To blog των αισθημάτων μας.

Μια μικρή τράπεζα όπου θα κατατίθενται τα αισθήματά μας με όποιο μέσο μας είναι αρεστό και ταιριάζει στην κάθε αναγκαιότητα των στιγμών μας. Μια συλλογικότητα αισθημάτων λοιπόν, γιατί η σιωπή και η άβυσσός της στην ξένωση μας ταξιδεύει...

Categories: 
Αξιολόγηση: 
0
Η αξιολόγηση σας: Κανένα
0
0 ψήφοι
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

και ζιμπουλοβιολέττες και νεροζίμπουλα. Έτσι τα’ λεγε η γιαγιά μου...

Δεν νοώ Χριστούγεννα χωρίς μια αγκαλίτσα τους στο σπίτι...

το άρωμά τους να μπλέκεται με τα ψησίματα των μελομακάρονων, των κουραμπιέδων, της Πρωτοχρονιάτικης πίττας, του Χριστόψωμου...

...Δεν είναι άλλα απ’ τους νάρκισσους, τους ασφόδελους ή ασφοδιλια...τα ζουμπουλάκια, τα μανουσάκια...μην κοιμηθείτε μαζί τους...δεν πρέπει... κοιμίζουν άσχημα!

Το λιβάδι με τ’ ασφοδίλια ήταν η κατοικία των ψυχών στον Άδη...

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
(1900-1971)

Ο ΣΤΡΑΤΗΣ Ο ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΝΘΟΥΣ

Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υάκινθους~
πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους.
Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών~
γι' αυτό σωπαίνουν
ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουν
παρά δήμων ονείρων, παρά δήμων ονείρων.[Απόσπασμα]

ΛΟΡΕΝΤΣΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ
(1860-1912)

ΛΗΘΗ

Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.

Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.

Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.

Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.

WILLIAM WORDSWORTH
(1770-1850)

DAFFODILS

I wandered lonely as a cloud
That floats on high over vales and hills
When all at once I saw a crowd
A host of dancing daffodils;
Along the lake, beneath the trees,
Ten thousand dancing in the breeze.

The waves beside them danced but they
Outdid the sparkling waves in glee
A poet could not but be gay
In such a laughing company
I gazed and gazed but little thought
What wealth the show to me had brought.

For oft when on my couch I lie
In vacant or in pensive mood
They flash upon that inward eye
Which is the bliss of solitude
And then my heart with pleasure fills
And dances with the daffodils.
___________________________
Ασφόδελοι

Περπατούσα μοναχός σαν το σύννεφο
Που πλανιέται ψηλά πάνω από λιβάδια και λόφους
Όταν ξαφνικά είδα ένα πλήθος
Ένα πλήθος ασφόδελους που χόρευαν•
Στη λίμνη ολόγυρα, κάτω από τα δέντρα,
Δέκα χιλιάδες που χόρευαν στο αεράκι.

Τα κύματα χόρευαν δίπλα τους , αλλά αυτοί
Χαίρονταν πιο πολύ απ΄ τα αφρισμένα κύματα
Τίποτε πιο εύθυμο για έναν ποιητή
Με μια τέτοια γελαστή συντροφιά
Κοιτούσα αχόρταγα και σκέφτηκα για λίγο
Τι πλούτο μού είχε δώσει αυτό το θέαμα.

Γιατί συχνά όταν ξαπλώνω στον καναπέ μου
Άδειος ή γεμάτος σκέψεις
Αστράφτουν πάνω σ' αυτό το εσωτερικό μάτι
Που είναι η ευδαιμονία της μοναξιάς
Και τότε η καρδιά μου γεμίζει μ΄ηδονή
Και χορεύει με τ΄ασφοδίλια.

Θιακίσια εκδοχή του τραγουδιού Μενεξέδες και ζουμπούλια

αλλά και η Πολίτικη

δδ

εδώ τα μανουσάκια της Ρίτας Αμπατζή...

και η Πωγωνίσια εκδοχή...

και το τραγούδι για τα επτά daffodils των Brothers Four...

κι εκείνα του Γουίλιαμ Γουέρντσγουερθ, ειπωμένο απ’ τον Τζέρεμυ Άϊρονς.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Η σκηνή του ονείρου από την ταινία Stalker του Αντρέϊ Ταρκόφσκι.
Μεταφορά των αγγλικών υπότιτλων στα ελληνικά.

- κι έγινε μέγας σεισμός
- κι ο ήλιος μαύρισε σάμπως ένα σακί φτιαγμένο από τρίχες
- και το φεγγάρι έγινε σαν αίμα
- και τ’ άστρα τ’ ουρανού μιλούν στη Γη
- καθώς μια συκιά ρίχνει τα άγουρα σύκα της
γιατί την έσεισε ένας δυνατός άνεμος
- κι ο ουρανός διαχωρίστηκε, σαν τον κύλινδρο που ξετυλίγεται
- και κάθε όρος και νήσος μετακινήθηκαν απ’ τη θέση τους
- και οι βασιλιάδες της γης και οι μεγαλοσχήμονες
- και οι πλούσιοι και οι χιλίαρχοι
- και οι δυνατοί και κάθε ελεύθερος άνθρωπος, κρύφτηκαν στις σπηλιές
κι ανάμεσα στα βράχια των ορέων
- και είπαν στα όρη και τους βράχους, «πέσετε πάνω μας»
και κρύψτε μας από’ Κείνον που κάθεται στο θρόνο
- κι απ’ την οργή του Αμνού
- γιατί η μεγάλη μέρα της οργής του έχει έρθει
- και ποιός θα μπορέσει ν’ αντέξει;

georgevr
Απών/απούσα

Τι μου θύμισες!
Όσοι ξέρουν εδώ στην ελλάδα τον Αντρέϊ Ταρκόφσκι, tον ξέρουν από το solaris του Στανισλάβ Λέμ.
Λίγοι τον ξέρουν από την εποποιία του stalker

Αυτό και αν είναι συμπαντικό καταπραϋντικό!

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

georgevr wrote:
Τι μου θύμισες!
Όσοι ξέρουν εδώ στην ελλάδα τον Αντρέϊ Ταρκόφσκι, tον ξέρουν από το solaris του Στανισλάβ Λέμ.
Λίγοι τον ξέρουν από την εποποιία του stalker

Αυτό και αν είναι συμπαντικό καταπραϋντικό!

Με πρόλαβες που ετοίμαζα να κατεβάσω τη μουσική της ταινίας απ’ τον Edward Artemiev. Καλή απόλαυση!

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Ακούω στο γνωστό διαδικτυακό ιστότοπο τραγούδια του Στέλιου Φουσταλιέρη που δεν γνωρίζω. Έχω ένα δυό βινύλια αγορασμένα πριν χρόνια μυημένη από τη Δόμνα Σαμίου με το γνωστό “όσο βαρούν τα σίδερα, βαρούν τα μαύρα ρούχα, γιατί τα φόρεσα κι εγώ, κόσμε ψεύτη, για μιαν αγάπη που’χα”. Και πέφτω πάνω στον Χανιώτικο Σταφιδιανό σκοπό.. Τον ακούω, γοητεύομαι. Ψάχνω πάλι στο γνωστό τόπο ανίχνευσης. Βρίσκω.

Μεχμέτ Μπέης Σταφιδάκης,1878-1908. Ο μέγιστος γαιοκτήμονας σταφιδοπαραγωγός της περιοχής των Χανίων. Τουρκοκρητικός. Βαθιά ερωτευμένος με τη γυναίκα του Φατμέ.Φοβερός γλεντζές και δεξιοτέχνης του μπουλγαρί. Του μαρτυρούν πως η γυναίκα του έχει δεσμό με τον δάσκαλο του τουρκικού σχολείου. Δεν το διαπιστώνει ποτέ. Αρρωσταίνει ωστόσο από τρελή ζήλια. Χωρίζει τη γυναίκα του. Τον αγιάτρευτο πόνο του βγάζει σ’ ένα τραγούδι που λέει:

Μα ο σταφιδιανός σκοπός
παλιώνει μα δε λιώνει
κι απού ‘χει αγάπη
στα κρυφά αυτός τη φανερώνει.

Με το σταφιδιανό σκοπό
θα σου το πω μικρή μου
πως λιώνει και μαραίνεται
για σένα το κορμί μου.

Απ’ τον καημό του δεν αργεί να αρρωστήσει και το σώμα του. Παθαίνει φυματίωση. Πεθαίνει τριάντα χρονών παληκάρι. Πεθαίνοντας καλεί στο προσκέφαλό του τη γυναίκα του, που πάει μαζί με τους γονείς της. Κάνει κουράγιο κι αφού της λέει τη μαντινάδα,
“ Εγώ παθαίνω καί ξεγνοιώ και συ που ζεις γλιτώνεις.
Κι' αν έχω δίκιο απάνω σου στον Άδη το πλερώνεις. “

Μετά τραγουδά το Σταφιδιανό σκοπό, προσθέτοντας αυτό σαν τέλος, εκείνης της στιγμής,
“ Εσύ μωρέ Καπέ ντουνιά σε μένα μη καυχάσαι.
Μα 'γώ 'μαι που σε γλέντησα καί τώρα μ' άπαρνασαι. “
κι αφήνει την ύστατη πνοή του.

Ο Φουσταλιέρης αλλάζει τη δεύτερη στροφή. Το τραγούδι γίνεται:
Μα ο σταφιδιανός σκοπός
παλιώνει μα δε λιώνει
κι απού ‘χει αγάπη
στα κρυφά αυτός τη φανερώνει.

Μα εσύ είσ’ η αιτία κι αφορμή
πο’χει η καρδιά μου πόνο
και μπήκα εις τα βάσανα
και διόλου δεν γλυτώνω.

Χανιώτικος Σταφιδιανός σκοπός

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Μεταφέρω ένα απόσπασμα απ’ αυτό το δοκίμιο της Σούζαν Σόντακ (καταφεύγω αρκετά σ’ αυτήν την Κυρία). Μετάφραση της Νανάς Ησαΐα.

Ὥς ποιό σημεῖο παρουσιάζεται ἐπακριβῶς ἡ σιωπή στήν τέχνη;

Ἡ σιωπή ὑπάρχει σάν μία ἀ π ό φ α σ η - στήν παραδειγματική αὐτοκτονία τοῦ καλλιτέχνη (Κλάϊστ, Λωτρεαμόν), πού μ᾽αὐτόν τόν τρόπο ἀποδεικνύει ὅτι “πῆγε πολύ μακριά”⋆ καί στίς παραδειγματικές ἀποκηρύξεις ἀπό τούς καλλιτέχνες τοῦ ταλέντου τους, πού ἀναφέραμε ἤδη.

Ἡ σιωπή ἐπίσης, ὑπάρχει σάν μία τ ι μ ω ρ ί α - αὐτοτιμωρία, στήν ὑποδειγματική τρέλα τῶν καλλιτεχνῶν (Χαίντερλιν, Ἀρτώ) πού μ᾽αὐτόν τόν τρόπο δείχνουν ὅτι ἡ ἴδια ἡ πνευματική ὑγεία μπορεῖ νά εἶναι τό τίμημα τοῦ νά καταπατήσει κανείς τά παραδεδεγμένα ὅρια τῆς συνείδησης⋆ καί, βέβαια ὑπάρχει στίς τιμωρίες (πού ἀρχίζουν ἀπό τή λογοκρισία καί τή φυσική καταστροφή τῶν ἔργων τέχνης καί καταλήγουν στό πρόστιμο, στήν ἐξορία καί στή φυλάκιση τοὺ καλλιτέχνη) πού ἐπιβάλλει ἡ “κοινωνία” στόν καλλιτέχνη γιά τόν ἀντικονφορμισμό του καί τήν ἰκανότητά του ὑπονόμευσης τῆς εὐαισθησίας τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου.

