας κι άλλων αλλόκοτων βοηθητικών μεθόδων. Στην ουσία οι κανονισμοί έμπαζαν νερό από παντού. Κι η Ζιμπουλιώ αναρωτιόταν, αν θα έπιανε η δοκιμασία επί της ουσίας. Αν δηλαδή θα αποκτούσε τη δυνατότητα να μεταφέρει το Βράχο πέρα απ᾽τη στροφή, όπως ήταν το ζητούμενο.

Κι όταν ο ήλιος άρχισε να χωλαίνει και να κουράζεται προς τη Δύση του, τότε είχε έρθει η ώρα της μεταφοράς. Πήρε το σάκο της Ζιμπουλιώς ο Λύσανδρος, για να την ελευθερώσει. Η Ζιμπουλιώ πλησίασε κι αγκάλιασε το Βράχο. Ο γέρο-χρόνος εγέρθηκε εν εγρηγόρσει πλήρη, ταπ-ταπάρισε δοκιμαστικά τα παπούτσια του, ενώ ο Στγαβά Δοντιάς εγκαταστάθηκε στον ώμο του.

Τότε το κορμί της Μερόπης ορθώθηκε ως τη μέση του, οι κεραίες της τεντώθηκαν στο έπακρο, τα μάτια της γυροσκόπησαν σαν τρελά για κάμποσα λεπτά κι έβγαλε την κραυγή της επίκλησης προς τα πνεύματα που ευόδωναν αυτό το έργο...Νύμφες, νεράϊδες, κόρες, ξωτικά κι όλοι όσοι δεν έρχεστε στο νου μου αυτή τη στιγμή...Ενώστε τις δυνάμεις σας...κάντε το έργο της Ζιμπουλιώς δυνατό...Ευοί! Ευάν! φώναξε τρεις φορές παρατεταμένα...και τότε...

Ο Βράχος έγινε ένα τόσο δα πετραδάκι και γλύστρησε απ᾽την αγκαλιά της κατάπληκτης Ζιμπουλιώς πάνω στο έδαφος. Γρήγορα, της φώναξε η Μερόπη. Μάζεψέ τον στον κόρφο σου σφιχτά, να μην χαθεί και πάμε να φύγουμε πέρα απ᾽τη Μεγάλη Στροφή.

Έτσι κι έγινε. Όλα τέλεια. Όλα γρήγορα. Η στροφή πάρθηκε και με βήμα γοργό η ομήγυρη βρέθηκε στην παραλία, όπου και η νέα θέση του Βράχου. Μακριά απ᾽το κύμα, μη μου τον διαβρώσει, φώναξε η Μερόπη.

Διάλεξαν μια υπέροχη θέση πλάϊ στις φυλλωσιές τριών πανύψηλων φοινίκων και η Ζιμπουλιώ έβγαλε το λιθαράκι απ᾽τον κόρφο της και προσεκτικά το εναπόθεσε όρθιο στο έδαφος.

Απομακρύνθηκαν όλοι ενωμένοι, ο ένας δίπλα στον άλλον, για να δουν την επαναφορά της πετρούλας στο μεγαλόπρεπο Βράχο της Υπομονής. Ξανά η Μερόπη ορθώθηκε και τεντώθηκε κι έκανε με στεντόρια φωνή την επίκλησή της, Νύμφες και νεράϊδες και κόρες και...και...και...

Και τότε νάσου! Ο μέγας Βράχος της Υπομονής, ψηλότερος κι ομορφότερος παρά ποτέ, αλλά πάνω απ᾽όλα, απαλλαγμένος απ᾽τα παράσιτα της ακινησίας. Τον φίλησαν όλοι και πήραν κι απ᾽τα υγρά του που ανάβλυζαν μοσχομυρωδάτα, την Υπομονή που χρειάζονταν, για να συνεχίσουν προς τις επόμενες επιταγές των φωνών. Κι αμέσως μετά μέριασαν, για να ακολουθήσει η τελετή της απονομής της αιώνιας Υπομονής προς την Ζιμπουλιώ.

Στάθηκε το κορίτσι μπροστά στο θεόρατο Βράχο. Αυτός άπλωσε και τα δυό του χέρια, την έπιασε απ᾽τις μασχάλες, τη σήκωσε ψηλά στον αέρα, πολύ πάνω απ᾽την κορυφή του κι αυτή σαν βρέφος που το κανακεύουν, γέλασε δυνατά και δέχτηκε την ανταμοιβή της: Ζιμπουλιώ, άξια Ζιμπουλιώ, σου χαρίζω την αιώνια Υπομονή. Τελειώνοντας αυτή του τη φράση, την εναπόθεσε προσεχτικά στο έδαφος και ξαναέγινε ακίνητος και θαλερός, ατενίζοντας τη λίμνη που απλωνόταν αδάκρυτη μπροστά του, περιμένοντας τη Ζιμπουλιώ και την παρέα της να τη διασχίσουν ξανά...

Όμως φτάνει και πολύ ήταν το αποψινό φίλοι μου. Αύριο πάλι η συνέχεια...

Καλό ύπνο...ακόμα και για τους άϋπνους από έξη ή από ό,τι άλλο...

Vale
Απών/απούσα

Μου τελείωσε ο Ρέμος, αυτό βρήκα.

Σημ. Βαριέμαι για λόγια. Άλλη ώρα η ποίηση.

Φιλιά.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Οι εναγκαλισμοί, τα φιλιά, οι ευχές ξεχείλισαν στην ακτή μετά τη Μεγάλη Στροφή. Σύσσωμοι οι συντελεστές της πρώτης δοκιμασίας αποφάσισαν να της χαρίσουν ένα όνομα, που να θυμίζει το πέρασμα της Ζιμπουλιώς από ‘κει. Την είπαν η Ακτή των Ζιμπουλιών.

Αποφάσισαν επίσης, εκεί που το δάσος ξεκινούσε, να φυτέψουν σε μια γραμμή, όριο ανάμεσα στην αμμουδιά και το δάσος, βολβούς ζιμπουλιών. Έτσι στο καταχείμωνο και κοντά στο μήνα των Λύκων, που είναι ο Γενάρης, θα ευώδιαζε ο τόπος απ’ τους υπέροχους, ταπεινούς ανθούς των ζιμπουλιών κι ο Βράχος, αλλά και όλοι οι περαστικοί θα φχαριστιόνταν από το θέαμα και την υπέροχη οσμή τους και θα θυμόντουσαν το πρόσχαρο κορίτσι, που κατάφερε, να σηκώσει και να λυτρώσει το Βράχο της Υπομονής.

Φορτώθηκε λοιπόν η Ζιμπουλιώ το σάκο της ξανά, τον πήρε αγκαλιά σαν νιογέννητο πάλι, με τα φτωχικά της μέσα, να μην παραπέσουν, κράτησε και τα παπουτσάκια της στο χέρι, χάϊδεψε τον Λευτέρη, θύμισέ μου Λευτεράκη μου, πού πάμε τώρα; του ψιθύρησε, κι αυτός περήφανος για τη χρησιμότητά του, θα περάσουμε στην αντίθετη διαγώνιο, 60 μοίρες απ΄αυτήν που ήρθαμε λέει η οδηγία του Καστράτου τραγουδιστή, της απάντησε με το γνωστό του τζι-τζι-τζί.

Η Φραγκώ που θα συναντήσουμε στην αντίπερα όχθη είναι ένα ξωτικό που μένει μόνιμα εκεί και διαχειρίζεται ένα κοπάδι ονειρικούς κύκνους, μαύρους κι άσπρους. Αυτή θα μας βοηθήσει να βρούμε το Δράκο της Οξύνοιας.

Κατά πώς είπε η φωνή του Καστράτου τραγουδιστή, ο Δράκος της Οξύνοιας βρίσκεται σε μια σπηλιά κάπου τρεις ώρες πεζοπορίας μακρύτερα απ’ την αντίπερα όχθη. Ζούσε με τη μάνα του που έπαθε την καρδιά της και πέθανε πριν ένα χρόνο.

Τώρα είναι μόνος και πικραμένος. Κι εσύ Ζιμπουλιώ μου, πρέπει να του βρεις το ταίρι του. Ναι αυτό είναι αυτό που πρέπει να κάνεις. Η ανταμοιβή σου είναι να σου χαρίσει δια βίου οξύνοια για σένα και τον κόσμο που θα θελήσεις να τη μοιραστείς...

Δεν είναι δύστροπος. Κάθε άλλο. Ένας τεράστιος καλωσυνάτος είναι, αλλά έχει την κακιά συνήθεια να ξεφυσάει και να φτύνει φωτιές και είναι επικίνδυνος, μόνο γιατί δεν μπορεί να ελέγξει, πότε και προς τα πού τις ξαποστέλνει. Ουσιαστικά έχει μια στομαχική δυσλειτουργία, που αυτό είναι τρόπον τινά το ρέψιμο που τον ανακουφίζει.

Τι τρώει και ρεύεται και φταρνίζεται φλόγες, μες την αλεργία, ε! αυτό δεν μας το είπε ο Καστράτος. Θα το μάθουμε ίσως απ’ τη Φραγκώ. Είναι κι αυτό στα όσα πρέπει να καταφέρουμε. Ή να σταματήσει να ξερνάει φλόγες ή να τον μάθουμε να το κάνει με έλεγχο...Γιατί πώς αλλιώς θα ταιριάξει με δράκαινα;

Αυτά της ψιθύρησε ο Λευτέρης, ενώ η συντροφιά τους, με τον γέρο-χρόνο αδιάκοπα στο κατόπι, είχε ήδη που περπατούσε ξυπόλητη πάνω στα ακύμαντα, σαν γυαλί, νερά της λίμνης. Κάτωθέ τους, πάλι η πλάση της πάλαι ποτέ κοιλάδας σ’ εκείνο το μέρος, έπεφτε για ξεκούραση και ύπνο νυχτερινό.

Εισέπνευσε η Ζιμπουλιώ τη φρεσκάδα της νυχτιάς που είχε πέσει γλυκιά κι όλόφωτη, κάτω απ’ το υπέροχο φως του φεγγαριού, που είχε από ώρα ανατείλει, έτοιμο να γίνει ολόγιομο...

Καθώς περπατούσαν τα δυό ναυτικά μίλια, που τους είχε ορίσει η φωνή του Καστράτου, έπιασε ένα παραπονιάρικο τραγούδι που της έλεγε η γιαγιά της...και τόλεγε ξανά και ξανά με μια γλυκιά φωνή σαν το νιό φιδάκι, που ελίσσεται μέσα στα άγρια χορτάρια, ψάχνοντας να σμίξει πρώτη φορά, με το πρώτο του ταίρι, μια νύχτα του κατακαλόκαιρου...

Με το φεγγάρι περπατώ...Με το φεγγάρι περπατώ
με τ`άστρι κουβεντιάζω. Κι αμερινός* μ`αρώτησε, τι έχω κι αναστενάζω...

[* αμερινός = αυγερινός]

Να κοιμηθείτε ήρεμα φίλοι! Καλό μας κουράγιο!
Η συνέχεια του παραμυθιού, κατά πως ξέρουμε...

