Μια μικρή τράπεζα όπου θα κατατίθενται τα αισθήματά μας με όποιο μέσο μας είναι αρεστό και ταιριάζει στην κάθε αναγκαιότητα των στιγμών μας. Μια συλλογικότητα αισθημάτων λοιπόν, γιατί η σιωπή και η άβυσσός της στην ξένωση μας ταξιδεύει...
Categories:
Αξιολόγηση:
0 ψήφοι
Να δω παραμύθι από την πένα σου και δεν ξαναμιλάω. Αλήθεια.
Σημ. Τα πέρατα του κόσμου είναι μόνον η αρχή, και το γνωρίζουν καλά αυτό τα λιγοστά εναπομείναντα παιδιά-άντε κι ο Ρίπιτσιπ...
(Ένα παραμύθι σε συνέχειες, για όσους δυσκολεύονται τις νύχτες να κοιμηθούν…ακούγεται απ’ την βαριά κι αργή φωνή μιας νόνας…)
Πλάϊ στο ποτάμι που κυλούσε αιώνες τώρα, εκεί στην άκρη της θάλασσας, παράλληλα και μετά, κατά πάνω στον θυμωμένο αφρό της, γεννήθηκε η Ζιμπουλιώ.
Γλίστρησε εύκολα, έν’ απομεσήμερο, κατάχαμα, πάνω στην υγρή άμμο, κατ’ ευθείαν απ’τη χοντρή, χαρμόσυνη κοιλιά της μάνας της. Οι γονείς της δεν παραξενεύτηκαν καθόλου, που αντί για το κλάμα, που θα έπρεπε να κάνει, όπως όλα τα ανθρωπάκια κάνουν, από τον καιρό του Αδάμ και της Εύας, αυτή έμπηξε ένα ασίγαστο και κρουσταλλένιο γέλιο.
Η μαμή που έτρεξε στο άβολο μέρος της γέννας, έκανε να γυρίσει το νεογέννητο ανάποδα, να το κρατήσει απ’ τ’ αστραγάλια του και να το χτυπήσει ελαφρά στη μικρή του ραχούλα, να πάρουν μπρος τα πνευμονάκια του και να πατήσει το πρώτο κλάμα της ζωής του…Δεν χρειάστηκε τίποτ’ απ’ αυτά.
Το παιδί ήταν έτοιμο από πριν. Τα είχε όλα προσχεδιασμένα, καθώς έπλεε μακάριο στο αμνιακό υγρό. Έκανε πρόβες μέσα στην κοιλιά της μάνας του. Απ’ την πρώτη στιγμή, που ήρθε σ’ επαφή με τον αέρα, έξω απ’ την υδάτινη φούσκα της χαρούμενης κοιλιάς, άρχισε να χαίρεται τον κόσμο.
Πολύ καιρό πριν τη γέννα της, αυτή η κοιλιά γουργούριζε ευτυχισμένα και συνέχεια, σε σημείο που η μάνα της Ζιμπουλιώς έκανε τάματα, αρτοκλασίες, πρόσφορα, ευχές, λιβάνιζε καθημερινά. Όλα τα’κανε, αλλά δεν έπαυε αυτή η κοιλιά να γουργουρίζει και το μωρό να κλωτσοκουνιέται ατίθασο μέσα της…Όλη νύχτα αυτή κι ο άντρας της μετρούσαν τις κλωτσιές που έδινε το μωρό μέσα στην χαρούμενη κοιλιά…Το πρωΐ έπεφταν κατάκοποι…
Η Ζιμπουλιώ λοιπόν από νωρίς ήταν ένα χαρούμενο ανθρωπάκι. Κανείς δεν ξέρει από πού ερχόταν η χαρά της. Απλά ήταν εκεί.
Ξάφνου η μαμή πρόσεξε πως η αριστερή της χουφτίτσα ήταν σφιχτοκλειστή κι απόρησε όσο δε λέγεται. Την άνοιξε με πολύ κόπο και μέθοδο υπομονετική. Το νεογέννητο δεν εννοούσε να της επιτρέψει να ανοίξει τη χουφτίτσα του. Τέλος πάντων, όταν άνοιξε η μικρή χουφτίτσα, ένα στρειδάκι τόσο δα έπεσε στο πάτωμα κι ευτυχώς δεν θρυματίστηκε απ’ αυτή την πτώση…
Καταγράφηκε λοιπόν στο βιβλίο συμβάντων πως το νεογέννητο εξήλθε της μητρικής μήτρας, αρτιμελές, υγειές, πλην γελώντας εγκάρδια και μ’ ένα στρειδάκι στη χουφτίτσα του…
(έπεται συνέχεια αύριο)
Μεγάλωνε η Ζιμπουλίτσα απ’ τη μια αγκαλιά στην άλλη. Χαρούμενο παιδί καθώς ήταν, όλες οι αγκαλιές ήταν φιλόξενες γι’ αυτήν. ‘Ολες οι αγκαλιές την ήθελαν. Όλες οι αγκαλιές κανάκευαν κάθε πόθο της.
Κι έγινε η Ζιμπουλιώ μεγάλη κοπέλλα. Όχι τόσο έμμορφη είναι η αλήθεια, όσο χαρούμενη κι εγκάρδια. Τόσες αγκαλιές είχαν μοχθήσει γι’ αυτό. Δεν πήγε ο μόχθος τους χαμένος.
Στα είκοσί της χρόνια κι ένα πρωϊνό του φθινοπώρου, καλή ώρα, σαν τώρα, καλοί μου φίλοι, ξεκίνησε να πάει, πρώτη μέρα, στην πρώτη της δουλειά. Τι δουλειά; Μα τι άλλο θα έκανε ένα πλάσμα σαν τη Ζιμπουλιώ; Μαξιλαροθέτρα βέβαια. Τοποθέτηση μαξιλαριών με τις ωραίες τους θήκες στο Σπίτι των Τρελών.
Σ’ αυτά τα μαξιλάρια η Ζιμπουλιώ σχεδίαζε να εναποθέτει κάθε ελπίδα των κατοίκων αυτού του παράξενου σπιτιού, κρυφά κι ανομολόγητα, σαν καλός άγγελος…Θα έρχονταν όλοι οι κάτοικοί του και θα την αγκάλιαζαν, μεγάλες και θερμές αγκαλιές, γιατί θα ήξεραν μετά βεβαιότητος, πως τις δύσκολες νύχτες τους, θα έβαζαν ανάμεσα στο μαξιλάρι και τη μαξιλαροθήκη του την παλάμη τους, θα έγερναν το κεφάλι τους πάνω της, θα έκλειναν τα μάτια και ως δια μαγείας ή και εκ θαύματος, η φυλαγμένη επιθυμία εκεί ανάμεσα, θα κατέκλυζε το είναι τους.
Απ΄ τον καιρό που το κρυστάλλινο γέλιο της Ζιμπουλιώς θα κελάριζε στο παράξενο σπίτι τους, θα άλλαζαν και οι μέρες και οι νύχτες του.
(συνεχίζεται)
Εκείνο όμως το πρώτο πρωϊνό, που ξεκίναγε για την πρώτη μέρα της εκεί, δεν είχε αποσώσει λίγα μέτρα απ’ το σπίτι της και να! φανερώθηκε εμπρός της μια γυναίκα μεγάλη, λυγερή, έως οστεώδης, με λυτά μαλλιά. Γκρίζα ολούθε. Κρατούσε ένα κρίνο στο χέρι της, που της το άπλωσε, για να το ασπαστεί πρώτα, μαζί με το πάνω μέρος του χεριού της, αλλά και για να το πάρει έπειτα δικό της.
Γυναίκα βλοσυρή λίγο ήταν κι άρχισε αμέσως να της μιλεί, Ζιμπουλιώ, καλή και χαρούμενη Ζιμπουλιώ, καλή σου μέρα, είμαι η νεράϊδα σου, η καλή σου νεράϊδα. Ξέρω. Λιγουλάκι δύσκολο να το αντιληφθείς, για μια σαν και μένα, να είμαι η καλή σου νεράϊδα. Όμως, Ζιμπουλιώ μου, έτσι είναι.
Ήρθα λοιπόν, καλή μου θυγατέρα, για να σε βοηθήσω ν’ αρχίσεις τη ζωή σου την ωφέλιμη πια. Η Ζιμπουλιώ την θωρούσε όλο απορία και με μια παντελή αδυναμία, ν’ ανταπεξέλθει σ’ αυτό που συνέβαινε.
Δόσε μου τη χέρα σου, είπε η νεράϊδα. Η κόρη με το’ να χέρι άγγιξε το κρίνο, το πήρε απ’ το χέρι της νεράϊδας, αφού το ασπάστηκε με σεβασμό κι ύστερα, άνοιξε το άλλο της χέρι κι ανάστροφα το άπλωσε στην πνευματική της νονά...
Η νονά, έσκυψε και φύσηξε αργά, μακρόσυρτα κι επίμονα για κάμποση ώρα, στην καρδιά της δεξιάς παλάμης της Ζιμπουλιώς. Θερμάνθηκε η παλάμη στην αρχή, αλλά ύστερα αυτή τη θέρμη τη διαδέχθηκε μια άλλη αίσθηση, δροσερή. Σαν το στόμα της νονάς, να τη ράντιζε με μια ζωογόνα ψύχρα. Σαν η ψύχρα αυτή να επιστέγαζε τη θέρμη. Να την περιέβαλε με ένα προστατευτικό περίβλημα, έτσι που να μην εκλυόταν ποτέ προς τα έξω και να χανόταν.
Όταν αυτά τα αισθήματα ησύχασαν κι έγιναν μικρές μνήμες ενός παρωχημένου χρόνου, η νονά έβγαλε απ’ την τσέπη του πανωφοριού της ένα μεγάλο σκουριασμένο κλειδί, που στον κρίκο του είχε μια κόκκινη μεταξωτή κορδέλλα.
Γέλασε η Ζιμπουλιώ.
Η νονά τότε σαν να στενοχωρέθηκε, μια και δεν ήθελε η Ζιμπουλιώ της, να φέρεται επιπόλαια. Την κοίταξε αυστηρά και ψέλισε μιά-μιά τις συλλαβές, το κλει-δί της από-λυ-της ευ-τυ-χί-ας, Ζιμπουλιώ μου! Και τότε η Ζιμπουλιώ σοβαρεύτηκε και με ορθάνοιχτα μάτια κοίταξε τη νονά της κατευθείαν μέσα στα λόγια της και την καρδιά της.
Πορεύσου στους πορτοκαλοκίτρινους βράχους, στο σημείο Α αυτού του χάρτη, είπε η νονά και της παρέδωσε ένα διπλωμένο πάπυρο. Εκεί βρίσκονται οι Δέκα Πύλες. Τούτο το κλειδί είναι γιά την Πέμπτη. Αυστηρά για την Πέμπτη. Όλα τα κλειδιά, για να καταλάβεις, Ζιμπουλιώ μου, ανοίγουν όλες τις Πύλες. Ανάλογα με το κλειδί, αλλάζει αυτό που βρίσκεις πίσω του. Την ευτυχία λοιπόν, στην υπέρτατή της εκδοχή, θα την βρεις στην Πέμπτη Πύλη, ανοίγοντας μ’ αυτό το κλειδί.
Ο ήλιος έπεσε, πρωΐ-πρωΐ, αμέσως μόλις η νεράϊδα χάθηκε απ’ τον πάνω κόσμο κι απ’ τα μάτια της Ζιμπουλιώς. Δεν φοβήθηκε λοιπόν η κόρη κι έβαλε τη λογική της να εργαστεί κι αποφάσισε, να μην ξεκινήσει τη νέα της δουλειά, αν πρώτα δεν κάνει το ταξίδι για τις Δέκα Πύλες και μάλιστα αμέσως. Άφησε ένα σημείωμα στο σπίτι της, που χαιρετούσε όλους, πήρε τα απολύτως απαραίτητα και ξεκίνησε.
(συνεχίζεται)
Υπέροχη Καραμελένια.
Πάτησα τον λόγο μου -αλλά υπάρχει λόγος- ενώ είχα πει πως εάν δω παραμύθι δεν θα βγάλω άχνα.
Τελικά, έβγαλα...
Πρώτα απ' όλα,
σε παρακαλώ μη βιαστείς -ας ήταν και δίχως τέλος.
Επίσης, ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ πως θα μπει και εκεί που πρέπει (Λογοτεχνία).
Τώρα.
Ο βασικός λόγος είναι πως θα μ' έγραφαν οι εφημερίδες...(ήμουν εν ώρα...υπηρεσίας...και δε με έγραψαν).
Υπάρχουν παιδιά που δεν θ' ακούσουν ποτέ τους παραμύθι. Έστω ένα διάολε. Παιδιά ξεχασμένα απ' όλους.
