Το ιστολόγιο του/της ofios

Α, ΡΕ ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ...

Είμαι στο βήτα δέκα το διπλό, το αρθρωτό, κι΄έχω φορτώσει σαράντα πενήντα άτομα και ανεβαίνω για Μενίδι. Ανεβαίνω Αχαρνών, μπαίνω Σουρμελή, στρίβω Λιοσίων, με πιάνει ψιλόβροχο, λέω να πάρει ο διάλος την τύχη μου μέσα...
Έχω και τρύπα στο μουσαμά τού μύλου του συρόμενου και στάζει και νερά απ΄το ψιλόβροχο κι΄είναι κι΄ένας μαλάκας που μούχει ζαλίσει το συκώτι με τη γρίνα, λέου τώρα θα τονε περιλάβω να γίνει δω μέσα χαμός και θέλω μόνο τέσσερα χρονάκια για το εφάπαξ και πάνου κει, σταματάω στην Βρεττού και μου σκάει μύτη το κωλοπαίδι με το ποδήλατο το σπαστό νάμπει μέσα.

Τόνε κοζάρω απ΄τον καθρέφτη,πάει και μπαίνει απ΄τη μεσαία,
"Έξω" του λέω, "δεν έχει ποδήλατα στο όχημα"!
"Δεν έχει" μου λέει, "γι αυτό θα βάλω εγώ ένα νά έχει!"
"Ρε δεν επιτρέπεται" του λέω,
"Να διαβάσεις τον κανονισμό", μου λέει.
"Δεν ξέρω ΄γω κανονισμό, δε βάζεις ποδήλατο μέσα, γκέκε;" του λέω.
"Δε ξέρεις γιατί δε στόπανε ή για΄ δε ξέρεις να διαβάζεις;" με ρωτάει.
"Δε μου τόπανε!" του λέω.
"Πάρε!" μου λέει και βγάζει μια φωτοτυπία τον κανονισμό και μου την κολλάει στα μούτρα.
"Ρε βιαζόμαστε!" του λέω, "κατέβα κάτου!"
"Κι΄ άμα κατέβω μου λέει θα βιάζεστε λιγότερο..;"

Σηκώνουμαι πάνω και πάω κοντά:
"Ρε νιόνιο, κατάλαβες ή θες να στο κάνω πενηνταράκια;"
"Άστο σε δεκάευρω", μου λέει, "έχω τρύπια τσέπη."
"Δεν επιτρέπεται ποδήλατο δω μέσα!"
"Μα δεν θα κάνω ποδήλατο" μου λέει, "μόνο θα το κουβαλήσω..."
"Ε, δε το κουβαλάς!" τού λέω.
"Ακουμπισμένο τόχω" μου λέει "δεν το κουβαλάω!"
"Ρε, πλάκα μού κάνεις, σύρε και τράβα και άμε και κατέβα το ποδήλατο κάτω!", του λέω.
"Στάσου!", μου λεει, "πού το βλέπεις εσύ το ποδήλατο;"
"Κι΄αυτό τί είναι ρε ξεφτέρι;" τονε ρωτάω.
"Είναι δύο ρόδες η μία πλάι στην άλλη πάνω σ΄ένα σίδερο!", μου λέει, "τα ποδήλατα τίς ρόδες τίς έχουν τη μία μπρος και την άλληνα πίσω, έτσι δεν είναι..;"
"Ρε με δουλεύεις;" του λέω, "Κατέβα μη σε θρηνήσει η μάνα σου!"

ΚΑΦΑΣΙ ΣΤΗ ΣΧΑΡΑ

Θυμήθηκε τον Λάζαρο.
Πάντα ο αχνός τού απογευματινού καφέ τής θύμιζε τον Λάζαρο...
Ποτέ δεν εκάθησαν πλάι-πλάι στο μικρό σαλονάκι που βλέπει στον κήπο δίχως ένα φλυτζάνι καφέ ανάμεσά τους. Ήταν η αχρείαστη δικαιολογία για να βρίσκονται μαζί, εκείνος μόνος, απάντρευτος για μιά ζωή, κι΄εκείνη αφημένη απ΄τον άντρα της στην τύχη της αμέσως μετά τον δεύτερο πόλεμο, τον αδερφοκτόνο.