Ἡ σιωπή δέν ὑπάρχει, πάντως, κυριολεκτικά, σάν ἐμπειρία ἑνός κοινοῦ. Κάτι τέτοιο θά σήμαινε ὅτι δέ θά ὑπῆρχε τίποτα στό πεδίο τῆς συνείδησης τοῦ θεατῆ πού θά μποροῦσε νά προκαλέσει τό ἐνδιαφέρον του ἤ ὅτι δέ θά εἶχε τή δυνατότητα μιᾶς ἀνταπόκρισης. Ἀλλά αὐτό δέν μπορεῖ νά συμβεῖ⋆ καί οὔτε μπορεῖ νά προκληθεῖ προγραμματισμένα.
Ἡ ἔλλειψη συνείδησης ὁποιουδήποτε ἐρεθισμοῦ, ἡ ἀνικανότητα μιᾶς ἀνταπόκρισης, δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι τό ἀποτέλεσμα μιᾶς ἐλαττωματικῆς συμμετοχῆς τοῦ θεατῆ ἤ μιᾶς παρεξήγησης τῶν ἴδιων του τῶν ἀντιδράσεων (αν τυχόν ἔχει παραπλανηθεῖ ἀπό ἀνασταλτικές ἰδέες ὥς πρός τό τί πρέπει νά εἶναι ἡ “σωστή” ἀνταπόκριση).
Ἐφόσον τό κοινό, ἐξ ὁρισμοῦ , ἀποτελεῖται ἀπό ἄτομα μέ αἰσθητήρια ὄργανα πού βρίσκονται μέσα σέ μιά ἄλφα “κατάσταση”, δέν εἶναι δυνατόν αὐτά τά ἄτομα νά μην έχουν μιά ὁποιαδήποτε ἀντίδραση.

georgevr
Απών/απούσα

Royal Oak wrote:

Ἐφόσον τό κοινό, ἐξ ὁρισμοῦ , ἀποτελεῖται ἀπό ἄτομα μέ αἰσθητήρια ὄργανα πού βρίσκονται μέσα σέ μιά ἄλφα “κατάσταση”, δέν εἶναι δυνατόν αὐτά τά ἄτομα νά μην έχουν μιά ὁποιαδήποτε ἀντίδραση.

Μπορεί να έχουν άκρατο –τραγικό για τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις- εγωισμό, γλυκιά κυρία

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

georgevr wrote:
Royal Oak wrote:

Ἐφόσον τό κοινό, ἐξ ὁρισμοῦ , ἀποτελεῖται ἀπό ἄτομα μέ αἰσθητήρια ὄργανα πού βρίσκονται μέσα σέ μιά ἄλφα “κατάσταση”, δέν εἶναι δυνατόν αὐτά τά ἄτομα νά μην έχουν μιά ὁποιαδήποτε ἀντίδραση.

Μπορεί να έχουν άκρατο –τραγικό για τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις- εγωισμό, γλυκιά κυρία

Sic Susan Sontag, ευαίσθητε κύριε! I just find her sharp and precise...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

...οι εραστές της τέχνης τι εγωϊσμό μπορεί να έχουν...παραδομένοι στον έρωτά τους;

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα με έναν εφιάλτη που τόσο αληθινός ήταν και πειστικός που η πίεσή μου έφτασε σε οριακά σημεία και η ζαλάδα με καθήλωσε στο κρεβάτι για κάμποσο...ώσπου ξαφνικά άκουσα το ξύλινο πάτωμα να τρίζει και κατάλαβα ότι η Μάϊντα έτρεμε κατά πώς τρέμει όταν βρέχει και μπουμπουνίζει...έξω ακόμα σκοτεινά, επτά παρά περίπου...Τι έχει το κορίτσι μου; λέω εγώ. Και το κορίτσι δίνει ένα σάλτο και χώνεται στην αγκαλιά μου τρέομοντας σαν να της κάνανε ηλεκτροσόκ. Κάτι ο εφιάλτης, κάτι το ηλεκτροσόκ της Μάϊντας, η μέρα άρχισε κάπως δύστροπα...

Όμως, πτοείται κυρίες και κύριοι το Ιππικό; Όχι! δεν πτοείται. Μαζέψαμε τα κομμάτια μας και κάτσαμε να πιούμε κάμποσα ροφήματα να συνέλθουμε κοιτώντας πρώτα το δελτίο καιρού των Αστέρων, που μας έλεγε εμάς τώρα των Κριαριών, να μην επιλέξουμε σήμερα ανάμεσα στους δυο έρωτες που μας περιβάλλουν (ναι, εδώ γελάνε! το χιούμορ είναι ο γιατρός πάσης νόσου και μαλακίας όπως λέγει και η εκκλησία μας). Κι αφού εγκατέλειψα τους μάντεις και τους οιωνοσκόπους, βυθίστηκα σε διάφορες ειδήσεις από βλακώδεις έως σοβαρές κι επέλεξα για εδώ δυό.

Η μια είναι η συνέχεια μιας αρχής που έγινε όσον αφορά στην μετακίνηση ξένων προς τα μέρη μας. Το καθιερώνω λοιπόν αυτό το αστυνομικό δελτίο μετανάστευσης, για να μην αφηνόμαστε στη νιρβάνα του ξενοφοβισμού μας. Να ξέρουμε ότι ο μαυριδερός που έχουμε στη γειτονιά μας έχει βρεθεί εκεί πρώτα και μετά στη στρούγκα μιας αφιλόξενης πόλης για τους ίδιους τους αυτόχθονες κατοίκους της, πολλώ δε μάλλον για όσους έρχονται ουρανοκατέβατοι το λιγότερο...Και ιδού το δεύτερο πειστήριο αυτών των ημερών. ΑΥΤΗ η μαούνα-πλατφόρμα βρέθηκε και “περισυνελλέγη” κοντά στη Μυτιλήνη...τα υπόλοιπα στη ευαισθησία του καθενός μας εναπόκεινται...

sss

Το δεύτερο με πήγε ομολογουμένως στον έβδομο ουρανό της γοήτευσης. Μαγεύομαι. Μάλιστα, μαγεύομαι με τέτοια. Εικόνες απ’ την Αποστολή του Sir Ernest Shackleton στην Ανταρκτική, στα 1914-1917, βρέθηκαν κυριολεκτικά στα παγωμένα αρνητικά, στο καταφύγιο που είχαν ζήσει.

Σημείωση (ala Vale, αλήθεια τι να κάνει ο νονός μου;): πολύ σημαντικά ιστορικά ντοκουμέντα ανθρώπινης ύπαρξης όπως βιβλία ή και μούμιες έχουν βρεθεί, είτε μέσα στους πάγους, είτε στην άμμο της ερήμου, όλα συντηρημένα με τον πιο άρτιο τρόπο.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

... του Γιάν Οτσενάσεκ, μεταφρασμένο απ’ τον Κ. Πορφύρη, προλογισμένο απ’ τον Λουί Αραγκόν. Μια ιστορική έκδοση της Επιθεώρησης Τέχνης του 1961.

1r

Το σκηνικό της ανάγνωσης μαζί με κάποια σύμβολα-ενθύμια, αλλά και λίγο κόκκινο γλυκό κρασί...

2r

Συγχωρείστε τη διαστροφή μου, αλλά φανταστείτε εν έτει 1961, σε μια εμπορική έκδοση, αυτό το αισθητικό ύφος στον ψευδότιτλο, που για σημειολογικούς λόγους εκτείνεται, όχι σε μια σελίδα όπως είθισται, αλλά σε δυό συνεχόμενες, έτσι ώστε να γίνει το παιχνίδι των ασπρόμαυρων σελίδων σε σχέση πάντα με το ζευγάρι της ερωτικής ιστορίας και των σκοταδιών που το περιβάλλουν...

3ρ

Η σελίδα τίτλου έχει σε αντίθεση με τον ψευδότιτλο που στέκεται ήσυχα κάτω και οριζόντια, άλλη εντελώς αισθητική δομή. Είναι στοιχειοθετημένη σε σχήμα όρθιου ορθογώνιου παραλληλόγραμμου. Αυτό σημαίνει αυστηρότητα κι επιβλητικότητα. Ας φανταστεί κανείς που δεν γνωρίζει τις τεχνικές της τότε τυπογραφίας, ότι αυτή η σελίδα είναι όλη στοιχειοθετημένη στο χέρι, με τα διαστήματα καλά μελετημένα, ακόμα κι αν διαμορφώνονται μεγάλα κενά ανάμεσα στις τυπωμένες αράδες , ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα, οι λέξεις να ξεκινούν και να καταλήγουν στα ίδια περιθώρια.

Δυστυχώς το βιβλίο δεν έχει κολοφώνα που να μας πληροφορεί για τους ανθρώπους που παρήγαγαν αυτό το αποτέλεσμα. Δεν γνωρίζω το γιατί μια τόσο προσεγμένη έκδοση δεν έχει αυτό το στοιχείο. Η αλήθεια είναι πως τα χρόνια είναι δίσεκτα και δεν είμαι σίγουρη αν αυτή η έλλειψη ταυτότητας στο συγκεκριμένο βιβλίο ωφείλεται σ’αυτό ακριβώς, για την προστασία των ανθρώπων που εργάζονταν σ’ αυτό το χώρο. Η Επιθεώρηση Τέχνης που είναι ο προπομπός των μετέπειτα Εκδόσεων Θεμέλιο ανήκει στα πολιτιστικά έργα της Αριστεράς, που θα πρέπει να τους είμαστε ευγνώμονες για τα κληροδοτήματά τους. Η χούντα έκλεισε και κατάσχεσε τα υλικά αυτά. Όταν το Θεμέλιο ξανάνοιξε μετά τη μεταπολίτευση επανέκδοσε σημαντικό μέρος αυτών των έργων με άλλη αισθητική φυσικά, αλλά εξ ίσου πρωτοποριακή για την εποχή εκείνη.
Αυτά για την ιστορία.

Κι αφού κάναμε μια αισθητική αλλά και ιστορική αναφορά στο αντικείμενο πάμε τώρα εκεί που πρέπει...

∞∞∞Καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ νὰ σπινθηροβολάει σιωπηλὰ ὁ οὐρανός, γιομάτος φεγγοβολὲς ν᾽ἀνοιγοκλείνουν τὰ μάτια τους. Τὸν κοιτάζει καὶ σὰν ν᾽ἀκούει τὸ ἀσύλληπτο πὲς σφύριγμα ἀπὸ τὸ παγωμένο ἄπειρο ποὺ ἁπλώνεται ἀνάμεσα στοὺς κόσμους.
Ἀστέρια, ἄνθρωποι!
-Παῦλο...
Ἔκανε νὰ σηκωθεῖ γιὰ νὰ κατεβάσει τὶς κουρτίνες τῆς παθητικῆς ἀεράμυνας. Τὸν σταμάτησε ἡ φωνή τῆς Ἐσθήρ.
-Φοβᾶσαι καμμιὰ φορά;
-Τὶ πράμα;
-Ὅλα...Νὰ ζεῖς.
Ἐκεῖνος δίστασε.
-Καμμιά φορά.
-Ἐγώ ὅλη τὴν ὥρα.
-Τὶ φοβᾶσαι; Τὰ ποντίκια; Θὰ βάλω φάκες, ἀστειεύτηκε χωρίς χαρά.
-Μή μὲ κοροϊδεύεις. Δὲν ἔχω κανέναν ποὺ νὰ μπορῶ νὰ τοῦ λέω αὐτά τὰ πράγματα. Νιώθω συνέχεια φόβο μέσα μου. Ἀκόμα κι ὅταν γελάω. Λὲς καὶ μὲ παραμονεύει ὁ φόβος κάπου κάτω ἀπ᾽τὴν καρδιά...
-Ὁ πατέρας μου λέει, πὼς μόνο οἱ πέτρες δὲν φοβοῦνται. Δὲν εἶναι ζωντανές...

Ἐπιτέλους σηκώθηκε καὶ τράβηξε τὶς κουρτίνες, γύρισε τὸ διακόπτη καὶ στὸ πρόσωπο τῆς ᾽Εσθήρ χύθηκε ἕνα τεχνητό φῶς. Βλέποντάς την νὰ ζαρώνει τὰ μάτια θαμπωμένη, τοὖρθε νὰ τῆς πεῖ ἕνα ἠλίθιο ἀστεῖο. Ἄντε, μίλα, μίλα, φιλαράκο! Φοβόταν νὰ σκέφτεται.
-Ὥστε ἔτσι δεσποινίς Καπουλέτου! Τὶ κάνει ὁ μπαμπάς σας; Δὲ χωνεύει ἀκόμα τοὺς Μοντέκκους;

Εἶναι φανερό πὼς δὲν κατάλαβε τὸν ὑπαινιγμό του, γιατὶ κοίταξε μπροστά της, σοβαρά.
-Ὄχι. Οὔτε μπορεῖ νὰ μὴ τοὺς χωνεύει. Εἶναι στὴν Τερεζίνα. Ἐλπίζω...

