"Θα σε σφάξω, θα σου βγάλω τ' άντερα και θα στα δώσω να τα φάς(!) Αλήτη, μικρέ ρουφιάνε. Θα σου λιανίσω τα παΐδια, βρε, με την κόρη μου, ρε αλήτη; Με την κόρη μου; Θα σε τσακίσω."
Φωνάζει ο Νικήτας, ενώ ο μικρός ο παραγιός του πετάγεται σαν το ποντίκι, έξω απ' την πόρτα του μαραγκούδικου.
Από πίσω ο μάστοράς του, ανεμίζει μια σανίδα που λιανίζει υποθετικά τα πλευρά του βοηθού του στον αέρα.
Μαραγκός στο επάγγελμα, ο Νκήτας με 1,85 ύψος και 90 κιλά, φωνή βροντώδη, θα 'λεγε κανείς πως είναι ένα άγριο θηρίο, όποιος τον πρωτοαντίκρυζε να μιλάει. Ειδικότερα όταν γεμάτος έξαψη διηγιόταν κυνηγετικά κατόρθώματα.
Ο Ζαχαρίας, πάλι, ένας μικρός που περιμάζεψε ο μαραγκός, από τους δρόμους, όταν τη μάνα του - μια γύφτισσα - έχωσε η αστυνομία στη φυλακή για άγνωστη αιτία.
Δέκα χρόνια τον είχε κοντά του και του μάθαινε την τέχνη, έξυπνο παιδί θα γινόταν καλός τεχνίτης αργότερα, μα τώρα η κατάστασή του ήταν σοβαρή.
Ο μικρός, ούτε το ποδήλατο του δεν πρόλαβε να πάρει - μας είπε αργότερα ο Μήτσος ο μανάβης απ' απέναντι - ο μαραγκός, όμως το είδε, θα τον προλάβω, σκέφθηκε και το καβάλησε.
Στρίβει αριστερά στην κατηφόρα τ' άη 'Λιά, ακολουθώντας τον παραγιό, που είχε βάλει τα ποδια στην πλάτη.
Η απόσταση τους μικραίνει και το δίκυκλο πάει του σκοτωμού. Ο Ζαχαρίας τον ακούει να φτάνει και σε μιάν απεγνωσμένη προσπάθεια χώνεται δεξιά στο στενάκι.
"Τώρα σ' έχω", φωνάζει θριαμβευτικά ο Νικήτας και πατάει γερά τα φρένα για να στρίψει.
Τα φρένα;
ΠΟΙΑ ΦΡΕΝΑ;;;
Κάνα μήνα πριν, το ποδήλατο, σχεδόν παρέδωσε πνεύμα. Κάτι η εικοσαετία, κάτι η θάλασσα, είταν να το κλαίς. Το πήρε ο Ζαχαρίας και το πήγε, με τα χέρια, 12 χιλιόμετρα μακριά, στον ποδηλατά για γενικό συμμάζεμα. Έδωσε γερές οικονομίες και σ' αντάλλαγμα πήρε κάτι σαν καινούργιο. Βαμμένο ξανά, περιποιημένο, γρασομένο και κυρίως με μιά μικρή μαγκιά.
Κατάργησε τα φρένα κι' έβαλε κόντρα! Τις μανέτες, μόνο, κράτησε, έτσι για ομορφιά. Φιγούρα στο φρενάρισμα και να κρυφογελάκια η Μαριγώ.