Vale
Απών/απούσα

Νομίζω πως υπάρχει λόγος σοβαρός να ερωτευθούμε τη Ζιμπουλιώ.
.

Άρνηση

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
-μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ' όνομά της
-ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή!

Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας – λάθος!
Κι αλλάξαμε ζωή.

[Ερωτικός λόγος]

[...] ...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας πως πάει και λιγοστεύει,
μέσα στον ύπνο τα όνειρα – σκολιό της λησμονιάς!...
Μέσα στα βάθη του καιρού πως η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς!...

[...] Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κ' είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές,
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική, που δέχουνται πελεκητές γραμμές...

[...] τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απόμεινες – ένας βαρύς ρυθμός...
Ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας,
τρικύμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

Γ. Σεφέρης

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Οι νύχτες χειμωνιάζουν παγερές,
αλλά κι οι μέρες με χλωμούς ήλιους διαβαίνουν,
η μια πίσω απ’ την άλλη...
κι έχει ξεχάσει πια κανείς τι έχει σημασία
γνωρίζει το τι δεν έχει
μια κι αυτό απομένει πρόχειρο κι εύκολα χειραγωγίσιμο...

Δίπλωσε το στρωσίδι...
δεν ξέρει κανείς γιατί να χρειάζεται πια...
ποιά χάδια, ποιές ματιές, ποιά όνειρα να σκεπάσει;
γιατί τούτο το βράδυ οι σκόνες θα φράξουν τις χαραμάδες
εκεί που μπαίνει και το τελευταίο θρόϊσμα αέρα...

Οι σκόνες που είναι πάντα εκεί
χωρίς λόγια πολλά...
μες σε σιωπή τυφλή κι άμωμη σιωπή...
αυτή που λιώνει ακόμα και σίδερα...
αυτή που δεν αφήνει κανένα στέργιωμα...
αυτή που είναι η μόνη που δεν προδίδει...
αυτή που στέκεται ακάματη...
αυτή που σου σκουπίζει τον ιδρώτα απ’ την αγωνία...
αυτή που κοιμάται ποτέ...
αυτή που είναι ξύπνια πάντα...
αυτή που δεν την ενοχλεί η κακοσμία...
αυτή που δεν την ενοχλεί το στουμπωμένο κλάμμα...
αυτή που δεν την ενοχλεί το απελπισμένο χέρι...
αυτό που σκουπίζει τα βουβά δάκρυα...
που δεν τολμούν να τρέξουν
κι όταν το κάνουν
δεν λένε να σταματήσουν...
στις παρειές χιλιάδων προσώπων...φτιάχνουν ορμητικά ρυάκια
που κυλάνε
σε αμέτρητα λακάκια λαιμών
που φράζουν ως κάτω απ’ τον πόνο...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

απ’ αφορμή το μπλόγκ της Ελένης για τα Ημερολόγια Καταστρώματος ανέσυρα όχι μόνο την
ταινία... αλλά και το βιβλίο που δέθηκε στα 1994 για να εκτεθεί στα 1995 στη Βασιλική Βιβλιοθήκη της Χάγης.

Ημερολόγια Καταστρώματος Γ. Σεφέρη, έκδοση του 1940 από τους αδελφούς Ταρουσόπουλους, αντίτυπο 173 από τα 300.

Όλο ένα πείραμα στις αντοχές παραδοσιακών υλικών, με σύγχρονες δομές και αισθητικές παλιές σε σύγχρονες αφηρημένες νεοιμπρεσσιονιστικές φόρμες.

Το κεντρικό κόνσεπτ είναι μια κατακερματισμένη κλεψύδρα στο εμπρός και πίσω κάλυμμα με διάφορες διακοσμητικές τεχνοτροπίες διάσπαρτες, αλλά πάνω απ’ όλα στη χάραξη ενός αυλακιού μπρος και πίσω, να τρέχει μαύρη άμμος, απ’ αυτή που εύρισκε κανείς στα Γυάλια της Άνδρου, κάθε φορά που ο καιρός φούσκωνε επιθετικά κι η θάλασσα εξαφάνιζε εντελώς την αμμουδιά και χτυπούσε κατ’ ευθείαν στο τοιχείο του δρόμου...

Η μαύρη άμμος, που εμφανιζόταν σε ρυάκια πάνω στην κανονική, δύσκολα μαζευόταν γιατί ήταν αναμεμιγμένη με την κανονική και χρειαζόταν προσπάθεια να διαχωριστεί...έγινε όμως και ταξίδεψε ως τη Βασιλική Βιβλιοθήκη της Χάγης...
Απ’ τα Γυάλια στη Χάγη...

Με χρυσά κεφαλαία γράμματα στο εμπρός κάλυμμα, απ’ το Γιασεμί: είτε βραδυάζει είτε φέγγει μένει λευκό το γιασεμί και στο πίσω απ’ την Αλληλεγγύη: και τα πανιά μου όσο κρατήσουν κι ο Θεός μου.

Το εξώφυλλο του καταλόγου της Έκθεσης

ημ 1

Η σελίδα που αναφέρεται στο έκθεμα

ημ 2

Το κάλυμμα του δεμένου βιβλίου

ημ 3

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Σιγά-σιγά φάνηκε η ακτή της αντίπερα όχθης. Η αίσθηση της άμμου ξανά στα πόδια της ήταν τόσο διαφορετική απ’ ό,τι την προηγούμενη φορά. Εδώ δεν υπήρχε κανείς να την υποδεχθεί. Ίσως θα έπρεπε να σταματήσουν για διανυκτέρευση κι εκεί να περιμένουν την αυγή, να έρθει η Φραγκώ ή τέλος πάντων κάποιος.

Σκέφτηκε την υποδοχή του Λύσανδρου, που της σκούπισε τα υγρά και κρύα ποδαράκια της. Κάθισε έτσι στην άμμο, έβγαλε την πετσετούλα της κι άρχισε να τα σκουπίζει,για να φορέσει τα παπούτσια της.

Ακουγόταν ένα τριζονάκι σαν μικρές νότες σε ξυλόφωνο...αλλά κι ένας γκιώνης επίμονος και μονότονος...επίσης σύντομα και διακοπτόμενα συρσίματα...αλλά και ένα ποδοβολητό αλόγου...αλόγου ή αλόγων;

Παράξενο ήταν. Αλλά λίγο χρειάστηκε για να εξηγηθεί το παράξενο. Τρία άλογα φάνηκαν να έρχονται. Στη ράχη του κάτασπρου, που προπορευόταν, καθόταν πλαγιαστά, μια ισχνή κι αιθέρια κοπέλλα, με τα καστανά της μαλλιά πλεγμένα πίσω σε πολλές άνισες κοτσίδες. Ένα βέλο ίσα που στεκόταν κι έπεφτε βαρύ ως κάτω, πάνω απ’ τα μισά το κεφαλιού της προς τα πίσω.

Φορούσε αιθέριο φόρεμα μακρύ, που έγλυφε τα πλευρά του αλόγου...στη μέση της μια ζώνη από μετάξι, που στην άκρη της κρεμόταν ένα ξωτικό μεγέθους παλάμης. Την κρατούσε σαν ακροβάτης με το ένα χέρι. Ενώ με το ένα πόδι αιωρείτο παιχνιδιάρικα.

Ναι το ξωτικό χωρούσε σε μια παλάμη. Ένα αστεράκι στραφτοκοπούσε στο κούτελό του. Αναβόσβηνε. Το ίδιο αστεράκι είχε και η κοπέλλα στο κούτελό της. Αλλά και το άλογό τους. Αναβόσβηναν όλα σαν πυγολαμπίδες.

Ένα μαύρο άλογο χωρίς σέλα και δίπλα ένα ψαρί με σέλα ασημένια και βαθυγάλαζη, βελουδένια κουβέρτα. ακολουθούσαν την κοπέλα και το ξωτικό της. Καλησπέρα, καλώς ήλθατε, τους καλοδέχτηκε η κοπέλα, είμαι η Φραγκώ.

Ω, ευχαριστούμε φώναξε ευτυχισμένα η Ζιμπουλιώ κι άπλωσε να χαιρετίσει την Φραγκώ, που όμως εκείνη την απέφυγε με ευγένεια, λέγοντας πως δεν έπρεπε λόγω της διαδικασίας, να αγγίξει ο ένας τον άλλον. Η Ζιμπουλιώ κατάλαβε αμέσως το άλλο κλίμα αυτής της ακτής, αλλά δεν χολόσκασε.

Υπήρχαν φορτία στο χώρο και για την αποφυγή της ανεξέλεγκτης έκλυσής τους, αλλά και επικοινωνίας τους, οι επαφές είχαν αποκλειστεί. Ωστόσο η Φραγκώ έγειρε σε μια βαθιά υπόκλιση, λίγο πριν κατέβει από το άλογό της. ΄Ηταν τότε, που έξαφνα ένα σμήνος από τεράστια πουλιά εμφανίστηκε με γοργό πέταγμα, για να προσγειωθεί μαλακά και επιβλητικά στην άκρη της λίμνης.

Ήταν οι κύκνοι της Φραγκώς. Μαύροι κι άσπροι, καταπώς τους είχε πληροφορήσει ο Καστράτος...Τότε μια θαυμάσια μελωδία ξεκίνησε, γινόταν αυτό συχνά και στις δυο ακτές και μια οπτασία επιδόθηκε σ’ έναν ονειρικό χορό εμπλέκοντας το σώμα της μαζί με τα σώματα των κύκνων. Ίσως αυτό να γινόταν συχνά.

Είναι η Μάγια, η μικρή Εβραιοπούλα χορεύτρια απ’ τη Ρωσία, είπε η Φραγκώ. Έρχεται συχνά και χορεύει μαζί με τους αληθινούς κύκνους τη μελωδία του Camille Saint-Saëns,

Ο Θάνατος του κύκνου

Το ξωτικό άφησε τη ζώνη κι ανέβηκε στον ώμο της Φραγκώς και κάτι της ψιθύρησε. Κι από δω ο Φάϊρφοξ, είπε η Φραγκώ. Καρδιακός μου σύντροφος απ’ την Αγγλία. Το ξωτικό υποκλίθηκε και χαμογέλασε γενναιόδωρα, αλλά αρκετά φιλάρεσκα, ως τα μυτερά αυτάκια του. Καλησπέρα, Φάϊρφαξ, είπε η Ζιμπουλιώ.

Κι όσο χόρευε η Πλισέτσκαγια, εμφανίστηκε μια μεγάλη παρέα ξωτικών και νάνων κι έφερε ένα τραπέζι, τρόφιμα και ποτά. Ό,τι θα σας έλεγα βλέποντας την Μάγια, να δυναμώσουμε λίγο το σώμα μας εν΄όψει της νέας δοκιμασίας, είπε η Φραγκώ και κράτησε την καρέκλα για τη Ζιμπουλιώ, που τα’χασε και γύρισε να κοιτάξει το γέρο-χρόνο , να της δώσει την άδεια. Να δει, είχαν δυνατότητα ανάπαυλας και καλού φαγητού;

Όλοι θα φάμε, είπε χαχανίζοντας ο γέρο-χρόνος και θρονιάστηκε στην κεφαλή του τραπεζιού, ως γεροντότερος. Τότε όλοι πήραν τις θέσεις τους.
Φάτε και πιείτε με την καρδιά σας. Αυτή είναι ολόψυχα η ευχή μου! ξαναείπε ο υπεραιωνόβιος.

