
Μια μικρή τράπεζα όπου θα κατατίθενται τα αισθήματά μας με όποιο μέσο μας είναι αρεστό και ταιριάζει στην κάθε αναγκαιότητα των στιγμών μας. Μια συλλογικότητα αισθημάτων λοιπόν, γιατί η σιωπή και η άβυσσός της στην ξένωση μας ταξιδεύει...
Categories:
Αξιολόγηση:
0 ψήφοι
από το ποίημα στη σκηνή της ταινίας :
http://www.youtube.com/watch?v=An5wyzGrmBM(link is external)
και από την ταινία σε άλλο ποίημα :
http://www.youtube.com/watch?v=9c668O07r40(link is external)
αφού έμεινα μόνος στην κορυφή της σελίδας παραθέτω το μοναδικό ποιήμα που βρήκα ενός από τους εραστές της Μάτσης Χατζηλαζάρου, του Ανδρέα Καμπά (πολλοί χαρακτηρισμοί μπορούν ίσως να μπουν αλλά "εραστής" νομίζω ταιριάζει περισσότερο ως πιο άμεσα αναφερόμενος στον "έρωτα", κάτι που η Μάτση ..υπηρέτησε όπως του άξιζε)
ΑΠΟΡΙΑ
'Όταν άφησες τα καστανά μαλλιά σου
να λυθούνε ως κάτω στους γοφούς,
όταν έγδυσες το κορμί σου
από τα περιττά
και κείνο πέταξε ουράνιο τόξο
γύρω στις ρόγες του στήθους σου
και γέμισ' άσπρα τριαντάφυλλα
όλο το κορμί σου
και το λεπτό το διάφανο το πρόσωπό σου
κ' ήρθες και στάθηκες μπροστά μου
μ' εκείνο το αφάνταστο το φως μέσά στα μάτια σου
και μ' ένα θρίαμβο για την ασύλληπτη ομορφιά σου,
λυπήθηκα μόνο,
πώς δεν είχαμε καθρέφτη
μέσα στο πληχτικό δωμάτιο
για να καρφωθεί βαθιά μεσ' τον υδράργυρο
η εικόνα σου,
έστω και παροδικά,
κάπου ν' αποτυπωθεί
αυτή ή ύπαρξη σου
αυτή ή προσφορά...
για ναχει μαρτυριάτικα ή μνήμη μου
και πάντα να χαίρεται
πώς γνώρισε,
τα πιο δροσερά
τα πιο αγνά
τα πιο πλούσια
νερά του κόσμου.
Τώρα τα θυμάμαι αυτά τ' απογεύματα
τα μοναδικά.
Τα θυμάμαι κι αναρωτιέμαι
Αν, αυτά μαζί με τις νύχτες
και τα ξημερώματα,
τους κήπους και τα όνειρα
τα μπάνια στη θάλασσα,
τις φιλοδοξίες και τις αποτυχίες,
αν θα τα πάρουμε μαζί μας
Ή αν σαν το χρώμα
θα τ' αφίσουμε πίσω μας
σ' άλλα χέρια
γι' άλλη κατάνυξη
γι' άλλο σκοπό
τέλεια ξένο με την αρχική τους σημασία.
δύσκολη η μετάβαση απ’ τον ερωτευμένο Ανδρέα της Μάτσης σε κάτι άλλο...
αλλά να κάτι που έχει γραφτεί απ’ τη Β.Τ. λίγα χρόνια πριν...κάτι που να ξορκίσει τη δική της φεγγαροπληξία...
ΕΡΩΜΕΝΗ ΤΩΝ ΤΡΕΛΩΝ
Μονάκριβη σελήνη,
οδηγείς τις ζωές μας σε άγνωστα άκρα.
Σιωπηλή υπερόπτρια
της ευθραυστότητας των γεγονότων
βαθιά στις γήινες σκιές,
μ’ ένα κρυφό μειδίαμα ικανοποίησης.
Ερωμένη των τρελών.
Μέμφεις το ψεύτικο γέλιο τους
για την τρέλα του ταπεινού σου φωτός,
που αδιάντροπα παίζει κρυφτό
στον παγκόσμιο κήπο.
Δεν είσαι παρά ακόλουθος.
Μας έχεις όλους εξαπατήσει.
Νύχτες ολόκληρες το μαγικό σου ξόρκι,
ασημένιο ριχτάρι πάνω στα ξάγρυπνα κρεβάτια μας,
χυμένα μυστικά του ανείπωτου.
Και μια άλλη εκδοχή του ίδιου ποιήματος,
AMOROSA OF THE FOOLS
Precious moon,
you drive our lives into unknown extremes,
silently overlooking the fragility of facts
deep in the earthy shadows,
with a hidden smile of satisfaction.
Amorosa of the fools.
You blame their false laughter
for the insanity of your humble light,
the light that shamelessly plays seek and hide
in the universal garden.
You’re nothing but a follower.
You have deceived us all.
Night after night
your magic spell
spreads its silver over our sleepless beds,
sheds its secrets of the unspeakable.
Σημ. Δεν ήταν γρίφος. Είναι βεβαιότητα. Για τον Εμπειρίκο, όλα της τα χάδια.
Δεν μπόρεσε ποτέ να μπει στον δικό του κόσμο, η ζυγαριά μπορεί να είχε πάντα και μια γυναίκα, όμως ο απόλυτος υπερρεαλιστής είχε άλλα σχέδια...πιο τρυφερά όνειρα.
Ταπεινή και καταφρονεμένη άποψη:
Ο ντόκτορ ήταν αιώνες μπροστά / σε ολάκερη την έρημη Γη.
-Έρως Μελαχρινός με τραύματα αγιάτρευτα.
Από την «Υπερκειμένη»
Η ημέρα σήμερα είναι γαλάζια,
τα φύλλα της είναι πράσινα,
τα τριαντάφυλλά της είναι κίτρινα,
τα νύχια της κατακόκκινα,
στον άνεμό της πλαταγίζουν οι σημαίες των μπαλκονιών,
στα μπαλκόνια λύνουν τα μαλλιά τους οι χθεσινές εσπερίδες...
Α. Εμπειρίκος
Μαζί
Λιάζομαι μες στη συγκίνηση των ημερών του Νοέμβρη / που ξαναφέραμε μαζί. / Μαζί το ζούμε και το θέλουμε το πηγαινέλα της φύσης, / τις μυρουδιές του κρύου ανέμου, τα παγωμένα νίκελ / της πόλης, τον κλειστό χώρο μες στην παγωνιά, όταν / αχνίζουν τα τζάμια.
Ζωή μου! Δίπλα σου βλέπω την αναπνοή και ακούω το / καρδιοχτύπι όλων των πραγμάτων.
Ζωή μου! Δίπλα σου είναι η μέρα του ήλιου του μεσονυκτίου.
Μακριά σου είναι η νύχτα του βορινού χειμώνα.
Μάτση Ανδρέου
Και στο τέλος, ο γόης, που τρέμει από ήττα, και δυστυχώς, Ισπανική η ευτυχία.
Από τα «Τέσσερα ποιήματα»
Ι
Κατεβήκαμε στο στίβο νικημένοι,
και έπρεπε να τρέξουμε, έπρεπε να τρέξουμε.
Οι φλύαροι προπονητές, για να μας ενθαρρύνουν,
όλο παραδείγματα απ' τους προγόνους φέρναν:
πώς είχανε παλέψει οι τότε νέοι, πώς είχανε νικήσει
-δε νιώθανε πώς είμαστ' αδειανοί, χωρίς ιδανικά, χωρίς ψυχή.
Viva la muerta, φώναζαν οι ισπανοί στρατιώτες·
Για την τιμήν των όπλων πέφτουμε, για την τιμήν των όπλων πολεμούμε!
Εμείς όπλα δεν είχαμε· και η τιμή μας κουρασμένη.
Είμαστε λίγοι, λέγαμε, και οι αντίπαλοι πολλοί, όμορφοι, ρωμαλέοι·
τα λαστιχένια τους κορμιά φοβίζουν και τον ήλιο.
Είμαστε λίγοι, ανταποκρίνονταν η ηχώ, μα έχετε ψυχή.
Και η ψυχή μας ξέσπασε σ' ένα χάχανο μακάβριο, σ' ένα χάχανο πικρό.
Αδύναμοι και τσακισμένοι βγήκαμε στο δρόμο
κι απ' αρχή γυρεύαμε το λυτρωμό.
Α. Καμπά
Σημ.2 Τα σπάνια πράματα για τη σπάνια Καραμελένια.
Αχ, Λουίτζι Πιραντέλο, αχ, Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι, αχ, Νικόλα Πιοβάνι, αχ, Κλαούντιο Μπιγκάλια, αχ, Ενρίκα Μαρία Μοντούνιο, αχ, Μάσιμο Μπονέτι! (link is external)
και...
To Sophy, for being such a good sport, last night in our full moon ride...(link is external)
μαζί με το “Moonstruck” που τόσο της αρέσει...
Σ’ ευχαριστώ scrab!
Τις χαρίζω στους πέτρινους φίλους μου, που δεν ήταν μαζί μου χτες βράδυ...κι είμαι βέβαιη πως πέρασαν όσο καλά πέρασα κι εγώ (άντε μπορεί και καλύτερα!), με θαυμάσια παρέα, κάτω από ένα υπέροχο φεγγάρι, δίπλα σε μια υπέροχη ακρογιαλιά, με μια αύρα υπέροχη εξ ίσου...
