Τριγύριζε το κούτελο της διόρωφης πολυκατοικίας, γώνιαζε και ακολουθούσε πιστά το μαρμάρινο γείσο κι' αναβόσβηνε άχαρα αυτή η χριστουγεννιάτικη γιρλάντα, λες κι' ολόκληρο το τετράγωνο είχε ανάψει φλας για να στρίψει, να φύγει από την γκρίζα πλατεία, να πάει να χωθεί παραπάνω σε κάποιο ήσυχο στενό, δίχως φώτα και υπόκωφους ρυθμούς από τις καφετέριες.
Η βροχή...
Είχε γυαλίσει όλα τα πεζοδρόμια, τους τοίχους, τις προσόψεις των κτιρίων, τις φωτεινές επιγραφές, ακόμη και αυτήν την ηλίθια άσφαλτο, μαλάκωνε τις όψεις, αντανάκλαγε τα ακίνητα φώτα κυρτώνοντας τις ευθείες σε μιά τρεμουλιαστή ασάφεια και τα κινούμενα σε κυνηγούς των εαυτών τους, πέρναγε μιαν φτηνή γιορτινή πατίνα σε όλα. Και είχε αφήσει τους διαβάτες να συνεχίσουν τον δρόμο τους, απαλή, σαν χάδι κομματιασμένο σε χιλιάδες αγγίγματα.
Ο πλαστικός δίσκος.
Είχε πάνω του τα απομεινάρια ενός δείπνου σερβιρισμένου σε χάρτινες συσκευασίες, λερωμένες τώρα από σκόρπιες σταγόνες κέτσαπ και μουστάρδας, τσαλακωμένες για να μην παρασυρθούν από κάποιον αέρα, θλιβερές μέχρις ανοησίας.
Ο άνθρωπος...
Καθόταν στο πλαστικό κάθισμα ακουμπώντας στην πλάτη, με τα χέρια στις τσέπες του μπεζ, κοτλέ μπουφάν, με τα πόδια απλωμένα ανοικτά κάτω απ΄το καρφωμένο στην πιλοτή τραπέζι, δίπλα σε πολλά άλλα ολόϊδια τραπέζια.
Έκρυβε τη νεαρή του ηλικία κάτω από αρκετό πάχος, κάτω από τα αραιά, αφρόντιστα μαλλιά και το αξύριστο πηγούνι του, πίσω από τα μελαγχολικά, αδιάφορα μάτια, μέσα στην βαρειά στάση του.
Τα δύο ποδήλατα.
Χώθηκαν βιαστικά στην εσοχή που βρισκόταν το ταχυφαγείο, οι αναβάτες ξεπέζεψαν από τις σέλλες μιλώντας δυνατά, με κέφι που έβγαινε ως τα κόκκινα μάγουλά τους και τις βαθειές ανάσες τους, σαν αγγελιαφόροι σε ταινία με ιππότες που φτάνουν στο απομονωμένο πανδοχείο, ακριβώς την στιγμή που ένας δυσκίνητος θαμώνας σηκωνόταν για να βγεί κι' έπεφτε πάνω τους.
Το σάστισμα...