Αλλά κι εμείς, καλό μας ξημέρωμα φίλοι...αύριο θα γίνει η 3η ποδηλατική αιμοδοσία. Πρέπει όλοι να είμαστε ακμαίοι...καλή επιτυχία!...και η συνέχεια του παραμυθιού, όπως την ξέρουμε, το βραδάκι της Κυριακής...

Vale
Απών/απούσα

Με άλλη μία αφορμή, από τα λόγια του Ainastros. Το έργο και ο δημιουργός του.
Πώς τα ξεχωρίζεις; Είναι εύκολο; Δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους;

Παράδειγμα:
η «Πείνα» του Κνουτ Χάμσουν. Όποιος δεν το έχει διαβάσει έχει χάσει πολλά. Από την άλλη, πόσο φασίστας μπορεί να ήταν ο δημιουργός;

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Vale wrote:
Με άλλη μία αφορμή, από τα λόγια του Ainastros. Το έργο και ο δημιουργός του.
Πώς τα ξεχωρίζεις; Είναι εύκολο; Δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους;

Παράδειγμα:
η «Πείνα» του Κνουτ Χάμσουν. Όποιος δεν το έχει διαβάσει έχει χάσει πολλά. Από την άλλη, πόσο φασίστας μπορεί να ήταν ο δημιουργός;

Να αποδεχτούμε ότι ένας άνθρωπος είναι ένα όλον.

Να μην διευκολυνθούμε να αποσπασματοποιήσουμε τη ζωή του ή τον ίδιον.

Ένας άνθρωπος είναι οι καλές και οι κακές του στιγμές και κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, τι είναι αυτό, που τον έκανε να ζυγίζει τις συμπεριφορές του απ’ το ένα έως το άλλο άκρο. Αποδεχόμαστε όλες και κρίνουμε απ’ το σύνολο.

Ο Σεφέρης δεν εξαιρείται. Όπως επίσης κι ο Θεοδωράκης, που είναι ακόμα μια αντιφατική προσωπικότητα στις πολιτικές τους επιλογές, αλλά μια μοναδική καλλιτεχνική ευφυΐα ταυτόχρονα.

Κρατάμε το ένα και κόβουμε το άλλο; Δεν γίνεται. Είναι όλα. Και η ανθρώπινη υπόσταση είναι αυτό ακριβώς. Προσπαθούμε τα καλύτερα, αλλά ποιός ορίζει τι είναι καλύτερο. Ποιό είναι το σημείο αναφοράς για ό,τι θεωρείται καλύτερο. Μπορεί τη μια χρονική στιγμή να είναι αυτό και την άλλη κάτι άλλο. Άρα το τελικό αποτέλεσμα, η συνολική πράξη ζωής μετράει κι όχι οι αποσπασματικές στιγμές μόνο.

Η στάση του Σεφέρη μέσα στη δικτατορία οδήγησε ένα τεράστιο πλήθος κόσμου να βγει στο δρόμο τη μέρα της κηδείας του, σε ό,τι εκείνη τη στιγμή οριζόταν σαν η μαζικότερη αντιδικτατορική εκδήλωση απ’ την εγκαθίδρυση του στρατιωτικού καθεστώτος έως την πτώση του.

Άρα ας μην στερούμε την ανθρώπινη κοινότητα, ειδικά όσους διαβιούμε στην Ελλάδα του σήμερα, από παραδείγματα ζωής που περιέχουν μεγάλη λαμπρότητα, για μικροπολιτικές κι αναχρονιστικές δεοντολογίες που πάνε πίσω κάθε ελπίδα προόδου.

Δεν μπορεί να κρίνεται η ζωή στη βάση του ποιός είναι δικός μας ή όχι. Η ζωή πρέπει να κρίνεται στο ισοζύγιο της ανθρώπινης κοινότητας στο σύνολό της και μάλιστα όχι στιγμιαία, αλλά σε βάθος χρόνου.

Ας μην ξεχνάμε έναν άλλον αμφιλεγόμενο δικό μας, αλλά σε ξένο τόπο. Τι μπορεί δηλαδή να πει κανείς για τον Ηλία Καζάν, αφού έχει δει το Λιμάνι της αγωνίας; Ότι πρόδωσε στην επιτροπή Μακάρθυ τους συναδέλφους του; Εντάξει ας το πει λοιπόν. Κι αυτό μετράει κόντρα στην κάθαρση, που υποβάλει ένα καθ΄όλα αντισυμβατικό καλλιτεχνικό έργο, αφού παραδεδεγμένο είναι πως το καλλιτεχνικό έργο είναι εν γένει ένας σημαντικός καταλύτης για την κάθαρση της ανθρώπινης ψυχής;

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Αχ, τι υπέροχο γεύμα! Ευχαριστούμε δεσποινίς Φραγκώ, είπε η Ζιμπουλιώ και αφού ζήτησε την άδεια, σηκώθηκε απ’ το τραπέζι και σεριάνισε λίγο στην ακτή μόνη της...

Εκεί πίσω στον δικό της κόσμο είχε αφήσει συγγενείς και φίλους, που ξαφνικά ένιωσε, ότι με όλα αυτά δεν τους είχε σκεφτεί ούτε μια στιγμή. Θαρρείς και όλα αυτά είχαν θέσει ένα λίθο λησμονιάς στην δική της πραγματική ζωή.

Η ώρα ήταν κοντά στο ξημέρωμα. Στάθηκε καταμεσίς της αμμουδιάς και αγνάντεψε απέναντι. Αυτή η λίμνη ήταν ένας κύκλος στην ουσία. Και η δική της διαδρομή σ’ αυτόν έγινε ως τώρα σε διαγώνιους που έσμιγαν σαν σε μια ανοιχτή φουρκέτα...Η ακτή ήταν αδιαχώριστη και συνεχόμενη κι αυτή είχε συμπεριφερθεί κατόπιν οδηγιών σαν να ήταν διαχωρισμένη.

Μάνι-μάνι είχε το χρόνο να συνειδητοποιήσει δύο παραξενιές σ’ αυτό τον περίεργο κόσμο που έπρεπε να ζήσει και να συνυπάρξει με ένα σωρό πρωτόγνωρα και αλλόκοτα.

Επίσης κάθε της κίνηση εδώ και πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν προσχεδιασμένη όχι απ’ την ίδια, αλλά από άλλους! Η ίδια είχε αποδεχθεί απόλυτα, ότι θα συντασσόταν με όλο αυτό, αναλαμβάνοντας εξ ολοκλήρου την πιστή εκτέλεση των όσων οι άλλοι είχαν ορίσει.

Να ακόμα μια παραξενιά, όπως και μια άλλη, ότι δεν είχε ως τώρα καταφέρει να τα σκεφτεί όλα αυτά. Κι ότι τα σκεφτόταν τώρα, που ο γέρο-χρόνος τους είχε δώσει τη δυνατότητα να σταματήσουν για λίγες ώρες...

Χμμμμ! Τζι-τζι-τζί! τζιτζίρισε με νόημα ο Λευτέρης, μήπως να γυρίσουμε στο τραπέζι; Γύρισε τότε η Ζιμπουλιώ και τους είδε που τρώγανε τα τελευταία σταφύλια...Ναι το γεύμα τους περιοριζόταν στους καρπούς που βρίσκονταν γύρω τους και γύρω τους ήταν ένας παραλίμνιος αμπελώνας με τα πιο γευστικά σταφύλια που είχε γευθεί στη ζωή της...

Είχε δίκιο ο Λευτέρης. Όταν γύρισαν πίσω είχαν σηκωθεί και οι άλλοι. Εμπρός μικρή, είπε ο γέρο-χρόνος πανέτοιμος για τη συνέχεια. Ήταν ακόμα σκοτάδι.

Θ’ ανέβουμε στ’ άλογα για πιο γρήγορα, είπε η Φραγκώ. Ο δράκος είναι βιαστικός σε όλα του. Πάντα νωρίτερα σε όλα. Έχω υπολογίσει να βρεθούμε στη σπηλιά του κατά τις οκτώ, το αργότερο κι απευκτέο εννιά.

Θ’ ανέβουμε προς το βουνό. Η ανάβαση είναι δύσκολη, γιατί δεν έχει δρόμο, στην ουσία θα βαδίσουμε στα στενά μονοπάτια ή πάνω στις φθορές απ’ τα αυλάκια των νερών. Τα άλογα ξέρουν τη διαδρομή και δεν έχετε να ανησυχείτε για τίποτα.

Ανέβηκαν στα άλογα κι αυτό ήταν κάτι που η Ζιμπουλιώ έκανε για πρώτη φορά στη ζωή της. Κάθισε πάνω στο ψαρί με την ωραία σέλα. Του χάιδεψε την πλούσιά του χαίτη κι αυτό χλιμίντρισε με ένα ελαφρό τίναγμα του κεφαλιού. Τα όμορφα μαύρα μάτια του κοίταζαν απροσδιόριστα παντού και πουθενά. Η ουρά του κι αυτή τινάχτηκε φιλάρεσκα.

Κι άρχισε η μικρή αυτή ιππική πομπή να κινείται προς το βουνό, ανάμεσα στα γερτά κλίματα, που μοσχομύριζαν μες τη δροσιά του όρθρου της υπαίθριας ζωής.

Τα άλογα έκαναν το γκάλοπ τους όσο αυτό ήταν εφικτό, γιατί μόλις άρχισε η ανάβαση επιδόθηκαν σε μια προσπάθεια να σταθούν όρθια και να πορεύονται ταυτόχρονα, επιδέξια όσο δεν μπορεί κανείς να διανοηθεί και υπομονετικά άλλο τόσο.

Βάστα τ άγγιστρα της σέλας για σιγουριά, φώναξε η Φραγκώ και το κορίτσι ανταποκρίθηκε επάξια, γέρνοντας το κορμί της εμπρός και κοντά στο κεφάλι του αλόγου, που του ψιθύριζε λόγια αγάπης και ενθάρυνσης, αλλά και υπέρμετρου θαυμασμού γι’ αυτό που επιτελούσε...

Συγνώμη μάτια μου που σε παιδεύω...ήταν η επωδός...

Είχαν φτάσει στα μισά της πλαγιάς, όταν το σκοτάδι πέρασε στο πιο υπέροχο λυκαυγές, εκεί που η πλάση απ’ τη σιωπή περνάει σιγά-σιγά στην υπέρτατη διέγερση της ομιλίας της, με κύριους ερμηνευτές τα ωδικά πουλιά κάθε είδους, να δοξολογούν πρώτα το άναμα του αυγερινού άστρου κι ύστερα την δοξαστική έγερση του ηλιακού φωτός...