Χθες, κάπου στον Πειραιά. Πρωί. Πιτσιρίκος, με σκούρο δερματάκι, από γέννηση και βρόμα, χωρίς το ένα ποδαράκι του και υποβασταζόμενο από άθλιες πατερίτσες. Ζητιάνευε μ' ένα χαμόγελο, απ' αυτά που δε σβήνουν ποτέ απ' το μυαλό σου. Να 'ταν δεκατρία, δεκατέσσερα, εκεί περίπου,
«Ευχαριστώ κύριε...»
«Παρακαλώ κύριε...»
«Συγγνώμη κύριε...»,
όλα αυτά με ένα χαμόγελο, ένα χαμόγελο που σε ξεσκίζει. Γαμώ το σύμπαν και γαμώ και γω δεν ξέρω τι.
Του φωνάζει ένας, με νόημα του κάνει να γυρίσει πίσω. Είχε στα χέρια του -ο ένας- ένα σάντουιτς σε διάφανη συσκευασία. Ο μικρός γυρίζει, με το μόνιμο χαμόγελο, απλώνει το χεράκι του να το πάρει και ο ένας, το πετά στα σκουπίδια μπροστά του. Ο μικρός δεν τα χάνει -μαθημένος- και βάζει τα χεράκια του, όσο μπορούσε και με τις πατερίτσες να το πιάσει.
Ο ένας, έσκασε στα γέλια κι έφυγε.
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΟΡΑ ΘΑ ΤΟΝ ΓΑΜΗΣΩ ΟΡΘΙΟ, ΜΑ ΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ ΜΑΖΙ.
Σημ. Γι' αυτό τα παραμύθια δεν είναι για κανέναν, μόνο για παιδιά, για ξεχασμένα παιδιά.
(απόψε αφιερώνουμε την τέταρτη συνέχεια του παραμυθιού μας, στο ανάπηρο παιδί του Πειραιά, αλλά και σε ότι αγαπάμε όλοι, πάνω απ᾽όλα όμως στους κάθε αιτίας άϋπνους)
Δρόμο πέρνει, δρόμο αφήνει, μερόνυχτα ολόκληρα, προικισμένη με την αντοχή που η θέληση γαλβανίζει σε κάθε άνθρωπο, έλιωσε δέκα ζευγάρια παπούτσια, και το δισάκι της άρχισε να χάνει τα χερούλια του ένα-ένα, να τρυπάει τόπους-τόπους και να φαίνονται τα υπάρχοντά της έτοιμα να διασπαρούν στο δρόμο που πορευόταν. Στο τέλος βάδιζε ξυπόλητη, ενώ το δισάκι της το κρατούσε αγκαλιά σαν νιογέννητο μωρό, προφυλάσσοντας από απώλειες το περιεχόμενό του...
Μια φεγγαρόλουστη νύχτα αντίκρυσε μπροστά της τους Πορτοκαλοκίτρινους Βράχους. Λαμπύριζαν στο φως της σελήνης μ’ έναν παράξενο τρόπο...Μια νυχτερίδα, που πέρασε ξυστά απ’ το αυτί της την τρομοκράτησε, είναι αλήθεια, προς στιγμή. Την άλλη στιγμή όμως σκέφτηκε, πως αυτή η νυχτερίδα πήγαινε να κυνηγήσει τροφή στη συστάδα των βράχων, αλλά πιθανά και στο ίδιο το ξέφωτο των Δέκα Πυλών.
Μάζεψε λοιπόν τα κουράγια της κι ακολούθησε το νυχτόβιο πλάσμα. Το άκουε να θροΐζει ιδιόμορφα κι αυτός ο ανεπαίσθητος ήχος ήταν στις περιοχές, όπου το φυσικό φως χανόταν εντελώς, ο μοναδικός οδηγός της. Ο μόνος οδηγός μέσα στο πυκνό σκοτάδι.
Και ωωω! Ναααα! Μεγαλόπρεποι οι Πορτοκαλοκίτρινοι Βράχοι! Οριές ψηλοί. Όσο το μάτι έτρεχε από κάτω προς τα πάνω.
Κοντοκάθησε, άνοιξε το χάρτη και στο αμυδρό φως, εντόπισε την κίνησή της προς τις Δέκα Πύλες. Όχι μακριά από κείνο το σημείο. Δυο στροφές απότομες και σ’ένα ξέφωτο, να σου και οι Δέκα Πύλες. Ογκώδεις, βαριές όλο καρφιά και μεντεσέδες, με μικρά ανοίγματα, ερμητικά κλειστά, ολούθε. Χωρις πόμολα. Μόνο μικρές κλειδωνιές. Παντού μικρές κλειδωνιές, εκτός μιάς μεγάλης, που ήταν στο κέντρο των Πυλών.
(αύριο τα σπουδαία της πραγματικής ζωής και η συνέχεια του παραμυθιού αργά τη νύχτα όπως πάντα)
Τι παράδοξη θέση είναι αυτή! Συλλογίστηκε, αλλά όχι για πολύ ώρα, μια κι ο μάστρο-Χρόνος όλα τα κοιτούσε και καθ’ όλου δεν κωλυσιεργούσε. Ήταν στην ώρα του κι ακριβής, πάντα. Της έκλεισε το μάτι, αυτός ο γέροντας με την κάτασπρη γενειάδα να δένει, σε δυό κοτσίδες, γύρω απ’ το τεράστιο τετράγωνο κεφάλι του. Αυστηρός και παιχνιδιάρης ταυτόχρονα.
Ο παλιόχρονος! Βαρυγκόμησε η Ζιμπουλιώ, αλλά αμέσως έπεσε στα γόνατα, με το κεφάλι στο χώμα και ζήτησε συγχώρεση για τη βλαστήμια που ξεστόμισε. Ο μαστρο-χρόνος ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Κοπέλαααα!, φώναξε τρανταχτά σαν σε ηχώ,
δεν τρέχει και τίποτα βρε παιδί! Σήκω πάνω, χάχάχάχάάάάάάάάά!
αντιφώνησε το γέλιο του σ᾽όλο το ξέφωτο...Σηκώθηκε κι η Ζιμπουλιώ και γέλασε κι αυτή κατά πως συνήθιζε απ’ τα γεννοφάσκια της, σε απόλυτη αρμονία με τη διάθεση του Χρόνου...
Άντε λοιπόόόν! Φώναξε πιο βροντερά ακόμα, τόσο που τα γόνατα της Ζιμπουλιώς πήγαν να λυγίσουν από αγωνία.
Βάλε το κλειδί στην κλειδωνιά κι άνοιξε! Αλλά κυρίως μην αργήσεις να μπεις μέσα, γιατί η Πύλη κλείνει και δεν ξανανοίγει σε καμμιά περίπτωση με το ίδιο κλειδί. Που σημαίνει, αυτό που κυνηγάς να βρεις, το᾽χασες! Είπε με περισσό στόμφο ο γέρο-Χρόνος.
Ξεκρέμασε απ᾽το λαιμό της το σκουριασμένο κλειδί και με τρεμάμενο χέρι το βύθισε στην κλειδωνιά. Η Πύλη σείστηκε στιγμιαία και μετά αβίαστα άνοιξε διάπλατη, αφήνοντας ένα πέπλο ομίχλης να ξεχυθεί από μέσα της προς το ξέφωτο.
Όρμα μέσα παιδί! φώναξε ο Χρόνος δεσποτικά. Και η Ζιμπουλιώ την δρασκέλησε αναπνέοντας βαθιά μεσ᾽ την ομίχλη. Η Πύλη έκλεισε ερμητικά πίσω της κι όσο ν᾽ακουστεί το βαρύ της κλείσιμο, χάθηκε κι η ομίχλη. Τότε φανερώθηκε εμπρός της ο κόσμος της Πύλης. Αυτός ο κόσμος έκρυβε την απόλυτη ευτυχία σκέφτηκε και την έπιασε δέος. Άρχισε να βαδίζει αποφασιστικά, αλλά και μ᾽έναν φόβο βαθιά της, που ήταν αποφασισμένη όμως να μην φανερώσει ό,τι κι αν συναντούσε.
(η συνέχεια αύριο πάλι!)
Πίσω της αναγνώρισε το τετράγωνο κεφάλι του χρόνου, καθισμένο σ’ ένα κορμί αφράτο, σαν αυγό βραστό, μελάτο, ενδεδυμένο με παρδαλά χρώματα, κανείς δεν ξέρει ποιάς παλέτας. Έσκυψε ο γέροντας να δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών του, που είχαν λυθεί όσο χοροπηδούσε και κόντεψε να τα πατήσει και να πέσει και να’χουμε σπασίματα της εύρυθμης τάξης… τικ-τακ…τικ-τακ…τικι-τίκι-τακ…
Τότε η Ζιμπουλιώ είδε τα μαλλιά του. Πλεγμένα σε μια μακροσκελή, επίπεδη κοτσίδα που σερνόταν σαν αρχαίο κείμενο, χωρίς στίξη, σαν κύλινδρος από γκριζόμαυρο χαρτί, που κάποιος αόρατος αναγνώστης ξεδίπλωνε κι ανάγνωνε μέσα απ΄το τετράγωνο κεφάλι του… δυό-τρία μέτρα πίσω απ’ τη σκιά του…
Αχνή σκιά ήταν, είναι η αλήθεια, απ’ αυτή που το φεγγάρι φτιάχνει, σαν το κοιτάμε κατάματα… Κοιτούσε κατάματα το τεράστιο ολόγιομο φεγγάρι, αυτό το ολοστρόγγυλα κομμένο φύλλο ολόλευκο χαρτί, με τις αχνές οροσειρές του, ελάχιστα υπόφαιες πιτσίλες, να λερώνουν το ολόλευκο φόντο, σαν πικρόχολες μουτζαλιές, φορώντας ένα ζευγάρι γυαλιά στο χρώμα του ανοιχτού ίντιγκο μπλού…
Εικόνα τυφλού…πού ήξερε τη διαδρομή νεράκι…και κινιόταν μέσα της σαν χορευτής επιδέξιος και χαρωπός…
Χοροπηδούσε στο κατόπι της Ζιμπουλιώς, κάνοντας περίεργους ήχους σαν τικ-τακ, μ’ ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια που ήταν ανάμεσα σε παπούτσια κλόουν με σηκωμένο πομπέ κου ντε πιέ, αλλά και τακούνια κλακετίστα, αυτά που χτυπούσαν το τικ-τακ, που όμως δεν του έβγαινε και τόσο ξεκάθαρο… Κάπου το χτύπημα στόμωνε εσκεμμένα. Το μπούκωνε το τικ-τακ ο τρελόγερος. Γιατί τέτοιος ήταν.
Χαριεντιζόταν συνέχεια κι όλα τα υπέσκαπτε, κρατώντας κι επιμένοντας όμως στο μονότονο ρόλο του, να κρατάει το ρυθμό των πράξεων. Στην προκειμένη, να κρατάει το ρυθμό της περιπλάνησης της Ζιμπουλιώς στον κόσμο της Απόλυτης Ευτυχίας. Μιας περιπλάνησης που ήταν αέναη, χωρίς ξεκούραση και παύση καμμία.
Το κορίτσι είχε καταφέρει να βαδίζει μέρες και νύχτες αδιάκοπα, με το σώμα του σε απόλυτη εγρήγορση και σ’ αυτό είχε συμβάλει η νεράϊδα της και το φύσημα θερμής και ψυχρής ανάσας στην καρδιά της παλάμης της. Αυτό λοιπόν ήταν το αστείρευτο απόθεμα αντοχής, που είχε εμφυσήσει η νεράϊδα στην πνευματική της θυγατέρα.
Αυτό λοιπόν την έκανε να ακολουθεί πιστά τον ρυθμό. Τέλος πάντων ήταν φανερό πως ο γέρο χρόνος είχε την κοπέλλα υπό την αδιάκοπη παρακολούθησή του και προφανώς και φροντίδα του, αν παρ’ ελπίδα παρασυρόταν κάπου και αργοπορούσε σε χαριεντισμούς ή κάτι άλλο, ποιός να ξέρει τι παγιδευτικό για ένα δροσερό, χαρούμενο κορίτσι, σ’ αυτόν τον μαγικό κόσμο της Απόλυτης Ευτυχίας...
(καλά να’μαστε, αύριο πάλι, εγώ θα γράφω τη συνέχεια κι εσείς καλή ανάγνωση να’χετε!)
