Το ιστολόγιο του/της fantasmamore

Από το φανταστικό ημερολόγιο του Karl von Drais

Από το φανταστικό ημερολόγιο του Karl von Drais, Καρλσρούη 1817.

Δεν μπορώ να κοιμηθώ, νομίζω πως κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε αν βρισκόταν στην θέση μου. Γιατί έχω στο πλάι μου μια μηχανή, την δική μου μηχανή, το παιδί μου. Θα το ονομάσω “Μηχανή περπατήματος” αν και ενδόμυχα θα ήθελα να ονομαστεί Draisine μια μέρα, να πάρει το όνομά μου, όπως συμβαίνει με όλα τα παιδιά στον κόσμο. Γιατί μπορεί κάποιος να το κοιτάξει και να δεί μοναχά δυό ξύλινες ρόδες και ένα ξύλινο πλαίσιο, αλλά αυτό το ξύλο είναι τόσο μαλακό σαν σάρκα. Κι αν κάποιος πει πως μια μηχανή δεν έχει ψυχή, θα το κάνει γιατί δεν θα ξέρει πως του έβαλα την δική μου.

Καθώς το σχεδίαζα στο χαρτί, καθώς διάλεγα το ξύλο και καθώς το έκοβα, καθώς το λείαινα με χάδια. Αν το όνειρο και το μεράκι δεν μπορούν να δώσουν ψυχή στον κόσμο, τότε τίποτα δεν το μπορεί.

Το παιδί μου λειτουργεί απλά. Έχει δυό ξύλινες ρόδες και ένα τιμόνι για να μπορεί ο οδηγός του να το στρίβει και να πηγαίνει όπου θέλει. Έχει και ένα ξύλινο κάθισμα για να μπορεί να κάθεται κανείς. Για να κυλήσει, απλά σπρώχνει με τα πόδια του. Κι αυτό ακολουθεί τα βήματα τα δικά μας, μόνο που πάει πιο γρήγορα από εμάς. Κι αλίμονο, αυτό δεν είναι ότι θέλει ο κάθε γονιός από το δημιούργημά του; Να ακολουθεί την πορεία της ηθικής που θα του έχει διδάξει, με βήματα ανάλαφρα και γοργά για να μπορέσει να πάει πιο μακρυά από όσο θα πήγαινε ποτέ ο ίδιος...

Η ιδέα μου ήρθε πέρσι του καλοκαίρι, που καλοκαίρι δεν ήταν. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει το 1816, τότε που σε ολόκληρη την Ευρώπη ο ήλιος δεν έλαμψε, παρά ένα φθινόπωρο σκίασε τις χώρες μας, τα χωράφια μας, την ζωή μας. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τα άλογα που πεινούσαν και τις μεταφορές που γίνονταν δύσκολες και τις οικογένειες που κοιτούσαν με απόγνωση τον συννεφιασμένο ουρανό, τα βλέμματα αυτά που ήταν βουτηγμένα στην φτώχεια.