Στην Πανεπιστημίου ο κόσμος κύτταζε τα γερμανικά καμιόνια να κυλάνε με θόρυβο και να φεύγουν φορτωμένα ντροπή και φόβο.

Κι΄από την άλλη άκρη του δρόμου σερνόταν αθόρυβα και ύπουλα ο εμφύλιος, να μπει σε κάθε σπίτι, να μην αφήσει καμμιά οικογένεια αλέρωτη, καμμιά συνείδηση ακέραια.

Πούσαι Λάζαρε, είπε μέσα της, να δεις πόσο πληρώνουμε ακόμη τον εμφύλιο, πούσαι να δεις οπούλεγες που θα φύγει και θ΄αγκαλιαστούμε να ξεχάσουμε και να πιούμε παρέα πάνω στα μνήματα των άτυχων που΄πέσαν από το ίδιο χέρι πούσφαζε και τον κατακτητή, πούσαι Λάζαρε να στερέψεις απ΄το κλάμα σα δεις πόσος εμφύλιος κοιμάται ακόμα μέσα μας και περιμένει μια μικρούλα αφορμή για να σκάσει μύτη...

Θυμάται τον παπά να κάθεται στην άκρη στο πεζοδρόμιο με τα χέρια ν΄αναδεύουν το χώμα εμπρός του και να μουρμουράει κουνώντας δεξιά-αριστερά το κεφάλι «Πού΄ν΄το αίμα.., πού΄ν ΄τα παιδιά...» και ύστερα θυμάται να σκιρτάει με τον αρχάγγελο που της φάνηκε πως είδε να κυλάει καταπάνω της απ΄την άκρη του δρόμου. Είχε τον ήλιο πίσω της και τού φώτιζε το εθνόσημο στο δίκωχό του κι΄έλαμπε και της φαινόταν άγιος που επάσχιζε να ξεφύγει απ΄το κακό και ΄κείνη είχε θελήσει να τονε σταματήσει να μείνει για λίγο κοντά της, να την ακούσει να του λέει πόσο το μέσα της ζήταγε ν΄ακούσει έναν αντρίκιο λόγο εξόν από ΄κείνον του πατρός της, που την εσταύρωνε να φύγει για την άλλη άκρη της γής, να γλυτώσει απ΄το σύννεφο που΄ρχόταν γοργά, να ψαύσει να βρει την τύχη της αλλού, να μη μιλάει πιά τα ελληνικά.

Στου Μπερνίτσα το ζαχαροπλαστείο...

«....Λέει ο Θωμάς, ν ανέβεις στην Αθήνα, όλο και κάποια δουλειά θάβρεις.
Δέκα ώρες Τήνο-Αθήνα έκανε το καράβι τότε. Κατάστρωμα, βροχή, δεν άντεχα την κλεισούρα του αμπαριού, μαθημένος απ΄το έξω. Φτάνω στον Πειραιά, κόσμος κακό , φασαρία, σάστισα, μούρθε να ξαναμπώ στο καράβι τα μπρος πίσω για το νησί.
Με τα πολλά κατέβηκα, πάτησα πόδι στην προκυμαία, βρήκα ένα κάρρο με πήγε ως το σαπουνάδικο που ήταν στην Πειραιώς, από ΄κει τόκοψα με τα πόδια, έφτασα στου Φρατζέσκου τον καφενέ στην Κουμουνδούρου.

Τι χαμπέρια μου λέει, δουλειά του λέω δεν έχω και δεν θέλω να φύγω για πέρα, γιατί τότε όλοι φεύγαν για την Πόλη ή για τη Σμύρνη να πα΄ να δουλέψουνε σε σπίτια μαγέροι και καμαριέρες. Δεν άντεχα να φύγω, έβλεπα διαβατήριο και μ΄έπιανε τρέμουλο, να θέλω σφραγίδα για ναρθω πίσω, ν΄ακούω βιολί νησώτικο και να τρέχουν ποτάμι τα μάτια μου, δεν ήθελα.
Είπα πάω στην Αθήνα κι΄ας κάμω ό,τι βρω, θα σούρνομαι, μα στα ξένα δεν πάω.