ίσα ρε γαμήκουλα
κ συ κ γω κ όλοι σαν κ μας
πηδήκουλες της επόμενης φοράς
όχι πως ο πιτσιρικάς θα είχε ποτέ την ανάγκη μας, χιιεζμένους μας έχει απαξάπαντες, μη βαυκαλίζεσαι
σινσήαρλυ φορουμογιόρσ
(φορτώσου πάλι πολυτονικό πληκτρολόγιό μου για τον retarded_crew, που σπάνια μας τιμά με τα αισθήματά του, ειδική αφιέρωση, που σήμερα μας έκανε την τιμή, αλλά κι αυτόν τον πληθωρικό μάγκα vale)
Ὁ οὐρανὸς ἀπὸ γυαλὶ καὶ σίδερο
ἐπίστρωμα ἀσφάλτου οἱ πολιτεῖες,
πέφτουνε ἀπ᾽τὴν καρδιά μας τὰ δόντια
τραυλίζουμε
στὰ ὄνειρά μας ζητᾶμε νερό,
διψῶ πάντα γιὰ σένα,
στὰ χέρια μας καρφωμένα γυαλιά
τὰ στήθη σου μνήμη λεπτῆς σκιερῆς χλόης,
φωνάζουμε
μέσα στὴ νύχτα
ἀπό ἕνα πόνο ἀγιάτρευτο
καὶ στὴν προθήκη τὰ κρύσταλλα ραγίζουν
ἐκθέτουμε σὲ κίνδυνο τὰ ἐμπορεύματα
ἀνησυχεῖ ὁ καταστηματάρχης
ὠρύεται
ἀπαιτεῖ ἠσυχία, ἀφοσίωση
σ᾽ἕναν ὁρίζοντα δύο χιλιοστῶν
τὰ ὑλικά κατεδαφίσεως
σωρεύονται
καρφί στο καρφί
σφαῖρα στὴ σφαίρα
και αἷμα,
αἷμα πολύ.
Το έγραψε ο κ. Πρόδρομος Μάρκογλου, πρῶτο ποίημα στὴ συλλογή του Τὰ Κύμματα καὶ οἱ Φωνές, ποὺ ἐκδόθηκε γιὰ πρώτη φορά στὰ 1971.
...αυτή είμαι εγώ...αυτού του νήματος...που πλέει ανάμεσα σε άλλα για ντεραγιέ και τα τοιαύτα...κι αν όλα τα άλλα νήματα ήταν σαν κι αυτό...τότε εγώ η ανάποδη θα άνοιγα ένα για ντεραγιέ και τα τοιαύτα...έτσι για την ποικιλόμορφη διεύρυνση του πνεύματος...για τίποτ’ άλλο...
καλή μας μέρα...
Γεια σου ρε ντόκτορ ρεαλιστή-ραλίστα των ονείρων μου.
Ναι, έτσι είναι.
Μόνο μπλα μπλα και ξανά μανά, μπλα μπλα
Είχε ένα σβέρκο σαν αεροδρόμιο ο τύπος, πού να κάνω μαγκιές; Μαλάκας είμαι;
Είπα: γράψε καμιά μαλακία ρε Vale, να νιώσεις άντρας xoxo xo.
Από την άλλη λέω: -Ρε πώς δεν το σκέφτηκα; Αφού είμαι της επόμενης φοράς έπρεπε να τους γράψω πως τον γάμησα όρθιο.
Άσε και τ' άλλο. Ο χριστοπαναγίας, με λέει κότα παντού -ρόμπα με έχει κάνει, και δεν έχει κι άδικο...(ακόμα σουβλάκια στου Κάβουρα τρώει χοχο χο).
Σημ. Καραμελένια μου γλυκιά, εσύ μην ακούς, κλείσε τ' αυτιά και τα ματάκια σου. Τώρα μιλάνε οι άντρες. Οι γυναίκες στην κουζίνα. Γρήγορα!
Σημ.2 Αυτά. Πάω για ύπνο, είμαι κουρέλια. (Ρε ντόκτορ. Τι μαλακία άβαταρ έβαλες; Ερωτευμένο είσαι;)
Στην κουζίνα μου είμαι και μαγειρεύω πρασοσέληνο!!!
ΑΑΑΑ! και μαγειρεύω και τα’χω καλά και με το διάβολο. Τι νομίζετε, ότι κάνω τις νύχτες στον Αθηναϊκό ουρανό με το σκουπόξυλό μου...βεγγέρα με το διάβολο...του μαθαίνω και ποδήλατο...
και οι άτακτοι εν τη ρύμη του λόγου τους ΑΝΤΡΕΣ, να πάρετε τα κουβαδάκια σας να παίξετε ΕΞΩ! Στην αυλή.
Όχι στο σαλονάκι μου, που το έχω συγυρίσει και δεν θέλω ακαταστασίες, να μου βγαίνει το λάδι να ξανασυγυρίζω...και περιμένω και κόσμο αξιοπρεπή, για τσάϊ...όχι ό,τι κι ό,τι...
Συνενοηθήκαμε παλιόπαιδα;;; Μη δείτε την Καραμελένια Πικροχολένια!!! Δεν θέλετε!!!
Άντε γιατί και η υπομονή μου έχει όρια....
...ροαγυαλ ,ειδα οτι ο βαλε αναφερθηκε μεταξυ αλλων και στο δικο μου ονομα ,φταιω εγω μετα να μπω να τον τραμπουκισω ? συγνωμη κι ολας...
υπενθύμιση και δυστυχώς παράκληση, σε όσους επιθυμούν να εκφράζονται σ’ αυτό το blog:
http://www.podilates.gr/node/31095 ποστάρισμα Νο7.
σερβίρεται τσάϊ με συμπάθεια...οι καβγατζήδες στο προαύλιο παρακαλώ και να κάνετε ησυχία. Οι καλεσμένοι ακούνε μουσική, απαγγέλουν κείμενα, κάνουν προβολές εικόνων κι ό,τι τέλος πάντων δεγείρει τα αισθήματα και την φαντασία, που πάνε όλα να εκλείψουν, προς χάριν του κυνισμού...της μισανθρωπιάς και της αποξένωσης...ως εκ τούτου ειρήνη ημίν...
Ανέκοψε τη συνέχεια του παραμυθιού μας το γνωστό εχθρικό 502 Bad Gateway. Κι επειδή τα παραμύθια τα λέμε νύχτα για να ταξιδέψει ο νους και να κοιμηθούμε ανάλαφροι, απόψε η συνέχεια...
ΟΜΩΣ...με βαριά καρδιά...για το μαχαίρωμα στο Κερατσίνι χτες βράδυ...αυτό μόνο. Τίποτε άλλο...
Η πόλη μας έχει αγριέψει εδώ και καιρό, αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάνει εξοικειωμένους και αναίσθητους...
ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ...να πάρει η ευχή!
...τον χτύπο της φωνής σου...
...δεν αντέχω ν’ ακούσω...
...με της δυσανεξίας σου
...τον ήχο να ζήσω...
...η ηχώ παραμένει...
...σα σκιά ματωμένη...
...σαν πέτρα που έπεφτε...
...κι ακίνητη μένει...
...τράβηξέ με στο σκότος...
...δεν θ’ αφήσω να γίνει...
...μια τρύπα κενό...
...της ψυχής μου η δίνη...
...φορώ τα καρνάγια...
...στο πέτο παράσημα...
...τα πλοία χωρίς άρμενα...
...οι ναύτες όμως στ’άλμπουρα...
...χτες σώπασε ο φόβος...
...χτες άναψε ο πόνος...
...χτες δεν ήταν η ώρα...
...για να μείνεις μόνος...
...τώρα να'μαστε πάλι...
...σε σκληρό προσκεφάλι...
...δυο ποτήρια κενά...
...δυο κενά στο κεφάλι...
...δεν ξέρω τι φταίει...
...δεν ξέρω τι δεν...
...γνωστές οι λαχτάρες...
...θολές οι πνοές...
...θολές οι ματιές...
...θολές οι καρδιές...
...θολάμια απύθμενα...
...θολές οι στιγμές...
ωωωωωω, θολές οι στιγμές...
Ξάφνου μια μελωδία άρχισε να ακούγεται, Ντούμ-νταμ-νταμ (ακούστε την, τώρα, ολόκληρη κι εσείς, έτσι, που να σας διαπεράσει και να χορεύετε ψιθυρίζοντας Ντούμ-νταμ-νταμ).
Κατά πως να᾽ρχόταν από μακριά κι όλο να πλησίαζε κοντύτερα. Όλο και κοντύτερα. Τα πόδια της Ζιμπουλιώς άρχισαν να μην περπατούν, αλλά να χορεύουν ευτυχισμένα, ακολουθώντας τα τρία τέταρτα της χαρούμενης μελωδίας. Ντούμ-νταμ-νταμ ψιθύριζε η Ζιμπουλιώ, Ντούμ-νταμ-νταμ, Ντούμ-νταμ-νταμ, κάπως λαχανιασμένη και μ’ ένα χαμόγελο απ’ τη μια άκρη του ενός μάγουλού της, ως την άλλη άκρη του άλλου...
τα μάτια της μισόκλειστα, σε κατάσταση, τώρα θα κοιμηθώ και θα ονειρευτώ το παλληκάρι της ζωής μου, καβάλα στ’ άλογό του...
να’ρχετε μ’ ορμή...
να μ’ αρπάζει απ’ τη μέση
και... δρόμο στ’ όνειρο...
Αχ! αναστέναξαν όλα τριγύρω, γεμάτα λαχτάρα και προσμονή...
Το ερωτικό βαλσάκι διαχεόταν παντού! Διαπερνούσε τα πάντα!
Κι οι νυχτερινές οσμές άρχισαν να λαμπυρίζουν αλλόκοτα...
Τότε είδε ένθεν-κακείθεν του μονοπατιού το έδαφος καλυμμμένο από καταπράσινες φτέρες, που θρόιζαν κι όλο θρόιζαν στο ρυθμό, Σούμ-σουμου-σουμ, Σούμ-σουμου-σουμ, Σούμ-σουμου-σουμ...
Κι όσο ακριβώς κρατάει, καθώς το λέμε, τώρα εδώ...
Να!
Γκντούπ!
Ένας γδούπος ακούστηκε ξαφνικά, και σαβουρντίστηκε άχαρα, εκεί που η Ζιμπουλιώ βάδιζε χορευτικά, κι όλα γύρω της κρατούσαν το ρυθμό, μουρμουρίζοντας και θροΐζοντας...
το γκρίζο σκοτώνει;...παλιοκουφάλες..
...τα μικρά παιδιά...
Αλλά τα όμορφα πράγματα, αν δεν τα μοιραστούμε, πώς θα τα καταφέρουμε μέσα στη σκοτεινιά που ζούμε...
Για όποιους μπορούν να καταλάβουν το λόγο του Julian Bream θα ακούσουν έναν εκπληκτικό απολογισμό της στάσης του στη ζωή και την τέχνη, μετά την απονομή που του έγινε του βραβείου Grammophone, για τα επιτεύγματα μιας ζωής ολόκληρης στη μουσική...
Φίλοι, ο κ. Julian Bream, ένας κορυφαίος μουσικός της κιθάρας και του αναγεννησιακού λαούτου...
...you can’t bring things unless you got them...
εδώ κατά πολύ νεώτερος με την κιθάρα του σε μια φούγκα του Μπάχ...
κι εδώ στο αναγεννησιακό του λαούτο παίζει έργα του John Dowland...
(Ας στριμωχτεί το παραμυθάκι μας δίπλα στα ωραία του Μορφέα και του Όφιου...Πού είχαμε μείνει, γιατί δυστυχώς ο θάνατος ενός μουσικού αντιφασίστα ήταν κάτι φριχτό αυτές τις μέρες και για το παιδί, αλλά για το τι μέλεται να μας συμβαίνει από ‘δω κι εμπρός αν δεν πειθαρχούμε στις κελεύσεις των ναζιστών...Πού είχαμε μείνει; Μα εκεί που ένας γδούπος σκάει σχεδόν πάνω στη Ζιμπουλιώ, την ώρα που χοροπηδάει στο βαλσάκι του Ερίκ Σατί με τον τίτλο “Σε θέλω”...ας πάμε παρακάτω λοιπόν...)
Κι έσκασε σχεδόν κατά πάνω της... ένας μεγαλόπρεπος σκίουρος. Η ουρά του έκανε σκουιρλκούκ-κουκσκουίρλ, που στην ηχητική γλώσσα των σκίουρων σημαίνει τέντωμα κι αναδίπλωση πάνω στα δυό τους πισινά πόδια...
Τα εμπρός, τα χεράκια του δηλαδή, σαν να κρατούσαν κάτι.
Τα δυό του δόντια εξείχαν προς τα κάτω, τόσο ασυνήθιστα! Τόσο αστεία! Σαν να σκέπαζαν το ένα το άλλο...σαν το ένα να ντρεπόταν και να έπαιζε κρυφτό πίσω απ’ τ’ άλλο...
Je te vais! (σε θέλω!) της φώναξε και σάλταρε στον ώμο της.
Je voudrais vous d' embrasse moi, ma jolie mademoiselle! (θέλω να μ’ αγκαλιάσετε, ωραία μου δεσποινίς) της σφύριξε όλο πάθος. Quelle est votre nom, mon bien-amée? (Πώς είναι το όνομά σας, πολυαγαπημένη;)
Ζιμπουλιώ, του φώναξε. Το δικό σας;
Je suis Μonsieur Dents Tordues, très heureux pour faire votre connaissance! (Είμαι ο Κύριος Στγαβά Δοντιάς, δηλαδή Στραβοδόντης ελληνικότερα, πολύ χαρούμενος που κάνω τη γνωριμία σας)… φώναξε μελωδικά ο σκίουρος.