Ντράπηκε γιὰ τὴ βλακεία του, στὸ πρόσωπό του ἀνέβηκε ἕνα καυτό κῦμα. Μὰ εἶχε τὴν ἐντύπωση, κι αὐτό ἦταν τὸ παράξενο, πὼς δὲ τὴν πλήγωσε, τοῦ μίλησε γιὰ κεῖνο τὸ σκληρό πράμα κρυφοκοιτάζοντάς τον στὰ μάτια, μ᾽ἕνα εἰρηνικό χαμόγελο ποὺ ἔδειχνε πὼς τοῦ τὰ συγχωροῦσε ὅλα. Κάθησε κοντά της καὶ τὴν κοίταξε προσεχτικά μὲ μιὰν ἀπληστία ποὺ δὲν ἔκρυβε.

-Γιατί μὲ κοιτάζεις ἔτσι; Δὲν σ᾽ἀρέσω, ἔ;
-Τὸ ξέρεις πὼς αὐτό δὲν εἶναι ἀλήθεια, τῆς ἀποκρίθηκε. Μοῦ ἀρέσεις πολύ...Ἀλήθεια!
-Τί καλό βρίσκεις ἀπάνω μου; ξαναρώτησε ἐκείνη πεισματάρικα.

Δίστασε μιὰ στιγμὴ γιατὶ δὲν ἤξερε πῶς νὰ ἐκφράσει τὴ σκέψη του.

-Εἶσαι ὅπως καὶ τ᾽ἄλλα κορίτσια...
-Τὶ θὲς νὰ πεῖς; Μποροῦσε νὰ μὴν εἶμαι σὰν τ᾽ἄλλα κορίτσια;

Δὲν καταλάβαινε, μὰ ξάφνου ἔλαμψε στὰ μάτια της μιὰ ἀστραπή ποὔδειξε πὼς εἶχε καταλάβει, γύρισε ἀπότομα κατὰ πάνω του ζαρώνοντας τὸ μέτωπο.
-Θὲς νὰ πεῖς, ἐπειδή δηλαδὴ εἶμαι Ἐβραία;
Διαμαρτυρήθηκε ταραγμένος:
-Μὰ ὄχι! Δὲ σκέφτηκα αὐτό τὸ πράμα.
Λένε...
-Τὶ λένε; Ξέρω, ξέρω ἐγώ τὶ λένε. Πὼς δὲν εἴμαστε ὅπως οἱ ἄλλοι. Ἔχουμε, λέει, μεγάλη μύτη καὶ...
Τὴν ἔκοψε μέ μιάν ἀδέξια κίνηση κ᾽ἔξυσε τὸ κεφάλι του.
-Κάθε λογῆς πράματα. Καμμιά φορά οἱ ἄνθρωποι εἶναι βλάκες. Καὶ κακοὶ.

Σηκώθηκε κι ἄρχισε νὰ κόβει βόλτες στὴν κάμαρα, μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες, κατακόκκινος ἀπὸ ντροπή. Μόρφαζε δυσαρεστημένος.
Ὅταν σήκωσε τὰ μάτια καὶ τὴν εἶδε νὰ κάθεται πάντα στὴν ἴδια θέση, στὴν ἴδια στάση, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὰ γόνατά της καὶ μὲ μιὰ σταχτιὰ σκιὰ στὸ πρόσωπό της, δάγκωσε τὰ χείλια του. “Τί βλακεῖες κάνω! Λέω ὅ,τι μοῦ κατεβαίνει, κι οὔτε ξέρω τὶ λέω!”
Δὲ μπόρεσε νὰ βαστάξει κι ἀναστέναξε.
-Ἄκου,᾽Εσθήρ... Ἐκεῖνο ποὺ...

Σήκωσε τὸ κεφάλι της μ᾽ἕνα κουρασμένο χαμόγελο στὰ μάτια. “ Ξέρω, τοὔλεγαν ἐκεῖνα τὰ μάτια. “ Μπροστά της ἔνιωθε αὐτή τὴ στιγμὴ τὸ αἴσθημα ποὺ νιώθει ἕνα παιδάκι μπροστὰ σὲ μιὰ γυναίκα. Καί τὴν ἴδια στιγμή ἕνα κῦμα τρυφεράδας πλημμύρισε τὴν καρδιά του. Μιὰ τρυφεράδα ποὖχε τὴν πικρὴ γέψη τῆς λύπησης, μὰ ποὔκλεινε κιόλας μιὰν ἄγρια χαρά, ἕνα δυνατό αίστημα, καὶ ποὺ τοὔσφιγγε τὰ στήθια. Ἐσθήρ! Πῶς νὰ τὸ πεῖ κανείς αὐτό τὸ πράμα; Κάτι ἔγινε, δὲν ξέρω νὰ πῶ τὶ ἀκριβῶς...Ἔσφιξε τὰ δόντια του γιὰ νὰ συγκρατήσει τὴν κραυγὴ ποὺ ἀνέβαινε κιόλας στὰ χείλια του.
-Γιατί σωπαίνεις; Τῆς εἶπε μὲ βραχνή φωνή. Πὲς κάτι!

Ρίχτηκε ἀπάνω της, τὴν ἔπιασε ἀπό τοὺς ὤμους μὲ πεισματωμένη δύναμη. Δὲν καταλάβαινε οὔτε κι αὐτός τὶ ἔκανε. Ἤθελε νὰ τὴν τραντάξει, νὰ τὴν ἀποσπάσει ἀπό κείνη τὴν ἀπελπισμένη ἀκινησία! Νὰ νικήσει τὴ βουβή της ὀδύνη! Ἀντιστεκόταν δίχως πνοή μ᾽ὅλο της το κορμί κ᾽ἦταν δυνατή, μὰ ὕστερα ἀπὸ μιὰ λυσσασμένη πάλη κατάφερε νὰ γυρίσει τὸ πρόσωπο, καὶ εἶχε σφιγμένα τὰ χείλια. Καὶ τὰ μάτια της ποὺ ἔλαμπαν κάτω ἀπό τὰ χαμηλωμένα ματόκλαδα τὸν κοίταζαν παράξενα, λὲς καὶ μὲ τὴν σκέψη της πλανιόταν σὲ κάποια πολύ μακρινή περιπέτεια. Αὐτός προσπαθούσε νὰ ξεφύγει ἐκεῖνα τὰ μάτια, καί γυρνοῦσε ἀλλοῦ τὰ δικά του. Ἐτούτη τὴν ὀδυνηρή στιγμή οὔτε ποὺ εἶχε συνείδηση τὶ ἔλεγε. Σὰν νὰ ξεπήδησαν αὐθόρμητα ἀπὸ τὰ χείλια του καὶ στροβίλισαν κάτι κομματιασμένες φράσεις.

-Κα... καταλαβαίνεις!...Μὴν κλαῖς, δὲν πρέπει νὰ κλαῖς! Ἐγὼ...

Τή φίλησε. Ἕνα ἀδέξιο, παιδιάστικο φιλί.

...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Με το προηγούμενο ποστ σας εύχομαι από καρδιάς καλή πρωτοχρονιά να περάσετε και οι μόνοι και οι ζευγαρωμένοι, με όσους αγαπάτε σφιχταγγαλιασμένοι. Βγείτε απ᾽τα σκοτάδια. Αφήστε όσα νιώθετε να σας οδηγήσουν. Είναι αλάθητα. Πάντα. Ο θάνατος καραδοκεί. Ας μην του κάνουμε τη χάρη να μας εύρει άχαρους και στερημένους...

Την αγάπη μου έχετε όλοι οι σύντροφοι του ποδηλάτου. Πάντα όρθιοι. Πάντα χαρούμενοι και γεροί.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20

Φωτογραφική αφήγηση της αγάπης μιας πέτρας.

Πρωταγωνιστούν μια γυναίκα και ένα μεγάλο βότσαλο από σχιστόλιθο, από τα Γυάλια της Άνδρου.

Δώρο σε κάποιον που έχω αγαπήσει πολύ, έχει χαθεί απ’ τη ζωή μου και σήμερα γιορτάζει.

Μια κατάθεση στην τράπεζα των αισθημάτων της τάξεως μεγατόνων.

Η πέτρα που επιλέχθηκε δεν είναι τυχαία. Το είδος της ανήκει στα βασικά πετρώματα του νησιού.

Μ’ αυτό είναι χτισμένα τα σπίτια του, οι εκκλησιές του, τα αλώνια, οι περιστεριώνες του, τα κελιά των ζωντανών του, οι ξερολιθιές που διαχωρίζουν τα εδάφη του και στα πιο απόκρυμνα σημεία του...

Η γυναίκα με κλειστά μάτια αισθάνεται την ενέργεια αυτής της πέτρας, που έχει λαξευτεί απ’ τη δύναμη μεγατόνων της θάλασσας και δίνει πίσω με λατρευτικό τρόπο την αγάπη της...

georgevr
Απών/απούσα
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

...κ. Παπαϊωάννου μου και κ. Βασιλειάδη μου,

τι ωραίο άσμα!

Λατρεμένο κι από την υποφαινόμενη! Παιδιόθεν. Της άρεσε ο ρομαντισμός του μαζί με το άλλο που λέει “στα σκαλοπάτια σου εγώ σφυρίζω, άνοιξε μέσα για να μπω και στρώσε μου να κοιμηθώ”, κι αυτός είχε “ξεροσταλιάσει” στ’ αγιάζι ο καημένος ή για την ακρίβεια καμμένος.

Αλλά κι εσείς, βρε παιδί μου, γιατί τη λέτε πεισματάρα, αφού πίσω απ’ τις γρίλιες κάθεται, μέρα νύχτα και κοιτάει κάτω. Δεν είναι κλειστές με το μάνταλο. Φαίνονται κλειστές. Αυτή, η πεισματάρα δηλαδή, κοιτάζει, αλλά δεν σας βλέπει...

Τι ν’ανοίξει; Για ποιόν; Για κάποιον που στέκεται πιθανόν στη σκιά; Πρέπει αυτός να βγει στο φως, πρέπει κι αυτός να σπάσει τις γρίλιες, σαν σωστός κλέφτης που θέλει να είναι, όχι μόνο της καρδιάς της, αλλά και της ψυχής της.

Και να δω τι τραγούδι θα γράφατε τότε, όταν σπάζοντας τις γρίλιες, θα βλέπατε εμπρός σας μια ξάγρυπνη, γεμάτη καρτερικότητα, σε ανατριχιαστικό βάθος χρόνου να κοιτάζει όλο προσμονή τον άδειο δρόμο κι αν θα την ξαναλέγατε πεισματάρα!

Αχ, τα είπα και ξέσπασα. Κάποιος πρέπει να υποστηρίξει αυτή την και καλά πεισματάρα!

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Ιανουάριος

Της Αλκυόνης τα αυγά θερμαίνει ο ήλιος.......................Του κύκλου των νερών,
Των βουνών οι πάγοι υπομένουν..................................ανιχνεύω τα σημάδια.
Ξεγελιέται το τριαντάφυλλο.........................................Χωρίς απελπισία........
................................................................................Με υπομονή............. ................................................................................Κατοικώ...................

Από Το Καλαντάρι των φύλλων και των ανθών. Καλό Μήνα και Καλή Χρονιά, ας είναι και μια μέρα καθυστερημένα.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Κάποια στιγμή είχα πει ότι θα επιστρέψω μ’ ένα ποίημα του Marius Kociejowski, τον Γενάρη. Ήρθε η ώρα λοιπόν. Σας το μεταφέρω με όσο σεβασμό δύναμαι.

Ο Μήνας του Λύκου.

[Τον μήνα που τώρα ονομάζουμε Ιανουάριο, τον ονόμαζαν “Μήνα του Λύκου”, για να αναγνωρίζουν τον “Μήνα του Λύκου, αφού οι άνθρωποι συνηθίζουν αυτό το μήνα να βρίσκονται σε περισσότερο κίνδυνο να καταβροχθιστούν από Λύκους απ’ ό,τι οποιαδήποτε άλλη εποχή του χρόνου⋄ επειδή, λόγω του υπερβολικού ψύχους και του χιονιού, τα λαίμαργα αυτά ζώα γίνονται ανήμπορα να βρουν ικανή ποσότητα από άλλα πλάσματα για να τραφούν. Βέρστεγκαν, Αποκατάσταση μιας φθίνουσας νοημοσύνης, 1605.]

Ο Λύκος όταν πρωτοδεί έναν άνθρωπο τον καθιστά άλαλο.