Καλημέρα φίλοι, σήμερα αργοπορήσαμε στο παραμύθι μας, καλή βδομάδα! Απόψε αργά το βράδυ η συνέχεια...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Ένα ποίημα του Νίκου Καρούζου αφιερωμένο στους συνποδηλάτες μου για τη χτεσινή μέρα, αλλά πάνω απ’ όλα για τη σημερινή.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΔΕΛΕΑΡ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.

1
Να γυρίζεις - αυτό είναι το θαύμα -
με κουρελιασμένα μάτια
με φλογωμένους κροτάφους απ' την πτώση
να γυρίζεις
στην καλή πλευρά σου.
Πεσμένος να αισθάνεσαι
την κόλαση που είναι αιτιότητα
το στήθος ωσάν συστατικό του αέρα
τα βήματα χωρίς προοπτική.
Κι όμως στη χειμωνιάτικη γωνία ο καστανάς
περιβάλλεται από σένα.
Κόψε ένα τραγούδι απ’ τ’ άνθη
με δάχτυλα νοσταλγικά.
Να γυρίζεις - αυτό είναι το θαύμα.

2
Θα περάσουν αποπάνω μας όλοι οι τροχοί
στο τέλος
τα ίδια τα όνειρά μας θα μας σώσουν.
Αγάπη μείνε στην καρδιά -
αυτός ας είναι ο κανών του τραγουδιού σου.
Με τη αγάπη
θα σηκώσουμε την απελπισία μας
απ’ το αμπάρι του κορμιού.
Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων
η απελπισία.
Και προπαντός
ας μην αφήσουμε την αγάπη
να συνωστίζεται με τόσα αισθήματα...

3
Άπλωσε η γαλήνη τα φτερά της
ωσάν αλησμόνητος κύκνος ονείρου
σ’ αυτά τα έρημα νερά.
Κάτι νιώθω σήμερα
βλέποντας τα πουλιά.

4
Η αγωνία μου υψώνεται
ως τα εδελβάϊς άνθη.

5
Τα όνειρα βλαστοί στο στήθος
κλήματα μεσ’ στην καρδιά
διαιώνια εκδικούνται το χώμα
σκοτώνοντας εμάς.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Κι ανέβαιναν συνέχεια, προσπερνώντας άλλοτε δασιές, δενδρόφυτες περιοχές κι άλλοτε πετρώδεις κι άγονες. Οι μυρωδιές των καρπών πάνω στα δέντρα ήταν διαπεραστικές. Οι μηλιές ήταν πάνω στην μέγιστη καρποφορία τους και δεν φαινόταν, κάποιοι να φρόντιζαν για τη συγκομιδή. Κανένα σημάδι συγκομιδής δεν παρατήρησαν σ᾽ όλη την περιοχή. Κάποιοι καρποί είχαν πέσει στο έδαφος και σήπονταν, κι ήταν η δική τους οσμή, που αρωμάτιζε την πρωϊνή δροσιά.

Πιο πέρα αχλαδιές. Το ίδιο. Ξεπέζεψαν για κάμποση ώρα και η Φραγκώ με τον Φάϊρφοξ, άνοιξαν τα δισάκια τους κι έβγαλαν μικρά τσουβαλάκια από μεταλλικές ίνες πλεγμένα, τα μοίρασαν κι άρχισαν να περισυλλέγουν τα μήλα και τ᾽αχλάδια.

Απόρησε η Ζιμπουλιώ. Για τον Δράκο, της εξήγησε η Φραγκώ. Για να γλυκάνουν λίγο το φλεγόμενο στομάχι του. Όταν γέμισαν τα σακιά, τα φόρτωσαν κι αυτά στα άλογά τους και ήταν τα δυστυχή τα άλογα για λύπηση, έτσι που κουβαλούσαν τέτοιο βάρος και ταυτόχρονα έδιναν το δείγμα της πιο τρανής αντριωσύνης. Να πορεύονται ισορροπώντας πάνω από αβυσαλέα γκρέμνα, που άμα πέφτανε, δεν θα έμενε τίποτα.

Αλιώτικα ήταν πιο ψηλά, όπου ήταν καστανιές και κουμαριές, αλλά και καρυδιές. Τα περιβλήματα των κάστανων ήταν ακόμα πράσινα και σκληρά, τα κούμαρα κι αυτά δεν είχαν πάρει το κοκκινοπορτοκαλί της ωριμότητάς τους. Όσο για τα καρύδια κι αυτά πρασινωπά ήταν ακόμα.

Να φτιάξουμε γλυκό, χαμογέλασε η Ζιμπουλιώ με νοσταλγία και θυμήθηκε τη γιαγιά της, που τα κάρφωνε με γαρυφαλλάκια, κι όποιον τράταρε, στο τέλος κρατούσε το γαρυφαλλάκι στο στόμα του και το γευόταν αργά-αργά κι απολαυστικά.

Κι όταν κανένα μωρό στη γειτονιά πάθαινε στοματίτιδα απ᾽τα βυζάγματα, η γιαγιά έβαζε σιρόπι απ´το γλυκό καρυδάκι και άλοιφαν μ᾽αυτό το εσωτερικό του στόματος του μωρού. Αχ, γιαγιά μου, είπε η Ζιμπουλιώ κι αφού φίλησε τα δάχτυλά της, φύσηξε το φιλί κατά το στερέωμα, προς τον κόσμο των πνευμάτων, εκεί που η γιαγιά της ζούσε ...

Γιγάντιες φτέρες στα ριζά αυτών των δέντρων φούντωναν καταπράσινες. Η ψύχρα και η υγρασία τις θέριευε κι εκεί μέσα στα πυκνά τους φυλλώματα ένα σωρό μικρά, αλλά και κάπως μεγαλύτερα πλάσματα, γνώριζαν τον κόσμο, έψαχναν το φαΐ τους, σμίγανε με τα ταίρια τους, κρύβονταν για να σωθούν απ᾽τους κυνηγούς τους, ακολουθούσαν έναν κύκλο ζωής μυρίων χρόνων, εκεί στα σκοτεινά.

Στις άγονες περιοχές, τα άγρια πλάσματα δεν είχαν να κρυφτούν πουθενά. Αναγκάζονταν να κινούνται απροστάτευτα πάνω στις αγριεμένες απ᾽ τα χιόνια και τις βροχοπτώσεις πέτρες. Φανερώνονταν εκεί που δεν τα περίμενε κανείς κι έπρεπε να προσέχει ο ταξιδιώτης, να οδηγήσει το άλογό του κατάλληλα, να μην σκιαχτεί μήτε το αγριο ζώο, μήτε το άλογο.

Τα άλογα μπορεί να σκιαχτούν κι από ένα ποντικάκι ακόμα, πόσο μάλλον από ένα φίδι, που είναι κάτι σύνηθες. Αυτά εξηγούσε η Φραγκώ στην συντροφιά της. Κι ύστερα ήρθε η κουβέντα στο Δράκο της Οξύνοιας.

Τους περιέγραψε την ψυχική του κατάσταση που κρεμόταν σε μια κλωστή και ήταν ευμετάβλητη σαν το νερό της λίμνης, ανάλογα με τον άνεμο. Μια ανταριαζόταν και μια κοιμόταν σε λήθαργους τρομερούς, που άν δεν πήγαιναν είκοσι ξωτικά να τον ταρακουνήσουν να ξυπνήσει, να βάλει κατιτί στο στόμα του, θα πάθαινε από αφυδάτωση, μέχρι και ασιτία...

Σκληρά πράγματα για έναν τρομερό Δράκο μές τα νιάτα του. Κακό πράγμα η μοναξιά, σκέφτηκε η Ζιμπουλιώ, ειδικά στην αρχή που συμβαίνει, να έρχεται στη ζωή κάποιου.

Ο Λευτέρης δεν έβγαζε κιχ. Ήταν σε εγρήγορση μεν, αλλά πολύ, μα πολύ συλλογισμένος, καθώς άκουγε όλα αυτά... ίσως γιατί κι ο ίδιος, όταν δεν έκανε την καρφίτσα στο πέτο κάποιου δοκιμαζόμενου, τον έτρωγε η σιωπή και η αϋπνία, αλλά προσπαθούσε να μην το δείχνει.

Ψιθυριστά θύμισε στη Ζιμπουλιώ τα λεγόμενα του Καστράτου, για το χαρακτήρα του Δράκου. Τα ίδια ακριβώς λόγια όπως της Φραγκώς. Απ᾽τον υπέρτατο θυμό στην μαλθακή καλωσύνη. Ναι υπάρχει και τέτοια. Μαλθακή καλωσύνη, σκέφτηκε η Ζιμπουλιώ κι έκανε το σταυρό της πανικόβλητη.

Τα πόδια της είχαν πιαστεί πάνω στο άλογο τόσην ώρα και ακόμα ήταν στα μισά του δρόμου. Φώναξε, μήπως ξεμουδιάσουμε κ. Χρόνε μου λίγο; Ο Χρόνος που είχε κι αυτός καβαλήσει το μαύρο άλογο, έπληττε θανάσιμα, χωρίς το ταπ-ταπάρισμά του. Εκείνο τον κράταγε σε σταθερό ρυθμό, τον έκανε παιδί, τον έκανε χαρούμενο. Δεν απάντησε ο πάππος...και η Ζιμπουλιώ δεν επέμεινε, παρά άρχισε να κουνάει τα πόδια της πάνω κάτω, πράγμα που παρεξήγησε το Ψαρί της και άρχισε να πηγαίνει κάπως γρήγορα.

Η αλήθεια είναι πως αυτό το σκαμπανεύασμα είχε ναρκώσει το γέρο-Χρόνο και για να μην κλείσουν τα μάτια του, είχε επινοήσει ένα άλλο τέχνασμα, που όμως είχε κάνει την ζωή του αλόγου του πραγματικά εφιαλτική. Κουνώντας τα γκέμια του, το υποχρέωνε να κρατάει γκάλοπ ακόμα και στα πιο κακοτράχαλα σημεία.

Χαλάλι σου Κυρ-Χρόνε! Κι αν δεν ήσουν εσύ θα σε είχα πετάξει κατάχαμα, σκέφτηκε ο υπέροχος Καράς που ίππευε ο Χρόνος, ο οποίος μόλις αντελήφθη τη δυσφορία του Καρά και όπως είχε στα πλάγια τα σακιά με τα μήλα, πήρε ένα και του το᾽δωσε να το φάει εν κινήσει παρακαλώ. Για να τον καλοπιάσει...

Αλλά καλοί φίλοι, μήπως σήμερα πάμε να κλείσουμε τα μάτια μας νωρίτερα πια; Αύριο πάλι η συνέχεια του παραμυθιού μας...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Η καλύτερη εκτέλεση που έχω ακούσει...το βιολί εκπληκτικό...
Παντρευτείτε μωρέ, για να σας παίξουν αυτή την πατινάδα...αξίζει τον κόπο να θυσιάσετε μια ζωή γι᾽αυτή την πατινάδα...

να ζήσουν ευτυχισμένοι...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

δύσκολο να ακουστεί την ώρα που σουρουπώνει...κάντε το πριν...όσο ο ήλιος είναι ψηλά...