Έσκασε στα γέλια η Ζιμπουλιώ, Θεέ μου, φώναξε χαχανίζοντας, είστε ο περιβόητος, κύριος Στγαβά Δοντιάς! Έχω ακούσει για σας και τις χάρες σας. Δεν περίμενα να σας βρω εδώ και πρώτο-πρώτο! Είπε όλο έκπληξη κι έκανε να τον πάρει κανονικά στην αγκαλιά της.
Όμως το τερατάκι, της έσκασε ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο κι έπειτα έδωσε ένα σάλτο κι έφυγε τρέχοντας, να κρυφτεί στις συστάδες των δέντρων πλάϊ στο μονοπάτι, αφήνοντας ένα καρύδι ξωπίσω του. Αυτό που με τόση προσοχή κρατούσε χοροπηδώντας στα δυό κοντά χεράκια του...
Έσκυψε και πήρε το καρύδι και το᾽βαλε στην τσέπη της. Τότε ακούστηκε μια στριγγή φωνή να λέει, Καρυδάκι σαν θα βρεις μην το φας, μην το γευτείς! Βάλτο στο δισάκι σου, κάνε το σπιτάκι σου!
Ωραία, σκέφτηκε η Ζιμπουλιώ, να το πρώτο απόθεμα...
(αύριο η συνέχεια)
Κι ενώ όλ᾽αυτά συμβαίνανε, η μελωδία άρχισε να σβήνει σιγά-σιγά, ώσπου χάθηκε...Το μονοπάτι σιώπησε κι άλλαξε η χροιά του φωτός. Άρχισε να σκοτεινιάζει.Τότε άκουσε αμυδρά τις λιγοστές, πρώτες ψιθυριστές φωνές, ώσπου αυτές οι φωνές πολλαπλασιάστηκαν ξαφνικά. Έγιναν αμέτρητες και διάφορες. Τα λόγια στην αρχή σαφή, γίνονταν μετά όλο και πιο ασαφή, άρχιζαν να μπλέκονται σ᾽ένα συνοθύλευμα ήχων και τονισμών...
Προσπάθησε να ξεδιαλύνει τους ήχους.
Πάρε με στη στροφή μαζί σου, είμαι ο βράχος της υπομονής.
Τρέξε με προσοχή! ο δράκος της οξύνοιας είναι πάντα βιαστικός.
Θραύσε το γυαλί στο παράθυρο της καλύβας, το περιστέρι της καλωσύνης που φωλιάζει μέσα έχει κάτι να σου πει.
Σώρευσε καρπούς και νερό της πρόνοιας για την ξηρασία.
Πιες νερό της συμπόνοιας, χωρίς να βάλεις τα χέρια σου μέσα του, ούτε να το πατήσεις! πρέπει να τ᾽αφήσεις αμόλυντο...
Σιγά καλέ, δεν προλαβαίνω να σημειώσω αυτά που ακούω, πώς θα τα θυμηθώ; Άρχισε να πανικοβάλεται η Ζιμπουλιώ και τότε ένιωσε την ανάσα του χρόνου στην πλάτη της. Κανείς δεν φαντάζεται την ταραχή της. Τούτες οι φωνές της λέγανε κανόνες επιβίωσης. Τι ήταν αυτές οι φωνές; Ξωτικά; Νεράϊδες; Καλικάντζαροι;
(να’μαστε καλά, αύριο η συνέχεια...)
Μέσα σε μια κούτα του απώτατου παρελθόντος βρέθηκε ένας φάκελος με διάφορα κείμενα, ίδια κυρίως, αλλά αυτά που θα παραθέσουμε εδώ άλλων αγαπημένων...Μακριά στο ’80-’82. Άλλα είναι χειρόγραφα, αλλά τα πιο πολλά σε γραφομηχανή που τρύπαγε το χαρτί με τίς οξείες (το πολυτονικό που λέγαμε;) Περίοδος πρώτης φάσης νέου έρωτος...που απεδείχθη τραγικά καρμικός, περίεργα κι ανυπόμονα κείμενα όπως πάντα...θα τα βάζω εμβόλιμα ανάμεσα στις συνέχειες του παραμυθιού...υπομονή με τα χούγια μου...όσοι αντέχετε να διαβάζετε...αισθήματα τριάντα και χρόνια πίσω...
“...Υπόθεση. Άτομα πού φαίνονται αληθινά αξιόλογα δίνουν την εντύπωση, ότι ανήκουν σε μιαν άλλην εποχή (εποχή του παρελθόντος ή απλά του μέλλοντος). Κανείς ασυνήθης δεν φαίνεται τελείως σύγχρονος. Οι άνθρωποι, που είναι σύγχρονοι δεν φαίνονται καθόλου. Είναι αόρατοι.
...
Η ηθικολογία είναι κληρονομιά του παρελθόντος, η ηθικολογία ορίζει την κυριαρχία του παρόντος. Κοντοστεκόμαστε. Προσεκτικοί, ειρωνικοί, απλάνευτοι. Τι δύσκολη γέφυρα έγινε αυτό το παρόν. Πόσα ταξείδια πρέπει να ξεκινήσουμε, για να μην είμαστε άδειοι και αόρατοι.”
Της Susan Sontag.
“Και η ώρα του μεγάλου μαρτυρίου δεν πρόκειται να λείψει. Γιατί πώς θα υπερβαίναμε το μαρτύριο εάν έλειπε; Όμως το α ν ο ι χ τ ό ε ί ν α ι -ανοιχτό στο θάνατο, στο μαρτύριο, στη χαρά- ανεπιφύλαχτα, το ανοιχτό και θρήσκον, οδυνηρό και ευδαίμον ε ί ν α ι, εμφανίζεται ήδη μέσα στο συγκαλυμμένο φως του: το φως αυτό είναι θείο. Και η κραυγή την οποία, με στραβωμένο στόμα, αυτό το ε ί ν α ι πνίγει ίσως, αλλά και εκφέρει, είν’ ένα θεόρατο
α λ λ η λ ο ύ ι α, χαμένο μέσα στην ατελεύτητη σιωπή”.
Του George Bataille.
δύσκολα τα πράγματα...αλλά φοβερή αίσθηση...αχ ας μπορούσα να σε ξεχνούσα...
από την κ. Γιώτα Λύδια...
κι αυτό, κι αυτό!
αμ, κι αυτό το εξαιρετικό συρτό...του είχαμε αλλάξει τα φώτα στην Άνδρο με το φορητό ηλεκτρόφωνο...μιλάμε για πάθος με δαύτο...και ήταν και ογκώδες βρε παιδί μου, καμμιά σχέση με τα σύγχρονα μέσα που τα βάζεις στο τσεπάκι σου κι ακούς όλο σου το μουσικό υλικό, όταν κάνεις ποδήλατο, ας πούμε και σου κορνάρει ο ταρίφας και δεν του δίνεις καμμιά σημασία και τον σκας!!!
Τότε πρόσεξε ένα θάμνο μισόξερο, που φωτοκοπούσε μέσα στο μισοσκόταδο γεμάτος πυγολαμπίδες και τα κλαδιά του παραληρούσαν τον καταιγισμό όλων αυτών των προτροπών...Βάλθηκε να τον περιεργάζεται, πού ήταν τόσα στόματα, πώς ξεστόμιζαν ταυτόχρονα όλες αυτές τις νουθεσίες...
Δεν έβγαζε άκρη...το σώμα του θάμνου δεν είχε ούτε ένα φύλλωμα, παρά μόνο αγκάθια. Υπέθεσε πως το χρώμα του ήταν μαύρο, αλλά πάλι και κάτι διαφορετικό να ήταν πώς να το αντιλαμβανόταν μέσ’ τη σκοτεινιά...Ήταν κάτι πολύ σκούρο πάντως...
Καλησπέρα, ψέλισε και μ’ ένα μαγικό τρόπο απαξάπασες οι φωνές σώπασαν, αυ-το-στι-γμή. Σαν να χρίστηκε μαέστρος αυτής της ιδιόρυθμης χορωδίας και με μια κοφτή κίνηση της μπακέτας της, να σίγασε όλες αυτές τις φωνές, τις άναρχες, τις απείθαρχες, τις ασυγχρόνιστες μεταξύ τους, που είχαν κυριαρχήσει στο χώρο σχεδόν εφιαλτικά, στη θέση του ερωτικού κελεύσματος, j e t e v a i s...
Έφαγε ένα σκούντηγμα στα πλευρά της απ’ το γέρο-χρόνο, που τον είχε κάπως ξεχάσει και προς στιγμήν είχε πέσει στον πειρασμό, να σταματήσει και να προσπαθήσει να αφουγκραστεί όσα λέγονταν και γίνονταν απ’ την περίεργη συντροφιά του θάμνου.
Γιατί τέτοια στην ουσία ήταν. Μια συντροφιά από αντρικές και γυναικείες φωνές, που όταν δεν καυγάδιζαν μεταξύ τους με λόγια ανείπωτα, ξεστόμιζαν νουθεσίες κοφτές και στακάτες. Καλησπέρα, ξαναείπε και τότε ο θάμνος απάντησε μονολεκτικά και ξερά, Καλησπέρα! Βαριά και τσεκουράτη φωνή...Χωρίς καμμιά επιτήδευση,
Φτηνή δράση, σκέφτηκε η Ζιμπουλιώ κι έκανε να ξύσει το κούτελό της, μια μάλλον αμήχανη κίνηση, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. Και τότε έπιασε κάτι ξερό στο χέρι της. Μα! Για κάτσε! Τι? Αναφώνησε. Ένας τζίτζικας! Τον κάθισε στην κοιλιά της παλάμης της κι έμεινε να τον κοιτά εμβρόντητη. Κι όσο να αποφασίσει τι ήταν τούτο και τι θα το έκανε...
Είμαι ο Λευτέρης, της είπε. Ο Λευτέρης; Φώναξε αυτή όλο σιχασιά και τον πέταξε πέρα. Κι αυτός έτριξε τα διάφανα φτερά του, τζί, τζί, τζί, θυμωμένα που τον πέταξε. Θρασύτατα δε, έδωσε ένα σαλτοπέταγμα κι εγκαταστάθηκε πάνω στα στήθια της Ζιμπουλιώς, φωνάζοντάς της: μην τολμήσεις κακομοίρα μου και με διώξεις, γιατί θα βρεις χοντρό μπελά.
Τον βρήκα ήδη, ξεφώνισε η Ζιμπουλιώ που δεν ήταν των εντόμων φίλη...Σήκωσε τα δάχτυλά της να τινάξει το θρασύ έντομο και ανταπάντησε με εξ ίσου έντονη κι αυστηρή φωνή: άκου Λευτέρη, δεν ξέρω τι κάνεις με τους άλλους ανθρώπους, αλλά το δικό μου το κούτελο το θέλω καθαρό. Αν πεις για το στήθος μου; Σήκω φύγε τώρα, γιατί με γαργαλάς και θα με πιάσει βήχας και θα βήχω ως τη Δευτέρα Παρουσία! Τράβα σε κανένα δέντρο να τζιτζιρίσεις...
(Όμως φίλοι πιστοί, αύριο καλύτερα, θα δούμε τι απόγινε ο Λευτέρης κι η συντροφιά του θάμνου...αλλά και η Ζιμπουλιώ, με τον γέρο-χρόνο ασφυκτικά στο κατόπιν της. Ως τότε όνειρα γλυκά και καλή Κυριακή, να είναι η αυριανή μας ξεκούραση...ίσως τα πούμε στο bike festival, αλλά, όταν συναντηθούμε, μη με ρωτήσετε τη συνέχεια...ούτε κι εγώ την ξέρω...μαζί θα την μάθουμε...ποιός θα μας την πει; Μα φυσικά η νόνα!)
Απόλαυση.
Σημ. Μη βιαστείς Καραμελένια. Όνειρο / διαβάζω και κάνω υποθέσεις (φαντάσου τώρα τι μπορεί να βάζω...). Μετά, ολόκληρο στη θέση του (λογοτεχνία μεριά).
Σημ.2 ΜΗΝ αλλάξεις το αβατάρι, σ' έφαγα.
Μελαχροινή μου κοπελιά...
black is the colour of my true love’s hair...
Aκούγονται στη σειρά της αρεσκείας σας. Τα mood είναι χαοτικά διαφορετικά. Το ίδιο όμως δυνατά...Ό,τι πρέπει για Κυριακάτικο πρωΐ; Δεν θα το’λεγα. Αλλά πάλι, what the hell...