Και του χρόνου! ακόμα καλύτερα αγαπημένοι! Αυτά κι αν είναι ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ !
Πεντόβολα!
Προσπάθησα να παίξω, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, αλλά είχα καιρό και η δεξιότητά μου με πρόδωσε...
[Ο ύπνος του καπνιστή]
Λίγο πριν κοιμηθώ αργά το βράδυ
ανοίγει κάποια πόρτα στο σκοτάδι
κι ακούω στο στήθος μου γατάκια
που κλαίνε σε αυλές και σε σοκάκια
μέχρι να βρούνε στο μαστό του ύπνου
το ρόφημα του βλαβερού τους δείπνου
θηλάζοντας την πίσσα της ημέρας
στη ρώγα μιας αόρατης μητέρας.
Βυθίζομαι μαζί τους λίγο λίγο
στης νύχτας την τυφλή δικαιοσύνη
και σ' έναν εφιάλτη καταλήγω·
ιαγουάροι μαύροι έχουν γίνει
κι αλαφιασμένος τρέχω να ξεφύγω
σε στέπες που αχνίζουν νικοτίνη.
Μ. Γκανάς
Σημ. Αυτός ο scrab είναι πάντα η αιτία του κακού.
...σημείωνε, σημάδευε, είπε η μικρή οχιά,
κι εγώ με το σκληρό γλωσσίδι μου διαπερνώ αυτά σου τα σημάδια...
τα καταπίνω και γράφουν στο υπογάστριό μου όσα δεν φαντάζονται οι λέξεις σου...
και τα φαρμάκια μου,
έγκλειστα
πολιορκούνται απ’ τις λέξεις σου μεσ' τους αδένες μου...
σημείωνε, σημάδευε,
με τα τσιγάρα και τα μεθύσια σου...
να σ’αριθμίζουν πόντο-πόντο στις ασθενικές σου αφές,
να τις κάνουν πίσω
κι όλο πιο πίσω να γυρίζουν,
όπως καράβια που τρελάθηκε η ρότα τους,
τρελάθηκε ο μπούσουλάς τους
και τα τιμόνια τάδεσαν οι ναύτες πισθάγκωνα
να μην τρελαθούν κι αυτά...
σημείωνε, σημάδευε, είπε η τρελή οχιά
και κατάπιε το διχαλωτό γλωσσίδι της...
γεμάτη αγωνία” ...
Ο ήλιος μόλις είχε ανατείλει πάνω από το Παγώνι όταν η κυρία Αργυρώ άνοιγε την πόρτα του παντοπωλείου της. Πάνω στην ώρα. Καιγόμουν να αγοράσω τηλεκάρτα. Ήταν η πρώτη φορά που θα χρησιμοποιούσα θάλαμο του ΟΤΕ, μετά από χρόνια.
Το ημερολόγιο έδειχνε Νοέμβριος 2005, μια αιωνιότητα σχεδόν πριν από την Κρίση που θα πολιορκούσε τις ζωές μας μερικά χρόνια αργότερα. Ο σκουριασμένος, ημιδιαλυμένος κίτρινος θάλαμος ήταν ακριβώς απέναντι από το μαγαζί της κυρίας Αργυρώς, στο σταυροδρόμι που συνέδεε την πόλη της Αίγινας με χωράφια όπου καθημερινά ίδρωναν μεροκαματιάρηδες μετανάστες. Απρόβλεπτα, το σταυροδρόμι αυτό θα γινόταν η διασταύρωση των δύο συγκρουόμενων «κόσμων» μου.
Τρεις μήνες πριν, η Αυστραλία είχε «πάρει» τη δεκαοκτάμηνη κόρη μου, όταν η μητέρα της αποφάσισε να επιστρέψει εκεί μαζί της - δια παντός. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διατηρήσω φωνητική επαφή με τη μικρή Ξένια, για τρεις μήνες μονολογούσα καθημερινά δέκα με δεκαπέντε λεπτά της ώρας στο ακουστικό του τηλεφώνου, με μόνη αμοιβή κάποιους μωρουδίστικους ήχους και την ελπίδα ότι δεν θα ξεχάσει την φωνή μου. Το σταθερό μου τηλέφωνο είχε μετατραπεί στον σκοτεινό διάδρομο ήχων που μετέδιδε κάθε πρωί το σάουντρακ της απουσίας της.
Όσο ήμουν στην Αθήνα, το πρωινό τηλεφώνημα λειτουργούσε ως νεκρή ζώνη που χώριζε την ημέρα μου στα δύο, σε δύο πραγματικότητες. Σε εκείνη που βυθιζόμουν μεταξύ ξυπνήματος και πριν τηλεφωνήσω στη μακρινή ήπειρο και στην αθηναϊκή ζωή μου που ξεκινούσε αμέσως μετά. Αυτές οι πραγματικότητες είχαν και την τηλεπικοινωνιακή τους έκφραση. Το σταθερό τηλέφωνο, λόγω της σχετικής του φθήνιας, ήταν συνυφασμένο με την ετεροτοπία μου και τον σχεδόν σιωπηλό κόσμο της κόρης μου. Όλες οι άλλες, οι ανώδυνες, κλήσεις πέρναγαν μέσα από το κινητό μου.
Η σκοτεινή εκείνη ισορροπία ταράχθηκε όταν μπήκε στη ζωή μου η Δανάη. Λίγες μέρες μετά το ξεκίνημά μας, μου πρότεινε να περάσουμε μερικές μέρες στο σπίτι της στην Αίγινα. Αμέσως συμφώνησα χωρίς να σκεφτώ το καθημερινό τηλεφώνημα. Χωρίς να φανταστώ πως με περίμενε εκείνο το σταυροδρόμι απέναντι από το μαγαζάκι της κυρίας Αργυρώς.
Καθώς η πρώτη νύχτα έφευγε, μετατρεπόμενη σε μια υγρή αυγή, βγήκα σαν τον κλέφτη από το εντυπωσιακό σπίτι, το οποίο στερούνταν σταθερό τηλέφωνο, ανέβηκα στη μηχανή, και με αγωνία άρχισα να ψάχνω τηλεκάρτα και θάλαμο. Ένα χιλιόμετρο αργότερα έπεσα πάνω στον θάλαμο και στην κυρία Αργυρώ. Ήταν σαν να είχα γλιστρήσει σε άλλο κόσμο.
Βγαίνοντας από το παντοπωλείο, με την τηλεκάρτα στο χέρι, πέρασα τη δημοσιά που το χώριζε από τον θάλαμο και βρέθηκα μέρος μιας κοντής ουράς. Ένας Πακιστανός εργάτης ήδη μιλούσε στη γυναίκα του, μετά εγώ, και μετά από μένα ένας Αλβανός οικοδόμος περίμενε πίσω μου να μιλήσει στην άρρωστη μητέρα του στα Σκόδρα. Αυτό ήταν. Τρεις διαφορετικές εκφάνσεις της μετανάστευσης μπροστά στον θάλαμο, δίπλα σε κάδους σκουπιδιών που ξεχείλιζαν, στρώνοντας το πεζοδρόμιο κάτω από το ετοιμόρροπο τηλέφωνο με χαλί βρωμιάς.
Αν και ο μόνος καθ’ όλα «νόμιμος» μετανάστης εκ των τριών, και παρά το γεγονός ότι φάνταζα σαν τη μύγα μέσ’ το γάλα, οι ομοιότητές μας ήταν πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι φαντάζονταν οι άλλοι δύο. Ήμουν εκεί για να ακούσω τους ήχους ενός μωρού του οποίου οι μητρικοί παππούδες είχαν μεταναστεύσει στην Αυστραλία, από μια Ελλάδα που θύμιζε τόσο πολύ τη σημερινή Αλβανία, το σημερινό Πακιστάν.
Καθώς περίμενα να έρθει η σειρά μου, ένιωσα έντονα τις αντιφάσεις μου:
Τέως μετανάστης στην Αυστραλία, όπου έζησα δώδεκα χρόνια πασχίζοντας να μην αποκτήσω τη νοοτροπία του μετανάστη
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με φίλους και γνωστούς της «υψηλής» αθηναϊκής κοινωνίας, της άρχουσας τάξης, η οποία αντιμετώπιζε τους μετανάστες ως, στην καλύτερη περίπτωση, «αναγκαίο κακό»
Πατέρας ενός παιδιού που θα είναι μετανάστρια όπου και να ζει - στην Αυστραλία ως Ελληνίδα, στην Ελλάδα ως Ελληνο-Αυστραλέζα, αλλού ως υβρίδιο
Ακόμα θυμάμαι τη μόνη πηγή αγαλλίασης όσο περίμενα σε εκείνη την ουρά. Ήταν το όνομα της κόρης μου: καλοσύνη προς τον ξένο, που συμπεριλαμβάνει τον «φυγά», τον «μετανάστη, τον «χαμένο».
η μοναξιά είναι πολλά πράγματα ..επειδή είναι η αρχή και το τέλος μαζί.. (link is external)
Μετάφραση, Τ. Κ. Παπατζώνης.