Είναι μες στην καρδιά μου που σε προσμένω
μες στο χαμόγελό μου σε ψάχνω
κάθε φορά που στρέφεις και τρέχεις μακριά
κλαίω μέσα μου με τον ανόητο τρόπο μου
απλά πολύ νέος για να ξέρω πιά
στον κόσμο μου ο δαίμονας χορεύει και τολμά
ν᾽αφήσει την ψυχή μου απλά παντού
μέχρι να βρω γαλήνη σ᾽αυτό τον κόσμο
θα τραγουδώ ένα τραγούδι όπου μπορώ
απλά πολύ νέος για να ξέρω πιά
ο άνεμος με σκεπάζει με κρύο
οι έναστροι ουρανοί ολόγυρα στα μάτια μου
πίσω μακριά η πόλη στενάζει
αντάξια των ανθρώπων που είναι εκεί
Ω, οι ψαλμοί που τους αρέσει ν᾽ακούνε
Έτσι άφησέ με να τραγουδήσω για σένα ένα τραγούδι
για να βοηθήσει το διάβα της μέρας σου
Άσε με να τραγουδήσω ένα τραγούδι για σένα
Ένα που ξέρω πολύ καιρό
Ω, παρακαλώ, θα μπορούσες να βρεις το χρόνο...

Θεέ μου πόσο παλιές είναι μερικές αξίες που μας ταλανίζουν με τη σκέψη τους ακόμα...μισό αιώνα και βάλε...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Και ήρθε η στιγμή που οι ιππείς μας έφτασαν εκεί που ο ήλιος ανέτειλε. Στο φρείδι του βουνού. Εκεί το μονοπάτι διχαζόταν κι έπρεπε να πάρουν αυτό που πήγαινε προς τον Βορρά. Άρα δεξιά.

Ήταν βραχώδης η διαδρομή και ο κίνδυνος να γλυστρἠσουν οι οπλές των αλόγων ήταν απ᾽τα κυρίαρχα προβλήματα. Ξερός τόπος. Καμμιά βλάστηση. Πολλές πηγές ωστόσο, έκαναν τη διαδρομή ευχάριστη από κάθε άποψη. Η αλήθεια είναι πως σε τέτοια εδάφη δεν συναντά κανείς σκίουρους.

Όμως ένας σκίουρος βρισκόταν ήδη εκεί και δεν ήταν άλλος απ’ τον Στγαβά Δοντιάς. Τους περίμενε στην άκρη του μονοπατιού, μ’ ένα βελανίδι ,που το μασουλούσε αρειμανίως με τους επιδέξιους κοπτήρες του. Οι ιππείς χαρούμενοι τον καλημέρισαν και συνέχισαν το δρόμο τους χωρίς να σταματήσουν.

Μάλιστα ο γέρο-Χρόνος, κοματάκι άγαρμπος στον έλεγχο του αλόγου του, πήγε να τον πατήσει ή για να μην το πούμε τόσο τραβηγμένα, πήγε να τον παρασύρει. Eh! Eh! Eh! Attention monsieur! Au secours! Au secours! L’homme est un fou! (Προσοχή, Κύριε! Βοήθεια! Βοήθεια! Ο άνθρωπος είναι τρελός!) του φώναξε, καθώς μόλις είχε προλάβει να αποτραβηχτεί στην άκρη εγκαίρως και να γλυτώσει τις οπλές του Καρά.

Shut up you frenchy! Watch out your filthy mouth!(Σκάσε εσύ Γαλάκι! Πρόσεξε το βρωμόστομό σου!), φώναξε ο έως εκείνη την ώρα σιωπηλός Φάϊρφοξ, έτοιμος να αναπαράγει τη μνημειώδη ναυμαχία του ακρωτηρίου Τραφάλγκαρ...

Σας παρακαλώ, μα σας παρακαλώ, φώναξε τώρα η Ζιμπουλιώ. Ο Δράκος περιμένει. Βιαζόμαστε! Ναι βιαζόμαστε, τζι-τζι-τζί, έκανε σαν ηχώ ο Λευτέρης απ’ το πέτο της...

Πανδαιμόνιο...φίλοι μου, εκεί που όλη η έγνοια ήταν να μην κατρακυλίσουν στον κατήφορο των γλυστερών βράχων...εκεί που κάθε λεπτό ήταν πολύτιμο λόγω του ανυπόμονου κι ευέξαπτου λυπημένου Δράκου...άρχισαν οι τσακωμοί κι αυτοί εξ αιτίας της αγαρμποσύνης του γέρο-Χρόνου.

Εκείνος όμως, καθώς είδε το χάος να επέρχεται, χωρίς να μπορούν να το σταματήσουν, εκνευρίστηκε τόσο, που ξεχνώντας να τραβήξει τα γκέμια του Καρά του, για να τον κάνει να σταματήσει, σάλταρε να κατέβει και να λάβει το λόγο στον καβγά και φυσικά έσκασε κάτω, με τα οπίσθια και τα πόδια όρθια σχεδόν.

Ένα παρατεταμένο ωωωωωωωωχ! Έκανε έναν φοβερό αντίλαλο και αν το βουνό ήταν χιονισμένο θα είχε εξαπολύσει χιονοστιβάδα τώρα. Κοκάλωσαν όλοι και ξεπέζεψαν. Τρέξαν να σηκώσουν το γέρο-Χρόνο που λόγω διαστάσεων το έργο της ανόρθωσής του τους φαινόταν δυσχερέστατο.

Ποιός να τον σήκωνε; Η μικροσκοπική Ζιμπουλιώ; Η κάτισχνη Φραγκώ; Ο μισοπίθαμος Φάιρφοξ ή ο υστερικός μαζί του, αλλά και κοντοπίθαμος Στγαβά Δοντιάς; Του Χρόνου δε τραυματισμένου η χρονομέτρηση πώς θα γινόταν;

Εκτός ελέγχου αγαπητοί! Όλα εκτός ελέγχου!

Κι εκεί στην γλυστράδα επάνω ήρθαν όλα τ’ απάνω-κάτω.

Βρε, μην απελπίζεστε! τους φώναξε ο ήλιος, κατάξανθος και θερμός σαν καμίνι...Ζιμπουλιώ έχεις το χάρισμα να σηκώνεις το Βράχο της Υπομονής και δεν θα τα καταφέρεις με τον Χρόνο;

Ω, Θεέ μου, το ξέχασα! Φώναξε η Ζιμπουλιώ. Χίλια φχαριστούμε κυρ-Ήλιε μου. Σας αγαπώ πολύ-πολύ!!! και του’στειλε ένα πεταχτό φιλί όλο χαρά κι ευγνωμοσύνη...Πλησίασε το γέρο-Χρόνο τον έπιασε με το’να χέρι κάτω απ’ την αβυσαλέα του μασχάλη, με τ’άλλο απ’ τον καρπό και τον ανασήκωσε χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει και η ίδια...

Ζήτωωωωω! Φώναξαν όλοι, της Φραγκώς συμπεριλαμβανομένης και ήταν κάπως ανορθόδοξο αυτό για ένα ξωτικό, που ήξερε να ελέγχει τις εκδηλώσεις του. Εν πάσει περιπτώσει το θέμα ήταν τι θα έκαναν τον τραυματία Χρόνο...

Δεν πρέπει να το μακρύνουμε όμως πολύ απόψε...κι έχει ζόρι και μάκρος το παραμύθι μας σ’ αυτό το σημείο...καλό ξημέρωμα κι υπομονή για τη συνέχεια, ως αύριο το βραδοξημέρωμα...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Χτές αργά το βράδυ ή καλύτερα προς τα ξημερώματα, συνάντησα από δώρο τον κ. Πάνο Κυπαρίσση, σ’ ένα βιβλίο της φίλης μου της Πόπης,
128 σελίδες (ουκ ολίγες) σχήμα 10Χ14.9 cm.

Σελίδα 25 λοιπόν από τα Γυμνάσματα του:

Τώρα ή ποτέ
Γλιστρά κρυφά ο χρόνος
τραβά’ το χαλί.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Μέ τά βουβάλια μέ τά βαριά θηλαστικά
μέ τήν ἀγέλη ὄχι μέ τά ζεύγη.
Κοινή τροφή κοινός ὁ τρόμος
κι ο θάνατος μονάχα νά σέ ξεχωρίζει.

-Κι ὁ ἔρωτας;

Μέ τά πουλιά. Μέ τά πτηνά καί μέ τά ὠοτόκα
ὄχι μέ τό σμῆνος οὔτε δυό δυό σάν τά τρυγόνια.
Μόνος. Νά πίνεις τό νερό ὅπου τό βρεῖς
κοιτάζοντας τόν οὐρανό χωρίς κανένα μάρτυρα
(ἐκτός ἀπ᾽τόν κρυμμένο κυνηγό)

-Κι ὁ ἔρωτας;
-Ἀναπαραγωγή.

Ἀπ᾽τήν Ἄψινθο τοῦ Μιχάλη Γκανᾶ.

Ἀποκάλυψη Ιωάννου, Οἱ ἑπτά σάλπιγγες:
Τό ὄνομα τοῦ ἄστρου εἶναι Ἄψινθος. Καί τό ἕνα τρίτο τῶν νερῶν ἔγινε Ἄψινθος καί πολλοί ἄνθρωποι πέθαναν ἀπό τά νερά διότι αὐτά ἐπικράνθηκαν.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Καθώς η ώρα περνούσε κι ο γέρο-Χρόνος στεκόταν όρθιος, τα οπίσθιά του τον πονούσαν και βόγγαγε μ’ έναν αστείο τρόπο, ώστε οι άλλοι δύσκολα συγκρατούσαν τα γέλια τους. Επέμενε δε να πηγαίνει, με τεράστια δυσκολία, πάνω κάτω και να προσπαθεί να βαδίσει όπως πριν. Κι εκεί πράγματι καταντούσε δοκιμασία να συγκρατήσει κανείς τα γέλια του.

Απ’ την άλλη τον φοβόντουσαν, γιατί κρατούσε ίσως την πιο σημαντική εξουσία στα χέρια του, που ήταν η τήρηση των ρυθμών. Αλλιώς όλα θα έπεφταν έξω και ίσως κι η ολοκλήρωση των αποστολών, να καταντούσε μια υπόθεση τραγέλαφος.

Κύριε Χρόνε, πρέπει να φύγουμε, του είπε η Ζιμπουλιώ με παράπονο. Δεν έχετε να πάτε πουθενά, είπε αυτός σαν πεισματάρικο παιδί. Κι εγώ τι θα κάνω εδώ; Και μόνος!

Η Ζιμπουλιώ και η Φραγκώ κοιτάχτηκαν και χωρίς να πουν τίποτα ακολούθησαν μια μυστική συνωμοσία. Καβάλησαν τα άλογά τους και άρχισαν να απομακρύνονται, πέρνοντας μαζί τους και τον Καρά με τα μήλα του Χρόνου πάνω του. Δεν θα’πρεπε ο Δράκος να στερηθεί ένα σακί μήλα απ’ τα δώρα του.

