Το ιστολόγιο του/της Morfeas

Η γειτονιά μου

Ένιωθε τη βροχή να πέφτει απαλά στο μάγουλό του. Τα φώτα των αυτοκινήτων τον προσπερνούσαν βιαστικά. Στο βάθος άκουγε κάτι συγκεχυμένες φωνές.

«Βοήθεια! Ένα ασθενοφόρο! Βοήθεια...!»

...

«Ματάκια, πάω την ταινία πίσω. Θες τίποτα απ’ έξω?»
«Τσιγάρα αγάπη μου. Ευχαριστώ. Μην αργήσεις.»

Από το βάθος του διαδρόμου ακούστηκε το νερό να προσγειώνεται με δύναμη στη μπανιέρα. Έβαλε το μπουφάν του, άρπαξε τα λεφτά του και το DVD από το τραπεζάκι, τα κλειδιά του, και χτύπησε την πόρτα πίσω του. Άναψε το φως του διαδρόμου και κατρακύλησε τις σκάλες. Σφήνωσε τις ψείρες στα αυτιά του και πάτησε το play. «Η ζωή είναι μικρή για να ‘ναι θλιβερή μωρό μου...»

Ανάσα

Η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα. Σκέπαζε σαν μεταξωτή κουρτίνα την όρασή του και καθήλωνε το βλέμμα του στο ασφάλτινο κενό ανάμεσα στις άσπρες διαγραμμίσεις. Ο δρόμος ήταν άδειος. Ξημέρωμα Σαββάτου. Ιούλιος. Η μπόρα σαν ερινύα στρίγκλιζε γύρα του μικραίνοντας τον ορίζοντα. Το φεγγάρι κρέμουνταν αναποφάσιστο ακόμα σε κάποια άκρα του ουρανού κι ο ήλιος ίδρωνε και προγκούσε τα σύννεφα να μερέψουν για να αγκαλιάσει τη γης. Εκείνα όμως σαν ατίθασα άτια σκουντρούσαν το ένα στ’ άλλο, μάχουνταν να παραβγούν σ’ έναν αόρατο στίβο, άπλωναν τα αφράτα κορμιά τους που εγκυμονούσαν νερά, αστραπές και αντάρα και ξόδιαζαν τις αντοχές του αφέντη της μέρας.

Το παλιό Χόντα γρύλιζε καθώς τα γρανάζια μπλέκουνταν και ξεμπλέκουνταν στην κοιλιά του. Κατάπινε λαίμαργα τα χιλιόμετρα του έρημου επαρχιακού δρόμου καταπονώντας το γέρικο σασί και τα φαγωμένα του λάστιχα. Ο ανήφορος τέλευε, η πεδιάδα απλώνουνταν πίσω από το χορταριασμένο ύψωμα. Η καταιγίδα συνέχιζε να ξεσπά αχόρταγα στα ζωντανά και τα άψυχα του τόπου. Το άσπρο Χόντα άρχισε να κατηφορίζει. Το αριστερό πόδι του οδηγού του χάδεψε απαλά το πεντάλ του φρένου συγκρατώντας την ξέφρενη κατρακύλα. Τα χέρια του κρατούσαν στέρεα το τιμόνι, όπως κρατά ο νους το όνειρο τη στιγμή που τα βλέφαρα πεταρίζουν στο πρώτο φως της αυγής. Και μετά όλα γίνουνται αγέρας και σκορπιόνται ένα γύρο στην άχλη του πρωινού.

Στους πρόποδες του Φεγγαριού...

