Το καλύτερο που μένει
Υποβλήθηκε από fantasmamore στις Κυρ, 26/10/2008 - 09:37.Είχε διαβάσει περισσότερα από είκοσι βιβλία τις τελευταίες δυο εβδομάδες, ανάμεσα στα οποία ο τόμος με την ιστορία της τέχνης που είχε κάνει στο πανεπιστήμιο, δοκίμια, βιογραφίες ζωγράφων, και κάποια άλλα βαρετά, με αναλύσεις των διαφορετικών τεχνικών... Η ζωή του είχε πάρει έναν παράξενο, άγνωστο, ανεξέλεγκτο δρόμο που, αντί να τον φοβίζει, τον γέμιζε με ένα παράξενο συναίσθημα βίαιης προσμονής. Κι ίσως η αιτία γι' αυτό να ήταν η ανάγκη της καρδιάς για συγκινήσεις. Τόσους μήνες μόνος, όλα μοιάζανε ίδια κι όλα τα πρωινά φέρναν τα ίδια μεσημέρια κι αυτά με τη σειρά τους, τα ίδια βράδια κουβαλούσαν. Τότε, σκεφτόταν, πως ίσως μονάχα ένα παιδικό πάθος θα μπορούσε να βάλει φωτιά στην καρδιά! Γιατί από μικρός τίποτα δεν του έδινε μεγαλύτερη χαρά, από το να ζωγραφίζει!
Ο ηλικιωμένος ζωγράφος, που είχε τύχει να γνωρίσει σε μια φιλική παρέα, του είχε πει πως θα του δίδασκε ζωγραφική, κάποια βασικά πράγματα τουλάχιστον. Αλλά αντί να τον καλέσει στο ατελιέ του, να του εξηγήσει διαφορετικές τεχνικές και να τον βάλει να πειραματιστεί, όπως περίμενε, του είχε ζητήσει να αγοράσει ένα ποδήλατο! Όχι χρώματα, πινέλα, κάρβουνα και καμβάδες! “Με το ποδήλατο πας αργά, βλέπεις κι έχεις ακόμα τον χρόνο να καταλάβεις αυτά που βλέπεις...” είχε απαντήσει στο απορημένο του ύφος.
Και νάτος τώρα, να ασθμαίνει πάνω σε ένα παλιό ποδήλατο που είχε πάρει δανεικό (γιατί τι σόι ιδέα ήταν αυτή, να αγοράσει ποδήλατο για να μάθει να ζωγραφίζει;) δίπλα στον ζωγράφο. Ήθελε να τον ρωτήσει τόσα πολλά πράγματα αλλά φοβόταν πως θα γινόταν κουραστικός ή πως θα έλεγε κάτι ανόητο κι έτσι σώπαινε. Και σιωπηλός άκουγε τον ήχο της ανάσας του και το μονότονο μουρμουρητό της αλυσίδας στις κατηφόρες.