Ναι, τον μαχαίρωσε.
Η γλώσσα αναστράφηκε
Άφωνος⋄ το σώμα
χαλάρωσε πάνω στο κρεμαστάρι του

Περί πίστεως. Σ’ αυτή την προσέγγιση,
τα σκυλιά στριφογύρισαν στις άκρες
των δεσμών τους, τα δόντια γυμνά,
οι αγελάδες απέβαλαν τα μοσχαράκια τους.

Οι γυναίκες προφυλάσσοντας τα παιδιά
κάτω απ’ τις λερές ποδιές τους έριχναν
ένα ιδρωμένο νόμισμα στο διάβα του,
εκσφενδόνιζαν πέτρες στα οπίσθιά του

Μια μαύρη σταγόνα εισήλθε
έσκασε το λεπτό λούστρο
Περί οίκτου. Ναι, απελπισία
τον συγκλόνισε σαν από ψηλά

Τον κατάπιε ολόκληρο⋄
και τώρα η ράβδος του κεντά
το πετρώδες έδαφος, ανιχνεύει
τυφλά το πρόσωπο του Θεού.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Περισυνελλέγησαν σήμερα 83 άτομα κοντά στην Ανάφη...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

...έκανα τον Ρος Νταίηλυ να μην δώσει τη συναυλία του...με μια βλακεία μου...Είμασταν και οι δυό ντυμένοι στα κατάμαυρα και ζητούσαμε συγνώμη ο ένας στον άλλο μ’ έναν αλλόκοτο τρόπο για ένα αίτιο ακαθόριστο. Ηλίθιο όνειρο, θεϊκός όμως Ρος Νταίηλυ. Ας ακούσουμε κάτι να μας γλυκάνει ή και να μας κάνει άνω-κάτω. Δεν βαριέσαι...Το όριο απ’ το ένα στο άλλο έχει γίνει πια εξαιρετικά λεπτό, έως ασαφές κι απροσδιόριστο.

Στίχοι: Σταυρακάκης Μήτσος
Μουσική: Daly Ross
Ερμηνευτές: Σταυρακάκης Βασίλης

Αναζητώ πουλιά κι αθούς φιλιές φωνές κι’αθρώπους
πότε στση θύμησης τ’ αχνό πότε σ’ ονείρου τόπους
Βασιλικούς κι αγιόκλημα ή γιασεμί ανθισμένο
όντε θα δώ γη μυριστώ στη σκέψη μου σε φέρνω

Ώρα που ο κόσμος κοίτεται και το φεγγάρι στάσει
στα νοτικά κλαδιά του νου η σκέψη σου κοιτάσει
Σαν το στεκούμενο νερό βρίνεσαι μες τη σκέψη
και σ’ ανταμώνει ο λογισμός κάθε που σε γυρέψει

Με το να σμίγομαι συχνά στ’ ονείρου την πεζούλα
δε μου ’φηκε στεγνή κλωστή τσ’ άγάπης η δροσούλα
Στο κήπο του ονείρου μου κόπιασε πάλι απόψε
κι ότι λουλούδι πεθυμάς μη λυπηθείς και κόψε
Σιργουλευτά παρακαλώ τη νύχτα να μισέψει
και το σκοτίδι να χαθεί τ’ άστρο τσ’ αυγής να φέξει.

στση θύμησης τ’ αχνό...

[Υποθέτω ότι χορεύεται ως Σταυρωτός, ο χορός που μ’ έμαθε ένα καλό κορίτσι, γνώστρια των κρητικών χορών, ξημερώνοντας πρώτη του χρόνου.]

Shirayuki
Εικόνα Shirayuki
Απών/απούσα

Έφτιαξα ένα γλυκάκι για το καλό και θα ήταν σφάλμα να μην το φέρω μαζί μου εδώ, στο όμορφο σαλονάκι σας που φιλοξενεί κι εμένα όποτε το θελήσω.
Το έφερα να το ψήσουμε παρέα για να μοιραστούμε και την ευχαρίστηση από τα αρώματα όσο θα ψήνεται, να μυρίσει όμορφα και το σαλονάκι.

σασα

Καλή χρονιά με πολλή αισιοδοξία. Είναι φάρμακο.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Εξαιρετική η όψη.
Διακρίνω στρώμα σοκολάτας ή κανέλλας;
Στους 180℃; Να βάλω να προθερμαίνεται ο φούρνος!

Σ’ ευχαριστώ Shirayuki!

Η αλήθεια είναι ότι έχω αμελήσει το μπουφεδάκι αυτές τις μέρες...Δεν έχω ψήσει τίποτα φέτος...

Έχει όμως γκοργκοντζόλα, στίλτον, ροκφόρ, γραβιέρα Χανιώτικη, που συνοδεύει τα αστικά κρητικά τραγούδια των Χανίων που φιλοξενώ συχνά τελευταία εδώ, προσούτο, μήλα στάρκιν και ρόυαλ και πινκ λαίηντυ και φυστίκια Αιγίνης, χουρμάδες φρέσκους, κριτσίνια διάφορα, ψωμί από ντίνκελ και κόκκινο γλυκό κρασάκι ανελλιπώς...έχει τσάϊ πράσινο αρωματισμένο με διάφορα βότανα και το εξαιρετικό Πανετόνε απ’ την Πλατεία του Άη Γιώργη, εδώ στην Κυψέλη...

georgevr
Απών/απούσα
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα
Shirayuki
Εικόνα Shirayuki
Απών/απούσα

Για την ακρίβεια είναι NuCrema ΙΟΝ. Με κανέλα το βιβλίο των αγαπημένων συνταγών έχει cinnamon rolls. ^^

Ακριβώς, στους 180! Αν έχει εμπειρία ο φούρναρης...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Διανύσαμε σήμερα μια διαδρομή αρκετά σεβαστή μαζί με τη συντρόφισσά μου ως την Ομόνοια και τα περί αυτήν. Πήραμε ψωμάκι και μια βασιλόπιττα για δώρο σε αγαπημένους. Πήγαμε στους αγαπημένους και την αφήσαμε και δεν υπήρξε σημείο της διαδρομής που να μην εισπράξουμε γλύκες και χάδια και τι ωραίο κορίτσι κτλ, κτλ, κτλ...Κι εκεί που περπατούσαμε στην Πατησίων, κάπου κοντά στην Σολωμού, συναντήσαμε τον κ. Γουίλιαμ Μπλέηκ. Κόκκινο σε μαρμάρινο φόντο. Μας είπε την παροιμία από τους Γάμους του Ουρανού και της Κόλασης, που γνωρίζουμε καλά κι αγαπούμε πολύ και την έχουμε γράψει μαζί με άλλες στο ποστ Νο10, της πρώτης σελίδας αυτου εδώ του blog.

Ο δρόμος της υπερβολής οδηγεί στο παλάτι της σοφίας...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Shirayuki wrote:
Για την ακρίβεια είναι NuCrema ΙΟΝ. Με κανέλα το βιβλίο των αγαπημένων συνταγών έχει cinnamon rolls. ^^

Ακριβώς, στους 180! Αν έχει εμπειρία ο φούρναρης...

Η καλή παρέα έχει σημασία και είναι αυτή που δίνει άρωμα και νόημα σε όλα.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Καλημέρα σας...οδεύοντας προς την αυγή μέσω του λυκαυγούς...το αστέρι των Χριστουγέννων λάμπει στη θέση του...

1

2

3

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

...ξυπνάμε με το ίδιο χέρι που κρατούσαμε χτες το βράδυ μέσα στο χέρι μας...υπομονετικό, σταθερό, πάντα εκεί, γεμάτο κατανόηση, σεβασμό κι αγάπη...το χριστουγεννιάτικο δώρο μας...

αφήστε τη φαντασία να καλπάσει...αυτή μας σώζει απ’ τα δύσκολα...μην την αποχωρίζεστε ποτέ...πρέπει τώρα ν΄αφήσω αυτό το γλυκό μεγάλο χέρι...η μέρα έχει κι όλας εμφανιστεί απ’ το παράθυρό μου...και πρέπει να βουτήξω μέσα της...το βράδυ πάλι...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Το απόφθεγμα της κολώνας λοιπόν είναι ένα θέμα που ξεκίνησε ήδη κι αποφάσισα να το καθιερώσω εφ’ όσον ταιριάζει στο ύφος και το ήθος αυτού του blog. Ιδού λοιπόν το αποψινό. Το συνάντησα στην αρχή της Ευριππίδου από τους Άγιους Θεόδωρους, στην Πλατεία Κλαυθμώνος.

σσ

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Κατ’ αρχήν στο μπουφεδάκι έχει μόνο χαλβά με μυγδαλάκια και τσάϊ Κεϋλάνης. Φτωχάτα αλλά φιλόξενα τα καλούδια μας σήμερα.

Η Μάϊντα είναι στα πόδια μου. Σήμερα έκανε το μπανάκι της. Επιμένει να κάθεται σχεδόν πάνω στη θερμάστρα μας. Δεν έχουμε καλοριφέρ. Έτσι αποφάσισε η συνέλευση στην πολυκατοικία μας. Κι αυτή έχει μετατραπεί σ' ένα γατάκι, που γλύφεται μπροστά στη φωτιά, θαρρείς και την ενοχλεί η πάστρα και θέλει να τη διώξει με το σάλιο της. Ζεσταίνεται σε βαθμό που είναι με το στόμα ανοιχτό, λαχανιασμένη, αλλά δεν λέει και να απομακρυνθεί...

Εγώ πάλι στεγνώνω τα μαλλιά μου στο φυσικό περιβάλλον του δωματίου, πίνω λίγο κρασί και διαβάζω απ’ την ξεχασμένη βιβλιοθήκη έναν πολυαγαπημένο μου συγγραφέα. Πρόκειται για μια επιλογή έργων του Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε από τον Άρη Δικταίο, ανατύπωση της έκδοσης του 1957, των εκδόσεων “ΚΑΔΜΟΣ”.

Επιλέγω να μεταφέρω εδώ απόσπασμα από ένα αγαπημένο για ιδιαίτερους λόγους έργο. Είναι το Die Weise von Liebe und Tod des Cornets Christoph Rilke, Ο Άρης Δικταίος το μεταφράζει Η μελωδία του Έρωτα και του Θανάτου του Σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε. Αλλού το λένε Το Τραγούδι. Εγώ θα το έλεγα Το Άσμα. Ένα απ’ τα πρώτα του έργα, γραμμένο το 1899. Εμπνευσμένο απ’ την στρατιωτική εποποιία τον έρωτα και το θάνατο ενός μακρυνότατου συγγενή του.

Οι δεσμοί μου μ’ αυτό το έργο είναι ιδιαίτεροι. Επρόκειτο να συμμετέχω σ’ ένα διεθνή διαγωνισμό στην Ελβετία και το βιβλίο που όλοι θα δέναμε ήταν αυτό, πολύγλωσσο για τις διεθνείς ανάγκες της διοργάνωσης. Αυτό που συνέβη είχε ήδη συμβεί άλλη μια φορά, όταν η υγεία μου άρχιζε να κλωνίζεται δραματικά.

Η διεργασίες για να κάνει κανείς μια τέτοια βιβλιοδεσία ξεκινούν απ’ την πολλαπλή ανάγνωση του έργου. Κι όταν λέω πολλαπλή ανάγνωση, εννοώ δουλειά πέρα απ’ την απλή ανάγνωση του κειμένου. Και δεν θα πω περισσότερα απλά γιατί κάθε βιβλίο έχει το δικό του κόσμο κι απαιτεί τη δική του προσέγγιση. Δεν υπάρχει πατέντα στον τρόπο. Ο τρόπος επιβάλλεται απ’ το αντικείμενο.

Την πρώτη φορά είχαμε να κάνουμε με το Infinito του Leopardi. Ένιωθα πιο πολύ σαν ψάρι στα νερά του. Στον Ρίλκε είχα μια κατάσταση άγνωστη κατά κάποιο τρόπο. Πώς να συναισθανθεί κανείς τον αντρικό κόσμο σε στρατιωτική εκστρατεία και μάλιστα μακριά απ’ τη χώρα του;

Και στις δύο περιπτώσεις πάντως, η ανάγνωση είχε γίνει, το γενικό κόνσεπτ είχε επιλεγεί, τα υλικά επίσης και η πρώτες κινήσεις πειραματισμού, είχαν ξεκινήσει, για την τεχνική κάλυψη της πραγμάτωσης των βιβλιοδεσιών, γιατί κατά κανόνα οι τεχνικές ήταν πρωτότυπες και στο κατασκευαστικό στάδιο και στο εικαστικό.

