Το ιστολόγιο του/της ofios

Η ΜΑΧΗ ΣΤΟΥΣ ΠΑΓΟΥΣ

Αφήγηση του Φινλανδού Seppo Hyvönen από την μάχη του Suomussalmi:

Ήταν το δεύτερο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου, γύρω στις 12 Δεκέμβρη για την ακρίβεια, όταν άρχισε η επιχείρηση εγκλωβισμού της 163ης Σοβιετικής ταξιαρχίας στο Suomussalmi κι΄έπρεπε να κινηθούμε γρήγορα για να κόψουμε τον εφοδιασμό των σοβιετικών. Η πρώτη μας, λοιπόν, μεγάλη επιχείρηση ήταν όταν διαταχθήκαμε να ενισχύσουμε την 16-17η TASK FORCE SUSI πριν την επίθεση στην περιοχή ανάμεσα στις λίμνες Alajaervi και Kovajaervi.

ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΡΟΧΗ...

Τριγύριζε το κούτελο της διόρωφης πολυκατοικίας, γώνιαζε και ακολουθούσε πιστά το μαρμάρινο γείσο κι' αναβόσβηνε άχαρα αυτή η χριστουγεννιάτικη γιρλάντα, λες κι' ολόκληρο το τετράγωνο είχε ανάψει φλας για να στρίψει, να φύγει από την γκρίζα πλατεία, να πάει να χωθεί παραπάνω σε κάποιο ήσυχο στενό, δίχως φώτα και υπόκωφους ρυθμούς από τις καφετέριες.

Η βροχή...

Είχε γυαλίσει όλα τα πεζοδρόμια, τους τοίχους, τις προσόψεις των κτιρίων, τις φωτεινές επιγραφές, ακόμη και αυτήν την ηλίθια άσφαλτο, μαλάκωνε τις όψεις, αντανάκλαγε τα ακίνητα φώτα κυρτώνοντας τις ευθείες σε μιά τρεμουλιαστή ασάφεια και τα κινούμενα σε κυνηγούς των εαυτών τους, πέρναγε μιαν φτηνή γιορτινή πατίνα σε όλα. Και είχε αφήσει τους διαβάτες να συνεχίσουν τον δρόμο τους, απαλή, σαν χάδι κομματιασμένο σε χιλιάδες αγγίγματα.

Ο πλαστικός δίσκος.

Είχε πάνω του τα απομεινάρια ενός δείπνου σερβιρισμένου σε χάρτινες συσκευασίες, λερωμένες τώρα από σκόρπιες σταγόνες κέτσαπ και μουστάρδας, τσαλακωμένες για να μην παρασυρθούν από κάποιον αέρα, θλιβερές μέχρις ανοησίας.

Ο άνθρωπος...

Καθόταν στο πλαστικό κάθισμα ακουμπώντας στην πλάτη, με τα χέρια στις τσέπες του μπεζ, κοτλέ μπουφάν, με τα πόδια απλωμένα ανοικτά κάτω απ΄το καρφωμένο στην πιλοτή τραπέζι, δίπλα σε πολλά άλλα ολόϊδια τραπέζια.
Έκρυβε τη νεαρή του ηλικία κάτω από αρκετό πάχος, κάτω από τα αραιά, αφρόντιστα μαλλιά και το αξύριστο πηγούνι του, πίσω από τα μελαγχολικά, αδιάφορα μάτια, μέσα στην βαρειά στάση του.

Τα δύο ποδήλατα.

Χώθηκαν βιαστικά στην εσοχή που βρισκόταν το ταχυφαγείο, οι αναβάτες ξεπέζεψαν από τις σέλλες μιλώντας δυνατά, με κέφι που έβγαινε ως τα κόκκινα μάγουλά τους και τις βαθειές ανάσες τους, σαν αγγελιαφόροι σε ταινία με ιππότες που φτάνουν στο απομονωμένο πανδοχείο, ακριβώς την στιγμή που ένας δυσκίνητος θαμώνας σηκωνόταν για να βγεί κι' έπεφτε πάνω τους.

Το σάστισμα...

Κάνε δεξιά, ρε μπάρμπα..!

«Κάνε δεξιά ρε μπάρμπα!»
«Μπαρμπαριά και Τούνεζι, κακομαθημένε!»
«Ρε, άει στα κομμάτια με το παληοσίδερο...»
«Βρε, σάλτα από ‘κει χάμω...»

Ο γέρος έσκυψε ξανά στο πετάλι του και μαζί ανεβοκατέβαιναν κι’ οι ώμοι του, μιά δεξιά, μια αριστερά, μ’ ένα λερό σακκίδιο στους ώμους, το βλέμμα στηλωμένο εμπρός, έδειχνε σαν κάπου νάχει να πάει και πως θάφτανε, που ο κόσμος όλος να χάλαγε. Τα αυτοκίνητα πέρναγαν δίπλα του κάνοντας μια μεγάλη, φαρδειά τιμονιά, μερικοί κορνάροντας κιόλας, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τί στραβοτιμονιά μπορεί να κάνει ένας γέρος πάνω σ’ ένα ποδήλατο, που, ποιός ξέρει για πού τραβάει παραμονή βράδυ πρωτοχρονιάς, μέσα σ’ όλη την κίνηση. Τρελλόγεροι...

