Λογοτεχνία

Λογοτεχνικά Κείμενα σχετικά με το ποδήλατο

ageras,, apo ton agera

Δεν προλαβαίνω, να γίνω αγέρας
μια πνοη ειμαι¨Δεξου την
και θα σ αγκαλιάση ο αγέρας μου

στην ελενη

Να σας πω μια ιστορία...

Να σας πω μια ιστορία. Αληθινή πέρα για πέρα. ‘Ασχετη με το ποδήλατο, αλλά, είπα να την μοιραστώ μαζί σας.

Πάσχα του2009. Γυρνάμε απ΄το νησί εκεί γύρω στις οκτώ το βράδυ, φτάνουμε στον Πειραιά και μπαίνουμε σ’ ένα ταξί για να πάμε Καλλιθέα. Ο εξάχρονος γιός μου κάθεται στο πίσω κάθισμα με την γυναίκα μου και κρατάει στα χέρια του μια μικρή τσάντα πλάτης με τον Μπόμπ τον Μάστορα, που έχει μέσα μερικά παιχνίδια.

Φτάνουμε, κατεβαίνουμε και μέσα στην φούρια της αποβίβασης ο πιτσιρικάς ξεχνάει την τσάντα με τα παιχνίδια στο πίσω κάθισμα. Το ταξί φεύγει, σε δευτερόλεπτα μέσα αντιλαμβανόμαστε τί έχει γίνει και αρχίζει η τραγωδία. Ο μικρός είναι απαρηγόρητος και σκαρφιζόμαστε χίλια δυό τεχνάσματα για να ξεχαστεί και να δούμε πώς θα τα μπαλώσουμε.

Οι παλιάτσοι

Σα σβήσουν τα φώτα στο τσίρκο και σιγήσουν τα χειροκροτήματα, οι παλιάτσοι βγάζουν τις μάσκες, ξεβάφουν τα παρδαλά τους πρόσωπα, γδύνουνται τα ψεύτικα χαμόγελα και τα πολύχρωμά τους ρούχα, βγάζουν καρέκλες στην χωμάτινη αυλή τους και παίζουν το μεροκάματο στην πρέφα. Πίνουν ρακί και καπνίζουν άφιλτρα, σκονισμένα τσιγάρα. Οι σκιές τους απλώνουνται στις τέντες από την γκαζόλαμπα, τα κουνούπια τρυπούν το πετσί τους, ο ιδρώτας τους σταλάζει κάματο, πίκρα και ελευθερία. Μουρμουράνε μελωδίες των χωριών τους, βλαστημούνε τους θεούς τους, περγελάνε τον βαρκάρη με τρανταχτά, βαριά γέλια. Μετρούνε τη ζωή με τις νύχτες, και ο ύπνος τους είναι σκοτεινός και συννεφιασμένος.

Αυτοί που κάνουν τους ανθρώπους να γελούν δεν βλέπουν όνειρα. Πληρώνουν διόδια για να ξημερώσουν.

Το κάντρο στον καφενέ

"Λάδωσ’ τη τη ρημάδα...Κρικι κρικι, κρίκι-κρίκι, μας έχει σπάσει τα νεύρα..."
Ο Φώτης ο καφετζής πλησίασε με το θυμωμένο του μουστάκι να κυττάει ψηλά και στάθηκε πάνω από τον παραπονούμενο.
"Μάλιστα κύριε Διονύση, όπως προστάξετε, κύριε Διονύση! Κάτσε έξω άμα θες να μην την ακούς, κύριε Διονύση! Παληό μαγαζί, παληά κι η πόρτα, ε, τι θες να κάμει, θα τρίζει. Εδώ τρίζουν και τα μέσα μας πιά, και τα σκληρά και τα μαλακά, η πόρτα δεν θα τρίζει;"

Ο Διονύσης γύρισε μια βόλτα τον ντελβέ στο φλυτζανάκι, ρούφηξε την τελευταία γουλιά και σηκώθηκε σβελτα παρά την προεξέχουσα κοιλιά και το μπαρμπουνί χρώμα του προσώπου του πούλεγες τώρα θα σκάσει να γεμίσει ο τόπος κρέας.

contact