Αρρώστησα και τις δυο φορές στο ίδιο στάδιο του πειραματισμού. Τα βιβλία ανήκουν σ’ ένα γκρούπ που είναι αυτό που λέμε πιασμένα έτοιμα για να γίνουν. Ομολογώ πως έχω έναν φόβο. Μην αν τα πιάσω απ’ τη ζέση ή τη συγκίνηση αρρωστήσω πάλι. Πείτε με προληπτική. Έστω. Το δέχομαι.

Και νάμαστε λοιπόν πάλι τώρα, να θέλω να σας μεταφέρω μια αίσθηση απ’ αυτό το πολύ ιδιαίτερο έργο του Ρίλκε. Θα κάνω μια σύνδεση επιγραμματική για να διαβαστεί το απόσπασμά μου και τέλος του έργου πιο βατά.

Ο Σημαιοφόρος Ρίλκε λοιπόν βρίσκεται σε εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Περιγράφονται με πανέμορφο τρόπο οι σκληρότητα των συνθηκών, αλλά και οι στιγμές φιλίας και νοσταλγίας ανάμεσα στους στρατιώτες. Κάποια στιγμή η μονάδα του μετά από τρομερές κακουχίες φτάνει σ’ έναν πύργο, όπου δέχεται τη φιλοξενία της κόμισσάς του...χαράς ευαγγέλια για αξιωματούχους και απλούς στρατιώτες. Περιγράφονται σκηνές χαλάρωσης μετά από πολύ καιρό στα χαρακώματα.

Εκεί ο σημαιοφόρος Ρίλκε ερωτεύεται την κόμισσα. Κι εδώ σας μεταφέρω απόσπασμα και το τέλος αυτής της ιστορίας, με την ελπίδα να σας έλξει το ενδιαφέρον, να τη βρείτε και να την διαβάσετε ολόκληρη...Γυρίζω λοιπόν στο πολυτονικό πληκτρολόγιο...

“...Τὸ δωμάτιο, στὴν κορφή τοὺ πύργου, σκοτεινό ᾽ναι. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι φωτίζονται, στὰ πρόσωπα, ἀπὸ τὰ χαμόγελά τους. Ψάβουν μπροστά τους σὰν τυφλοὶ καὶ, σάμπως πόρτα, βρίσκει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Σχεδόν σὰν παιδιὰ ποὺ φοβοῦνται τὴ νύχτα σφίγγονται ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλον. Ἀλλά δὲν φοβοῦνται. Γιατὶ δὲν εἶναι τίποτα, ποὺ ἐνάντιά τους θὰ ἦταν: κανένα χτὲς, κανένα αὔριο: γιατί γκρεμίστηκεν ὁ χρόνος. Κ᾽ἐκείνοι πάνω στὰ ἐρείπιά του ἀνθίζουν.
Δὲν τὴ ρωτάει: “Ὁ σύζυγός σου;”
Δὲν τὸν ρωτάει: “Τό ὄνομά σου;
Γιατὶ συναντήθηκαν, βέβαια, ὁ ἕνας ἕνα καινούργιο γένος να᾽ναι γιὰ τὸν ἄλλο.
Θὰ δώσουν ἑκατό καινούργια ὀνόματα ὁ ἕνας στὸν ἄλλο καὶ πάλι θὰ τὰ πάρουν ὅλα πίσω, σιγά-σιγά, ὅπως βγάζει κανένας ἕνα σκουλαρίκι.

Στόν προθάλαμμο, πάνω σὲ πολυθρόνα, κρέμεται τὸ ἀμπέχονο, ὁ ζωστήρας τοῦ ξίφους κι᾽ὁ μανδύας τοῦ Φον Λάνγκενάου. Τὰ χειρόχτια του εἶναι στὸ πάτωμα πεσμένα. Ἡ σημαία του ὀρθώνεται, στὸ παραθύρι ἀκουμπησμένη. Μαύρη εἶναι και λιγνή. Ἔξω, μιὰ θύελλα βγῆκε στὸ κυνήγι πάνω στὸν οὐρανό καὶ κάνει κομμάτια, ἄσπρα καὶ μαῦρα, τὴν νύχτα. Τὸ φεγγαρόφως σὰν μακρόσυρτη ἀστραπή περνᾶ κ᾽ἡ ἀκίνητη σημαία νιώθει ἀνήσυχους ἴσκιους. Ὀνειρεύεται.

Ἦταν παράθυρο ἀνοιχτό; Μπῆκε στὸ σπίτι ἡ θύελλα; Τὶς πόρτες ποιός χτυπᾶ; Ποιός περπατᾶ στὶς κάμαρες; -Άσ᾽τον. Ὅποιος κι ἄν εἶναι. Δὲ θὰ βρεῖ τὸ δωμάτιο τοῦ Πύργου. Σὰν πίσωθε ἀπὸ ἑκατό πόρτες εἶναι: ὁ μεγάλος ὕπνος τοῦτος, ποὺ δυὸ ἄνθρωποι ἔχουνε κοινόν⋄ ἔτσι, σὰν μιὰ μητέρα ἤ σὰν ἕνα θάνατο.

Ξημέρωσε; Ποιός ἥλιος βγαίνει; Πόσο μεγάλος ὁ ἥλιος εἶναι; Νά᾽ναι, ἄραγε, πουλιά; Εἶναι παντοῦ οἱ φωνές τους.

Ὅλα εἶναι φωτεινά, μέρα δὲν εἶναι, ὅμως, ἀκόμη.
Ὅλα εἶναι βουερά, φωνὲς πουλιῶν, ὅμως, δὲν εἶναι.
Εἶναι τὰ δοκάρια, ποὺ φωτίζουν. Τὰ παράθυρα εἶναι, ποὺ φωνάζουν. Καὶ φωνάζουνε, κόκκινα, στοὺς ἐχθρούς ποὺ στέκουν στὰ τρεμόλαμπα χωράφια, καὶ: Πυρκαγιὰ! φωνάζουν.

Καὶ μὲ λυωμένον ὕπνο στὸ πρόσωπο, ὅλοι σπρώχνονται, μισοοπλισμένοι, μισόγυμνοι, ἀπὸ δωμάτιο σὲ δωμάτιο, ἀπὼ ᾽δω κι από κεῖ, καὶ ψάχνουνε νὰ βροῦν τὴ σκάλα.

Καὶ, στὴν αὐλή, τραυλίζουν κόρνα μὲ κομμένη ἀνάσα:
Σύνταξις, σύνταξις!

Καὶ τύμπανα βροντοῦν.

Ἀλλ᾽η σημασία δέν εἶν᾽ἐκεὶ.
Φωνή: Σημαιοφόρος!
Ἀνήσυχα ἄλογα, προσευχές, κραυγές,
βλαστήμιες: Σημαιοφόρος!
Σίδερο σίδερο χτυπᾶ, διαταγή καὶ σύνθημα⋄
σιωπή: Σημαιοφόρος!
Καὶ πάλι: Σημαιοφόρος!
Καὶ φεύγει τὸ βουερό ἱππικό.

--------------------------------------------------

Ἀλλ᾽ἡ σημαία δὲν εἶναι ἐκεί.

Με πυρωμένους διαδρόμους παραβγαίνει στὸ τρέξιμο, μέσα ἀπό πόρτες ποὺ τὸν ἀγκαλιάζουν φλογισμένες, πάνω σὲ σκάλες ποὺ τὸν καψαλιάζουν, κ᾽ἔξω πετάγεται ἀπ᾽τὸ χτίριο ποὺ μανιάζει. Στὴν αγκαλιά του τὴ σημαία κρατᾶ σὰν πελιδνή, λιπόθυμη γυναίκα. Καὶ βρίσκει ἕνα ἄλογο καὶ, πῶς φεύγει ἡ κραυγή, φεύγει κ᾽ἐκεῖνος: πάνω ἀπ᾽ὅλα κι ὅλα τ᾽ἀφήνει πίσω του, ὥς καἰ τοὐς δικούς του. Κ᾽ ἐκεῖ συνέρχεται ἡ σημαία κ᾽ἔτσι βασιλική ποτέ δὲν ἦταν⋄ κι᾽ὅλοι τώρα τὴ βλέπουνε, μακρυά μπροστά τους, κι᾽ἀναγνωρίζουν τὸν ξανθό ἄντρα καὶ τὴν σημαίαν ἀναγνωρίζουν...

Μά, ξάφνου, ἀρχίζει νὰ φεγγοβολᾶ, καὶ ξεδιπλώνεται, καὶ γίνεται μεγάλη και κόκκινη...

-------------------------------------------------

Φλογίζεται ἡ σημαία τους, τώρα, ἀνάμεσα σ᾽ἐχθρούς, ποὺ τρέχουνε νὰ τὴν ἁρπάξουν.

Βαθιά μὲς στὸν ἐχθρό, ὁλομόναχος εἶναι ὁ φον Λανγκενάου. Ἕνα κενό ὁλοστρόγγυλον ἄνοιξε ὁ τρόμος γύρω του κι αὐτός, στὴ μέση, ἐκεῖ, ἀντιστέκεται, κάτω ἀπὸ τὴ σημαία του ποὺ καίγεται ἀργά.
᾽Αργά σχεδόν σκεφτικά, γύρω του κοιτάζει. Τὸ παράξενο, τὸ Παρδαλό, πολύ⋄ μπροστά του. Περιβόλια _ συλλογίζεται καὶ χαμογελᾶ. Μὰ ξάφνου, πὼς τὸν παρατηροῦνε μάτια, νιώθει, κι᾽ἄντρες διακρίνει καὶ, πὼς αὐτοί ᾽ναι ἄπιστοι σκύλοι, ξέρει _ : κι ἀνάμεσά τους σαΐτα χυμᾶ τ᾽ἄλογό του.

Μὰ, πίσω του, καθὼς ὁ κύκλος τώρα ξανακλείνει, πάλι εἶναι περιβόλια, ἀλήθεια, καὶ τὰ δεκάξη αὐτά καμπυλωτά σπαθιά ποὺ, πάνω του, λάμψη μὲ λάμψη, πέφτουν, εἶναι πανηγύρι.
Ἕνα χαρούμενο εἶναι συντριβάνι.

Στόν πύργο ἔχει καεῖ τ᾽ἀμπέχωνο, τὸ γράμμα καὶ τὸ ροδοπέταλλο μιᾶς ξένης γυναίκας.-

Τήν ἀκόλουθην ἄνοιξη (θλιβερή ἦρθε καί κρύα) μπῆκεν ἀργά στὸ Λανγκενάου μὲ τ᾽ἄλογό του, τοῦ Βαρώνου Πιρόβανο ἕνας ταχυδρόμος. Καὶ μιὰ γυναίκα γηρασμένη βρήκε ἐκεῖ νὰ κλαίει. "

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

εκεί έξω...

κι εμείς εδώ εορτάζουμε μέ έναν ερωτικό καταιονισμό στην μακρυνή Ινδία, με τον Ράτζ Καπούρ και την Ναργκίς να έχουν πιστέψει τόσο βαθιά, ότι τραγουδάνε μέσα απ᾽τις φωνές των Manna Dey και Lata Mangeshkar, που κανείς μας δεν καταλαβαίνει ότι αυτά τα στόματα δεν βγάζουν αυτούς τους ήχους.

Για την γλυκιά και καθαρή ματιά της κ. Ναργκίς, την παιχνιδιάρικη διάθεση του κ. Καπούρ, που είναι και ο σκηνοθέτης της ταινίας, αλλά κύρια για το φοβερό πίκολο φλάουτο και για ό,τι γίνεται πίσω απ᾽τη μοναδική ομπρέλα που προστατεύει και τους δυό κάτω απ᾽την ραγδαία βροχόπτωση, καθώς ο φακός κάνει ένα σύντομο κόντρ πλονζέ (το είπα καλά καρδούλα; ή το μπέρδεψα πάλι;), που όμως δεν είναι και το τέλος της σκηνής, ως θα περίμενε κανείς σε μια δυτική ταινία (εδώ σε θέλω, με τις καινοτομίες παραμάσχαλα κι έξω απ᾽τους κανόνες και τις φόρμες) ...