Δεν είχε φέτος την συνηθισμένη κίνηση, αλλά, όπως και να το κάνεις, η πόλη είναι πόλη και ποτέ δεν κοιμάται, πόσο μάλλον το βράδυ της παραμονής.
Τί περίμενες, δηλαδή, να κλειστούν όλοι μέσα και να κάνουν υποθετικά σενάρια για το πώς θα τους κλέψουν και τα υπόλοιπα που τους έχουν μείνει; Ρε, αει στην ευκή από ‘κει πέρα... Για ένα χύμα κρασάκι από την κάβα στην γωνία κι’ έναν μεζέ βγαίναμε και φέτος και το σημαντικότερο, οι φίλοι, δεν παύουν να υπάρχουν με τα δύσκολα.
Αντιθέτως, μαζεύονται όλοι μαζί και γελάνε και βρίζουν με περισσότερη φαντασία τους πάντες: μα κυβέρνηση θες, μα πολιτικούς θες, μα δημαρχαίους και λοιπούς σφογγοκωλάριους, μα τον χρόνο τον ανάποδο που τάφερε όλα στην πλάτη του...
Μα όπως και νάχει κι’ επειδή η κακία βρωμίζει την ψυχή, ακολουθεί και η μόνιμη επωδός: «Βρε, ας έχουμε την υγειά μας και τ’ άλλα θα τα παλέψουμε..», κάτι σαν ξόρκι για κάθε κακό και κάθε λιποψυχία και σαν τεράστιο, αιώνιο φάσκελο στα μούτρα όλων όσων τα βάρη τραβούν αναίτια.

Ο Λήκης ο Σκουλήκης

Ένα παραμύθι για παιδιά που δεν έχουν ποδήλατο, αλλά, έχουν δικαιολογίες.

Ο Λήκης ο Σκουλήκης ξύπνησε, τεντώθηκε προς τα εμπρός, τεντώθηκε προς τα πίσω και σηκώθηκε απ΄το φύλλο που κοιμότανε.
"Χα-χουμμμμμ", χασμουρήθηκε και με νυσταγμένα τα δυό του μάτια και τους δεκατρείς φωτοδέκτες του, πήγε να πιεί την πρωινή του δροσοσταλίδα από το πιό πράσινο φυλλαράκι του δέντρου.

Σλουρπ... και μετά από λίγο, άλλο ένα σλουρπ... Όμως, την ώρα που έπινε την δεύτερη δροσερή γουλιά, άκουσε κάτω του μια ασυνήθιστη φασαρία.
Γλύστρησε μέχρι την άκρη του φύλλου και κοίταξε κάτω, στο μονοπάτι των μηρμυγκιών. Μια παρέα σκαθαριών ετοιμαζότανε για εκδρομή και κάνανε όλο τον σαματά του κόσμου. Πάντα έτσι έκαναν, απίστευτη φασαρία.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, αυτήν την φορά είχαν και ποδήλατα....
Ποδήλατα χρωματιστά, με γυριστά τιμόνια, με καθρεφτάκια και σχάρες, με παγουράκια και φώτα, με όμορφα αυτοκόλλητα και γυαλιστερούς προφυλακτήρες.
«Μα πού τα βρήκαν τόσα ποδήλατα οι στρουμπουλούληδες», αναρωτήθηκε.

«Ποδήλατο..... Χα! Τα ποδήλατα θέλουν ισορροπία», είπε μέσα στο μυαλό του ο εαυτός του. Πάντα αντιρρήσεις τούφερνε ο εαυτός του, ό,τι κι΄αν ήθελε να κάνει, ό,τι κι΄αν σκεφτόταν πως θα του άρεσε να κάνει.
«Μα έχω ισορροπία», απάντησε ο Λήκης ο Σκουλήκης, «Μια φορά είχα σταθεί στην άκρη ενός φύλλου μόνο με τα δόντια μου και δεν είχα πέσει! Φάτην!».
«Ναι, αλλά τα ποδήλατα θέλουν αντοχή!» ξαναφώναξε ο εαυτός του.
«Ουφ, δεν θα σταματήσει ποτέ..»σκέφτηκε ο Λήκης. «Μπορώ να ανέβω από το έδαφος μέχρι το πρώτο κλαδί του δέντρου μέσα σε μιά μέρα! Ξέρεις εσύ πολλά σκουλήκια που να μπορούν να το πετύχουν αυτό; Έχω αντοχή, έχω τεράααααστια αντοχή! Ξαναφάτην!» και μετά σκέφτηκε μόνος του «βλαμμένε...».
«Μμμμ, καλά....» έκανε ο εαυτός του και τού φάνηκε πως κοίταζε αμήχανα κάτω....

contact