Κυριακή, 9 Αυγούστου

4 το πρωί. Ξεκινάμε από την Αθήνα. Το πράσινο Lancia, με καινούρια λάστιχα, αλλαγμένα λάδια, φρεσκοπλυμμένο και ορεξάτο, φορτωμένο με δυο ποδήλατα και τα πράγματα μας ρίχνεται στο κυνήγι της ασφάλτου. Η ανατολή μας πετυχαίνει έξω από την Λαμία. Πίσω από μια στροφή του δρόμου ξεπροβάλλει ο ήλιος. Γκαζώνω, η βελόνα καρφώνεται στα 170. Στις 8.30 φτάνουμε στην Λάρισα. Αφήνουμε τον φίλο μας, παίρνουμε έναν γρήγορο υπνάκο για μια ωρίτσα, εγώ είχα κοιμηθεί δυο ώρες το προηγούμενο βράδυ, η κοπέλα μου μία, και συνεχίζουμε. Εγώ στο τιμόνι, η κοπέλα μου να κοιμάται στη θέση του συνοδηγού. Στις 14.30 μπαίνουμε στην Αλεξανδρούπολη. Στάση για χαλάρωμα. Είμαστε εντός χρονοδιαγράμματος. Παρκάρουμε το αυτοκίνητο, ξεφορτώνουμε τα πράγματα, φορτώνουμε τα ποδήλατα, κλειδώνουμε το αυτοκίνητο και ξεκινάμε για το λιμάνι. Το πλοίο ήρθε στις 18.00, ώρα που κανονικά θα αναχωρούσε. Τελικά φεύγει στις 18.50. Μέχρι τις 20.50 που φτάνουμε στην Καμαριώτισσα, κοιμόμαστε στα αεροπορικά του καραβιού. Βγαίνοντας έξω, το σκοτάδι έχει ήδη καλύψει τα πάντα. Γύρω στις 21.30 ξεκινάμε με τα φωτάκια μας να αναβοσβήνουν για να καλύψουμε τα 14 χιλιόμετρα μέχρι το κάμπινγκ. Φτάνουμε μετά από 45 λεπτά, στήνουμε την σκηνή μας και κατά τις δώδεκα βυθιζόμαστε σε βαθύ ύπνο.

Η μαγεία έχει μόλις αρχίσει...

Δευτέρα, 10 Αυγούστου

Categories: 

Δυο στιγμές...

25/03/08... Στην Ρωσία όταν γεννιόταν ένα παιδί, αν ζούσε ο παππούς ή η γιαγιά, δεν του δίνανε το όνομά του ή το όνομά της. Όταν γεννήθηκε ο παππούς μου, ζούσανε και οι δύο του οι παππούδες, οι οποίοι είχαν το ίδιο όνομα, Ευστάθιος. Έτσι ο παππούς μου πήρε το όνομά τους, η γιαγιά του όμως τον φώναζε Στάκα, και αυτό το όνομα τον ακολούθησε σε όλη του την ζωή... Το 1930, όταν ο παππούς μου ήταν πέντε χρονών, ήρθε με τους γονείς του και την μικρότερη αδερφή του στην Ελλάδα από τον Καύκασο. Εγκαταστάθηκαν σε ένα χωριό, στην Φλώρινα, τις Κάτω Κλεινές. Ο παππούς μου απέκτησε άλλα πέντε αδέρφια. Δύο από αυτά δεν ζούνε πια... Με την κυρα-Νάστα, την γιαγιά μου, απέκτησαν τρία παιδιά, που με τη σειρά τους, τους χάρισαν οχτώ εγγόνια. Δύο από αυτά τους έχουν χαρίσει ήδη τρία δισέγγονα. Στο χωριό φωνάζανε Στάκα, όχι μόνο τον παππού μου, αλλά και τον γιο του, τον θείο μου, καθώς και εμάς, τα εγγόνια του. Ο αδερφός μου και ο ξάδερφος μου έχουν πάρει το όνομά του, Ευστάθιος. Έχω πολύ ζωντανές αναμνήσεις από τον Στάκα, όπως και από τον άλλο μου παππού, τον Θόδωρο, που δεν ζει πια. Ο παππούς πια δεν μιλάει πολύ. Σηκώνεται κάθε πρωί, τρώει το πρωινό του, πηγαίνει στο καφενείο, πίνει τον καφέ του, γυρνάει στο σπίτι, τρώει, κοιμάται, ξαναπηγαίνει στο καφενείο το απόγευμα, γυρνάει και πέφτει πάλι για ύπνο. Του αξίζει αυτή η ηρεμία. Δούλεψε μια ζωή πολύ σκληρά, για να μεγαλώσει τα αδέρφια του και τα παιδιά του, κόντεψε να πεθάνει πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια, όταν έκανε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, τον γονατίσανε οι θάνατοι των αδερφών του. Δεν έχει πολύ καιρό μπροστά του ακόμα, και ξέρω ότι το ξέρει. Το βλέπω στο βλέμμα του. Μετανιώνω που δεν έζησα περισσότερα πράγματα μαζί του, που δεν μου έμαθε να παίζω λύρα, που δεν μου είπε πιο πολλές ιστορίες. Ας είναι... Σήμερα ο παππούς κλείνει τα 83... Ήθελα πολύ να είμαι μαζί του. Παππού κράτα μέχρι του χρόνου, εντάξει? Χρόνια πολλά παππού... ~*~

contact