αδύνατον να βρώ μετάφραση των στίχων... ας αρκεστούμε στην παντομίμα...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Τι κάνει κανείς σ᾽ένα σπίτι γεμάτο με τις εμμονές του; Ποδήλατα, βιβλία, βιβλία, ποδήλατα κι ένα κρεβάτι κάπου...ξυπνάς, κοιμάσαι, σκοντάφτεις πάνω σε βιβλία και ποδήλατα...κι ένα σκυλί, α, ναι κι ένα υστερικό καρδερινoκάναρο που τραγουδάει σαν τρελό...

Τι άλλο να κάνει αυτός ο κανείς λοιπόν απ᾽το να πασχίζει να τις χωρέσει όλες αυτές τις εμμονές μαζί; Δύσκολο εγχείρημα πλην επιβαλλόμενο έως τρομερά αναγκαίο...Κι επειδή καλλιεργώ μετ᾽ευτελείας αυτό το πνεύμα αποφάσισα εκτός των αποφθεγμάτων της κολώνας, να καθιερώσω το εμμονή σ᾽ένα χαβά, σκοπό ή ό,τι άλλο θέλετε... κι αρχίζω λοιπόν με το πιο κάτω που έχει πρωτοεμφανιστεί στην προηγούμενη σελίδα, ποστ Νο496, με τον τίτλο

can't

που όμως για ορισμένα πράγματα το can't γίνεται και won’t, αλλά και will με έντονη χροιά SHALL, που ενέχει το στοιχείο της υπόσχεσης και εντελώς υπόγεια της μακροβιότητας...κι εκεί μπλέκονται πολύ τα πράγματα.

Αγγίζουν τα σύνορα της νεύρωσης. Ένα στάδιo μετά την εμμονή...

Οι συνθήκες που γράφω εντείνονται από ένα ποτήρι κρασί κόκκινο γλυκό πάντα...όπως καταλαβαίνει κανείς, κάθε φίλτρο πάει περίπατο...

Η Ροζαλία μου γνέφει απ᾽το προπονητήριο, σάλτα πάνω για καμμιά εικοσαριά χιλιόμετρα τεμπέλα.

Ο καρβουνιάρης έχει τα σακίδια της αγοράς του Σαββάτου ακόμα πάνω του.

Η Μαύρη καλονή άλλαξε θέση. Άραξε πλάϊ στην πόρτα, όπου ρίχνει κάτι ακαθόριστα χλιμιντρίσματα και με βρίζει γιατί την έχω λίγο αφημένη να βλέπει την έξοδο κι όλο την προδίδω με τον Κούλη, που του έφτιαξα το σκασμένο λάστιχο και είναι πάλι μάχιμος, διπλωμένος κάτω απ᾽το γραφείο με τα δυο σακίδιά του δίπλα και παρέα με την σκιαγμένη Μάϊντα λόγω της βροχής, που τα βολεύεται για μαξιλάρια. (Gosh! that was a long sentence with a very long meaning!)

Η κεφαλή του κρεβατιού μου είναι κάτω απὀ μια βιβλιοθήκη πλάτους όσο το πλάτος του κρεβατιού και περί το μισό μέτρο πιο ψηλή απ᾽το μάκρος του κρεβατιού, γεμάτη βιβλία για το σινεμά. Κάποια απ᾽τα ράφια έχουν δυο σειρές βιβλία. Και κάπου σκέφτομαι, ότι αν γίνει σεισμός, που να φάω τη γλώσσα μου που δεν κρατιέται, θα καταπέσει όλη η σοφία των δοκιμίων του σινεμά στο πεισματάρικο κρανίο μου. Τι καλύτερο τέλος να επιθυμήσει κανείς;

Αλλά να μην ξεχνιόμαστε

can't

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Γύρω στις 5.00 με 6.00πμ: τραγούδι κότσυφα, γάτοι που ερωτεύονται με κραυγές που είχα πολύ καιρό ν᾽ακούσω.
Τώρα: ησυχία, μόλις 8.01πμ. Τρείς ωραίες φρυγαντίτσες με βούτυρο αμαρτωλό και μαρμελάδα μύρτιλο, αυτή χωρίς ζάχαρη. Το βούτυρο όμως καθαρό, απολαυστικό βούτυρο! Επίσης τσάϊ με γάλα...Και διάβασμα τα πρώϊμα ποιήματα του Ρίλκε...και γράψιμο εδώ...και άλλα που δεν είναι της παρούσης και του χώρου...

Καλημέρα φίλοι... αρχίζω και ηρεμώ τώρα που περνάνε οι γιορτές...ΝΟ ΜΟΡ ΑΙ ΛΑΒ ΓΙΟΥΖ όπως τραγουδάει και η αγαπημένη μου Άνι...We’ve sent enough for one day, not to say for a lifetime...

Μόλις γύρισα από δουλειές ώρα 2.01μμ...συμπληρώνω τους ήχους της γειτονιάς. Μεσημέρι πια Καλύμνου. Λαλούσε κόκκορας και μάλιστα επίμονα!!!

Ναι Κυρίες και Κύριοι η πόλη μας έχει βουκολική ζωή. Σε λίγο θα βελάσουν κατσικούλες, όπου θα τις αρμέγουμε για γάλα. Γιατί τα φρέσκα αυγουλάκια είναι δεδομένα...Κάποτε όταν έφτανα στο χωριό της γιαγιάς 650 υψόμετρο στην Άνδρο, σχεδόν ηδονικά εισέπνεα τις καμινάδες, γιατί το μαγείρεμα γινόταν σε ξυλοφωτιά...Μοσχομύριζε. Κι εδώ το ίδιο τα βράδυα...μην ξαναπώ τα ίδια...θα γίνουμε όλοι βουκόλοι...με ενθουσιάζει η ιδέα...Κατά βάση με ενθουσιάζει κάθε ανατρεπτική ιδέα...εκεί δηλαδή που κανείς περιμένει αυτό, τσούπ το κάτι εντελώς απρόσμενο...

Καλό απομεσήμερο...

Ερώτηση κυρίου στη γραφειοκρατική δουλειά που βρέθηκα με τον Κούλη μου (υπενθυμίζω, το Brompton μου είναι ο Κούλης, after the κινέζους βαστάζους): ΠΟΣΟ ΚΑΝΕΙ;;; Κι εκεί διαολίζεσαι γιατί δεν σε ρωτάει τι είναι πώς δουλεύει κτλ, αλλά ΠΟΣΟ ΚΑΝΕΙ...

Με αρέσει στην καινούργια γειτονιά μου!!! Πιό sui generis δεν γινόταν...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Οχι του Μπουνιουέλ φυσικά η κινηματογραφική Βιριδιάνα, αλλά η ιστορία μιας χρυσόμυγας, που εγώ βάφτισα Βιριδιάνα, για το ωραίο, λαμπερό πράσινο βιριδίου που έχουν αυτά τα όμορφα πλάσματα της παιδικής μας ηλικίας.

Δεν ξέρω για τις δικές σας εμπειρίες, αλλά αυτά τα πανέμορφα σκαθάρια, στα χέρια των πραγματικά σκληρών, μικρών αγοριών της εποχής μου δεινοπαθούσαν, καθώς τα έδεναν μ’ ενα σπαγγάκι απ’ τα κεφάλια τους κι αυτά στριφογύριζαν γύρω-γύρω, σαν ηλεκτρικά τηλεκατευθυνόμενα αεροπλανάκια, ώσπου να πέσουν κατάκοπα ή και νεκρά.

Τα κορίτσια πάλι είμασταν ελαφρά καλύτερα απέναντί τους. Εμείς τα φυλακίζαμε σ’ ένα σπιρτόκουτο γεμάτο ζάχαρη και τα κάναμε χάζι. Όταν μας πέρναγε η διάθεση του ζαβού φυσιοδίφη τ’ αφήναμε, αλλά κανείς δεν ήξερε τι επιπτώσεις είχε ο εγκλεισμός τους στην πορεία.

Εν πάσει περιπτώσει και για να μην μακρυγορώ, το καλοκαίρι που πέρασε, ένα πρωϊνό που κατέβαζα τα σκουπίδια, βρήκα τη Βιριδιάνα στο κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας. Ήταν στο να ξεψυχάει. Ανάσκελα, εντελώς ξερό το σώμα της, ενδεχομένως αφυδατωμένη λόγω της ζέστης που έκανε. Την μάζεψα λοιπόν και την πήρα στο σπίτι, όπου η εμπειρίες των παιδικών χρόνων με τις ζάχαρες, όχι μόνο με, αλλά και την βοήθησαν, ως θα δείτε στα μικρά, αυτοσχέδια βίντεο που τράβηξα τις τρείς μέρες που ήταν μαζί μου και πασχίζαμε και οι δυό για τη σωτηρία της. Εγώ ίσως απ’ τις τύψεις για τη συμμετοχή μου στα βασανιστήρια προγόνων της...

Η ιστορία της Βιριδιάνας μέρος Α

Η ιστορία της Βιριδιάνας μέρος Β

Η ιστορία της Βιριδιάνας μέρος Γ

Η ιστορία της Βιριδιάνας μέρος Δ

Η ιστορία της Βιριδιάνας μέρος Ε

Η ιστορία της Βιριδιάνας μέρος ΣΤ

Η ιστορία της Βιριδιάνας μέρος Ζ

Η ιστορία της Βιριδιάνας μέρος Η

Η ιστορία της Βιριδιάνας μέρος Θ

Η ιστορία της Βιριδιάνας μέρος Ι

Σημειωτέον ότι εντελώς συμπτωματικά κι ανεπητίδευτα στα βίντεο που ακούγονται αγγλικοί διάλογοι και τραγούδια δεν είναι παρά μια συνέντευξη-εξομολόγηση από καρδιάς της Μαριάν Φαίηθφουλ που τύχαινε ν’ ακούω, ενώ η Βιριδιάνα στην ουσία αποχαιρετούσε το υποτυπώδες νοσοκομείο που είχα στήσει για τις ανάγκες της.

Για να μην αποκαλύπτω τη ροή των γεγονότων, αλλά να τα διαβάζετε (κι εδώ το δυσλεξικό αι το γύρισα σε ε) σε σειρά και με λίγο σασπένς, συνιστώ την ανάγνωση των σχολίων πριν τη θέαση του κάθε βίντεο...

Το καλοκαίρι (έφαγα εδώ το γιώτα και γύρισα να το προσθέσω, κακό πράγμα η κούραση!) που πέρασε πάντως ήταν θαυματουργό...στ’ αλήθεια!

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

...δρασκελούμε το κατώφλι της βαθιάς νύχτας και καθώς ξαναδιαβάζω και δεν χορταίνω τον μεταφρασμένο απ’ τον Άρη Δικταίο Ρίλκε, δεν αντέχω και γυροφέρνω πάλι τα ίδια βάσανα μέσα απ’ την ποίηση των άλλων.

Τα είχαν κι αυτοί. Δεν είναι τυχαίο.

Άντε λοιπόν να ταυτιστώ κι απόψε μαζί τους, να μοιραστώ μαζί σας όσα μυστικά επικοινώνησα μαζί τους...Αυτή τη νύχτα θέλω να κοιμηθώ, αλλά όχι πριν σας γράψω δυο τρία τραγούδια του Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε.

Τα λέω τραγούδια κι όχι ποιήματα, γιατί έχουν εξαιρετικό λυρικό καημό, καημό που στα τραγούδια βρίσκει κανείς, καθώς ο τραγουδιστής γέρνει το κεφάλι στο χέρι του πλάϊ, κλείνει τα μάτια και τα τραγουδάει. Τα ποιήματα είναι σαν ταξίδια στις εμπειρίες όσων τα γράφουν, παρά σαν τραγούδια. Ταξίδια στο αίτιό τους με μέσο το αψύ παιχνίδι των λέξεων. Στα τραγούδια οι λέξεις δεν παίζουν, είναι βαριές, μεστές σαν τις χορδές μουσικών οργάνων, που καθώς πάλλονται και βγαίνουν οι ήχοι μαγικά, πάλλουν και τις καρδιές, πάλλουν και τις ψυχές, σ᾽εκείνες ακριβώς τις δικές τους χορδές που βρίσκουν την ομοιότητα, την απόλυτη ταύτιση.

Στο κατώφλι της νύχτας λοιπόν...από το ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ (Das Buch der Bilder)...