Ακούστε Ζιμπουλιώ, αλήθεια σας λέω να μην τολμήσετε να με πετάξετε μακριά σας, είπε ο Λευτέρης, να φύγω απ' το στήθος σας δεν γίνεται, γιατί θα χαθούμε κι έχω πολλά να κάνω μαζί σας. Επιτρέψτε μου όμως, αντί εδώ στο μπούστο σας, να σταθεροποιηθώ τουλάχιστον στο πέτο σας. Ακίνητος θα είμαι. Ας υπαινιχθούμε πως είμαι καρφίτσα στο πέτο σας. Θα με χρειαστείτε, σας το ορκίζομαι, ότι θα με χρειαστείτε.
Θεέ μου, σκέφτηκε η Ζιμπουλιώ, πρέπει να κάνω αυτό που μου λέει και μ' αυτή τη σκέψη, ο καλωσυνάτος εαυτός της, παραγκώνισε τη σιχασιά κι έμεινε καθαρά στην αναγκαιότητα αυτής της σχέσης.
Αυτός ο φτερωτός Λευτέρης, ψηλός όσο ο μισός δείκτης του χεριού της, είχε δυο ανεπαίσθητες μπιλίτσες για ματάκια, πράγμα που έκανε την επικοινωνία μαζί του λίγο αόματη, μια και ήταν τρομακτικά δύσκολο να κοιτάζονται στα μάτια, όσο μιλούσαν. Κάπου-κάπου ξεμούδιαζε κάνοντας ένα σύντομο τζι-τζι-τζι...κι αυτό όμως ήταν όλο. Πολύ διακριτικός, σκέφτηκε η Ζιμπουλιώ, που είχε αρχίσει να τον συνηθίζει...
Γύρισε και τον είδε να έχει ήδη εγκατασταθεί στο πέτο της, λοξά και πολύ φυσικά, σαν κόσμημα. Λευτέρη, πρόσεξε! δεν έχω πολύ χρόνο. Ο παπούς πίσω μας, φροντίζει γι' αυτό, ψιθύρισε κι έκανε κρυφό νόημα, με τον αντίχειρα, δείχνοντας κατά τη μεριά του γέρο-χρόνου, που εκείνη τη στιγμή κοιτούσε να νύχια του, κάνοντας, όχι υπομονή ακριβώς, πώς θα μπορούσε άλλωστε, αλλά κάτι, που έμοιαζε σαν υπομονή...
Για το γέρο-χρόνο λες; είπε ο Λευτέρης. Εντάξει! Δικός μας είναι κι αυτός. Δεν το κάνει μόνο για σένα κουτή. Το κάνει γιά όλους που έρχονται να βρούν την απόλυτη ευτυχία...Αλλά πρέπει να γυρίσουμε στα συγκαλά μας...Μην χαλάσουμε τη στιγμή της επικοινωνίας σου με τις φωνές...
Αυτή η κουβέντα του έφερε τη Ζιμπουλιώ στα ουσιώδη. Γύρισε προς το θάμνο, όπου κάμποσα πνιγμένα γελάκια ακούγονταν. Σούς! λοιπόν, φώναξε,για να πάρει σαν απάντηση, όχι και σούς μαντμουαζέλ. Άκου τι λέει, χα! είπε ένας άλλος. Καλά λέει, , ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. Αφήστε την να μιλήσει! Μα τι να πει, είπε ένα γερόντιο. Έχει να πει κι αυτή;
Ω! Ω! Ω! σταματείστε! ξαναείπε η Ζιμπουλιώ και ξαφνικά όλο αυτό διέγειρε την προσοχή του γέρο-χρόνου, που ήρθε και στάθηκε πίσω της ακριβώς, κάνοντας τάπ-τάπαταπ, με τα παράξενα παπούτσια του, κάτι σαν επ! μην με ξεχνάτε. Χρονομετρώ. Τέρμα ή χασούρα της ώρας. Κάθε λεπτό είναι πολύτιμο...Κι αυτό το τάπ-τάπαταπ έκανε το θαύμα του. Μονομιάς σοβαρότης επικράτησε.
Τι ξεστομίσατε ακριβώς; ρώτησε η Ζιμπουλιώ όλες τις φωνές ταυτόχρονα. Και τότε, Ω! του θαύματος, άρχισαν μία-μία να απαντούν κι ήταν φωνές ήρεμες, σοβαρές, συγκροτημένες.
(καλή νύχτα μας γι' απόψε κι αύριο στην κανονική μας ώρα η συνέχεια...)
Καλημέρα σας!!!
Πάω κι εγώ χτες βράδυ που λέτε να συναντήσω τη νόνα, για τη συνέχεια του παραμυθιού και τι να δω; Φασκιωμένη με κομπρέσες. Αφωνία η γιαγιά! Καλά γλυκειά μου, ησύχασε! Της έκανα μια εντριβή με ρακί και λεβάντα, άναψε η γυναίκα, κουκουλώθηκε και έφυγα...
Όμως μια άλλη ιστοριούλα θα σας αφηγηθώ, που κράτησε μια ολόκληρη μέρα, απ’ την Κυριακή το μεσημεράκι στο bike festival, όπου γνώρισα τους ακατονόμαστους διαχειριστές, ή τουλάχιστον κάποιους απ’ αυτούς που δεν γνώριζα...πολύ ωραίο το στάντ των ποδηλατ-ισσ-ών, που μας φιλοξενούν με στοργή εδώ πέρα...το άλλο, πολύ πανηγύρι για τα γούστα μου, πλην η γκατζετική μου μανία ικανοποιήθηκε, εντοπίζοντας, τι άλλο εκτός από έναν εκπληκτικό designer ειδών μεταφοράς αντικειμένων για ποδήλατα πάσης φύσεως. Πολύ καλά μελετημένα αντικείμενα και αισθητικά κι εργονομικά, από καμβά αδιαβροχοποιημένο και δέρμα...
Ε, μετά σηκώθηκα και πήρα των ομματιών μου και ομολογουμένως μέχρι την επομένη αργά το μεσημέρι, άπλυτη, με γεύματα φουρνικής προέλευσης, στο πόδι, περιπλανήθηκα απ’ τον Πειραιά ως την άλλη πλευρά της παραλίας, κανονική αλητεία δηλαδή, σε διάφορες φάσεις κι όχι μονομιάς, μη χορταίνοντας το κρύο (τραγουδώντας “κρύο, κρύο, καιρός για δύο!)), ντυμένη σαν σε κατακαλόκαιρο (οπότε, ναι! τώρα, ο λαιμός μου καρφάκια...και μπόλικες καραμέλες και ζεστά συνεχόμενα...),
για να κάνω ένα πέρασμα σε φιλικό σπίτι κατά τις 9.00 το βράδυ (οι πόρτα μας πάντα ανοιχτή σε σας μεγαλειοτάτη...και το κρεβάτι σας, σας περιμένει πάντα...) έριξα το σώμα μου σ’ έναν απ’ τους καναπέδες και κοιμήθηκα λίγες ωρίτσες (Μία με πέντε το πρωΐ), με τρεις υπέργηρες γάτες να χαιδολογάνε με το γουναρικό τους τις πατούσες μου...(δεν υπήρχε πιο τέλεια!!!)... Οφείλω να τις ευχαριστήσω ονομαστικά και ιδιαίτερα την κάθε μια, δηλαδή την Ψευτο-Σού, την δίδυμη αδελφή της το Γουνερό και την άλλη τη Λίλα!
Στις πέντε ξυπνήσαμε όλοι, γάτες κι άνθρωποι και φτιάξαμε ένα γαργαντουϊκό πρωϊνό καφέδο-τσάι-γάλα τα οποία ήπιαμε τελετουργικά στη βεράντα του μεγάλου, καταπράσινου και γεμάτου σκνίπες κήπου, διαβάζοντας τα ο τέμπορα ο μόρες των εφημερίδων στο διαδίκτυο...
Μετά ξεχύθηκα πάλι στις θάλασσες για κάμποση ώρα, ώσπου να με καλέσει το καθήκον, που δεν θα το ονοματίσω...αλλά κι αυτό πέρα το έβγαλα, με τον καρβουνιάρη κοτσωνάτο...φουριόζο και στα καλύτερά του τέλος πάντων...κι εχτές έπεσα timber όπως λέει και η Ώντρεϋ Χέηπμπορν στο Πρωϊνό στο Τίφανυς.
Απ’ τους καλύτερους ύπνους των τελευταίων μηνών...
Από την Φθινοπωρινή Αίγινα...
αλλά και το ανοιχτό στόμα του Σαρωνικού...
στη θαλπωρή της Ψευτο-Σού...και της οικογένειάς της...την ώρα που σας μεταφέρω στην 11η συνέχεια του παραμυθιού μας...βράδυ Κυριακής...αγκαλιά με το συγγραφικό εργαλείο στο μισοσκόταδο. Την φωτογραφία έχει τραβήξει η δίδυμη αδελφή της Ψευτο-Σου, το Γουνερό...(καλά μη γελάτε βρε!)...
Ζητώ συγνώμη απ’ τους άϋπνους για την ασυνέχεια...αλλά κάπου-κάπου πρέπει να πέρνουμε ανάσες ανάμεσα σ’ αυτό και σ’ εκείνο...που θα μας κάνουν πιο δυνατούς...
Αφού άκουσε λοιπόν όλες τις φωνές η Ζιμπουλιώ, ξεκίνησε να πάει να βρει αυτόν τον Βράχο της υπομονής, όπως της τον παρουσίασε η βραχνή φωνή μιας γερόντισσας.
Να σου πω, μικρή μου, για τον βράχο της υπομονής, της είχε πει. Βρίσκεται δυό ναυτικά μίλια μακριά από δω. Είχε παραξενευτεί η Ζιμπουλιώ με το αλλόκοτο μετρικό σύστημα των ναυτικών μιλίων, ενώ πουθενά εκεί γύρω δεν πάφλαζε το κύμα, ή δεν αχούσε θαλάσσιος πόντος...
Πολύς δρόμος για τα ποδαράκια σου. Μη μου απαντήσεις, μη βιαστείς να το κάνεις...Ξέρω ότι περπάτησες πολύ περισσότερο για να φτάσεις ως εδώ...πάει καλά! Όμως τούτη η διαδρομή δεν είναι του συνηθισμένου κόσμου. Έχει πολλές παραξενιές, όσες δεν φτάνει ο νους σου...της είχε πει...
Μα κυρία, με τα ποδαράκια μου στη θάλασσα; την είχε ρωτήσει, όσο πιο ευγενικά γινόταν, για να μην φανεί, ότι την αμφισβητούσε και μπορούσε ο θιγμένος εγωισμός της, να δημιουργήσει απόσταση κι επιθετική διάθεση ακόμα...
(κι αν όλα κατ’ ευχήν, αύριο θα μάθουμε τη συνέχεια...)
Μα όχι κουτό, της είχε απαντήσει...Με τα ποδαράκια σου στη στεριά φυσικά, χαχαχαχαχααά!
Και να λοιπόν κοντά στο χάραμα κι όταν το γαλαζωπό φως του λυκαυγούς έβαψε μαβιά όλα τριγύρω, εκεί φάνηκε το άρμα της Ηούς, ενώ μύρια είδη πουλιών άρχισαν ένα εκκωφαντικό τραγούδι κι απ’ τα ράμφη τους έραιναν όλα γύρω με αδαμάντινα διάφανες δροσοσταλίδες...
Τάχασε η Ζιμπουλιώ, γιατί ό,τι κι αν της είχε παρουσιάσει η φωνή, αυτή η έκκρηξη χαράς ξεπερνούσε κάθε προσδοκία...Όταν η Ηώ και τα πουλιά προετοίμασαν τον ερχομό του Ήλιου, τότε ακριβώς κι ούτε λεπτό πάνω ή κάτω, ο Πύρινος Δίσκος του άρχισε να εγείρεται από κεί που έσμιγε Ουρανός και Γη...
Και καθώς ο Ήλιος αναδυόταν κάτω απ’ τα βάθη της Γης και προς τον Ουρανό, τότε μια δοξαστική μουσική άστραψε και βρόντηξε http://youtu.be/uB9nCSWYAnE, και μοίρασε στην πλάση τη συμπαντική της δύναμη, όμοια με τη δύναμη της έγερσης χίλιων ήλιων…
Και μέσα σ’ αυτή την πανδαισία του φωτός και του ήχου, άξαφνα πίδακες νερού, απρόσμενου ύψους ορθώθηκαν και η κοιλάδα με την άγρια φύση, ίσα που πρόλαβε να αποκαλυφθεί στη μέγιστη ακμάδα της στις αισθήσεις της Ζιμπουλιώς.
Όσο το λέμε, σκεπάστηκε από νερό, αβαθές και κρυστάλλινο νερό, που κόχλασε για λίγα λεπτά απ’ την αναταραχή της πτώσης του στο έδαφος, για να γίνει έπειτα μπρος στα ορθάνοιχτα μάτια της Ζιμπουλιώς, μια τεράστια ακύμαντη λίμνη.
Πάνω στην διάφανη επιφάνειά της, που η ακινησία του αέρα, την άφηνε ακύμαντη σαν γυαλί, η Ζιμπουλιώ άρχισε να βαδίζει, καταρρίπτοντας όσα αναφέρονταν κι αφορούσαν στούς νόμους της βαρύτητας, κατά πώς την είχε συμβουλέψει η φωνή της γερόντισσας.