Chant X, το τέλος:
... >
Στον diopan, αλλά και σ᾽όσους μας φεύγουν μακριά, με εγκάρδιες ευχές για καλή τύχη παντού, όπου μπορεί να βρεθούν!
Σημ. Αυτά τα συναισθήματα δεν πρέπει να λείπουν από δω. Γιατί θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε.


κοιτώ τα μάτια σου που χάθηκαν για πάντα...
κοιτώ τα χείλη σου που στέγνωσαν για πάντα...
το λαιμό σου που έγινε κάτισχνος...
τα τρεμάμενα χέρια σου, που κάποτε με ψηλάφιζαν πόντο-πόντο...
τον ήχο της φωνής σου που δεν έχει λαλήσει μι᾽ αλήθεια εδώ και χρόνια...
πως μας βρίσκει τούτο το φθινόπωρο δυό ξένους, μα πιο αληθινούς παρά ποτέ;
δεν θα τό᾽λεγα, δεν θα το᾽λπιζα,
όσα φρικτά κι αν ήρθαν στο δρόμο μας,
τον κοινό και τον χωριστό...
πού να πηγαίνεις άραγε;
κι εγώ πού να πηγαίνω;
μαραίνονται όλα κάθε ασάλευτο πρωΐ...
κοιτώ το σώμα σου μονάχο να ελκώνεται,
στο κοινό μας κρεβάτι,
αγόγγυστα!
σαν να μην έγινε τίποτα!
σαν όλα να ήταν πάντα έτσι!
σαν όλα να είναι πάντα έτσι!
Δεν είσαι πια εσύ!
κοιτώ το δικό μου,
καθώς κοιμάται μοναχό και λαβωμένο,
σ᾽ένα κρεβάτι εκστρατείας,
ενίοτε κατάχαμα...
σάρκα επί ξύλου...
ταυτόχρονα με δυό μάτια άγρυπνα,
όρθια στην πολυθρόνα,
να με φιλάω σαν άρρωστη σε κρεβάτι νοσοκομείου...
βάρδια βουβή και άχαρη...
δεν ωφελεί...χαμένη μου καρδιά...δεν ωφελεί...
κι αυτή η νέα καρδιά μου,
δεν ξέρει πού πηγαίνει...
έβαλε την οσμή μπροστά,
γιατί τα σκοτάδια πυκνά σαν άβυσσος
κι η οσμή την ορμηνεύει με θάρρος να τα διασχίσει...
να τα διαπεράσει με σισσύφια υπομονή...
και προχωράει κάπου περίεργα κι άγνωστα και μέσ᾽σε κίνδυνο ανέκφραστο...
η ακοή κι αυτή δηλώνει τούτο και τ᾽άλλο
μ᾽ένα φαύλο όμως τρόπο,
σ᾽αυτήν δεν εμπιστεύεται τυφλά η νέα μου καρδιά...
η αφή είναι αδύνατη, ακατόρθωτη...
αλλά κι αυτή θα αποπλανούσε τα πάντα,
πολύ δε μάλλον τη νέα μου καρδιά...
και δεν βρίσκεται η πόρτα...
μα κλειστή, μα ανοιχτή...
η οσμή είναι περίεργη...
αλλάζει στιφή και πνιγηρή..
ή υπέρμετρα ευχάριστη και δροσερή...
και δεν ξέρει κανείς και τον ορίζοντα αυτής της περιπλάνησης...
μάλλον δίχως ορίζοντα...
ώσπου να ῤθει ένας ήλιος στεφανωμένος,
να με πάρει απ᾽το χέρι...
κι ή που θα με οδηγήσει στα έγκατα να ξεκουραστώ
ή που θα μ᾽ανεβάσει σε καθάριες δεξαμενές να ξεδιψάσω...
τόσο δρόμο χωρίς σταγόνα...
μέσα σου και χωρίς εσένα...(link is external)
[We were talking, about the space between us all
And the people, who hide themselves behind a wall of illusion
Never glimpse of truth, then it's far too late, when they pass away
We were talking, about the love we could all share, when we find it
To try our best to hold it there, with our love
With our love, we could save the world, if they only knew
Try to realize it's all within yourself no-one else can make you change
And to see you're really only very small,
And life flows on within and without you
We were talking, about the love that's gone so cold and the people,
Who gain the world and lose their soul
Then you may find, peace of mind, is waiting there
And the time will come when you see we're all one,
And life flows on within and without you]
Συνέβη στο Ιράκ να λεηλατηθούν το αρχαιολογικό μουσείο και η βιβλιοθήκη της Βαγδάτης, όταν η Αμερικάνοι σώσαν τον Ιρακινό λαό απ᾽τον δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν. Τα σπανιότερα ντοκουμέντα πρώτης γραφής στον κόσμο χάθηκαν κι απόμειναν οι άδειες λεηλατημένες βιτρίνες. Οι άνθρωποι του μουσείου στις τότε ειδήσεις κλαίγανε μαύρο δάκρυ.
Χάθηκαν τα σπανιότερα και πολυτιμότερα ντοκουμέντα πρώτης γραφής...(link is external)
Συμβαίνει και τώρα στην Αίγυπτο.
γιατί η νύχτα δεν έρχεται μόνο με τα όπλα...(link is external)
Καλά εμείς έχουμε προϊστορία απ᾽την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Τι μανία όμως λαοί νεόκοποι, να εχθρεύονται λαούς που έχουν πίσω τους χιλιετηρίδες πολιτισμού...με ντοκουμέντα αδιάσειστα;
Τι λαίλαπα κι αυτή μαζί με την τρέχουσα αξιοπρέπεια αρχαίων λαών να εξαφανίζουν και την αξιοπρέπεια του παρελθόντος τους;
Είμαι όπως και τότε τρελά θυμωμένη...
Να μια παροιμία αυτοσχέδια γι᾽αυτό το πρωϊνό, αυτής της Κυριακής:
Πώς ένας άνθρωπος δεν τελειώνει μέσα στο χρόνο τόσο εύκολα οι γριές μοίρες το ξέρουν. Μένει να το μάθει ο ίδιος ο άνθρωπος.
Είναι αλήθεια ότι ξεσκαλίζω για λόγους που δεν είναι της παρούσης παλιότερα αναγνώσματά μου και είναι πάντα αλήθεια πως όσα δεν θα ήθελα να αφήσουν τα ράφια μου, μαγικά όταν ξανατρέχω μέσα τους βρίσκω όπως τις προηγούμενες φορές κάτι δικό μου της στιγμής και να τώρα που θα σας μεταφέρω σε ένα απόσπασμα από την “Αφιέρωση” του Μπότο Στράους...σε μετάφραση του Δήμου Βαρθολομαίου...
[πληκτρολογώ με τυφλό σύστημα που έμαθα στα 17 μου χρόνια, όταν οι γραμματείς στις ελληνικές ταινίες ερωτεύονταν τους προϊστάμενούς τους και μ᾽άρεσε αυτό το παιχνίδι με το πληκτρολόγιο και τους τύπους που υπαγόρευαν από πάνω (απίστευτα βίτσια μιας έφηβης! απ᾽τα οποία συνήλθα στα 19 όταν ανακάλυψα τις επαναστάσεις κάθε είδους...)]
...” Θα μου ήταν δύσκολο να αναγνωρίσω σαν συνομιλητή τον ανιδιοτελή ερμηνευτή, τον αναλυτή. Κατά κάποιον τρόπο θα είμαι γι᾽αυτόν μόνο ένα μοντέλο, στο βαθμό που αυτός από το μουρμουρητό μου διαμορφώνει το αφηρημένο έργο της δικής του ανθρωπογνωσίας, από το οποίο εγώ ο ίδιος ελάχιστα μπορώ να δω. Άδικα αφουγκράζομαι για μια απάντηση, από τα βάθη του αυτιού. Επίσης φαντάζομαι ότι η ερμηνεία από εκείνον που θέλει μόνον το καλό μας, κάπου μας αδικεί. Αποζητάμε το αντί-αυτί και αυτό είναι το στόμα του πλάνου-πειρασμού, που μας παρασύρει να πιστέψουμε ποιοι είμαστε. Αυτό το συγκινητικό ενδιαφέρον, αυτή η γοητευμένη ερμηνεία, όπως αυτή που αδιάκοπα προσφέρει ο Μεφιστοφελής στον Φάουστ, συνδεδεμένη με συντροφική πίστη και μοναδική εκλογή, εκεί διακρίνεται τελικά η καταδίκη από τη θεραπεία, αλλά και από τον τρελό έρωτα.
Τι σημαίνει όμως “ιδιωτικό” για τον accidiosο, τον καταβεβλημένο; Βάζει το χέρι μέσα στο στόμα του, σπάζει τα μπροστινά του δόντια, τραβάει τη γλώσσα του, τη στρίβει μέχρι να την ξεριζώσει, πιάνει ακόμα πιο βαθιά στον λαιμό του, αρπάζει το λαρύγγι του από τα μέσα, συνθλίβει τους χόνδρους και τις φωνητικές χορδές και γαργαρίζει μέσα σ᾽αυτήν τη λάσπη από αίμα.
Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς, ότι αποσύρθηκε στην “ ιδιωτική του σφαίρα “, ενώ αυτός όχι μόνον αφαιρεί από τον εαυτό του και αυτό το τελευταίο καταφύγιο, αλλά καθιστά ακατοίκητο το σώμα του, το τελευταίο περίβλημα του δικού του.