ΕΙΣΟΔΟΣ
Ὅποιος καὶ νὰ᾽σαι: Τὸ βράδυ νὰ βγεῖς ἔξω
ἀπ᾽τὸ δωμάτιό σου⋄ ἐκεῖ μέσα τὰ γνωρίζεις ὅλα⋄
σὰν τὸ στερνό, πρὶν ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα, τὸ σπίτι σου εἶναι:
Ὅποιος καὶ νὰ᾽σαι.
Μὲ τὰ μάτια σου τὰ κουρασμένα, μόλις
λευτερωθοῦν ἀπὸ τὸ φαγωμένο σου κατώφλι,
σιγὰ-σιγὰ σηκώνεις ἕνα δέντρο μαῦρο
καὶ μπρὸς στὸν οὐρανό τὸ στήνεις: λυγερό, μονάχο.
Καὶ τὸν κόσμο δημιούργησες. Κ᾽εἶναι μεγάλος,
κ᾽εἶναι σὰν λόγος, ποὺ ἀκόμη, στὴ σιωπή, ὡριμάζει.
Κι᾽ὅπως τὴ ἔννοια του συλλαβαίνει ἡ θέλησή σου,
τρυφερά, τὰ μάτια σου, τὸν ἀπολευτερώνουν...

Η ΜΝΗΣΤΗ
Ἀγαπημένε, φώναξέ με! Δυνατά φώναξέ με!
Μὴ μ᾽ἀφήνεις νὰ στέκω στὸ παράθυρο τόσην ὥρα.
Στὶς γέρικες δενδροστοιχεῖες μὲ τὰ πλατάνια
δὲν ἀγρυπνᾶ πιὰ τὸ βράδυ:
ἔχουν ἀδειάσει.

Κι᾽ὅπως δὲν ἔρχονται πιὰ, στὸ νυχτωμένο σπίτι
μὲ τὴ φωνή σου νὰ μὲ κλείσεις,
ἀπὸ τὰ χέρια μου ἔξω, μὲς στοὺς κήπους
τοῦ σκοτεινοῦ γαλάζιου
θὰ διαχυθῶ...

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
Οἱ νύχτες, γιὰ τὰ πλήθη, δὲν ἔγιναν, στοχάσου.
Ἡ νύχτα σὲ χωρίζει ἀπὸ τὸν γείτονά σου,
γι᾽αὐτό, δὲν πρέπει, ἐσὺ, νὰ τὸν ζητήσεις.
Κι᾽ἄν, νύχτα, ἀνάψεις φῶς στὴν κάμαρά σου,
στὸ πρόσωπον ἀνθρώπους ν᾽ἀντικρύσεις...
ποιούς; - πρέπει τὸν ἑαυτό σου νὰ ρωτήσεις.

Οἱ ἀνθρῶποι, φοβερά, ἀπ᾽τὸ φῶς εἶν᾽ἀλλοιωμένοι,
ποὺ τὸ ἱδρώνουνε τὰ πρόσωπά τους,
κι᾽ἄν, νύχτα, τύχαινε νὰ εἶναι μαζεμένοι,
ἕναν κόσμο ποὺ θὰ παραπάταγε, νὰ δεῖς
θὰ μποροῦσες, ὁ ἕνας στὸν ἄλλον πάνω ἀκουμπησμένοι.
Κίτρινο φῶς, πάνω στὰ μέτωπά τους,
ὅλες τὶς σκέψεις ἔδιωξε μακρυά,
τὸ κρασί τρέμει μὲς στὰ βλέμματά τους
καὶ στὰ χέρια τους κρέμεται ἡ βαριὰ
χειρονομία, πού μ᾽αὐτήν ἐννοοῦνε,
ὅταν συνομιλοῦν, ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο, καὶ σ᾽αὐτό
ἀπάνω, ὁλοένα, λέν: Ἐγώ κ᾽Ἐγώ
καὶ μὲ τὸ Ἐγώ, ἕναν ἄλλον, ὁποιονδήποτε, θεωρούνε.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

...in the Motown spirit...

Otis has been smashing my soul...endlessly since I’ve been in my fourteens...

bloody hell...one of my adolescence many good beloved boy friends had intestine cancer...

he traveled frequently to London to have one surgery after the other...and with his poor intestine getting smaller and smaller each time, he used to cure his losses with vinyl records of Otis Redding and the Animals and Percy Sledge, whom he all naturally adored and with him we all did...and we celebrated his recoveries in massive parties, dancing the slow songs, cause he couldn’t do the fast ones, his belly was always painful...poor darling...

he reposed in nineteen... great loss of a beautiful in body and soul person...a natural blond with blue-green eyes...gorgeous dancer, a wonderful spirit, good student, good in everything...

Προσθέτω...

PURE FRENZY!!! OR I AM FRENZY...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Έγερνε, για ποιά μέρα στη σειρά κανείς δεν λογάριαζε πια, το φως απ’ το κουφωτό παράθυρο, κάνοντας γραμμωτές σκιές πάνω στο κρεβάτι τους...τόσες μέρες δεν είχαν σηκωθεί απ’ αυτό το κρεβάτι, δεν είχαν φύγει απ’ αυτό το δωμάτιο. Δεν λογάριαζαν την ώρα, τον χρόνο δεν τον λογάριαζαν...

Τρία πράγματα κάνανε. Έπιναν νερό, τρώγανε ψωμί και τυρί και μήλα, έπιναν κρασί, που κάποιος τους άφηνε στο κατώφλι τους. Ερωτεύονταν σαν δαίμονες. Κι όταν δεν ερωτεύονταν, κάθονταν αγκαλιασμένοι και λέγανε ιστορίες, που ξέρανε, ιστορίες που είχαν ζήσει οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι...

Τις αράδιαζαν τρυφερά ο ένας στον άλλον, για να ξεκουράσουν τα σώματά τους απ’ τα χάδια, μέσα στη σιωπή του δωματίου...

μόνο το φως άλλαζε κι έτσι νιώθανε αν ήταν μέρα ή νύχτα. Μέρα ή νύχτα που ερχόταν απ’ το κουφωτό παράθυρο...

Δεν ήξεραν τα ονόματα ο ένας του άλλου...παρά ένα συμβολικό για τους αναστεναγμούς του έρωτά τους...ένα συμβολικό για τη λαχτάρα τους...

Καθώς χλώμιαζε το φως της πολλοστής μέρας, της ψιθύρισε,
- αύριο πρέπει να φύγω, θα’ρθεις μαζί μου;

Του είπε,
- μα ναι! πού αλλού να πάω, παρά εκεί που θα είσαι εσύ...δεν ξέρω τι είναι εκεί που θα είσαι...δεν ξέρω τι θα κάνεις εκεί που θα είσαι...
- μάθε με να είμαι εκεί που θα είσαι...
- θα είμαι όπου είσαι...

Την κύκλωσε με τα χέρια του σφιχτά και δεν ξανακουνήθηκαν ως το ξημέρωμα...

Τότε φύγανε. Μαζί. Κανείς δεν ξέρει πού πήγανε. Ποιοί ήταν καν.

Απλά φύγανε, κάνοντας το πριν και το μετά ένα απτό τώρα...

[μια σύντομη, εντελώς πειραματική αφήγηση, που θέλει να γίνει η αποκοτιά φυσική κι αναπόφευκτη]

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα
Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

ακούγοντας, μαθαίνοντας ΑΥΤΟ

έγινε αυτό:

διάβαινέ με ποταμέ
σωπαίνω και περιμένω την οχλοβοή των ορμητικών σου υδάτων
δεν υπάρχει όχθη
τα δέντρα χάνονται στο βάθος
μια μάζα σκοτεινή
μόνο το μαυροπούλι τα φωτίζει με νότες μόνες και λυπημένες
μια πέτρα είμαι κι αφουγκράζομαι
πότε το σκοτεινό πουλί πότε το άγριο κύμα
το σώμα μου γυμνό γδέρνουν ανήμερα νερά
βουερά και βιαστικά
κάπου μακριά κοιτούν και τρέχουν με λαχτάρα
κι εγώ μια εδώ πετιέμαι μια εκεί
το σώμα μου διασπάται
μια μέρα δυό κομμάτια
κι ύστερα άλλα δυό
μετά σιωπή
χάνονται τα νερά
κι εγώ απομένω στεγνή να αφουγκράζομαι
γεμάτη λαχτάρα και προσμονή
μια πέτρα είμαι στ’ απέραντα αυλάκια της νύχτας

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Τραγούδι Αγιασιώτικο, το πρωτάκουσα σε δίσκο παραγωγής του Συλλόγου προς Διάδοση της Εθνικής μας Μουσικής, σε ηχογράφηση απ’ τις πάμπολλες που είχε συγκεντρώσει με τεράστιο κόπο και πάθος ο Σίμωνας Καράς, χρόνια πίσω με την φωνή αυτής της ίδιας γυναίκας, που έχουμε κι εδώ. Ήταν μέσα και στα μουσικά μαθήματα που κάναμε στο σύλλογο αυτό.

Πανέμορφο παραπονιάρικο τραγούδι, που τραγουδιέται κι από Μικρασιάτες. Αυτοί έχουν ένα γλυκό τρόπο να λένε τα παράπονά τους και η γειτνίαση και η βίαιη “μετακόμιση” των πληθυσμών έκανε τις ζυμώσεις...

Μετά το είπε ο Χρήστος Τσιαμούλης με τις Δυνάμεις του Αιγαίου. Κι αυτοί γνωρίζοντάς το απ’ τον ίδιο δάσκαλο, λεγμένο όμως σ’ ένα ύφος εξαιρετικά βυζαντινότροπο.

Τον καιρό εκείνο υπήρχαν διασυνδέσεις των εδώ παραδοσιακών μουσικών αυτών των κύκλων, που είχαν μάθει να μελετούν και να ψάχνουν, με αντίστοιχους Τούρκους μουσικούς απ’ την Πόλη.

Εκεί, επειδή η παράδοση του χώρου και δεν λέω η εθνική παράδοση, ανεξάρτητα από την καθαρά τουρκική, διδάσκεται στα ωδεία τους οργανωμένα και συστηματικά, όπως και η εθνομουσικολογική μελέτη είναι υπαρκτή στα Πανεπιστήμιά τους, έχουν διασωθεί αυτές οι χρήσεις των αρχαίων οργάνων και μαζί μ’ αυτά και η μουσική, που έγραψαν όχι μόνο Τούρκοι, Αρμένιοι κι Εβραίοι, αλλά κυρίως Έλληνες συνθέτες της Πόλης, μετά τα 1500 κι ως τα 1900. Μουσική που επεβίωσε μέσα στην Οθωμανική κουλτούρα, ακριβώς γιατί έχαιρε της απόλυτης προστασίας του εκάστοτε Σουλτάνου...

Απ’ αυτή τη συνάντηση των εμπειριών, οι επιρροές στον ήχο των Δυνάμεων του Αιγαίου γίνονται σαφείς, στο μελίρρυτο ήθος της εκτέλεσης της μουσικής που επιλέγουν κι εκτελούν, αλλά κύρια με τη χρήση των κρουστών, που δίνουν μιαν ωραία αργύτητα κι ένα βάθος στον ήχο τους, κάτι που με γοήτευσε απ’ την πρώτη στιγμή.

Αυτά κάμποσα χρόνια πίσω, που εγώ ακόμα θαρρώ πως ήταν χτες μόλις.

Τώρα ψάχνοντας για να φέρω το “Ανάθεμα τον αίτιο..." κι εδώ, βρήκα ένα σωρό εκτελέσεις μεταγενέστερες, έως και τωρινές κι αυτό μ’ άρεσε, γιατί μοιάζει το ιδιαίτερο αυτό τραγούδι να στέκεται και σ’ άλλων τις καρδιές, όπως και στη δική μου. Απ’ αυτές τις εκτελέσεις δεν θα διαλέξω κάποια. Κρατάω τις πρώτες, που μας μύησαν όλους σ’ αυτό το τραγούδι...και δεν μιλώ φυσικά για τους Αγιασιώτες, αλλά για μάς τους “άψυχους" κατοίκους της Αθήνας...

Ανάθεμα τον αίτιο κι ας το 'χει αμαρτία να χωριστούμ' αγάπη μου χωρίς καμιάν αιτία. Συ μπαξές τσι γω φυντάνι να σ' απαρνηθώ δεν κάνει. Αγάπα με πουλάκι μου όπως μ' αγάπας πρώτα τα ξένα λόγια μην ακούς μον' την καρδιά σου ρώτα. Σάλτα τσ' άρπα μ' απ' του κύμα μη πνιγώ τσ' έχεις του κρίμα. Θα το 'χω το παράπονο σε όλη τη ζωή μου κι όταν σε συλλογίζομαι θα λιώνει το κορμί μου. Έχει γεια τσι γω παγαίνου μι τ’ αχείλι του καμένου.

