Κάθε Κυριακή...
Υποβλήθηκε από Morfeas στις Τρί, 12/05/2009 - 13:40.Κάθε Κυριακή στην μικρή, επαρχιακή πόλη, ήταν γιορτή. Από κάθε γωνιά, από κάθε μακρινή συνοικία, ξεκινούσαν σαν μικρά ρυάκια που κατηφορίζουν προς την θάλασσα, και μαζεύονταν στο κέντρο, στην μεγάλη πλατεία με τα πλατάνια, τα παιδιά με τα ποδήλατα. Η πόλη κάθε Κυριακή ξυπνούσε χαμογελαστή από τα γέλια, τα τραγούδια, τις φωνές και τα κουδουνίσματά τους. Ένας ένας, δυο δυο, παίρνανε τον δρόμο, συναντιόντουσαν στις διασταυρώσεις, καλημερίζονταν, και συνέχιζαν παρέα. Μερικές φορές γινόντουσαν τόσοι πολλοί που κλείνανε τους δρόμους, ακόμα και τους πιο φαρδιούς. Κοντά στο μεσημέρι μαζεύονταν στην πλατεία και την γέμιζαν με τις αντανακλάσεις του ήλιου πάνω στα στιλβωμένα σώματα των ποδηλάτων τους. Καθόντουσαν για ώρες και στήνανε ένα πανηγύρι, με τραγούδια και ακροβατικά, μιλούσανε ώρες ατέλειωτες για την μουσική, την ποίηση, τον έρωτα, την ζωή. Ανταλλάζανε βιβλία, δίσκους, ιδέες, κάνανε φιλίες, ερωτεύονταν. Οι ηλικιωμένοι που περνούσανε, κοντοστέκονταν και τους χαζεύανε. Χαμογελούσαν γαλήνια, θαυμάζανε και ζηλεύανε τα νιάτα, την ζωντάνια τους, την ελευθερία τους… Μετά από ώρες, και ενώ συνήθως το σκοτάδι άρχιζε να πέφτει, παίρνανε τον δρόμο ο καθένας για το σπίτι του. Αισθάνονταν όλοι πιο γεμάτοι καθώς αποχαιρετιζόντουσαν και δίνανε ραντεβού για την επόμενη Κυριακή…
Ώσπου μια Κυριακή η πόλη ξύπνησε μέσα στην σιωπή. Ούτε τραγούδια, ούτε φωνές, ούτε κουδουνίσματα. Όλοι βγήκαν απορημένοι στους δρόμους για να τους βρουν άδειους, με χιλιάδες μικρά λευκά χαρτιά να πετάνε από δω κι από κει μανιασμένα. Όσοι τα διάβαζαν, τα περνούσαν αμίλητοι στον διπλανό τους. Σε λίγες ώρες η σιωπή της πόλης είχε γίνει ένας βουβός θρήνος, και μακριές ουρές από μαυροφορεμένες φιγούρες άρχισαν να ανηφορίζουν προς το νεκροταφείο…