Κι εκεί κατάλαβε τον χρησμό σχεδόν ακέραιο. Ότι δηλαδή θα βάδιζε με τα γυμνά της πόδια, πάνω στην σχεδόν γυάλινη επιφάνεια μιας αλλόκοτης βιτρίνας, που μέσα της κυριολεκτικά εγκλώβιζε την άλλοτε άγρια πλούσια κι ατίθαση φύση μιας τεράστιας κοιλάδας... γη, νερό και η χαρούμενη κοπέλλα ένα...
Κάτι σαν Μνημόσυνο, για πράγματα νεκρά και συγχωρεμένα...
9 Μάρτη 1981.
Παρών, κάθε στιγμή,
ν᾽ἀγγιδώνεις τὸ εἶναι μου.
Εἶμαι σὲ μιὰ ἀδιάκοπη μάχη,
μιὰ ἀδιάκοπη ἄρνηση
τῶν πόθων μου.
Κόντρα σὲ μένα τὴν ἴδια,
μὴ τολμώντας νὰ ὀμολογήσω
τίποτα,
παρὰ αὐτό ποὺ ἔχω
κι αὐτό μέσα στὴ σκιὰ σου.
Τὴ βαριὰ πιεστική σκιὰ
τοῦ ἴδιου μου τοῦ ἐαυτοῦ.
Ἀρνήθηκες τὴ θέση σου, μὰ
τὴν κρατᾶς ἀκόμα,
μ᾽ἐκεῖνον τὸν ἀφόρητα πεισματικό τρόπο
κι ἐγώ τὸν πολεμῶ.
Κοιτῶ τὶς γραμμές ποὺ χάραξες μέσα μου.
Τρομάζω.
Θέλει τόλμη
ἡ δεύτερη φορὰ.
Ἡ ἱκανότητά σου νὰ ξεχνᾶς μ᾽εὐκολία.
Νὰ διαγράφεις μ᾽εὐκολία.
Ἡ τρίτη;
(κι αν όλα κατ’ ευχήν, απόψε θα μάθουμε τη συνέχεια...)
Τοῦ Εὐγένιου Ἀρανίτση, ἀπὸ τὴ συλλογή του, Ξενοδοχεῖο τῶν ντελικάτων ἐραστῶν.
Τὶς νύχτες τοῦ καλοκαιριοῦ οἱ κλέφτες τῆς χώρας μου προσεύχονται καὶ λένε:
Κοιμηθεῖτε ὤ στέγες πού τρίζετε καί κλειδαριές
Πού δέν σᾶς ἄγγιξε βέβηλο χέρι
Κοιμηθεῖτε ὤ μερμύγκια κι ὀρφανά τριζόνια
Κι εὐλύγιστες σκιές πού συμβουλεύετε τούς ἐρωτευμένους
Κι ἐσεῖς μάταιες γάτες μέ τό βελοῦδο στό πέλμα σας, κοιμηθεῖτε.
Ἡσυχᾶστε ὤ ἄνεμοι καί μουρμουρητά τοῦ γήινου πάθους
Καί γαυγίσματα τῶν σκυλιῶν πού δέν γνώρισαν μάνα
Ὤ ὕπνε τῆς κόρης τοῦ κηπουροῦ
Πάψε νά λές τά μυστικά σου μέσα στόν ὕπνο του γιού τοῦ ψαρᾶ
Εὐγενικοί ἀρουραῖοι σταματεῖστε τό εὔθυμο γεύμα σας
Μέ τίς μασέλες σας πού τραγουδᾶνε ἀμέριμνα
Καί σεῖς ἀνώνυμοι σκαραβαῖοι κοιμηθεῖτε πάνω στά φύλλα τῆς φοινικιᾶς
Καί πάνω στό ἀρωματικό ξύλο σαντάλ.
Ὤ πνεύματα τῶν πηγαδιῶν καί τῶν κήπων σωπᾶστε,
Κοιμηθεῖτε ὤ κορίτσια τῶν πλουσίων σά ζωγραφιές μέσα στό μαλακό σκοτάδι
Γιατί ἡ δουλειά τοῦ κλέφτη γίνεται δύσκολα
Κι ὁ χειμώνας πλησιάζει
Ὅταν οἱ πιό ἀνυπάκουες φωνές σωπάσουν
Κι ὅλα σταθοῦν ἀκίνητα μές στούς καθρέφτες
Ἁπαλά θά γλυστρήσει τό χέρι τοῦ κλέφτη
Στά ντουλάπια τῆς κουζίνας σας καί στά συρτάρια τῶν σαλονιῶν σας
Καί μέσα στό πορτοφόλι τοῦ κυρίου καί μέσα στίς καλτσοδέτες τῆς καμαριέρας
Καί μές στο ἡμερολόγιο τῆς κόρης σας μέ τούς ξεραμένους πανσέδες
Καί μέσα στό παντελόνι τοῦ ἐξυπνώτερου γιοῦ σας
Ἁπαλά θά γλυστρήσει τό χέρι τοῦ κλέφτη γιά τήν ἀγάπη τοῦ μεροκάματου.
Ὁ σκοτεινός μπάτσος μέ τίς τετράγωνες ὠμοπλάτες κι ὁ πονηρός δικαστής
Κάνουν πώς δέν τό ξέρουν, ὅμως ὀ κλέφτης
Στ᾽ἀλήθεια ἔχει νά θρέψει γυναίκα και παιδιά
Οἱ εὔκολες μέρες κρατᾶνε λίγο καί ὁ χειμώνας
Δέ θ᾽ἀργήσει νά δείξει τά δόντια του.
Διάβαινε έτσι μυτοπερπατώντας, ανάλαφρη και συγκινημένη, θωρώντας εκστατική όλα τα κάτωθέ της. Όλα τα πλάσματα της κοιλάδας μαζί με τα πλούσια φυτά της, να διαβιούν μυστηριακά κι ανενόχλητα, κάτω απ᾽την υδάτινη τζαμαρία, που τα προστάτευε.
Ο χρόνος, πίσω της, ακολουθούσε σιγοσφυρίζοντας και ταπ-ταπάροντας, αλλά και το λυσαλέο μερικές φορές τζι-τζι-τζί του Λευτέρη, που είχε καρφιτσωθεί κυριολεκτικά και μόνιμα πια στο πέτο της, κάθε τόσο της υπενθύμιζε, σαν σημειωματάριο, τα λόγια των φωνών. Ναι. Τα είχε αποστηθίσει ο αθεόφοβος ανάμεσα στα χαριεντίσματά του...
Διάβηκε τα δυό ναυτικά μίλια γοργά κι απρόσκοπτα. Και τότε έφτασε στην αντίπερα όχθη, μιά όχθη σαν σε τροπικό νησί, όπου η αμμουδιά της ήταν βαθιά και ηλιοκαμμένη κι η άμμος ανάλαφρη σαν σε κλεψύδρα, ενώ στο βάθος της ξεκινούσε το πυκνό δάσος.
Εκεί στην αμμουδιά, ένας κοντούλης μαυριδερός κι ατίθασος άντρας στεκόταν ημίγυμνος, με τα πόδια βυθισμένα ως τη γάμπα μέσα στην άμμο και την περίμενε. Να, ο Λύσανδρος! φώναξε ενθουσιασμένος ο Λευτέρης, τζι-τζι-τζί.
Την είχε προειδοποιήσει η φωνή της βραχνής γερόντισσας, πως ο δρόμος της θα είχε πολλές παραξενιές, που ο νους της δεν θα έβαζε. Θα προσπαθήσω να σου πω όσες έχουν φτάσει στ’ αυτιά μου απ’ τους επιζήσαντες αυτής της δοκιμασίας...της είχε πει.
Κάποια στιγμή, δεν ξέρω ποιά, θα σου φανερωθεί ο Λύσανδρος. Αυτός είναι φίλος και η δουλειά του είναι να βοηθάει τον δοκιμαζόμενο, να εύρει τις καλύτερες δυνατές λύσεις στα προβλήματά του. Βγάλε ένα μπισκοτάκι απ᾽το σάκο σου κι ακούμπα το στο απλωμένο χέρι του. Έχει τη μανία να ζητιανεύει γλυκούδια...Θα το εκτιμήσει που τον σκέφτηκες να τον φιλέψεις...
Μην αμελήσεις επίσης να τον κοιτάς στα μάτια όσο σου μιλεί. Το βλέμμα του έχει το χάρισμα να μεταδίδει κουράγιο στον συνομιλητή του. Θάρρος επίσης. Τόλμη να το πω καλύτερα; Αυτός θα σε οδηγήσει στο Βράχο. Όμως στη διαδρομή, που δεν είναι μεγάλη, αλλά πολύ σύντομη, τυχαίνουν διάφορα παράδοξα. Ο Λύσανδρος θα σε βοηθήσει να τα αποδεχτείς, να συμφιλιωθείς και να συμπορευθείς μ᾽αυτά...
Κι ο βράχος παράξενος είναι, πρέπει να το ξέρεις και καλό θα είναι να μην φτάσεις στα πόδια του κουρασμένη, γιατί είναι σίγουρο, πως δεν θα σε στέρξει τίποτα και κανείς, όταν θα δοκιμάζεσαι, για να μπορέσεις να τον σηκώσεις και να τον μετακινήσεις.
Ναι. Θα δοκιμαστείς, χωρί ίχνος βοήθειας. Σε κανέναν δεν δίδεται το χάρισμα να μπορέσει να σηκώσει το Βράχο της Υπομονής, σαν τέτοιος που είναι, αγόγγυστα κι ακοπίαστα, χωρίς δοκιμασία.
Μην ξεχνάς πως πρέπει να τον πάρεις μαζί σου και να τον εναποθέσεις κάπου μετά τη Μεγάλη Στροφή. Τι Μεγάλη Στροφή; είχε ρωτήσει η Ζιμπουλιώ. Ποιά Μεγάλη Στροφή; Είναι εκεί που θα πισωγυρίσεις, για να ξαναδιαβείς τα δυο ναυτικά μίλια ανάποδα και σε σχήμα μικρού ᾽ν᾽ , απάντησε η φωνή της βραχνής γερόντισσας.
Από᾽κει...έκανε να συνεχίσει από κεκτημένη ταχύτητα, αλλά ξάφνου... Σταμάτα! την είχε διακόψει η φωνή του Καστράτου τραγουδιστή, με μελωδικό τρόπο, τώρα ήρθε η σειρά μου...να της πω...
...αλλά κι αύριο μέρα είναι για τη συνέχεια φίλοι, καλό ξημέρωμα!
με συντροφιά αυτό το άσμα Καστράτου
Η άρια Κάρα Σπόζα του Χέντελ είναι π᾽ακούγεται στο πιο πάνω φινάλε της συνέχειας του Παραμυθιού μας. Πρόκειται για σκηνή της ταινίας αφιερωμένης στον Φαρινέλλι, διάσημο Καστράτο του 18ου αιώνα. Η άρια προέρχεται απ᾽την Όπερα Ρινάλντο, που γράφτηκε στα 1711. Μια μετάφραση ή απόπειρα μετάφρασης του λιμπρέτου της λέει περίπου:
Αγαπημένo ταίρι (στην ουσία σύζυγε, αλλά προτιμώ το ταίρι),
φίλτατη καρδιά,
Πού είσαι;
Γύρισε σ᾽αυτόν που κλαίει.
Ω, ένοχα πνεύματα του Ερέβους κάτω απ᾽τoν Άδη,
με πρόσωπο όλο οργή,
σας προκαλώ!
Πρωτοχρονιά 1981.
Τα δύσκολα χρόνια που έρχονται
να τα διαβούμε με το βαρύ βήμα της επίγνωσης,
κρατώντας ο ένας τον άλλον,
αλληλοφυλαγόμενοι,
έτσι που να μην χαθούμε.
Να μείνουμε αισθαντικοί κι ωραίοι.
Όμνυμι!
Απ᾽το αρχείο της παλιάς κούτας...ένα ακόμα μνημόσυνο...
Ας μη βιαζόμαστε όμως με μελλοντικές ενέργειες, ενώ τρέχει ετούτη εδώ. Όλα στην ώρα τους. Ας γυρίσουμε στην αντίπερα όχθη, όπου ο Λύσανδρος υποδέχεται την Ζιμπουλιώ και τη συντροφιά της...
Μωρέ, καλώς τους! Φώναξε ο Λύσανδρος. Καλώς τους κι ένα ξύλο δός τους! τ᾽ακούει αυτό η Ζιμπουλιώ, τρομάζει. Κοκκινίζουν τα μαγουλάκια της, γεμάτη αναστάτωση, αλλά δεν χάνει την ψυχραιμία της. Καλημέρα σας κύριε Λύσανδρε! του είπε, όσο πιο γλυκά μπορούσε.