Συ μπαξές κι εγώ φιντάνι να σ’ απαρνηστώ δεν κάνει...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Μη ξεχνάτε να έχετε πάντα στο σπίτι ένα βαζάκι απ’ αυτό το υπέροχο υλικό. Εγώ το αμέλησα και το γράφω για να μην το ξαναξεχάσω ποτέ και να θυμηθώ σήμερα, εκεί που θα γιατροπορεύω τον πονεμένο μου ώμο, να πάρω κι ένα σακουλάκι μικρές καυτερές πιπεριές...

pp

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Ελάτε, συγκεντρωθείτε εδώ άνθρωποι, όπου κι αν περιπλανιέστε,
και παραδεχτείτε, πως τα νερά γύρω σας έχουν φουσκώσει
κι αποδεχτείτε, πως σύντομα θα μουσκέψετε ως το κόκκαλο.
Αν η εποχή σας αξίζει να σωθεί,
τότε κάλλιο ν’ αρχίσετε να κολυμπάτε,
γιατί αλλιώς θα βουλιάξετε σαν αγκονάρια.
Γιατί οι εποχές αλλάζουν.

Ελάτε γραφιάδες και κριτικοί
που προφητεύετε με την πέννα σας
και κρατείστε τα μάτια ορθάνοιχτα.
Δεν θα ξανάρθει η ευκαιρία.
Και μη μιλάτε τόσο βιαστικά
γιατί η ρόδα ακόμα γυρίζει
και δεν μπορεί να ειπωθεί,
ποιός είναι αυτός που καθορίζει τα ποιός είναι ποιός,
μια κι ο χαμένος τώρα, μπορεί να γίνει αύριο ο κερδισμένος.
Γιατί οι εποχές αλλάζουν.

Ελάτε πολιτικάντηδες κάθε λογής
παρακαλώ προσέξτε το κάλεσμα
μην στέκεστε στο κατώφλι,
μην κυριαρχείτε στην αίθουσα,
γιατί αυτός που πληγώνεται
είναι αυτός που φτιάχνει τ’ αδιέξοδο.
Υπάρχει μια μάχη εκεί έξω που μαίνεται.
Σύντομα θα σείσει τα παράθυρά σας
και θα τραντάξει τους τοίχους σας.
Γιατί οι εποχές αλλάζουν.

Ελάτε μανάδες και πατεράδες
σ’ όλη τη χώρα
και μην κρίνετε
όσα δεν μπορείτε να αντιληφθείτε.
Οι γιοί και οι κόρες σας
έχουν ξεφύγει απ’ τις διαταγές σας.
Ο γέρικός σας δρόμος
ραγδαία παλιώνει.
Παραμερίστε απ’ τον καινούργιο,
αν δεν μπορείτε να βοηθήσετε.
Γιατί οι καιροί αλλάζουν.

Η γραμμή τραβήχτηκε,
η κατάρα εκτοξεύτηκε,
καθώς το τωρινό παρόν
θα γίνει κατοπινό παρελθόν.
Η τάξη εξασθενεί ραγδαία
κι ο τωρινός πρώτος
θα γίνει ο αυριανός έσχατος.
Γιατί οι καιροί αλλάζουν.

Ο Μπόμπ Ντύλαν, όταν ήταν το παρόν της εποχής του κι έκανε το τραγούδι του ένα διαχρονικό εγερτήριο παρόν...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

ΑΓΑΠΗ ΜΕΙΟΝ ΜΗΔΕΝ ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΟ...
Του Μπομπ Ντύλαν, το λέει η Τζόαν Μπαέζ.

Η αγάπη μου μιλά σαν σιωπή
χωρίς ιδανικά ή βία.
Δεν χρειάζεται να πει πως είναι πιστή
αλλά είναι αληθινή όπως ο πάγος, όπως η φωτιά.
Οι άνθρωποι φέρουν τριαντάφυλλα
δίνουν υποσχέσεις με τις ώρες.
Η αγάπη μου γελά, όπως τα λουλούδια
που οι Βαλεντίνοι δεν μπορούν να της αγοράσουν.

Στα φτηνομάγαζα και τους σταθμούς λεωφορείων
οι άνθρωποι μιλούν για καταστάσεις
διαβάζουν βιβλία, επαναλαμβάνουν αποσπάσματα
χαράζουν συμπεράσματα στον τοίχο
μερικοί μιλούν για το μέλλον.
Η αγάπη μου μιλά μαλακά
γνωρίζει πως δεν υπάρχει επιτυχία σαν την αποτυχία
κι ότι η αποτυχία δεν είναι καθόλου επιτυχία.

Το εκκρεμές αιωρείται
οι κυρίες ανάβουν τα κηροπήγια
στις τελετές των ιππέων.
Ακόμα κι ένα πιόνι γίνεται μνησίκακο.
Αγάλματα από ξυλάκια σπίρτων
καταρρέουν το ένα πάνω στ’ άλλο.
Η αγάπη μου κλείνει το μάτι, δεν τη νοιάζει.
Ξέρει πάρα πολλά για να διαφωνήσει ή να κρίνει.

Η γέφυρα τρέμει τα μεσάνυχτα
ο αγροτικός γιατρός πάει πάνω κάτω
οι ανηψιές του τραπεζίτη αναζητούν την τελειότητα
περιμένοντας όλα τα δώρα που σοφοί άντρες φέρνουν
ο άνεμος ουρλιάζει σαν σφυρί
η νύχτα εκκρήγνυται κρύα και βροχερή.
Η αγάπη μου είναι σαν ένα κοράκι,
στο παράθυρό μου, με σπασμένη τη φτερούγα

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

ΕΓΩ-Τι θες χρυσέ μου;

ΑΥΤΟΣ-Θέλω ότι δεν μου δίνεις τη σημασία που πρέπει τόσο καιρό!

ΕΓΩ-Μα σου έδωσα, δεν βγάλαμε ακτινογραφίες στο νοσοκομείο, όταν χτύπησες τότε στις αρχές του μακρυνού πια Σεπτέμβρη, εκεί á la Gare de la Place de Victoire? Mαύρη Victoire να σου πετύχει, που βούλιαξα σαν αόματη ανάμεσα συρμό και πλατφόρμα;

ΑΥΤΟΣ [μπαρούτι]-Ε, και; Αντε, μη μ' εξοργίζεις...Τόσο καιρό σου στέλνω ραβασάκια, ότι κάτι δεν πάει καλά κι εσύ τι κάνεις;

ΕΓΩ [με την ουρά στα σκέλια]-Μα τι ραβασάκια; Όλοι λένε πως θέλει καιρό να περάσει ένα τέτοιο χτύπημα...

ΑΥΤΟΣ [σχεδόν να με χαστουκίσει]-Τι λένε όλοι μωρέ εύπιστη! [καλά με κάνει και νιώθω η τελευταία των τελευταίων]. Δεν τους χ....ς; Όλοι λένε! Ας λένε. Εγώ τι λέω έχει σημασία...Τέλος πάντων...Να δούμε τώρα τι θα κάνεις, γιατί αν συνεχίσεις να ακούς τι σου λένε οι άλλοι κι όχι εγώ που σ’ έχω ταράξει στον πόνο, αλοίμονό σου! Δεν πρόκειται να σ’ αφήσω σε χλωρό κλαρί να ησυχάσεις...

Αυτά είπε ο Αριστερός μου Ώμος - αυτοί οι Αριστεροί βρε παιδί μου είναι ατίθασα πλάσματα, έχω πείρα, κάνουνε κρα για καυγά - μετά την μαγνητική τομογραφία, που φευ τον δικαίωσε κι εγώ λούφαξα ένοχα και δεν αντιμίλησα ούτε γι’ αστείο. Είναι ικανός ο τσαντίλας, να μου βγάλει το λάδι αν του πάω κόντρα...τι να πώ...όλα τα’χε η Μαριωρή ο Ώμος της έλειπε, με την αριστερή τσαντίλα του...κι όχι τίποτ’ άλλο, αλλά αν έχω και τα κότσια ας του πάω κόντρα. Ας του αντιμιλήσω αν μου βαστάει...Λερός τύπος...δεν αντέχεται με τίποτα...

Ρεζουμέ και σημείωση [όπως θα’λεγε κι ο Vale]: σας συμβουλεύω να μην πηγαίνετε κόντρα στους τσαντίλες για να’χετε ήσυχο το κεφάλι σας. Παθούσα μαθούσα!

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

...Διαμάντια και σκουριά...

...όταν δεν ήταν μαζί πια...

..της κληροδότησε διαμάντια και σκουριά... και

...το φάντασμα του... ξανά και ξανά...ώσπου γέρασε πια...

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

...πεθαίνω από νοσταλγία...ίσως η ωραιότερη εκτέλεση πλην της πρωτότυπης που έχω ακούσει...μεταφράζω έτσι για το κέφι...έτσι για να κάνω κι εγώ κάτι...

Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ...

Γειά σου σκοτάδι παλιόφιλέ μου!
Ήρθα να σου μιλήσω πάλι
γιατί ένα όραμα έρποντας απαλά
άφησε τη σπορά του καθώς κοιμόμουν
και το όραμα που φυτεύτηκε στο μυαλό μου
παραμένει ακίνητο
μέσα στον ήχο της σιωπής.

Σε ταραγμένα όνειρα περπάταγα μοναχός
Στενά σοκάκια
κάτω απ’ την αχλύ της λάμπας του δρόμου
γύριζα το γιακά μου για το κρύο και την υγρασία
όταν στα μάτια μου καρφώθηκε η λάμψη ενός νέον φωτισμού
που έσκισε τη νύχτα
κι άγγιξε τον ήχο της σιωπής.

Και στο γυμνό φως είδα
δέκα χιλιάδες ανθρώπους, ίσως και περισσότερους
ανθρώπους που μιλούσαν δίχως να μιλούν
ανθρώπους που άκουγαν δίχως ν’ ακούουν
ανθρώπους που έγραφαν τραγούδια που δεν μοιράστηκαν ποτέ με φωνές
και κανένας δεν τόλμησε
να ενοχλήσει τον ήχο της σιωπής.

“Ανόητοι”, είπα εγώ, “Δεν ξέρετε
πως η σιωπή θεριεύει σαν καρκίνος;
Ακούστε τα λόγια μου μήπως και διδαχθείτε
Πάρτε τα χέρια μου, μήπως σας φτάσουν
Αλλά τα λόγια μου, σαν σταγόνες σιωπής έπεσαν
κι αντήχησαν
στα πηγάδια της σιωπής.

Και οι άνθρωποι υποκλίθηκαν και προσευχήθηκαν
στον θεό από νέον που έφτιαξαν
και η πινακίδα άστραψε την προειδοποίησή της
μέσα στις λέξεις που σχημάτιζε
και η πινακίδα έλεγε, “ Τα λόγια των προφητών είναι γραμμένα στους τοίχους του Υπόγειου Σιδηρόδρομου
και στις κατοικίες”
και ψιθύρiσε μέσα στον ήχο της σιωπής.

Royal Oak
Εικόνα Royal Oak
Απών/απούσα

Ξένοι...

σαν θα βρεθείτε σε κάποια στροφή του δρόμου,
τότε μόνο να μιλήσετε...
απροετοίμαστοι καθώς θα είστε
και βυθισμένοι στις ομορφιές και τις ασχήμιες των σοκακιών

τότε να δείτε βαθιά στα μάτια
γιατί όποιος κοιτά στα μάτια τον άλλον
δεν θα'πρεπε ποτέ να κάνει πίσω

το χειρότερο να τα κατεβάσει από ντροπή ή φόβο
το πολύ να βυθιστεί στου άλλου τα μάτια

το χειρότερο ν’ αποστραφεί
το πολύ να βυθιστούν δυό κόσμοι
ο ένας μέσα στον άλλον

κι εκεί στον δρόμο
να σφραγιστεί αυτή η συνάντηση
με μια χειραψία
κι ύστερα με μι’ αγκαλιά σφιχτή
κι ύστερα σιωπή

γιατί τι χρειάζονται οι κουβέντες
όταν δυο ξένοι συναντιούνται
όταν δυο κόσμοι σμίγουν
όταν μια σφιχτή αγκαλιά τα κλείνει όλα μέσα της;

Γι’ αυτό ξένοι
έτσι να κάνετε
για να διαλέξετε,
αν ξένοι στ’ αλήθεια
αντέχετε να παραμείνετε
για πάντα.

Topic locked
contact