Το τραγούδι της ανηφόρας

Κοίταξε μπροστά τον δρόμο που ανηφόριζε. Ο αχνός της ασφάλτου έκανε το τοπίο να χορεύει στα μάτια του. Δεν ακουγόταν τίποτα άλλο, εκτός από τα τζιτζίκια.
Είχε περάσει πολλή ώρα από την στιγμή που ξεκίνησε την ανάβασή του. Τα πόδια του τον καίγανε και όλο του το σώμα ήταν καλυμμένο με ιδρώτα. Αλλά το είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα έφτανε στην κορυφή και θα έκανε τα πάντα για να κρατήσει αυτή του την υπόσχεση κι ούτε ο πόνος, ούτε ο ιδρώτας μπορούσαν να κάμψουν τον αγώνα του.
Γιατί αν τα παρατούσε τώρα, η προσπάθειά του μέχρι εκεί θα ήταν ανούσια, άγευστη. Γιατί θα άκουγε το όνομα του βουνού και θα ήξερε πως εκεί, εκείνος είχε αποτύχει.
Κι έβαλε το παγούρι του στην θήκη, φόρεσε και το κράνος του κι άρχισε να ποδηλατεί ξανά. Σε κάποιες στροφές κοιτούσε την θάλασσα από ψηλά και φούσκωνε από υπερηφάνεια για όσο είχε καταφέρει να ανέβει. Κι έβλεπε τους κολπίσκους όλο και πιο μικρούς και το γαλάζιο του πέλαγου να ενώνεται με το γαλάζιο του ουρανού σε ένα τόξο, κι ήταν σαν να φεύγει από την γη, σαν να πετάει προς τον ουρανό.
Μα κάθε φορά ερχόταν η επόμενη στροφή και κοίταζε με δέος τον δρόμο που ανέβαινε νωχελικά στο βουνό και καταλάβαινε πως είχε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά του. Αποκαρδιωνόταν τότε, αλλά δεν το έβαζε κάτω.
Κι έτσι περνούσε ο χρόνος, με δυσκολία κι επιμονή.

Τώρα, σκύβει το κεφάλι του και κοιτάει τον οριζόντιο σωλήνα που περνάει αργά πάνω από την καυτή άσφαλτο. Ίσως αν τα καταφέρει να συγκεντρωθεί, ο πόνος να είναι λιγότερος, ίσως ο χρόνος να τρέξει πιο γρήγορα από το ποδήλατό του. Κι η πολυπόθητη κορφή, να φτάσει κάτω από τα πόδια του, να του παραδοθεί νικημένη.

Προσπάθησε να σκεφτεί ένα τραγούδι, για να ξεχάσει την καταπόνηση, αλλά η ανάσα του ήταν τόσο βαριά που θα ήταν αδύνατο να τραγουδήσει. Άκουγε τον εαυτό του να ασθμαίνει, φού, φού, φού... Λες και του έδινε το τέμπο, άρχισε στο μυαλό του να παίζει με τις λέξεις.
Φού, φού, φού...
Λέω πως,
σαν το ποδήλατο είναι η ζωή,
που ασθμαίνει σε άγνωστη γη

25 χρόνια και μια νύχτα

Ο ήλιος έπεφτε βασανιστικά πάνω του και του έκαιγε το σβέρκο. Βρισκόταν περίπου στα μισά της διαδρομής του προς την κωμόπολη και, αν και οι μεγάλες ανηφόρες είχαν περάσει, είχε ακόμα πολύ περπάτημα. Σκέφτηκε να ξαποστάσει σε μια ελιά και να συνεχίσει όταν η ζέστη θα είχε υποχωρήσει, αλλά φοβόταν μήπως καθυστερήσει και τον πάρει η νύχτα, δεν ήξερε και καλά την διαδρομή... Και το χειρότερο ήταν πως του είχε τελειώσει το νερό και ο λαιμός του, κατάξερος, τον πονούσε φοβερά. Έτσι συνέχισε να σέρνει τα βήματά του στην καυτή άσφαλτο, ελπίζοντας πως θα συναντούσε κάποιο χωριό στην διαδρομή ή έστω κάποια πηγή.
Μετά από λίγο, κι ενώ χάζευε τα πόδια του που παίζανε με την σκιά του, στον ίδιο μονότονο ρυθμό περπατήματος, άκουσε το γάβγισμα ενός σκύλου. Σήκωσε το κεφάλι και σκέπασε τα μάτια του με την παλάμη για να μπορέσει να δει. Στην κορφή του λόφου υπήρχε ένα μικρό λευκό σπιτάκι με κεραμίδια και μια μάντρα με μισοπεσμένα δοκάρια, που χορεύανε στον αχνό της καυτής γης. “Τουλάχιστον, θα έχει νερό” σκέφτηκε και κίνησε προς τα εκεί.
Ο παππούλης που έμενε εκεί, προφανώς βοσκός, ήταν πολύ ευγενικός. Του πρόσφερε νερό και φρούτα και τον ρώτησε που πήγαινε.
- Θέλω να πάω στην Αθήνα κι έπειτα, αν όλα μου πάνε καλά, να γυρίσω τον κόσμο.
Ο γέρος τον κοίταξε με περιέργεια.
- Και πόσο χρονών είσαι;
- 15.
- 15...
- Μάλιστα.
- Οι γονείς σου το ξέρουν πως έφυγες; Τους είπες που πας;
- Ο πατέρας μου δεν ξέρω ποιος είναι, δεν τον γνώρισα ποτέ.
- Κι η μάνα σου;
Ο νεαρός έμεινε σιωπηλός και χαμήλωσε το κεφάλι, ντρεπόταν να πει την αλήθεια.
- Εντάξει λοιπόν, εμένα λόγος δεν μου πέφτει. Αλλά με τα πόδια στην Αθήνα, δεν πρόκειται να φτάσεις ποτέ. Έλα μαζί μου...