Ζιμπουλιώ και κυρ-χρόνε και Λευτεράκη, μη χασομεράμε με ρεβεράντζες, αγκαλίτσες και φιλάκια...
Άντε, άντε, κάντε γρήγορα. Εσύ κυρά μου, έλα να σου σκουπίσω τις πατουσίτσες σου, να βάλεις τα πασουμάκια σου, γιατί εδώ είναι κακοτράχαλα και δεν θέλουμε να πληγιάσεις. Έτσι;
Έμοιαζε λίγο απότομος ο Λύσανδρος, αλλά μέσα της η Ζιμπουλιώ το είδε τελικά περισσότερο σαν έγνοια, παρά σαν κακοβουλία. Άπλωσε ντροπαλά τα ποδαράκια της κι εκείνος με μια χνουδωτή πετσέτα βάλθηκε να της τα σκουπίζει προσεκτικά, τρυφερά σαν σε μωρό θα έλεγε κανείς. Αυτός ο αγριάνθρωπος στην όψη, δεν ήταν παρά ένα σμάρι τρυφεράδας και φροντίδας.
Κι όταν ταχτοποιήθηκαν κι ήταν έτοιμοι, τους μοίρασε από τρία συκαλάκια φρεσκοκομμένα απ᾽το δέντρο κι άρχισαν να πορεύονται προς τον Βράχο...
Διέσχισαν την πρώτη συστάδα των δέντρων του πυκνού δάσους κι όταν την προσπέρασαν δέχτηκαν έναν καταιγισμό ανθοβολής.
Έρχονταν ολόκληρα άνθη, αλλά και πέταλλα πάσης φύσεως κατά πάνω τους με ορμή. Σαν κάποιοι να ήθελαν να τους σκοτώσουν με άνθη...Αρπάξτε όσα πιο πολλά μπορείτε, τους φώναξε ο Λύσανδρος. Όλοι σας, κατά τις δυνάμεις σας...
Κι εγώ; Τσίριξε ο Λευτέρης, τζι-τζι-τζί! Κι εσύ Λευτέρη! γιατί τι είσαι εσύ; απάντησε επιτακτικά ο Λύσανδρος, άπαπά! Τεμπέλη! έπιασες το πέτο της κοπέλλας κι έκατσες εκεί ασάλευτος, κύριε τζιτζιφιόγκε! Α, δεν θα τσακωθώ μαζί σου τώρα, φώναξε συγχισμένος ο Λευτέρης, υπάκουσε όμως και τσίμπησε καναδυό πέταλλα από αγιόκλημα.
Όμως, αυτά για την ώρα! αύριο τα σπουδαιότερα με τον Βράχο της Υπομονής...
Αφιερωμένο σ᾽όσους προσπαθούν να οριοθετήσουν το κάτι τι τους...μια και η προσπάθειά μας εδώ πλανιέται αυτές τις μέρες ανάμεσα σε νήματα με συζητήσεις τέτοιας οριοθέτησης...
Αρχίζω να έχω ένα πνιγηρό αίσθημα...
Για όσους έχουν το ίδιο αίσθημα, διαβάζοντας όσα γράφονται κι επιμένουν να γράφονται, ας αφιερώσουμε τούτο το ποίημα...
Ένα απ᾽τα Πρώϊμα Ποιήματα του Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε, μεταφρασμένο όμορφα απ᾽τον Άρη Δικταίο.
Πολύ τρομάζω μπρός στόν λόγο τῶν ἀνθρώπων.
Τόσο ἡ ὀμιλία τους εἶναι πειστική;
κι αὐτό λέγεται σκύλος, σπίτι τοῦτο, κι᾽ὅσο
γιά τήν ἀρχή, εἶναι ἐδῶ. Τό τέλος εἶναι ἐκεῖ.
Μέ τρομάζει ἡ αἴσθησή τους, μέ τή χλεύη
τό παιχνίδι τους, ὅλα τά ξέρουν: τί θά γίνει, κι᾽αὐτό
πού ἔγινε κιόλας. Βουνό κανένα δέν τούς εἶναι θαυμαστό.
Ὁ κῆπος τους κι᾽ὁ πλούτος τους μέ τό Θεό, ἀκριβῶς, συνορεύει.
Θέλω να συμβουλέψω, νά ἐμποδίσω: μένετε μακρυά.
Να τραγουδοῦν τά πράγματα ἀγροικῶ μέ χαρά τόση!
Ἀγγίξετέ τα: εἶναι ἀκίνητα, μένουνε βουβά...
Μοῦ τά ἔχετε ὅλα τά πράγματα σκοτώσει.
Θα μας χρειαστούν αυτά τα άνθη και τα πέταλα. Αυτή είναι η τροφή της Μερόπης. Μα, ναι, η Μερόπη, αναφώνησε η Ζιμπουλιώ, κάνοντας πως ξέρει, αλλά μη ξέροντας ποιά ήταν η Μερόπη, αφού γι᾽αυτήν η φωνή δεν είχε πει τίποτα. Και τι κάνει η κυρία Μερόπη, κύριε Λύσανδρέ μου;
Βρε, η Μερόπη τι κάνει; είπε αυτός στην ουσία υπεκφεύγοντας, γιατί άρχισε να καταλαβαίνει, πως η Ζιμπουλιώ δεν ήξερε, τι ήταν η Μερόπη. Δεν πρέπει, να σου πω για τη Μερόπη, τι είναι και τι κάνει, καλή μου Ζιμπουλιώ...Ας φύγουμε όμως τώρα, τους προέτρεψε κι άρχισαν να προχωρούν στο δάσος, που όσο προχωρούσαν τόσο πύκνωνε κι εκεί που θαρρούσες, δεν θα μπορούσαν ν᾽ αναπνεύσουν απ᾽τα πολλά φυλλώματα, που έκρυβαν τον ήλιο και τον αέρα κι απέπνεαν έντονη χλωροφύλλη παντού...
Να! ο πολυπόθητος τύμβος. Μέσα του κοιμόντουσαν τα νεκρά πουλιά του δάσους. Κι επάνω του, ο Βράχος. Ξαπλωμένος. Με τα μάτια κλειστά και τα χέρια του σταυρωμένα στη μεγάλη του κοιλιά...κι η ανασεμιά του, αντάξια βαριά και ρυθμική, έθετε όλα γύρω του σε μικρό κραδασμό, όπως οι κρούσεις σε μικρό τύμπανο κρατάνε το ρυθμό στον επί τόπου ακίνητο βηματισμό, μιας πομπής μολυβένιων στρατιωτών...
Είχε ένα καφέ σκούρο χρώμα και στις σχισμές και τις αναδιπλώσεις του τεράστιου κορμιού του φύτρωναν βρύα και μούσκλια και λειχήνες, καθώς τον έλουζε ο ίδρωτας της πλάσης. Ήταν ο πιο εκφραστικός βράχος που είχε δει η Ζιμπουλιώ στη ζωή της. Μόλις η πέτρα τους πήρε είδηση, έδωσε πανικόβλητος ένα σάλτο και σηκώθηκε ολόρθος και περήφανος κι επιβλητικός, όπως το καθήκον του επέβαλε.
Κοίταξε τη Ζιμπουλιώ βουβός και με μισόκλειστα μάτια, για να μην φανερωθεί η οξεία ματιά του και την τρομάξει. Ήταν σίγουρος πως το κορίτσι δεν είχε παρατηρήσει μέσα σ᾽όλα όσα ήταν πάνω στην επιφάνειά του, ότι είχε μάτια, στόμα, αυτιά, χέρια και καθόλου πόδια. Απ᾽τη μέση και κάτω ήταν μια τετράπαχη, ογκώδης μαλλιαρή πέτρα.
Η αλήθεια είναι πως η Ζιμπουλιώ δεν κοίταξε προσεκτικά. Έκανε όπως της είπε η ανάγκη της. Αυτό το πράγμα θα το σήκωνε. Πήγε λοιπόν κοντά του και χωρίς καν να το σκεφτεί, αγκάλιασε το εύρος του με δέος. Το σωματάκι της έγινε ένα με το δικό του, το προσωπάκι της μόρφασε, αντιμετωπίζοντας την απόλυτη ακινησία και πάνω που ετοιμαζόταν να βάλει τα κλάμματα από απελπισία, τότε ακριβώς ακούστηκε μια βαρύτονη, βροντώδης φωνή.
ΕΕΕΕΕΕ! Σιγά κορίτσι, θα με σκάσεις. Τι σ᾽έπιασε...μπα σε καλό σου! ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΕΤΕ! Δεν είδες την πινακίδα;;;Εργασίες σε εξέλιξη! Τώρα τρώγω για να είμαι παχύς-παχύς, όταν θα με σηκώσεις. Τη φόβισε με την ψευτιά αυτή. Πώς θα σήκωνε τον βράχο της υπομονής, μια σταλιά αυτή, ολόκληρο και τέτοιο βράχο; Συγνώμη, του ψιθύρισε, ήθελα να δω, πώς θα σας σηκώσω. Μη βιάζεσαι παιδίσκη! Δεν είμαι παιδίσκη. Είπε η Ζιμπουλιώ. Το Μάρτιο έγινα είκοσι!
Χαχαχαχαχααααά! Γέλασε ο βράχος κι έτριξε η γη! Εγώ πού είμαι τριών εκατομυρίων χρόνων, τι είμαι; Κι εσύ είσαι είκοσι και δεν είσαι παιδίσκη; Τι είσαι τότε αφελές κοράσιον; Κοπέλλα κύριε. Κι όσο λέγανε όλα αυτά οι δυό τους, πίσω απ᾽το Βράχο ξεπρόβαλε ένα τεράστιο καταπράσινο κεφάλι με δυό κεραίες μαυριδερές.
Ένα τριχωτό Μ εξείχε στο κούτελό του, ενώ τα δυό μπιρμπιλωτά μάτια του περιστρέφονταν σαν γυροσκόπια ασταμάτητα προς όλες τις κατευθύνσεις. Το στόμα του ήταν χαμένο κάτω από ένα χνούδι κάπως αγριωπό και ήταν σουφρωμένο στόμα. Όχι γενναιόδωρο στο συναίσθημά του. Γύρισε ο Βράχος και το κοίταξε, καθώς το πλάσμα είχε κολλήσει πάνω του, του είχε βυζώσει απόλυτα απ᾽τα πλάγια.
Καλώς τη Μερόπη, είπε γαλαντόμος στην έκφρασή του ο Βράχος, ω!χό!χό! με γαργαλάνε τα χνούδια σου βρε! Τράβα πιο κει, μην ντρέπεσαι, η Ζιμπουλιώ μας είναι! Και τότε το πλάσμα ξεπρόβαλε αργά και λικνιστικά ολόκληρο και όλοι τους είδαν το κορμί μιας θεόχοντρης, αφύσικα τεράστιας κάμπιας. Κι αυτή ήταν η Μερόπη!
...Όμως καλό μας ξημέρωμα και με το καλό αύριο πάλι η συνέχεια...
ΘΩΠΕΙΑ...
Ἡ μάνα μου ἔχει τίς αἰσθήσεις της, ὅταν γεννά.
Βρίσκω τό μωρό πάνω στήν κοιλιά της νά στριφογυρίζει,
κάθυγρο καί κόκκινο.
Θέλω νἆναι κορίτσι,
ἀλλά ἐκείνη λέει, θα ἤμουν τόσο χαρούμενη ἄν ἦταν ἀγόρι.
Φτιάχνω χαμομήλι γι᾽αὐτήν, καλό, ζεστό.
Ζυγιάζοντας τό παιδί πάνω στήν ἀνοιχτή παλάμη μου,
τραγουδῶ ἕνα νανούρισμα, μωρό, μωρό εἶσαι τόσο χαρούμενο.
Πῶς ἔχει ἀλλάξει τό παιδί.
Τα μαλλιά του εἶναι κόκκινα, ἐνῶ ἦταν ξανθά,
τά μάτια του εἶναι καστανά, ενῶ ἦταν γκρίζα.
Τώρα γυρίζει.
Πέφτει και κυλιέται σάν μιά μαλακή δεκάρα.
Τό μωρό μένει ακίνητο σέ τέλεια ευθεἰα,
ἀλλά ὅταν ανοίγει τό στόμα του,
μέρος τῆς γλώσσας του ἔχει χαθεῖ.
Ἁπλά δέν εἶναι ἐκεῖ.
Ὤ, πονᾶ;
ρωτῶ καί γλυστρῶ διερευνητικά τἠ γλώσσα μου στό θόλο τοῦ στόματός μου.
Ὄχι. Νομίζω δέν πονᾶ, τουλάχιστον δέν πονᾶ.
...γραμμένο το 1979 από την κόρη, με θυμό, αφού η μάνα έχει παρέμβει κι έχει προκαλέσει τη διάλυση ενός έρωτα της κόρης...