Μπορεί πράγματι να γνωρίζει κανείς από καιρό αρκετά καλά την αγαπημένη και να ξέρει απέξω τι είναι σε θέση να πει για τον εαυτό της. Σχεδόν όλα τα έχει ξαναδεί: μισάνοιχτα χείλη και κλειστά, στόμα που μορφάζει περιφρονητικά, χαμόγελο, κίνηση χεριών, ύπνος, κάθισμα, τρέξιμο με στραβά πόδια. Σ᾽αυτά σίγουρα δεν θα προστεθεί τίποτα το καινούργιο. Μόνο ένα λείπει: η κραυγή. Ποτέ δεν κραύγασε από άμετρη φρίκη. Και η επιθυμία να δει κανείς αυτό το μοναδικό άνοιγμα γίνεται πιο πιεστική, όσο μεγαλύτερη είναι η οικειότητα. Ίσως, σκέφτεται κανείς, μόνον τότε θα αποκτήσω μια αληθινή σχέση μαζί της, όταν μια μέρα θα βγάλει μπροστά μου αυτή την κραυγή. “...
you...(link is external)
don’t...(link is external)
know...(link is external)
what..(link is external)
love...(link is external)
IS(link is external)
-Ποιος σε στεναχώρησε να του φάω το λαρύγγι;
Φιλιά(link is external), δεύτερου προγράμματος...πίστας & όχι μόνο. ΚΑΙ χωρίς αποδείξεις χοχο χο
Δεν δίνουμε σημασία πολύ σε διαδικασίες κάθαρσης...
ΜΙΛΗΣΕ, καρδιά μου και χαμογέλασε!(link is external)
αρχαία συνήθεια που σαν παραδοσιακό άτομο ακολουθώ μήπως και χαμογελάσω κάποια στιγμή...
και δεν τρώμε κανένα λαρύγγι...τα λαρύγγια τρώγονται μόνα τους...δεν χρειάζονται εξωγενείς παράγοντες για να φαγωθούν...
Ὁ χῶρος τῆς Ἰωάννας καί ὁ χρόνος τοῦ Ἰωάννη γράφτηκε ἀπό τὸν Πρόδρομο Μάρκογλου τὰ δύσκολα χρόνια 1968-1970.
Σπαράγματα απ᾽το έργο...
“… ΔΕ ΜΕ ΓΝΩΡΙΣΕ ποτὲ. Ἡ Ἰωάννα πέθανε ὅταν ἤμουν στὴ φυλακή, τὴν εἶδα γιὰ τελευταία φορὰ στὸ τμῆμα μεταγωγῶν, λίγο πρίν μᾶς φορτώσουνε στ᾽αὐτοκίνητα γιὰ τὸ λιμάνι…ἡ Ἰωάννα ποὺ ἐρχόταν καὶ μὲ ἔσωζε, ὅταν μὲ χτυποῦσαν μέχρι ποὺ κατουροῦσα αἷμα…ἔλεγε ἡ Ἰωάννα: μὴ φοβᾶσαι δὲν μποροῦν νὰ σὲ ξεκάνουν…δὲν θὰ πεθάνεις γιατί δὲν ἔχω κανέναν ἄλλο στὸν κόσμο, γιατί ἐσὺ μοῦ ᾽μαθες τὸν κόσμο. Κι ἦταν πεθαμένη ἡ Ἰωάννα…
…Ἐσύ δὲν μὲ γνώρισες…φοβᾶσαι πὼς μπορεῖ μὲ τὴν ἀγάπη νὰ φτωχαίνεις, δὲ θέλεις νὰ πληρώσεις, νὰ ξοδευτεῖς γιατί σὲ ἔχουνε λεηλατήσει σὲ χρόνους ἄλλους…ἔτσι τὸ χάος ἔμεινε μέσα σου…μηχανικά ὁ ἔρωτας σὲ ξέκανε, στοίχειωσαν τὰ κρεβάτια, τὰ φαντάσματα ποιός θὰ τὰ σκοτώσει…τήν ἀγάπη δὲν μπορεῖς νὰ τὴν κάνεις χειρονομία ζωῆς, περνώντας ἀπό χέρι σὲ χέρι, σάν τραπουλόχαρτο ξέφτισες, σκότωσες κάθε ἔννοια ὕψους, δὲ μὲ γνώρισες, στὰ μάτια σου μπερδεύονται τὰ σχήματα, ἀπρόσωπα πρόσωπα...
Κύκλοι ἐπάλληλοι τὰ μάτια τῆς Ἰωάννας…τὸν ὁδηγοῦσαν πισθάγκωνα. Ἔβαλε τὰ χέρια του στὰ μάτια της, τὰ ἔκλεισε, ἔσκυψε, τὰ φίλησε τρυφερά σὰν πανσέδες. Ἐπειδή αἰσθάνομαι νὰ σ᾽αγαπῶ, εἶπε ἡ Ἰωάννα, γι᾽ αὐτό σὲ μισῶ περισσότερο. Δὲ χρειάζεται νὰ σ᾽ ἑρμηνέψω, εἶπε ὁ Ἰωάννης, πρέπει ν᾽ ἀλλάξεις. Θὰ μὲ ξεκάνεις εἶπε ἡ Ἰωάννα, γι᾽ αὐτό κι ὅλας θὰ φύγω. Τὰ μάτια της βαθιά σκοῦρα καί ρευστά…Δέν ξέρω τὶ θὰ πεῖ χαρὰ τῆς ἔλευσης, χαρά τοῦ ὕψους, χαρά τῆς ἀναμονῆς, χαρά τῶν κλειστῶν ματιῶν στὰ χέρια σου, χαρά τῆς βροχῆς, τῶν βολβῶν ποὺ ἀργὰ φυτρώνουν, χαρὰ τῆς ἐμπιστοσύνης, ἄγρια χαρὰ τῆς ἀγάπης…
…Ἡ χαρὰ μὲ πλημμὺριζε, ἐπιτέλους θὰ μποροῦσα νὰ τὸν δῶ, νὰ τοῦ μιλήσω, ἡ ἀγάπη χρειάζεται ἐπιβεβαίωση, ἤθελα νὰ τοῦ πῶ, εἶμαι εὐτυχισμένη, μ᾽ αὐτή τὴ δύσκολη εὐτυχία, ναὶ δὲν εἶχα τίποτε ἄλλο στὸν κόσμο ἔξω ἀπ᾽τὸν Ἰωάννη…προχώρησα μὲ τοὺς ἄλλους στὸν κῆπο γιὰ τὴν κεντρικὴ εἴσοδο τοῦ νοσοκομείου. Ἕνας φόβος ποὺ μὲ παρακολουθοῦσε ἀπό τὸ πρωὶ τώρα μὲ ἔπνιγε…πῶς θὰ μὲ δεχόταν…κι εγὼ τὶ τοῦ ἤμουν…τὶ τοῦ εἶχα δώσει, τόσα χρόνια εἶχα ξεμάθει ν᾽ἀγαπῶ τοὺς ἄλλους, οὔτε τὸν ἐαυτό μου ἀγαποῦσα, ἀγαπᾶμε γιατὶ φοβόμαστε κι ἐγὼ δὲν ἔπαψα νὰ φοβᾶμαι…
…δὲν μποροῦσα νὰ μιλήσω, πῆρε τὸ χέρι μου στὸ δικό του, τὰ μάτια χαμένα στὶς γοῦβες τοῦ κρανίου, ἄγρια. Εἶπε ὁ Ἰωάννης: Χελιδονάκι τὶ φτιάχνεις; Ἔσκυψα καἰ τὀν φίλησα, βρωμοῦσε, τοῦ φιλοῦσα τὸ πρόσωπο, τὰ χέρια, μέσα στοὺς γύψους δὲν μποροῦσε νὰ κουνηθεῖ, σκυμμένη πάνω του, μὲ κοιτοῦσε στὰ μάτια ὁ Ἰωάννης, δε μιλοῦσε, τὰ μάτια του δάκρυζαν. Μὲ κοίταζε στὰ μάτια. Ἔκλαιγα, θεέ μου, πῶς τὸν εἶχαν κάνει ἔτσι, τοῦ φιλοῦσα τὰ χέρια, ἤθελα νὰ πεθάνω. Εἶπε ὁ Ἰωάννης: Ὅμως μὴ μὲ ξαναδεῖς, ἄν μὲ ἀγαπᾶς μἠ μἐ ξαναδεῖς, ἄν μ᾽ἀγαπᾶς μὴ μὲ ξαναδεῖς, ξέχασέ με…
…μὴν κλαῖς, εἶσαι προορισμένη νὰ δίνεις τὴν ἀγάπη, θὰ καταλάβεις, μὴν κλαῖς. Ἡ φωνή του λιγόστευε, σκούπισα τὰ μάτια μου, δὲ θέλω νὰ σὲ χάσω, τοῦ εἶπα, δὲν καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις; Ἐκεῖνος κοιτοῦσε ψηλά τήν ὀροφή, ἀπό τὰ μάτια του τρέχαν δάκρυα, σ᾽ εὐχαριστῶ, εἶπε, ποὺ ἦρθες. Ὁ φύλακας πλησίασε κι ἔβαλε τὸ χέρι του στὴν πλάτη μου, μὲ τράβηξε μαλακά, ἔχασα τὸ χέρι τοῦ Ἰωάννη ποὺ ἔπεσε ἀδύναμο καί κρεμάστηκε ἀπό τὸ κρεβάτι, γύρισε καί μὲ κοίταξε, μόλις τὸν έβλεπα μέσα στὰ δάκρυά μου. Ἡ πόρτα κλείδωσε πίσω μου. Κατέβαινα τὶς σκάλες μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἐπισκέπτες γιὰ τὴ ἔξοδο… "
...μεταφρασμένο από τον Δημήτριο Βικέλα. Η πέμπτη σκηνή, όπου είναι η ώρα του λυκαυγούς και το νιόκοπο γαμήλιο ζεύγος πρέπει να χωρίσει κάτω απ᾽την απειλή του θανάτου.
ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ.
Ο θάλαμος της Ιουλιέτας.
(Εισέρχονται ο ΡΩΜΑΙΟΣ και η ΙΟΥΛΙΕΤΑ).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ακόμη δεν 'ξημέρωσε· θα φύγης από τώρα;
Ήτον φωνή αηδονιού, κορυδαλός δεν ήτον
που σου εφόβισε τ' αυτί με το κελάδημά του·
'ς εκείνην πέρα την ρωδιάν τ' ακούω κάθε νύκτα.
Ω! πίστευσέ μ', αγάπη μου, ήτον αυτό αηδόνι.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Κορυδαλός ελάλησε και την αυγήν κηρύττει·
δεν είν' αηδόνι. Κύτταξε τα φθονερά χαράκια,
που εσημάδευσε το φως σταις άκραις των συννέφων.
Ιδέ, της νύκτας έσβυσαν οι λύχνοι ένας ένας,
και τώρα ελαφροπατεί πασίχαρη η 'μέρα
εις των βουνών ταις κορυφαίς ταις παχνοσκεπασμέναις.
Πρέπει να φύγω να σωθώ· αν μείνω θ' αποθάνω.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Το 'ξεύρω 'γώ· το φως αυτό ξημέρωμα δεν είναι·
είναι μετέωρον λαμπρόν οπού ο ήλιος χύνει,
να έχης λαμπαδόχυτην μαζή σου συνοδείαν,
και να σου κάμη φωτερόν της Μάντουας τον δρόμον.
Λοιπόν ακόμη πρόσμενε· μη φύγης από τώρα.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ας μη προφθάσω να σωθώ, ας μ' εύρουν, ας με σφάξουν!
Αφού εσύ μου το ζητείς, εμένα δεν με μέλει!
'ματιά δεν είναι της Αυγής εκείνη η ασπρίλα·
είν' αντανάκλασις αχνή, που χύνει της Σελήνης
το μέτωπον και ούτ' αυτό κορυδαλός δεν είναι,
οπού ‘ς τον θόλον τ’ ουρανού επάνω μας βουίζει.
Εδώ να μείνω λαχταρώ να φύγω δεν το θέλω.
Έλα, ω θάνατε, λοιπόν! το θέλει η Ιουλιέτα.
Ψυχή μου, έλα — λέγε μου. Δεν είν' ακόμη 'μέρα.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω! είναι 'μέρα! μην αργής· φύγ' απ' εδώ αμέσως.
Κορυδαλός είναι αυτός οπού βραχνά φωνάζει
και μ' άγριον κελάδημα ξεσχίζει τον αέρα!
Το λάλημά του διατί αρμονικόν το λέγουν;(41)
Αφού μας φέρνει χωρισμόν, αρμονικόν δεν είναι.
Τι λέγουν, ο κορυδαλός αλλάζει με τον φρύνον
τα μάτια του; (42). Και την φωνήν ας είχεν αλλαγμένην,
αφού σε διώχνει απ' εδώ με το κελάδημα του,
σαν ξυπνητήρι θλιβερόν και παραπονεμένον.
Ω! φύγε, φύγε, και το φως αυξάνει και πληθαίνει(43).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Λάμπει το φως, κ' η Μοίρα μας θολόνει και μαυρίζει.
(Εισέρχεται η ΠΑΡΑΜΑΝΑ).
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Κυρία!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Παραμάνα μου.
ΠΑΡΑΜΑΝΑ
Η μάνα σου θα έλθη.
'Ξημέρωσε. Προσέχετε.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Λοιπόν ας σε ανοίξω
παράθυρον, να έμβη φως, και η ζωή να έβγη!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Υγείαινε, αγάπη μου· ένα φιλί και φεύγω.
(Καταβαίνει από τα παράθυρον).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αναχωρείς, ω άνδρα μου, αγάπη μου, ψυχή μου!
Θέλω να έχω νέα σου κάθε στιγμήν και ώραν
πλην μήνας θα μου φαίνεται κάθε στιγμή μακράν σου.
Ω! με το μέτρημα αυτό χρόνια πολλά θα γείνουν,
ως που και πάλιν να ιδώ τον ακριβόν μου άνδρα.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Συχνά συχνά, γυναίκα μου, ειδήσεις μου θα έχης.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Να σε ιδώ και να μ' ιδής άλλην φοράν ελπίζεις;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ω βέβαια! Οι τωρινοί καϋμοί μας θα περάσουν
και θα τα λέγωμεν αυτά με γλύκαν μιαν ημέραν.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Αχ! η ψυχή μου συμφοραίς, Ρωμαίε, προμαντεύει·
και τώρα, τώρα χαμηλά, εκεί όπου σε βλέπω,
ωσάν νεκρός μου φαίνεσαι ‘ς το βάθος ενός τάφου·
μου φαίνεσαι κατάχλωμος· ή μη το φως μου χάνω;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Και συ μου φαίνεσαι χλωμή. Η διψασμένη λύπη
ερρούφησε το αίμα μας. — Υγείαινε, ψυχή μου!
(Απέρχεται).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Ω Τύχη, Τύχη! άστατην οι άνθρωποι σε λέγουν.
Από αυτόν τον σταθερόν, συ άστατη, τι θέλεις;
Ας είσαι Τύχη άστατη, ώστε ν' αλλάξης γνώμην
κι' αντί μακράν να τον κρατής, να μου τον στείλης ‘πίσω.
...a rose will bloom and then will fade, so does a youth, so does the fairest maid...(link is external)
Ἀπό τοὺς ΜΙΜΟΥΣ τοῦ Marcel Schwob, μεταφρασμένους ἀπό τὴν Λίλιαν Stead-Δασκαλοπούλου. Οἱ ΜΙΜΟΙ βασίζονται στοὺς Μιμίαμβους καὶ τὰ ἀποσπάσματα του Ἀλεξανδρινοῦ ποιητῆ Ἡρώνδα, που πρωτοδιαβάστηκαν και κυκλοφόρησαν σε ένα πάπυρο, ποὐ βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο απ᾽το 1889.
Οἱ ΜΙΜΟΙ εἶναι τοῦ ἐπάνω καὶ τοῦ κάτω κόσμου. Διαλέγουμε τὸν Ἑρμὴ ψυχαγωγό, ἀπ᾽τοὺς Μίμους τοῦ κάτω κόσμου και τὸν ἀφιερώνουμε στοὺς καθ᾽ὁμολογία καὶ καθ᾽ὑποψία αυτόχειρες τῆς χτεσινῆς μέρας...ὅπως ἡ γερμανίδα μάνα ποὺ σκότωσε πρώτα τὴν θυγατέρα της καὶ μετά τὸν ἐαυτό της, ὁ γνωστός, ἐπώνυμος σχεδιαστής και ἡ ἑβδομηντάχρονη γυναῖκα ποὺ ἀκόμα γίνονται προσπάθειες γιὰ τὴν ταυτοποίησή της...και φυσικά και συνεπακόλουθα, σ᾽ὅλους ποὺ βρίσκονται στὴν ἀπέλπιδα λίστα τῶν νεκρῶν ποὺ ἀφαίρεσαν οἱ ἴδιοι τὴ ζωή τους τὰ τελευταῖα χρόνια, κι ο ἀριθμός τους αὐγατίζει τρομακτικά στοὺς δύσκολους καιροὺς ποὺ ζοῦμε...
“ Toὺς νεκρούς, εἴτε βρίσκονται κλεισμένοι σὲ γλυπτὲς, πέτρινες σαρκοφάγους, εἴτε σφαλισμένοι στὸ κοίλωμα μετάλλινων ἤ χωμάτινων λαρνάκων, εἴτε ὀρθοί, χρυσωμένοι καὶ βαμμένοι μὲ κυάνιο, δίχως ἐγκέφαλο καὶ δίχως σπλάχνα, τυλιγμένοι σὲ λιγνές φασκιές, κοπαδιαστὰ τοὺς σέρνω καὶ ὁδηγῶ τὰ βήματά τους μὲ τὴν ἡγετική μου ράβδο.