Οι καμπάνες

Άκουγε μονάχα τον ήχο της αλυσίδας του ποδηλάτου του. Στάθηκε και το ακούμπησε στον τοίχο. Στην συνέχεια πρόβαλε προσεκτικά το κεφάλι του πίσω από τον φαγωμένο από τις ριπές των όπλων, τοίχο. Ο δρόμος ήταν άδειος από κόσμο, γεμάτος, από πέτρες και τούβλα. Μια πλαστική σακούλα περιφερόταν με έναν αργό κυκλικό ρυθμό. Ο αέρας μύριζε όπως κάθε πρωινό, μπαρούτι και καμένο πλαστικό.
Στάθηκε στη γωνία αρκετή ώρα, κοιτάζοντας τα παραθυρόφυλλα των πολυκατοικιών. Η παραμικρή κίνηση πίσω από τις γρίλιες θα μπορούσε να σημαίνει κάποιον φοβισμένο συμπολίτη του, όπως θα μπορούσε να σημαίνει την παρουσία ενός ελεύθερου σκοπευτή. Αν και το ξημέρωμα τα πράγματα ήταν πιο ανθρώπινα. Ήξερε πια, πως σε λίγες ώρες οι δρόμοι θα γέμιζαν από κόσμο που θα προχωρούσε πάντα βιαστικά, σαν μια συνηθισμένη ημέρα πριν το μεγάλο χάος του πολέμου και της επανάστασης. Στις αγορές και τα παζάρια μπορεί που και που να ακουγόταν ένας πυροβολισμός και τότε, το πλήθος έτρεχε προς κάθε πιθανή κατεύθυνση, ουρλιάζοντας. Αλλά στους δρόμους με τα εμπορικά μαγαζιά ή ότι είχε απομείνει από αυτά, η ζωή ήταν πιο φυσιολογική κάτω από τον ήλιο, απλά πιο βιαστική...
Το βράδυ, όλα γύριζαν στον φόβο και την ανασφάλεια. Και τον παραλογισμό.
Εκείνος τα βράδια έπαιρνε το κορίτσι του και κρυβόντουσαν σε ένα εγκαταλελειμμένο δωματιάκι, με τα φώτα σβηστά για να μην δίνουν στόχο. Μεταξύ τους το αποκαλούσαν “το άσυλο”, κι ήταν γι αυτά το πιο ασφαλές μέρος στον κόσμο. Και κοιτούσαν πίσω από τις γρίλιες τις μεγάλες φωτιές στην πόλη, κάτω από τα μελαγχολικά αστέρια, πάντοτε αγκαλιά για να έχει ο ένας τον άλλο σαν ασπίδα, από την οποία δεν θα μπορούσαν ποτέ – μα πως ήταν εξάλλου δυνατόν- να περάσουν οι σφαίρες...