Πολλά πολλά νεύρα ρε φίλε, που να στα λέω, ρε θα σκάσω, πούφ θα κάνω ρε!
Είναι, που λες ρε φίλε, να έρθει ο ξάδερφός μου από τη Νέα Υόρκη. Όλα τα χαμε, αυτός μας έλειπε ρε, εδώ χάσαμε τους bikings, κανείς δεν καταλαβαίνει τον πόνο του ποδηλάτη, μου τον κουβαλήσαν κι αυτόν. Είχα βάλει και την Ιρακινή σημαία στο μπαλκόνι ρε φίλε, να ξέρει τι τον περιμένει, αλλά την κατέβασε η θειά η Μαριγούλα... Με την τσίμπλα στο μάτι που λες, χώθηκα να κουβαλάω και τα πράγματά του, ασήκωτα ρε φίλε, κι όχι πως δεν μπορούσα να τα σηκώσω, για μένα μιλάμε, αλλά κοψομεσιάστηκα ρε φίλε. “Ρε ξάδερφε, πέτρες έχουμε κι εδώ, δεν χρειαζόταν να φέρεις από την Αμερική!” του φώναζα εγώ, η γιαγιά Παγώνα με τσίμπαγε, να βγάλω λέει τον σκασμό. Μίλαγε και περίεργα το αμερικανάκι ρε φίλε, άντε να τον καταλάβεις, βέβαια είναι που εγώ την γλώσσα την παίζω στα δάχτυλα ρε, όχι ρε φίλε, δεν γλύφομαι, που πήγε το μυαλό σου, ρε η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόπανους τσακίζει ρε! Αλλά λέω να κάνω μια προσπάθεια, μην μας βγεί η φήμη ότι δεν είμαστε και φιλόξενοι δηλαδής, που εμείς ρε, είχαμε τον Ξενιτεμένο Δία από τότενες κι όλοι λέγανε “τι γαμάτοι που είναι αυτοί οι Έλληνες ρε φίλε...”
Καθόμαστε να φάμε, μια τυπική ημέρα στο σπίτι ρε φίλε, δεκαπέντε άτομα, ένα γουρουνόπουλο, πέντε σαλάτες, ένα ταψι μουσακάς και δυό ταψιά γαλακτομπούρεκο, πάει καλά, λέω εγώ, θα μας μείνει το φαΐ...
“Και τι δουλειά κάνεις ρε ξάδερφε;” Μου απαντάει κάτι μασημένα, ότι είναι λέει μασαζέρ, ε, λέω εγώ, φαίνεται ότι είναι φλούφλης, ετοιμάζομαι να απαντήσω κάτι, με ξανατσιμπάει η γιαγιά Παγώνα, λέω, άστο να πάει στο καλό, μου είχε κάνει το μπούτι μπλέ- μωβέν ρε φίλε... Αρχίζει ο μπάρμπας μου ο Θωμάς να ρωτάει τι ακριβώς είναι αυτό, λέει αυτός πως είναι κάτι σαν “ταχυδρόμος με ποδήλατο”.
Ααααααααααμάν! Να τα μας λέω εγώ, δικός μας είναι κι αυτός, ποδήλατα παντού ρε, σε όλο τον κόσμο!
“Και γιατί ρε ξάδερφε οι ταχυδρόμοι εκεί έχουν ποδήλατο”, τον ρωτάω, “γιατί πάει πιο γρήγορα μου απαντάει αυτός..”.