Προχωροῦμε ἀκολουθώντας ἕνα γοργό μονοπάτι ἀόρατο στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων. Οἱ πόρνες σπρώχνονται πάνω στὶς παρθένες, καὶ οἱ φονιάδες πάνω στοὺς φιλοσόφους, καὶ οἱ μανάδες πάνω σὲ ὅσες ἀρνήθηκαν νὰ κάνουν παιδιά, καὶ οἱ ἱερεῖς πάνω στοὺς ἐπίορκους. Γιατί μετανιώνουν γιὰ τὰ κρίματά τους, εἴτε τὰ φαντάστηκαν μὲς στὸ μυαλό τους, εἴτε τὰ ἔπραξαν μὲ τὰ χέρια τους. Καἰ καθώς δὲν ἦταν ἐλεύθεροι πάνω ἀπ᾽τὸ χῶμα, γιατί τοὺς ἔδεναν οἱ νόμοι, τὰ ἔθιμα, ἤ οἱ ἴδιες τους οἱ ἀναμνήσεις, φοβοῦνται τὴν ἀπομόνωση καὶ στηρίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
Ἐκείνη ποὺ ξάπλωσε γυμνή στὶς πλακόστρωτες κάμαρες ἀνάμεσα στοὺς ἄντρες παρηγορεῖ μιὰ κόρη ποὺ πέθανε πρὶν τὸ γάμο της, καὶ ποὺ ὀνειρεύτηκε ἐπιτακτικὰ τὸν ἔρωτα. Κάποιος ποὺ σκότωσε στὶς δημοσιές, μὲ πρόσωπο μολυσμένο ἀπό στάχτη και καπνιά, ἀκουμπᾶ τὸ χέρι του στὸ μέτωπο ἑνὸς στοχαστῆ ποὺ θέλησε ν᾽ἀναμορφώσει τὸν κόσμο καὶ προπαγάνδισε τὸν θάνατο. Ἡ κυρὰ ποὺ ἀγάπησε τὰ παιδιά της καὶ ὑπέφερε ἐξαιτίας τους κρύβει τὸ κεφάλι της στὸν κόρφο μιᾶς ἑταίρας ποὺ μὲ τὴ θέλησή της ἔμεινε στείρα. Ὁ ἄντρας μὲ τὸν μακρὺ χιτώνα ποὺ ἔπεισε τὸν ἑαυτό του νὰ πιστέψει στὸ θεό του, καὶ τὸν βίασε νὰ γονυπετεῖ, κλαίει ἀκουμπισμένος στὸν ὦμο τοῦ κυνικοῦ φιλοσόφου ποὺ καταπάτησε ὅλους τοὺς σαρκικοὺς καὶ πνευματικοὺς ὅρκους κάτω ἀπ᾽τὸ βλέμμα τῶν πολιτῶν. Ἔτσι ἀλληλοβοηθιοῦνται στὴν πορεία τους, βαδίζοντας κάτω ἀπ᾽τὸν ζυγὸ τῶν ἀναμνήσεων.
Ὑστερα φτάνουν στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ τῆς Λησμονιᾶς ὅπου τοὺς ἀραδιάζω κατὰ μῆκος τοῦ νεροῦ ποὺ κυλᾶ σιωπηλά. Κι ἄλλοι βουτοῦν τὸ κεφάλι τους ποὺ φιλοξένησε κακές σκέψεις, ἄλλοι τὸ χέρι τους ποὺ ἔπραξε τὸ κακό. Σηκώνονται, καὶ τὸ νερό τοῦ ποταμοῦ τῆς Λησμονιᾶς ἔχει σβήσει τὶς ἀναμνήσεις τους. Ἀμέσως χωρίζουν καὶ ὁ καθένας χαμογελᾶ γιὰ πάρτη του, νομίζοντας πὼς εἶναι ἐλεύθερος. "
Your voice will frighten my horse Your voice will frighten my horse Am I the target moving closer to your choice ? A certain familiarity lies in your tone of voice Oh no no no no no no no no Your voice will frighten my horse Your voice will frighten my horse My horse Am I the target moving closer to your choice ? A certain familiarity lies in your tone of voice Oh no no no no no no no no(link is external)
πάνω σε ζωγραφισμένη περγαμηνή...
καλημέρα!
πάνω απ᾽τις Ἄλπεις, πυκνή νέφωση απ᾽τα 38000 πόδια. British Airways, πτήση Αθήνα-Λονδίνο. Δεξιά και πίσω μας αφήνουμε την Ανατολή. Destination North-West. Ήδη έχουμε πάρει πρωΪνό με αυγά και μπέηκον, μανιτάρια και cherry tomatoes...
θεϊκό τάνγκο...(link is external)
τάνγκο με έκκρηξη ζηλοτυπίας...(link is external)
cool Sally in tango with her Pablo...(link is external)
για εκεί το προόριζα αυτό, αλλά το προφυλάω από κάθε κακό, βάζοντάς το εδώ. Νομίζω συμπληρώνει τέλεια το αρχικό κείμενο http://www.podilates.gr/node/30954...
where did you come from, where, oh, where...(link is external)
από την ταινία tango lessons της Sally Potter...
Από το Καλαντάρι των φύλλων και των ανθών...γραμμένο κάμποσα χρόνια πίσω...
Σεπτέμβριος (ή αλλιώς Η επιστροφή).
Η σκονισμένη κλεισούρα του σπιτιού,
των μήλων η διαπεραστική οσμή.
Χρειάζεται ένα μικρό κεντίδι εκεί,
όπου πριν λίγο η αράχνη κατάπινε
την εφήμερη παρουσία.
Πώς θα κρατήσουμε
μεσ’ τους ιστούς,
χωρίς μια χάρη;
Τα κλειστά παραθυρόφυλλα.
Το ξέστρωτο κρεβάτι.
Το στεγνό λουτρό
με τα σημάδια αιθέριων ελαίων,
γιασεμί άραγε ή περγαμόντο;
Ας άνοιγε κάποιος τη βρύση!
Και τα λινά σεντόνια
μυρίζουν λεβάντα στην ντουλάπα.
Κάποιος να τα στρώσει.
Και τα παράθυρα ν᾽ανοίξουν διάπλατα
στις οξείες οσμές
και της πιό ξανθής βροχής...
Απόπειρα μετάφρασης...
Emily Dickinson, Selected Poems, a pocket, commercial edition...
Το να μάχεσαι φωνταχτά είναι γενναίο.
Aλλά γενναίε,
γνωρίζω,
ποιός διαφεντεύει μέσ᾽τo στήθος.
Tο ιππικό της θλίψης.
Ποιός κερδίζει,
έτσι που τα έθνη να μην στεριώνουν.
Ποιού η πτώση μένει απαρατήρητη,
ποιού ο θάνατος δεν ορά χώρα,
δεν σχετίζεται με φιλοπάτριδα αγάπη.
Εμπιστευόμαστε
σε περίλαμπρη πομπή,
μια κι έτσι πορεύονται οι άγγελοι.
Σε τάξεις και τάγματα.
Με ίσιο βηματισμό
και στολές από χιόνι.
''Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.
Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της
ευτυχίας
αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό
αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω
πόσο σου πήγαιναν.
Α, θα'θελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου, της μητέρας σου τα
γόνατα που σε γέννησαν για μένα
να φιλήσω όλες τις καρέκλες που ακούμπησες περνώντας με το
φόρεμα σου
να κρύψω σαν φυλακτό στον κόρφο μου ένα μικρό κομμάτι απ το
σεντόνι που κοιμήθηκες.
Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω
στον άντρα που σ' έχει δει γυμνή πριν από μένα
να του χαμογελάσω, που του δόθηκε μια τόση ατέλειωτη ευτυχία.
Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ τον έρωτα
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα και πάλι
την ελπίδα.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή!''
Τάσος Λειβαδίτης
Για ό,τι διάβασα πιο πάνω δεν κάνω κρίση, αλλά αυθόρμητα θα πω...τυχερή η κυρία, τυχερός και ο κ. Λειβαδίτης για το δώρο τέτοιας ευτυχίας, πού βρήκαν ο ένας στον άλλον...
όμως τώρα θα πω μια μικρή πεζή ιστορία...
Είμαι πρωταγωνίστριά της...
χωρίς να το διανοηθώ...
απρόσμενα...
η παντελής ρεαλιστική πραγματοποίηση του όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος.
Γιατί εδώ; Γιατί το συναρτώ με την ψυχική μου διάθεση των ημερών...
ΚΙ ΑΝΑΦΩΝΩ, παρ᾽ό,τι η διάθεση μου είναι κάπως γοτθικού ρυθμού, ίσως έχει γίνει αντιληπτό και σε σας...
ΝΑΙ ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΜΑ ΠΟΛΥ ΤΥΧΕΡΗ.
Είμαι πρησμένη, πονάω πολύ, αλλά δεν έχω
κανένα κάταγμα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Μόλις γύρισα απ᾽το Γεννηματάς (ναι, αυτό το νοσοκομείο είναι καρμικό για μένα). Είχα ένα ανόητο ατύχημα, που όμως το έστειλε το σύμπαν για να συνειδητοποιήσω τα δώρα της ζωής και να μην τρώγομαι με τα ρούχα μου, που στο κάτω-κάτω δεν είναι και τα χειρότερα στη γη. Φρικτή εγωίστρια...Ο vale με έβαλε στη θέση μου με το τραγουδάκι του πιο πάνω (καλή του ώρα το παιδί)...