...που η χώρα βρωμάει από τα γνωστά, να μην τα λέω κι εδώ...που οι απόηχοι ήδη έχουν αναλυθεί και συζητηθεί αλλού, την ίδια στιγμή γίνηκε αυτό στο λιμάνι και βλακωδώς το έχασα.
ΤΟ ΒΑΛΣ ΤΩΝ ΚΑΡΑΒΙΩΝ...
Όσο το βλέπω τόσο γοητεύομαι. Ξεπερνάει άλλη εμπειρία μου, όπου Χριστούγεννα στην αγορά του Covent Garden τραγουδιστές της Ὀπερας έχουν συναυλίες με άριες κάθε μέρα για μία εβδομάδα, όπου όλοι οι θεατές δίνουν ό,τι χρήματα μπορούν για φιλανθρωπικούς σκοπούς...Εδώ νιώθω υπέροχα στην ιδέα, όπου οι ταξιδιώτες φτάνουν κι ευρίσκονται μπροστά σ᾽αυτή την υπέροχη σκηνή. Κι έτσι δικαιώνεται ο ρόλος της τέχνης, όταν βγαίνει απ᾽τις κλειστές πόρτες έξω στην καθημερινή ζωή...Πολύ περισσότερο στον τόπο μας μ᾽αυτό το ωραίο κλίμα...στη γλύκα αυτών των ωραίων φθινοπωρινών απογευμάτων...τέλεια...μια ανοιχτόχρωμη πινελιά μεσα στο κλίμα του ζόφου που βιώνουμε...
Ψηλά τα κεφάλια και τα κέφια κατακόρυφα όρθια φίλοι!
~~~
Υποκλίνομαι.
Σημ. Απ' τα ξημερώματα παίζει ασταμάτητα
Δωρε Βαγγελιω!!!
Για παρτυ σου ριχνω και ζεμπεκιες!!!
Παναγιά μου!
Ηλία, ρίχτο!
Όχι αυτός, όχι κι εγώ!
Με παίζεις στη ρουλέτα και με χάνεις...
Νίκο, σκυλάδικο Σαββάτο...
Μες στις υπόγειες στοές...
σαν απόκληρος στην κακούργα ξενητειά...
Αιβαλιώτικο...
πολίτικο...
Άθήνα, 19 Μάρτη 1982.
Εἶναι λοιπόν τώρα ξανά σάν ἐκείνη την παλιά στιγμή, ὅταν ἔφηβη ἀκόμα, ζώντας τή νόρμα της σιωπής, πού μᾶς ἐπέβαλλαν τά μοναχικά χρόνια τοῦ ᾽67, κατάφευγα στή ζωογόνα συνομιλία μ᾽ἕνα χαρτί κι ἕνα μολύβι. Ὅ,τι ἔγραψα τότε τό᾽σκισα κάποια μέρα αἰσιόδοξη του ᾽76, πού ἡ πίκρα του με φόβισε. Τί ἔχω νά πῶ ἀραγε ἔκτοτε;
Δέν εἶμαι ἐγώ καί εἶμαι μόνο ἐγώ, μεταλλαγμένη, ὅπως τά βιολογικά εἴδη ἀλλάζουν τίς ἰδιότητές τους ἤ ἀποκτοῦν νέες, γιά νά ἐπιβιώσουν μέσα στή διαχρονική ἀλλαγή τῶν συνθηκῶν, πού τά γεννοῦν καί τά κρατᾶνε στή ζωή.
Εἶναι τώρα πού βαδίζω σιγανά και σίγουρα σ᾽ἕνα βίο χωρίς μύθους -πῶς θά μποροῦσα νά τούς κρατήσω άλλωστε;- μέ μιά ἀέναη προσπάθεια νά κοιτῶ τά ἐμά καί τά γύρω μου ὥς εἷναι, νά πονῶ, νά χαίρομαι, νά παθαίνω. Δέν ξέρω τά ὅριά μου. Εἶμαι παντοῦ καί πουθενά, φανερή καί ἀφανής, μιγάς καί ἀμιγής. Ἡ μάνα μου, ἡ γιαγιά μου, οἱ προγόνισσές τους, νῦν καί αεί. Δέν ἔχει πιά κανένα νόημα νά ἐπιμένω νά αποχωρίζομαι ἀπ᾽αὐτές. Δέν ἔχει νόημα νά ἀποκηρύσσω τήν ἴδια τήν ἱστορία μου.
Δέν εἶμαι ἐγώ αὐτή, πού μέ τή φιλενάδα τῶν δεκαοχτώ χρόνων, ἀνταλλάσσαμε ποιητικές ἀνησυχίες τοῦ ἔρωτά μας γιά ὅλα, κάτω ἀπ᾽τά θερινά φυλλώματα τοῦ Βασιλικοῦ Κήπου. Δέν εἶμαι ἐγώ πού μέθαγα, ἴση ἔναντι ἴσων, μέ τούς ἄντρες συντρόφους μου στή συνδικαλιστική δίνη γιά μιά καλύτερη σπουδαστική ζωή. Οὔτε εἶμαι αὐτή, πού φίλτραρε τή ζωή μέσα ἀπό κάποιο ἐξιδανικευμένο ἔρωτα κι ὅταν τόν ἔχασε, χάθηκε.
Εἶμαι αὐτή, πού ἀρνιέται τήν ἀποδοχή καί τήν παράδοση ἄνευ ὅρων.
Γυρεύω τόν ἐαυτό μου μέσα στόν κόσμο κι ὄχι ἔξω ἀπ᾽αὐτόν. Μέ μιά τέτοια ἀναζήτηση, πού νά μην χαθῶ, μή γίνω ἀόρατη. Χαρούμενη καί ζωντανή μέσα σέ μιά ἀνομοιογένεια, πολέμια τῆς ὁμοιογένειας ἐκείνης, πού τόσο μᾶς πῆρε τήν μιλιά, τήν κίνηση, τήν σκέψη.
Γυρεύω τούς καλούς φίλους, τούς καλούς συντρόφους, τούς καλούς ἐραστές, πού μαζί τους ποθῶ νά βρῶ τόν τρόπο, τό πάθος νά ξανάρθει στή ζωή μας, νά ξαναζωντανέψει ὁ ἔρωτας, οἱ ἀνάγκες μας να μᾶς ὁρίσουν καί μεῖς νά ὁρίσουμε τίς ἀνάγκες μας.
Διαισθάνομαι τό Θάνατο, νά μέ περιβάλλει ἀσφυκτικά, καθώς μ᾽ἕνα ρυθμό σταθερό καί θριαμβικό τό μεγαλεῖο τῆς μιζέριας μας βρίσκει τήν ἐπιβεβαίωσή του, στήν πεισματική ἄρνησή μας, νά ἐξηγήσουμε, πῶς φτάσαμε ὥς ἐδώ.
Στήν ἄρνησή μας, αὐτόν τόν καιρό τῆς ἄμβλυνσης, νά ὑπάρξουμε ὥς εἴμαστε. Νά ἐκφράσουμε ἁδρά καί εἰλικρινά αὐτό πού εἴμαστε, ἔτσι ὥστε τό καινούργιο νά μή μᾶς βρεῖ ψυχικά ἐξαμβλώματα, ἀπ᾽τά τραύματα αὐτοῦ πού θέλαμε νά εἴμαστε καί δεν γίναμε ποτέ, ἀλλά αὐτούς, πού εἶδαν τίς ἀξίες νά ἀλλάζουν καί δέν χάθηκαν πάνω στη σύγχιση πού ἐνέσπειρε ὁ τυφώνας τῆς ἀλλαγῆς.
Απ᾽το 1982 ως το 2013 μεσολαβούν τριάντα ένα συναπτά έτη...Μέσα σ᾽αυτό το διάστημα που γράφτηκε αυτό το κείμενο τυφλοσούρτης ζωής, απ᾽όσα έχουν οριοθετηθεί, όλα τα κρατάω μέσα μου ακέραια. Πόσα πέτυχα; Δεν πέτυχα. Ούτε εγώ, ούτε η χώρα. Έτσι παίζει όσο νιώθω τον εαυτό μου. Κι εγώ και η χώρα τρώμε τα μούτρα μας συνέχεια και συνέχεια ορκιζόμαστε σ᾽αυτά τα μανιφέστα...
Πόρισμα το λεγόμενο σοφά από τον Francis Bacon: TRY AGAIN FAIL AGAIN FAIL BETTER και στα απόλυτα ελληνικά: ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΞΑΝΑ ΑΠΟΤΥΧΕ ΞΑΝΑ ΑΠΟΤΥΧΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ
Η Μερόπη λοιπόν, κοίταξε το Βράχο κατάματα, με το πρόσωπό της σηκωμένο προς το δικό του. Υπομένοντας, υπομένω υπομονήν μεγάλην, του φώναξε... καταθέτοντας τα διαπιστευτήριά της στην μεγαλύτερη εφεδρεία υπομονής μέσα στον άπειρο χρόνο και το χώρο.
Επί τω έργω τώρα, συνέχισε μπριόζα. Χαίρε Ζιμπουλιώ, τρισχαριτωμένη, την προσφώνησε με στόμφο, όχι ψεύτικο, αλλά πέρα ως πέρα αληθινό. Ήταν τελικά αρχαιοπρεπής και στομφώδης κατά κάποιο τρόπο η Μερόπη.
Και τώρα θυγατέρα μου, θα περάσεις τη δοκιμασία που πρέπει, για να γίνεις ικανή, να μεταφέρεις το Βράχο εκεί που είναι η επόμενη θέση του. Έχουν περάσει άλλοι τέσσερις σαν κι εσένα πριν από σένα και δεν τα κατάφεραν. Αυτό σημαίνει, ότι ο Βράχος δεν έχει κουνηθεί απ᾽τον τύμβο για πάρα πολύ καιρό.
Έχει χορταριάσει απ᾽την ακινησία. Έχει γίνει τετράπαχος, γιατί του αρέσει και το καλό φαγητό, ε, ήρθε η ώρα να πετύχει κάποιος να τον κουνήσει. Τι θα κερδίσεις αν το επιτύχεις; Μα φυσικά δια βίου εξοπλισμό με απεριόριστη υπομονή για σένα και κατ᾽επέκταση για όσους αγαπάς.
Κούνησε η Ζιμπουλιώ το κεφάλι της, εννοώντας, Καλά! πιστεύει κανείς νουνεχής, ότι θα καταφέρω να σηκώσω κάτι τόσο ογκώδες και βαρύ και μάλιστα για μια σχετικά μεγάλη απόσταση; Γιατί καταλαβαίνω ότι δεν μιλάμε για μερικά μέτρα.
Ναί έχεις δίκιο, της απάντησε η Μερόπη, πράγμα που έδειξε πως η κάμπια είχε την ικανότητα και την ωριμότητα της εμπειρίας του να διαβάζει τη σκέψη των διπλανών της...Κακός μπελάς για τη Ζιμπουλιώ, που δεν ήταν καθόλου κρυψίνους, αντίθετα αρεσκόταν να λέει τη γνώμη της φωναχτά. Ή τουλάχιστον ακόμα ένας κακός μπελάς.
Στάσου απέναντι στο Βράχο, Ζιμπουλιώ και κοίταζέ τον στα μάτια, όσην ώρα εγώ θα σε υποβάλω στη δοκιμασία. Και να λοιπόν, ποιός ήταν ο ρόλος της Μερόπης. Να γιατί είχαν μαζέψει τα πέταλα και τ᾽άνθη, ώπς! Παρά λίγο να ξεχαστεί. Ευτυχώς πού έκανε τον συνειρμό η Ζιμπουλιώ. Σώθηκε η κατάσταση.
Κυρία Μερόπη, της είπε, πριν αρχίσουμε θα ήθελα να σας τρατάρω λίγα ωραία άνθη και πέταλλα, που συναπαντήσαμε στο δρόμο μας και θεωρήσαμε, ότι πολύ θα σας ευχαριστούσαν. Το στριφνό στόμα της Μερόπης στράβωσε σ᾽ένα λαμπρό για τα ήθη της μειδίαμα.
Πολύ καλά,, απάντησε χωρίς πολλές περιστροφές κι αφού ο χρόνος δεν έφτανε για πολλές τέτοιες. Κουλούριασε το κορμί της και όσο να το πεις, πολύ περισσότερο, όσο να το γράψεις στο blog των ποδηλατ-ισσ-ών, τα εδέσματα απλωθήκανε εμπρός στην κάμπια, που αφού τα μύρισε μεγαλόπρεπα, άρχισε να τα καταβροχθίζει με θαυμαστή ταχύτητα.
(Καλό Σαββατόβραδο φίλοι και η Κυριακή σε καλές βόλτες να μας βρει...στους δρόμους... με τα πιστά φιλαράκια μας κάθε είδους...το βραδάκι κουρασμένοι, εγώ θα σας μεταφέρω τη συνέχεια, κατ᾽ευθείαν απ᾽το στόμα της νόνας κι εσείς μ᾽ ένα τρανό χασμουρητό ευτυχίας, ελπίζω να την φχαριστηθείτε...)