Έμεινε ο Στγαβά Δοντιάς κι εκεί δειλά κάθησε λίγο πιο κει απ’ το Χρόνο που είχε ξαναξαπλώσει στα Βράχια, καθώς ο ήλιος από ψηλά του έλεγε, κάνε κουράγιο παλιόφιλε, παρέα θα κάνουμε ώσπου να’ρθουν τα κορίτσια πίσω...

Τ’ ακούει αυτά ό Χρόνος, γίνεται μπαρούτι κι ως που να το σκεφτεί καλά-καλά, έχει δώσει ένα βόγγο διαρκείας κι έχει σηκωθεί μόνος του στα πόδια του κι αρχίζει φίλοι μου να κατεβαίνει φωνάζοντας κι ουρλιάζοντας, με τα πόδια, ακολουθώντας τις κοπέλλες...

Η Ζιμπουλιώ και η Φραγκώ, μαζί με τον αρκετά νευριασμένο Φάιρφοξ πορεύθηκαν αρκετά γρήγορα και με ένταση παρά τις δυσκολίες του εδάφους και γύρω στις εννιά, ευτυχώς, σ’ ένα χρονικό όριο που είχε θέσει ως το αργότερο η Φραγκώ, είχαν φτάσει έξω απ’ τη σπηλιά του Δράκου.

Ο χώρος της σπηλιάς ήταν αρκετά πετρώδης και το σπήλαιο αυτό ήταν ένα από τα τέσσερα που υπήρχαν τριγύρω. Είχε μια είσοδο κλειστή από δυό τεράστιους ογκόλιθους. Τους είδε η Ζιμπουλιώ και την έπιασε δέος.

Μην πανικοβάλεσαι Ζιμπουλιώ, το σπήλαιο ανοίγει με ένα ξόρκι που γνωρίζω, απλά γιατί είναι ένα σπήλαιο που ανήκει στα ξωτικά και το έχουν παραχωρήσει στο Δράκο. Στην ουσία ο Δράκος είναι σαν νοικάρης μας.

Σήμερα θα μάθεις κι εσύ το ξόρκι, γιατί έτσι κι αλλιώς πρέπει να ξέρεις τα πάντα, αφού ίσως χρειαστεί να μείνεις μόνη. Δεν κάνει να το φωνάξω στον αέρα, για να μη χαθεί. Θα στο ψιθυρίσω στο αυτί. Εντάξει, απάντησε η Ζιμπουλιώ και της μιάς το στόμα βυθίστηκε στο αυτί της άλλης και τότε η δικιά μας Ζιμπουλιώ άκουσε...

Τώρα, μελέτησε από μέσα σου το ξόρκι, την προέτρεψε η Φραγκώ, κοιτώντας τους ογκόλιθους της πόρτας. Αυτό κι έκανε και πολύ πριν αποσώσει τη φράση, ένα τρίξιμο έσκισε τον αέρα και οι ογκόλιθοι αργά κι επιβλητικά άρχισαν να αποχωρίζονται και ν’ αποκαλύπτεται το εσωτερικό της σπηλιάς.

Κάτι σκούρο κι ογκώδες διαγραφόταν στο βάθος, ενώ κλάμματα γοερά έφτασαν στ’ αυτιά τους, που σιγά-σιγά το φαινόμενο οξυνόταν. Μπήκαν μέσα. Κι εκείνες και το φυσικό φως της μέρας. Και τότε είδαν το Δράκο.

Υποκλίθηκαν εμπρός του κι αυτός ντράπηκε τρία μέτρα πλάσμα να σειέται η σπηλιά απ’ τα γοερά του κλάμματα. Το’κοψε μαχαίρι. Φύσηξε τη μύτη του και μια φλόγα εξωστρακίστηκε στα βράχια, μετά στο δάπεδο και μετά έξω απ’ τη σπηλιά...

Ω Θεέ μου, φώναξε η Ζιμπουλιώ... γλύτωσα παρά τρίχα! Καλημέρα σας, ξαναφώναξε για να γίνει αντιληπτή απ’ το Δράκο. Αυτός έγειρε και χαμήλωσε τον τρισδιάστατο λαιμό του. Καλώς ήλθατε στη μοναξιά μου μπουουουχουχουουουου , μυξόκλαψε...

Όμως καλό ξημέρωμα φίλοι, αύριο τα καλύτερα εύχομαι...μαζί με τη συνέχεια του παραμυθιού μας...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Εξαιρετική αποχαιρετιστήρια παράσταση της Μέτζο Σοπράνο Τζάνετ Μπέηκερ, ως Ορφέας στον Ορφέα κι Ευρυδίκη του Γκλούκ, Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, 1982 σε μια παραγωγή του Πήτερ Μπρούκ στο Γκλύντεμπωρν.

τι θα κάνω χωρίς την Ευρυδίκη...το λιμπρέτο

ολόκληρη η παράσταση σε δώδεκα συνέχειες

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

κι επειδή η μέρα ξεκίνησε με μια εξαιρετική mezo soprano, θα συνεχίσει και στο απογευματινό τσάϊ κάπως έτσι...τεράστια πρόσκληση σε μεγάλες κυρίες που έχουν τραγουδήσει τον ρόλο του Ορφέα...και ξεκινάμε:

Madame Ernestine Schumann

Dame Clara Butt

Brigitte Fassbaender

Risë Stevens

Fedora Barbieri

Ebe Stignani

Sigrid Onegin

Rita Gorr

Solange Michel

Anne-Sofie von Otter

Κυρία Δώρα μου, να δανειστούμε τα ασημένια κουταλάκια σας γι’ απόψε;...έρχονται κι άλλες Κυρίες, δεν θα φτάσουν τα δικά μας. Κι αν μπορεί και απ’ τα φλυτζάνια σας τα ζαπονέ...ή και τα άλλα με το χρυσό στόμιο, θα σας είμαι ευγνώμων...

Louise Homer

Kathleen Ferrier

Shirley Verrett

Grace Bumbry

Maria Callas

Θεέ μου χτυπάει η πόρτα. Κοιτάζω απ’ το ματάκι. Ένας Κύριος. Μα μια στιγμή, είναι ο κύριος Tito Schipa.
-Να περάσει, να περάσει...(οι επισκέπτριες ενθουσιασμένες τον προσκαλούν οι ίδιες...)
-Καλώς ήλθατε κ. Schipa! Τσαγάκι; Καθίστε! Γνωρίζετε τις Κυρίες φυσικά! Αυτές σας γνωρίζουν και σας δέχονται αν και άνδρας...Η συντροφιά ξέρετε είναι μόνο για mezo soprano, αλλά κι εσείς σαν τενόρος, μια νότα θα μας τη δώσετε, όμως κανείς άλλος, μόνο εσείς. Και μην το πείτε στους συναδέλφους σας και παρεξηγηθούμε...ευχαριστώ κ. Τίτο μου...Άντε να σας ακούσουμε να ευχαριστηθούν τα αυτιά μας! πολύ δε περισσότερο η ψυχή μας...

Tito Schipa

Αχ πολύ σας ευχαριστώ σήμερα. Είσαστε όλες αλλά κι εσείς κ. Schipa μου υπέροχοι. Αξέχαστο απόγευμα...Τις ευχές μου για τις οικογένειές σας. Κάθε καλό!!!

Vale
Απών/απούσα

Δεν έχω χρόνο γαμώτο, θα σε διαβάσω άλλες νύχτες.
Όταν ο χρόνος γίνει καλός μαζί μου θα βοηθήσω στα πετραδάκια.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Την αμηχανία στην οποία βρέθηκαν οι δυό κοπέλλες, δεν χρειάζεται κανείς να την περιγράψει. Είχαν μπροστά τους ένα θεόρατο πλάσμα, που έβγαζε φωτιές απ’ τα σωθικά του προς κάθε κατεύθυνση ανεξαιρέτως κι έκανε τους γύρω του, να τρελαίνονται απ’ το φόβο τους κι αυτό το φοβερό ον βρισκόταν σε τέτοιο στάδιο θλίψης, που είχε γίνει ένα με ένα μυρμήγκι. Ίσως δε το μυρμήγκι να είχε περισσότερη απαντοχή, αφού ήταν πάντα μυρμήγκι και ό,τι περισσότερο του χάριζε η ζωή, το χαιρόταν και ήταν κι ευγνώμον από πάνω.

Είδαν κι απόειδαν με τέτοια κλαψιάρα υπομονή, ώσπου η Ζιμπουλιώ τον πλησίασε. Κοίταξε ψηλά και του είπε, Αγαπητέ φίλε, είμαι εδώ, ξέρετε το γιατί. Βοηθείστε με, σας παρακαλώ. Πρέπει να κάνω για σας δυό πράγματα. Πρώτον να ελέγξουμε τις φλόγες του στομαχιού σας, δεύτερον να σας βρω μια σύντροφο, που θα διώξει τη μοναξιά σας.

Το πρώτο είναι μάλλον απλό, γιατί θα μου πείτε, τι τρώτε, για να δούμε, τι θα τρώτε. Εγώ δεν τρώω πολύύύ, είπε κλαψιάρικα ο καημένος ο Δράκος. Φίλε μου, δεν μπορεί να μην τρώτε κάτι. Το θέμα δεν είναι η ποσότητα, αλλά η ποιότητα, του είπε η Ζιμπουλιώ, μια στιγμούλα όμως.

Το σωστό και πρέπον και όμορφο είναι, να σας βαφτίσουμε επί τέλους. Δεν μπορεί, όλοι να σας λένε ο Δράκος της Οξύνοιας. Ένα όνομα βρε παιδιά, να μπορεί να τον ονοματίζει έτσι η συντρόφισσά του και στα δύσκολα, αλλά και στα εύκολα, ιδίως στα τρυφερά...Γιατί πρέπει, να έρθουν και τα τρυφερά, είπε η Ζιμπουλιώ με υπέργηρη σοφία.

Λεωνίδα θα τον πούμε. Τ’ αποφάσισα. Και χαϊδευτικά Λούη. Τι φαγητά λοιπόν τρώτε κ. Λεωνίδα; Καμμιά φορά τρώω μια παντόφλα ή και δυο καρέκλες, μου φέρνει ένα φίδι και κανένα ποντικό...Τα’χω καλά με τις δεντρογαλιές. Αυτές είναι τρυφερές και γλυκομίλητες. Τους άλλους δεν τους αντέχω κι ούτε με αντέχουν. Βασικά με τρέμουν, ενώ οι δενδρογαλιές είναι σαν κι εμένα. Τι θέλουν; Λίγο φαγάκι , πολύ έρωτα, κανένα ταξιδάκι, καμμιά κουβεντούλα με τους φίλους...