Άργησα να φύγω απ᾽το σπίτι. Με καθυστέρησαν ένα σωρό δουλίτσες απ᾽αυτές που σε τραβάνε και σε κρατάνε μέσα τους κι αναρωτιέσαι τι στο δαίμονα είχες κατά νου όταν σκέφτηκες στις 5.30πμ, που άνοιξες τα μάτια σου, “σήμερα ο κόσμος να χαλάσει θα κολυμπήσω στη θάλασσα και θα πάω και με το ποδήλατο”. Κι άργησες να φύγεις. Σ᾽αυτή την περίπτωση δεν μακραίνει το ταξιδάκι πολύ...Κάνεις το μπανάκι σου και γυρνάς εγκαίρως κατά τις 3.00μμ, να κουτσομαγειρέψεις της μισής ώρας κάτι τι και να φάς η στομαχικιά ως τις 5.00μμ το αργότερο. Αμ, έλα που ξέμεινα και βρέθηκα στο Φλοίσβο κατά τις 3.00 να τρώω ένα μεγαλοπρεπές κρεμώδες παγωτό; Μετά λοιπόν έκανα την επιλογή να μην το τραβήξω ως πάνω δια του ποδηλάτου, αλλά να μπω στο τραίνο...ΦΕΥ και τρεις χιλιάδες ΦΕΥ!!!
Όλα ήταν θαυμάσια, όπου κάναμε φιλοφρονήσεις εγώ με την μελαψή κυρία δίπλα μου και την πανέμορφη κουκλίτσα κόρη της στο καροτσάκι, κυρίως για το τεράστιο ροζ πον-πον (η μανία μου με τα ροζ) που της φορούσε στα κατάμαυρα σγουρά της μαλάκια.
Δυστυχώς όμως έχασα τη γλυκιά γυναίκα και το κοριτσάκι της και στη θέση τους μπήκε άλλη, με άλλο μωρό στο καρότσι, της βορειοανατολικής καταγωγής (ασήμαντο αυτό, απλά το λέω), με πολύ στριφνή έκφραση και δυσφορία περί την ύπαρξη της Ροζαλίας, την οποία μαζί μ᾽εμένα κοίταξε κάπως υποτιμητικά (σ᾽αυτό δεν λαθεύω). Αυτά συνέβησαν στην Ομόνοια.
Πλατεία Βικτωρίας εμφανώς βγαίνουμε και οι δύο. Πρώτη πρέπει εγώ, λόγω θέσης, ούτως ή άλλως.
Αμ, έλα που η κυρία δεν το βλέπει έτσι και πάει να βγει με το καρότσι του μωρού ταυτόχρονα μ᾽εμένα;
Αμ έλα που στην προσπάθειά μου να μην συμφοριαστούμε πάνω στην πόρτα και το διαχωριστικό της, καρότσι, ποδήλατο, γυναίκες (εγώ νοιάστηκα για όλα αυτά, ενώ αυτή συμπεριφέρθηκε σαν επελαύνουσα κατακτήτρια Βησιγότθη!) χάνω την αίσθηση του πατήματός μου και βρίσκομαι, σε κλάσμα δευτερολέπτου, με όλο το αριστερό πόδι βυθισμένο ανάμεσα στην προβλήτα και τον συρμό (που ευτυχώς παραμένει σταματημένος, γιατί ας φανταστεί κανείς τι θα γινόταν , αν έκανε να ξεκινήσει;).
Ας δούμε λοιπόν όλη τη σκηνή. Το αριστερό μου πόδι βυθίζεται στο χάσμα ανάμεσα στην προβλήτα και το συρμό. Ο κορμός μου σχεδόν ανάσκελα με το αριστερό χέρι σε υπερέκταση να προσπαθεί να με στηρίξει. Το δεξί προσπαθεί να ελέγξει το ποδήλατο, που όμως αποτυγχάνει και το καημένο πέφτει με τα δέκα κιλά του κατ᾽ευθείαν πάνω στο κεφάλι μου. Ακριβώς στο επάνω κεντρικό τμήμα του μετώπου. Απόλυτη σύγχιση σε όλο μου το είναι. Προσπαθώ να βρω τα ωραία μου αντανακλαστικά. Κάποιος πιάνει και σηκώνει έξω το ποδήλατο. Χίλια καλά να έχει ο άνθρωπος. Εγώ, χωρίς τον όγκο του από πάνω μου πια, συσπειρώνω ό,τι δύναμη έχω και τραβάω έντρομη, πρώτα το πόδι απ᾽το χάσμα, στηριζόμενη στα δυό μου χέρια πάνω στην προβλήτα και με το άλλο πόδι στο συρμό. Ούφ! Τα καταφέρνω.
Όλοι περνούν δίπλα μου αγέρωχοι! Πλήν ενός παιδιού, δεν ξέρω αν ήταν το παιδί που λίγο πριν πουλούσε χαρτομάνδηλα, για να μην γίνει βρωμιάρης όπως βροντοφώναζε μέσα στο βαγόνι. Δεν ήμουν σε θέση να δω πρόσωπο. Τώρα που το αξιολογώ, κατά 99,9% ήταν αυτός, μαζί μέ έναν άλλον ταλαίπωρο τοξικομανή σε κακό χάλι που επέμενε να με υποβαστάξει, να μου δώσει τις αποστειρωμένες γάζες που είχε για τα πληγιασμένα πόδια του. Αυτός ο υπέροχος λούμπεν της γειτονιάς μου. Της κακοονοματισμένης γειτονιάς μου, που αρχίζω να αγαπώ κάθε μέρα και περισσότερο...γι᾽αυτόν τον ανθρώπινο και πραγματικό κόσμο, που επιβιώνει εδώ και που σαν επιστέγασμα αρκετοί, για να μην πω όλοι οι άλλοι, υποτιμούν και σκατο-οικτίρουν (ναι θα γίνω σιχαμένη, βωμολόχα κι ό,τι άλλο αγαπάτε).
Κανείς σ᾽αυτό το σταθμό δεν κατάλαβε, τι έγινε, πώς σύρθηκα μετά, ήδη πρησμένη, γδαρμένη και μ᾽ ένα τεράστιο εξόγκωμα στο κούτελο. Το αριστερό χέρι, να μην μπορεί να κουνηθεί (πώς να με βγάλω έξω μαζί με το ποδήλατο;)
Σεκιουριτάς; Τίποτα. Άλλος κόσμος; Τίποτα.
Ευγνωμονώ τον άνθρωπο ράκος...Αυτός τα είδε όλα. Αυτός μου στάθηκε. Θέλω αύριο να πάω κι αν εκεί είναι το στέκι του, να τον φιλέψω ό,τι μπορώ στη δύσκολη στιγμή που βρίσκομαι κι εγώ...Μάλλον να πηγαίνω κάθε μέρα. Να τον μάθω. Ποιός είναι. Τι χρειάζεται.
ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΤΥΧΕΡΗ....ΠΟΛΥ ΜΑ ΠΟΛΥ ΤΥΧΕΡΗ...πολύ ευτυχισμένη για την καλή μου τύχη...
Cheers guys.
Χαρά μοιρασμένη διπλή χαρά!!!
Το διαβάζω, το ξαναδιαβάζω, καθώς κάθομαι ακίνητη (σιγά μην άκουγα τον νευροχειρούργο που είπε να ξεκουραστώ και να μην ανοίξω υπολογιστή σήμερα) κι αναρωτιέμαι τι κάνει κάποιον ποιητή; Τι κάνει κάποιον στην ουσία να ομολογεί τόσο βαθιά, τόσο έντονα, τόσο όμορφα ό,τι έχει ζήσει; Πού μας πάνε οι ποιητές; Μας κάνουν σαν κι αυτούς; Δεν αντέχουν τόση ομορφιά και μας την απλώνουν μπρος στις αισθήσεις μας με τον πιο γεναιόδωρο τρόπο που έρχεται απ᾽την μοναχική τους ιδιοσυγκρασία; Εύχαριστώ που το διαβάζω αυτή τη στιγμή. Είναι σπουδαίο δώρο και για μένα. Ελπίζω και για άλλους ανάμεσά μας...
Καραμελένια, ξεκούραση τώρα και να προσέχεις. Ακούς ή να βάλω τις φωνές;
Τέτοιες ώρες δεν μπαίνουμε στα τρένα.
Μην κάνεις καταδρομικές να βρεις το παλικαράκι -λυπάμαι που το λέω- δε θα το βρεις ή αν το βρεις θα πρέπει να προσέχεις (η γαμημένη εξάρτηση δεν έχει μπέσα).
Λοιπόν.
Δεύτερου προγράμματος συνέχεια. Και ελαφρύ και πίστα:
Πρώτα ακούς αυτό.(link is external)
Μετά -για το παραπάνω Λειβαδίτικο γραπτό / πολύ όμορφο για αληθινό και δεν το δέχομαι ξεροσφύρι / η αγάπη πάντα πονά, δυστυχώς.
-Άρα, ακούς τούτο δω.(link is external)
Και στο τέλος...τούτονο(link is external) (για να μάθεις άλλη φορά να τρως παγωτό καθυστερημένα).
Να προσέχεις. Ακούς;
Φιλιά βρε τρελοκομείο.
Κυρίες και Κύριοι, παραμένω με τον κ. Λειβαδίτη. Θα κοιμηθώ με τα αισθήματα του ποιήματός του...όσο για τους ρέμους εγωκέντρικους μερσί μπιάν. Δεν συν-γευματίζω με τέτοια ιδεολογήματα αντί πινακίου φακής,.