Ο Φρατζέσκος είχε γνωριμίες, μου λέει άσε τον μπόγο κει στη γωνία, με στέλνει σ΄ένα μαγαζί που ήθελε λέει κόσμο για μια δουλειά που δεν είχε ξαναγίνει στην Αθήνα.
Λέω μέσα μου, τί δουλειά είναι τούτη δω, μην είναι τίποτε βρωμιά στη μέση, πάω που λές γωνία Πανεπιστημίου και Πατησίων, κυττάω καλά, τί να δω΄, ένα ζαχαροπλαστείο, «Π. Μπερνίτσας» είχε την ταμπέλλα, κόσμος, μιλιούνια, μηρμυγκιές, να λες πού πάνε όλοι αυτοί , πού χωράνε κει μέσα.
Να μοσχοβολάει ο τόπος βούτυρα και κρέμα.
Εγώ ήμουν με τα ρούχα απ΄το ταξίδι, ντράπηκα, λέω θα με δει έτσι θα με στείλει από κει πούρθα, τί να κάμω τώρα, λέω, μπες μέσα Λορέντζο κι΄ότι γίνει.

Categories: 

ΤΡΕΙΣ ΠΟΔΗΛΑΤΕΣ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ (μέρος 1ο)

Στις δέκα το πρωί της Τετάρτης δεκαεπτά Μαρτίου, ο άνεργος ηθοποιός Δημήτρης Μαυροστούπης φόρεσε τα πλεχτά γάντια που τού είχε φτιάξει πριν από εικοσιδύο χρόνια η γιαγιά του Αρτεμισία Μαυροστούπη το γένος Παθιακάκη, κατέβασε χαμηλά μέχρι τα φρύδια τον αγορασμένο από σεντόνι τής οδού Αιόλου σκούφο του, τράβηξε την πετούγια τής πόρτας και βγήκε στον κοινόχρηστο διάδρομο τής μονοκατοικίας τής πεζοδρομημένης παρόδου Υψηλάντη. Οσμίστηκε το ψητό κατσαρόλας τής κυρίας Λυμπέρη από τον πρώτο όροφο που είχε και μπαλκόνι και έκανε για δεύτερη φορά την ίδια κίνηση με το χέρι, ανοίγοντας αυτήν την φορά την εξώθυρα που οδηγούσε έξω στον κόσμο, στους ανθρώπους.
Η πόρτα δεν έτριξε πίσω του, χάριν τής διαρκούς και αδιάλειπτης φροντίδας του κυρίου Μιλτιάδη, συγκατοίκου και διαχειριστού τού οικήματος.

Βγήκε στον δρόμο.

Το πρωινό ήταν ευχάριστα μουντό και ο καφετζής στην απέναντι τζαμόπορτα είχε ήδη ετοιμάσει τους μεσημεριανούς του μεζέδες για την αποτελούμενη από συνταξιούχους και εισοδηματίες αργόσχολη πελατεία του. Σήκωσε το χέρι προς τον ηθοποιό, όχι τόσο για να χαιρετήσει κάποιον, που ποτέ δεν είχε καθήσει έστω για μια πορτοκαλάδα στο μαγαζί του, αλλά, γιατί ποτέ δεν ξέρει κανείς εάν θα βρεθεί,
χάριν μιάς ασήμαντης, εξαναγκασμένης χειρονομίας, να παίρνει τηλέφωνο τους συγγενείς του για να τον δουν το βράδυ στις ειδήσεις να μιλάει για το πόσο καλές σχέσεις είχε με τον αποδεδειγμένα μονόχνωτο ηθοποιό, που στο μεταξύ θα είχε αυτοκτονήσει για αδιευκρίνιστους λόγους.

Ο Δημήτρης Μαυροστούπης, αδιόρατα αβέβαιος για τον αν η ανεργία του οφείλοταν στο κακόηχο όνομά του ή σε πιθανό έλειμμα ταλέντου του, προχώρησε με σταθερά βήματα προς το γκαράζ της οδού Γερογιάννη κυττάζοντας πάντα ψηλά, παρατηρώντας την κίνηση των γυμνών κλαδιών των δέντρων στο φόντο τού γκρίζου ουρανού, αναπνέοντας βαθειά την πρωινή δρόσο, που τού θύμιζε την πλατεία τού χωριού του, κάπου στην ορεινή Αιτωλοακαρνανία.

Έστριψε στην Ξενοφώντος.

contact