Και ποιοί είναι οι δικοί σας φίλοι κ. Λεωνίδα μου; Μα φυσικά τα φίδια. Κι έπειτα υπάρχει μια οικογένεια δράκων δυό σπηλιές πιο κει...Κι αυτή η οικογένεια έχει κάποια κόρη ίσως; ρώτησε η Ζιμπουλιώ με διακριτικότητα, για να διερευνήσει την πιθανότητα, να υπάρχει δράκαινα σύντροφος για τον Δράκο της Οξύνοιας...Μπάάάά! απάντησε πικραμένος. Δεν έχουν κάνει παιδιά... Λένε πως έχουν εμένα και δεν χρειάζονται άλλα...Μπλέξαμε, σκέφτηκε η Ζιμπουλιώ.Τι κάνουμε τώρα; Πού βρίσκουμε ταίρι για το Δράκο;

Κυράδες , είπε ο Δράκος, με κάπως αυστηρή φωνή ξαφνικά, δεν πάτε να φύγετε, γιατί θέλω να μείνω μόνος μου; Να κάνεις τι μόνος σου, ρώτησε η Ζιμπουλιώ και είχε αρχίσει να θυμώνει με την Φραγκώ, που δεν μετείχε στις ερωταποκρίσεις και καθόταν μακρύτερα απ’ την όλη προσπάθεια, να βρούνε κάποιο έρισμα να γατζωθούν, μήπως και με όση καλή διάθεση είχαν, να δινόντουσαν τελικά, αυτά που πρέπει στο Δράκο.

Μα τι έκανε λοιπόν αυτή η Φραγκώ εκεί στην άκρη; Άρχισε να πηγαίνει κοντά της η Ζιμπουλιώ κι όσο πλησίαζε, έβλεπε μια βαθιά στενοχώρια να έχει ξαπλωθεί στο προσωπό της κι ο Φάϊρφοξ να κάθεται στον ώμο της και να της μιλάει στ’ αγγλικά, ακαταλαβίστικα για τη Ζιμπουλιώ και η Φραγκώ ξαφνικά να πατάει τα κλάμματα, σαν το Δράκο περίπου, με αναφιλητά...

Κοντοστάθηκε και κοίταξε μια το Δράκο, που ήθελε να τις ξαποστείλει, για να βάλει τα κλάμματα με την ησυχία του, μια τη Φραγκώ, που ήδη έκλαιγε μ’ αναφιλητά, όχι όμως με τις φωνές του Δράκου. Εξ άλλου τι ήταν παρά ένα μικρόσωμο κορίτσι ξωτικό. Πανέμορφο με τα μεγάλα μπλε του μάτια και τα ολόξανθα μαλλιά του...

Απαπά, σκέφτηκε η Ζιμπουλιώ, εδώ κάτι γίνεται που δεν ξέρω και δεν μου λέει και κανείς...

Σήμερα νωρίς για ύπνο...φίλοι...ιωσούλα is knocking at our door...της την κρατάμε κλειστή για την ώρα σθεναρά...ελπίζω να βαρεθεί και να φύγει...αύριο θα δούμε τι τρέχει με τους κλαψιάρηδες του παραμυθιού μας...καλό ξημέρωμα...ακούτε μουσική εξημερώνει τα ήθη όπως λέγανε οι παλιοί...αναζητείστε και τις συμπαντικές αρμονίες στην καθημερινότητά σας...σας το εύχομαι ολόψυχα, να τις βρείτε και να τις κρατήσετε σφιχτά...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Η Sinead στο Barbican...το Μάρτη του ’13.

Να ένα έντονο αίσθημα από μια έντονη μνήμη.

Τα 36 μου τα γιόρτασα σε μια Ιρλανδέζικη Pub, στο Elephant and Castle, με έναν άντρα, που ήταν από πατέρα Ιρλανδό και μάνα Ισπανίδα (αυτοσαρκαζόταν ως matador), γεννημένος στο Paddington του Λονδίνου, μου μάθαινε pool κι επέμενε να με κερδίζει και να πανηγυρίζει, ο tactless, εμένα το άσχετο GP του (Greek Person), εκείνος, ο DDB (Dubious Designer Bookbinder) μου κι εγώ γελούσα σαν τι, υπό τους ήχους του NOTHING COMPARES TO YOU, ενώ είχαμε πιεί ξεροσφύρι λευκό κρασί παγωμένο, μια από τις δυό φορές, που μέθυσα στη ζωή μου...ερωτευμένη στο έπακρο...όσο δεν έπερνε...

δεν ζει πια...πέθανε το χειμώνα...

Για ν’ ακούσουμε όμως τι κάνει το κορίτσι...

Go, Sinead, Go!

lyhadj
Εικόνα lyhadj
Απών/απούσα

ε μα πια δεν μας αφήνεις σε ησυχία!!
να και εσύ για να μάθεις!

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

lyhadj wrote:
ε μα πια δεν μας αφήνεις σε ησυχία!!
να και εσύ για να μάθεις!

Η φωνή του είναι ακριβώς σαν του Καστράτου στο παραμύθι...πού τον ξετρύπωσες αθεόφοβη!!! μ’ έκανες και καταστρατήγησα τους κανόνες του blog! Εύγε στον κύριο Χριστοφέλη!!! Πολύ δόκιμος ο όρος sopranist, γιατί Καστράτο δεν θα τον έλεγε κανείς...

Εύγε αγαπητή.

Τσαγάκι μήπως με βουτηματάκια; Avec plaisir? Mais bien sur!!!

Α, και η ησυχία εκ παραδόσεως μόνον εις τον τάφον!!! Άκρα του τάφου σιωπή; Δεν έχεις ακούσει την έκφραση;

Vale
Απών/απούσα

Η κούκλα με την πιπεριά στα χέρια!

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Vale wrote:
Η κούκλα με την πιπεριά στα χέρια!

Τσαγάκι σείς; Πόση ζάχαρη; Σκέτο ή πετιμεζάτο;

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

...μην ντρέπεστε! Η τσαγιέρα αχνίζει το σαλονάκι very cosy και ό,τι ευφραίνεται η καρδία σας...και την ίωση την πατήσαμε κάτω μάλλον...ας μην είμαστε και αυθάδεις...Ο Ασκληπιός βοηθός μας...

Και η πιπεριά να μας πει με ποιόν άκουγε το τραγουδάκι με τον Χριστοφέλη...καθ’ ότι σεντιμένταλ το μπλογκ... άντε σιγά-σιγά κάθαρση για όλους, τι μόνο εγώ θα βγάζω τα σωθικά μου;

Vale
Απών/απούσα

Καραμελένια μου γλυκιά.
Με πολλή, πολλή, πολλή ζάχαρη.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Vale wrote:
Καραμελένια μου γλυκιά.
Με πολλή, πολλή, πολλή ζάχαρη.

έτοιμο το φλυτζάνι σας κι ένα κουλουράκι κανέλας μαζί...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Πήγε δίπλα στη Φραγκώ κι αμέσως ο Φάϊρφοξ αποτραβήχτηκε απ’ το αυτί της και γαντζώθηκε πάλι απ’ την άκρη της ζώνης της. Κάθησε δίπλα της η Ζιμπουλιώ κι άρχισε να της μιλά αργά και διερευνητικά. Φραγκώ θέλω να μάθω γιατί κλαίς, της είπε όσο πιο τρυφερά και διακριτικά μπορούσε. Μην με κάνεις να επιμείνω, γιατί θα επιμείνω και το ξέρεις.

Έχουμε τόσα πολλά να κάνουμε μαζί για το Δράκο και μάλιστα σε τόσο λίγο χρόνο...Η Φραγκώ τότε σήκωσε το μουσκεμένο απ’ τα δάκρυα πρόσωπό της, κοίταξε το Δράκο, που είχε κυριολεκτικά καταρεύσει μετά από τέτοια συναισθηματική φόρτιση, κατάλαβε, ότι δεν τους παρακολουθούσε, ούτε καν με τα μάτια κι απάντησε γεμάτη ντροπή, τον αγαπώ!

Τον αγαπώ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Απ’ τον καιρό που πέθαναν οι γονείς του κι έμεινε ολομόναχος στον κόσμο, τον αγαπώ περισσότερο. Το ξέρω ότι είναι άπελπες, αλλά τον αγαπώ με όλη μου τη δύναμη.

Εκείνος το ξέρει; Ρώτησε η Ζιμπουλιώ. Του το είπα δυό φορές μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια, αλλά δεν αντέδρασε. Πολύ φοβάμαι ότι δεν με υπολογίζει, γιατί είμαι φίλη του, γιατί είμαι ξωτικό, γιατί αγαπάει στο τέλος κάποια άλλη...δεν ξέρω...

Πρέπει να μάθουμε, είπε η Ζιμπουλιώ. Η λύση είναι μία. Να του μιλήσω εγώ. Αλλά εσύ να μην είσαι μαζί μας εκείνη την ώρα. Πάρε τον Φάϊρφοξ και βγείτε με τ’ άλλογο μήπως συναντήσετε το γέρο-Χρόνο με τον Κύριο Δοντιάς και τους οδηγήσετε εδώ...

Έτσι κι έγινε. Έφυγε η Φραγκώ με το φίλο της καβάλα στο κάτασπρο άλογό της. Η Ζιμπουλιώ βγήκε για λίγο έξω απ’ τη σπηλιά και δεν πρόλαβε να το συνειδητοποιήσει, αλλά η θύρα της σπηλιάς με τους δυό γιγάντιους λίθους που συρτά τη σφαλίζανε έκλεισε με ένα πάταγο.

Βρέθηκε λοιπόν η Ζιμπουλιώ, να πρέπει να την ξανανοίξει με το ξόρκι που της είχε εκμυστηρευτεί η Φραγκώ. Θύρα της δρακοσπηλιάς, διάπλατο το στόμιό της δώσε στη φτωχή της δοκιμαζόμενη, σπίτι της Δρακογενιάς, γίνε δικό μου σπίτι. Αυτά ήταν τα λόγια, τα ψιθύρησε, αλλά τίποτα!

Δόστου πάλι: Θύρα μαγική της δρακοσπηλιάς, το μέγιστο στόμιό της διάπλατο δόσε στη φτωχή της δοκιμαζόμενη. Σπίτι της δρακογενιάς, γίνε δικό μου σπίτι. Τρίξιμο κι άπλετο άνοιγμα. Ανακουφίστηκε η Ζιμπουλιώ και χώθηκε γρήγορα-γρήγορα μέσα, τρομοκρατημένη μεν, αλλά κι αποφασιστική για όλα.

Προχώρησε στο βάθος και βρήκε ευτυχισμένο απ’ τη μοναξιά του το Δράκο, να κοιτάει στον ουρανό της σπηλιάς το άγνωστο άπειρο. Είχε μισόκλειστα μάτια, μισάνοιχτο στόμα, με μια βαριά ανασασμιά. Κάθισε δίπλα του λοιπόν η Ζιμπουλιώ, γιατί ήξερε πως ο Δράκος είχε την αίθσησή της, αλλά έκανε πως δεν την αισθανόταν.

Με τα πολλά κι αφού πέρασε μιάμιση ώρα, Λεωνίδα, τον προσφώνησε με απροσμέτρητη γλύκα. Είναι καιρός, αν κι εσύ συμφωνείς, να μιλήσουμε για τον έρωτά σου, έριξε τα δίχτυα της άδεια η Ζιμπουλιώ και περίμενε την απάντηση του Δράκου. Δεν το ξέρει, απάντησε ο Δράκος εντελώς αυθόρμητα.

Μου φέρνει κάθε μέρα ένα ποντικάκι για δώρο. Κάθεται παρέα για μιά ώρα. Όχι πιο πολύ. Με κοιτά, την κοιτώ, δεν ανταλάσσουμε ούτε μια λέξη και φεύγει. Μόλις φεύγει, φεύγει όλος ο κόσμοοοοος... κλάματα γοερά...ασταμάτητα, με το κεφάλι τόσο κάτω που θα μπορούσε να σέρνεται στο δάπεδο της σπηλιάς, ο θεόρατος!

Θεέ μου σκέφτηκε η Ζιμπουλιώ, η αγαπημένη του είναι μια δεντρογαλιά!

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

που φαινόταν απ’ το πρωΐ τι είδους θα’ναι, αλλά εγώ η αισιόδοξη ότι θα την άλλαζα, πού να δω την πραγματικότητά της. Μιλάμε για το 1980. Αν ο εραστής σας έρθει με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο μετά την πρώτη σας συνάντηση, πάρτε το μεν, αλλά ρίξτε το στον κάδο απορριμάτων της γωνίας. Μην το ξεράνετε σε κάποιο αγαπημένο βιβλίο σας μέσα. Όχι τίποτε άλλο, αλλά θα μείνει το αποτύπωμα, ακόμα κι αν τελικά το ξεραμένο τριαντάφυλλο παραπέσει...Διάφορα μνημόσυνα για κάποιες μέρες, απ’ αφορμή την αποφράδα ημέρα. Και ιδού το πρώτο, προερχόμενο απ’ το αρχείο της κούτας...Γραμμένα το χειμώνα του ’81. Έτσι γράφει κι αν κρίνω απ’ το κείμενο κοντά στον Οκτώβριο του ’80. Πάντως τριάντα και βάλε χρόνια μετά, το μυαλό μου το ξεκούτικο δεν αλλάζει όσα ντουβάρια κι αν κουτούλησε. Τα ίδια σκέφτεται. Κι αυτή η χαζή καρδιά τα ίδια νιώθει, κάθε φορά που βάζει κάποιον στο κέντρο της. Καταντάει ανησυχητικό το λιγότερο...

Άτιτλο Ι.

Σε γυρεύω. Σε γύρεψα μερόνυχτα.
Δίχως ποτέ να σ’ εύρω.
Σε ζωγραφίζω στο μυαλό μου αχνά,
δϊνοντας στις ωραιότητές σου έντονες γραμμές
και περισσή αγάπη.

Στο μέρος της καρδιάς
ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ανοιχτό.
Πάντα έτσι ανοιχτό.

Άτιτλο ΙΙ

Πασχίζοντας
με τ’ ακροδάχτυλά μου νάβρω
όλα τα ονειρεμένα μυστικά σου
ακούγοντας τον άνεμο
να πάλλεται στο στήθος σου.
Τα δυό σου χέρια
σιωπηλά κλωνάρια
τυλίγονται με φροντίδα
στον ξερό κορμό μου
κι εγώ χαμένη
ανάμεσα γής κι ουρανού
σαν τα πουλιά
που πέσανε
σε φύσημα σφοδρό του αγέρα,
σαν σκαρί νιόβγαλτο
που αίφνης ήρθε ο καιρός μονόπαντα,
κι ήρθαν βουνά τα κύμματα
απ’ το πλάϊ.

Άτιτλο ΙΙΙ

Να σε κοιτάζω
ολόϊσια στα μάτια.
Να λέω τραγούδια.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Την ασύληπτη έκπληξη διαδέχτηκε η αποδοχή. Αυτό έκανε. Και πολύ σύντομα μάλιστα. Η Ζιμπουλιώ αποδέχτηκε τον έρωτα του Λεωνίδα με την Αρμπόρια. Ναι, αυτό ήταν το όνομα της νύφης του Δράκου. Κι έπρεπε λοιπόν τώρα, να παρηγορήσει τη Φραγκώ. Η οποία Φραγκώ πήγε για τον γέρο-Χρόνο και τον Στγαβά Δοντιάς, αλλά σημεία ζωής κανείς τους δεν έδινε.

Κι όσο σκεφτόταν αυτά, ένα σύριγμα ακούστηκε. Κι απ’ τη είσοδο της σπηλιάς εμφανίστηκε η Αρμπόρια. Λυγερή και με το ποντικάκι στο στόμα της, αγνόησε τη Ζιμπουλιώ και πήγε κατ’ ευθείαν στον Λεωνίδα, κουλουριάστηκε στα πόδια του, σήκωσε το κεφάλι της και του έδωσε το ποντικάκι στόμα με στόμα.

Αυτός το έκανε μια χαψιά και μετά έκανε το φοβερό του ρέψιμο, όπου μόλις που πρόλαβαν να προφυλαχτούν και η Αρμπόρια και η Ζιμπουλιώ. Τότε ακριβώς η Αρμπόρια γνώρισε τη Ζιμπουλιώ. Δεν μπόρεσαν να σφίξουν τα χέρια, αλλά η Αρμπόρια πιάστηκε στο μπράτσο της Ζιμπουλιώς και την κοίταξε στα μάτια, με το ψυχρό βλέμμα του φιδιού, έβγαλε τη διχαλωτή της γλώσσα, την κούνησε δυό-τρείς φορές στον αέρα και μετά κατέβηκε στο πάτωμα.

Φτάνουν οι αβροφροσύνες, είπε ζηλιάρικα ο Λεωνίδας. Τότε η Ζιμπουλιώ έκανε κάτι που έφερε το Δράκο σε δύσκολη θέση, αλλά όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, αν δεν το έκανε αυτό θα περνούσαν πολλές σιωπηλές συναντήσεις οι δυό τους.

Αρμπόρια, πώς σου φαίνεται ο Δράκος της Οξύνοιας; Θα ήθελες να τον φωνάζεις Λεωνίδα ή Λούη, να τρώτε ποντικάκια παρέα, τις νύχτες να κοιμόσαστε σε τούτη ‘δω τη σπηλιά σφικταγκαλιασμένοι;

Η Αρμπόρια όρθωσε το σώμα της κι ένευσε ναί, με το ανέκφραστο πρόσωπό της. Μετά κοίταξε το Δράκο, που ξεφυσούσε μικρές φλόγες, Αρμπόρια καλή μου της είπε γεμάτος λαχτάρα. Μου δίνεις μεγάλη χαρά.

Αρμπόρια μοναδική μου χαρά!

Αρμπόρια φίλη μου, Αρμπόρια γλυκό μου ταίρι, Αρμπόρια, Αρμπόρια, ψέλιζε όλο συγκίνηση το μεγάλο ερπετό και οι φλόγες που έβγαιναν απ’ το στόμα του και τα ρουθούνια του για πρώτη φορά ήταν υπό έλεγχο. Τότε η Αρμπόρια ξεθάρεψε κι άρχισε να αναρριχάται πάνω του ξεκινώντας απ’ την μεγάλη του πατούσα. Ανέβηκε το πόδι του, μετά το σώμα του και στριφογύρισε το σώμα της στο μακρύ λαιμό του, φέρνοντας το στόμα της κοντά στο δικό του. Και τότε ξεχνώντας τη Ζιμπουλιώ εντελώς, χαμένοι ο ένας στον άλλο, δώσανε το πρώτο τους φιλί...

Δάκρυσε η Ζιμπουλιώ κι ως κατάλαβε πως πια δεν είχε τίποτα να κάνει σ’ αυτή τη σπηλιά, πολύ διακριτικά και ήσυχα αποχώρησε. Πίσω της έκλεισαν ερμητικά οι δύο ογκόλιθοι. Κι αυτή κάθισε σ’ένα βράχο αφήνοντας τα δάκρυά της να ξεχυθούν στα μάγουλα, ξέροντας ότι στη ζωή αυτή της απόλυτης ευτυχίας, όλα γινόντουσαν με έναν τρόπο άρτιο και σίγουρο τελικά!

Όμως φίλοι αύριο η συνέχεια...καλό ξημέρωμα και καλές βόλτες!

Vale
Απών/απούσα

[...] Αν ο εραστής σας έρθει με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο μετά την πρώτη σας συνάντηση, πάρτε το μεν, αλλά ρίξτε το στον κάδο απορριμάτων της γωνίας. Μην το ξεράνετε σε κάποιο αγαπημένο βιβλίο σας μέσα. Όχι τίποτε άλλο, αλλά θα μείνει το αποτύπωμα [...]

Αν ήξερες -που ξέρεις- τι βγάζουν τα παραπάνω, θα έκανες ξανά και ξανά το ίδιο λάθος.

Σημ. «εγώ γιατί πίνω; Μαλάκας είμαι;...καλά, λίγο»

Στην υγειά μας Καραμελένια.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

βεβαίως και τα ίδια θα έκανα και με την καρδιά μου, όχι τσιγκούνικα...Βγείτε έξω...Εγώ έξω θα είμαι και σήμερα...και με καλή παρέα...γιατί αυτό έχει σημασία...ο καλός κόσμος γύρω σου στα δύσκολα που μπορεί να περνάς...

κι εγώ δεν πίνω...δεν έχω στομάχι...όχι γιατί δεν θέλω...

καλημέρα vale, που ξέρεις πιο πολλά κι απο μένα κι από ‘κείνον...

γιατί εμείς όταν βυθιζόμαστε “δεν ξέρουμε” και δεν “προβλέπουμε", απλά βυθιζόμαστε...

και την ταμπακιέρα δεν την έδωσα (ακόμα)...

επίσης συνεχίζω να πιστεύω ότι τα καλά προξενιά είναι θεόσταλτα...τα άλλα που διαλέγεις δεν σου βγαίνουν πάντα και καταντάνε εμμονές και κατακάθια...μόνο τα θεόσταλτα από κει που δεν τα περιμένεις...

Αυτά για την ώρα και πάω στην εξοχή να συνεχίσω να τουσρουφλίζω το καμμένο από χτες δέρμα μου στον φθινοπωρινό ήλιο...γιατί ως πότε θα τον έχουμε;
Να η λογοδιάροια που λέγαμε...

Ευτυχώς που υπάρχει στη ζωή μας κι ένας Καρβουνιάρης...Αχ Καρβουνιάρη μου σήμερα έχεις γερό φόρτωμα...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Κι άμα timber, δεν κάνεις στην ώρα τους αυτά που έχεις να κάνεις...και δημιουργείται ανωμαλία στο ρυθμό, στην τάξη του χρόνου κλπ, κλπ, κλπ...κι αυτό που λέω συνοψίζεται ίσως κάπως ΕΤΣΙ!
γι’ αυτό δεν έχει παραμυθένια συνέχεια σήμερα...τι νόημα να τη δημοσιεύσει κανείς τέτοια ώρα, που έχει ήδη έρθει η καινούργια μέρα; Απόψε δύο συνέχειες μαζεμένες για τους άϋπνους...καλημέρα και καλή βδομάδα...

Topic locked