Στο πρώτο “αυτό" προτιμώ το πρωτότυπο. just in case life is jolly rotten...(link is external), which is what it is...
Σαν πρώην σύζυγος ενός εκ των ιπποτών που λένε Νί όμως (παχύ το ν)
ννννννννννννννννν(link is external), έχω μιαν ιδιόμορφη χάρη αποκτήσει... και δεν θα την ομολογήσω δημοσία (ξέχασα την υπογεγραμμένη στο α)...
είπαμε δημοσιοποιούμε τα αισθήματά μας...δεν τα εκχυδαΐζουμε...
καλό ξημέρωμα και αν φορμ...
Είδες;
Άλλοι κι άλλοι κόσμοι, όμορφοι, άσχημοι, χαρακωμένοι, χαμένοι, τιποτένιοι, απ' όλα.
Σαν βαθιά αγράμματος, προτιμώ Ρέμους και ληγμένα, αυτός ήταν πάντοτε ο δικός μου κόσμος, άσχετο που το λέω, δεν ενδιαφέρει το Εγώ μου, κι έτσι πρέπει, απλώς το λέω για καθαρούς λογαριασμούς με το σύμπαν...
Αισθήματα και φώτα τέλος -γαμώ την πουτάνα μου μέσα.
Κάπου εικοσιδύο χρόνια πίσω περίπου, ο Marius Kociejowski ήταν ο μοναδικός υπάλληλος του βιβλιοπωλείου με σπάνια βιβλία σύγχρονης, μοντέρνας θα λέγαμε ίσως τυπογραφίας, του Bertram Rota, σ᾽ένα όμορφο χώρο στο Covent Garden. http://www.bertramrota.co.uk/history.htm(link is external)
Στον Marius οφείλω, όχι μόνο τα πολύ όμορφα βιβλία που διαλέξαμε μαζί απ᾽την πλούσια συλλογή του βιβλιοπωλείου, αλλά και τα σπουδαία δώρα με τις ποιητικές του δημοσιεύσεις και τις συζητήσεις για αισθητικά ζητήματα, απ᾽τις γραμματοσειρές των βιβλίων, ως την ποίηση όπως διαμορφωνόταν στους σχετικούς κύκλους του Λονδίνου εκείνο τον καιρό.
Με την μέτρηση του χρόνου έχω μια δυσκολία, όπως και με τον χρόνο γενικότερα. Ανήκω απ᾽τη φύση της δουλειάς μου στον κόσμο που προσπαθεί να εντάξει το χρόνο στην κατάκτηση της ποιότητας των πραγμάτων περισσότερο παρά να περιορίσει τη δράση για την επίτευξη αυτού του στόχου μέσα στα στενά και περιοριστικά χρονικά όρια. Εντελώς έξω απ᾽την πραγματική, σύγχρονη ζωή δηλαδή. Off cast...Παρ᾽όλα αυτά θα προσπαθήσω να μεταφράσω ένα απ᾽τα ποιήματα του Marius με τίτλο Το υδάτινο ρολόϊ. Η πρωτότυπη γραφή είναι στα αγγλικά...
Θα κατασκευάσω για σένα
με τις λέξεις που νομίζω πως θα λειτουργήσουν καλύτερα
τούτο το ρολόϊ.
Πού η λειτουργία του θα εξαρτάται
από μια σταθερή ροή που θα ονομάσουμε
η φαντασία εν δράσει.
Δεν χρειάζεται να τρομάξεις.
Δεν θα καταβροχθιστείς
από μια λεκτική δίνη.
Αυτό το ρολόϊ θα προγραμματιστεί
με απλούστατα μέσα.
Μια οπή που το μέγεθός της θα είναι,
Όχι μεγαλύτερο, αλλά ούτε και μικρότερο
από το μέγεθος της διόδου του μελανιού
μέσα σ᾽αυτή την πένα.
Μόνο αυτό που πραγματικά έχει σημασία
θα διατεθεί
κι αυτό θα συνθέσεις
σ᾽εκείνα τα σχήματα
που θα μπορέσουν να σε φέρουν εγγύτερα
σ᾽αυτό που ποθείς να επιτύχεις.
Μη νομίσεις ότι αυτό θα έρθει
δίχως εσύ να υποσχεθείς πίστη.
Πρέπει να προετοιμαστείς.
Πρέπει να φτάσουμε σε κάποιο επίπεδο
προτού το υπομόχλιο γλυστρίσει
και χτυπήσει πάνω στην ώρα.
Μπορεί να προσποιηθείς πως είναι μεσημέρι,
αλλά μια σκιά θα απλώνεται
από τη θέση όπου εσύ θα στέκεσαι.
Άλλωστε έχε υπ᾽όψιν
πως οι ιππείς θα γνωρίζουν
και θα παραμείνουν ακίνητοι.
[τα ρολόγια Birks με τους ιππείς, φτιάχτηκαν στην Αγγλία κι όταν χτυπούσαν την ώρα, οι δύο ιππείς τους αποχωρίζονταν, κινούμενοι σε αντίθετη μεταξύ τους κατεύθυνση]
"ακούω τον αχό της μάχης που τα ρολόγια του κόσμου δίνουν ενάντιον της ανυπεράσπιστης ομορφιάς σας"
Κι η ανάγνωση εντείνεται...μετά από μια μέρα με τα τετριμένα της ανθρώπινης αναγκαιότητας...
η ανάγνωση εντείνεται και διαβολικά τα κείμενα που περνάνε μπρος απ᾽τα μάτια μου είναι το ίδιο βασανιστικά με ό,τι υπάρχει στην ψυχή μου αυτό τον καιρό.
Ναι αυτό το σύμπαν ραδιουργεί μ᾽αυτό τον καταραμένο τρόπο.
Εκεί που καταφεύγω στην ανάγνωση εδώ κι εκεί για να επουλώσω τα τραύματα της μέρας. Μου τα φέρνει από δέκα χιλιάδες μεριές αριστοτεχνικά μπροστά μου, έτσι που με γοητεύουν και με καθηλώνουν και με βυθίζουν περισσότερο στα σκότη μου και με βάζουν να σας τα σαβουρντίζω εδώ σ᾽αυτό το παράξενο τραπέζι των έμεσων κι άμεσων εξομολογήσεων.
Και πραγματικά μπήκα στον πειρασμό να τους παραδοθώ ολοσχερώς για μια ακόμη φορά και την ποιητικότητά τους να μεταφέρω εδώ, αφού ταυτίστηκε με το μέσα μου, αλλά απόψε ένας νέος δαίμονας με καλεί, με μάτια σπινθηροβόλα και πνεύμα ατίθασο, όπως και τα θυσανώδη μαλλιά του και τα γένια του τα μαύρα κι άραχλα.
Με καλεί να αντισταθώ σ᾽αυτό το αδύναμο μέσα μου. Στα δυνατά αδύναμα κείμενα. Αυτός ο δαίμονας θέλει να διαλύσει με τη μια γροθιά αυτή την αδυναμία. Απ᾽την άλλη θέλει την άλλη γροθιά, να την ξεσφίξει. Να την κάνει χαλαρή παλάμη όλο χάδι...Αυτή που θα αγγίζει την εύπλαστη σάρκα και θα την μετατρέπει σε ροδαλή και πάλουσα...τη σάρκα που απλά ανασαίνει...ταπεινά...υπομονετικά...ανεκτικά...χωρίς εξάρσεις...να την ξεσηκώσει...όχι να την τρελάνει...απλά να την ξεσηκώσει...να την αναστήσει...να την κάνει να επαναστατήσει...να εξεγερθεί...μπροστά...όχι κάτω και πίσω...μπροστά κι επάνω...όχι μόνη της...μαζί...
Και τι θα κάνω λοιπόν απόψε; Θα κοντράρω τον κύριο Νάσο Δετζώρτζη. Έχω στα χέρια μου το καταραμένο και ύπουλο ΕΡΩΤΙΚΟ του. Ποιά είμαι εγώ να τον κοντράρω; Δεν ξέρω. Πάντως θα τον κοντράρω. Θα τον κολλήσω στον τοίχο (Vale σε θέλω μαζί μου σ᾽αυτό! Δεν ξέρω τι θα κάνεις, βάλε τους ρέμους εγωκέντρικους μπροστά, βάλε όποιον θέλεις αρωγό της προσπάθειάς μου...).
Ας ετοιμαστούμε λοιπόν γι᾽αυτό. Γυρίζουμε το πληκτρολόγιο στο πολυτονικό και τα γρανάζια της μνήμης και του εθισμού, στη λειτουργία του τυφλού συστήματος πληκτρολόγησης πολυτονικών ελληνικών των 17 μου χρόνων...Ξανά μανά τα ίδια...Κι από δω και κάτω κυριολεκτικά όμως, Γαία πυρί μιχθήτω! Ο Δετζώρτζης κανονικά κι εγώ μέσα σε άγκιστρα δίπλα του...μία σου και μία μου, κύριε Δετζώρτζη...Η μάχη στο επόμενο post.
“ ΑΠΟ ΧΤΕΣ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑΞΕΙ. Τά πρώτα σύννεφα τοῦ φετινοῦ καλοκαιριοῦ στάλαξαν χτὲς ἀραιὲς βαριὲς σταγόνες, τὸ χῶμα τὶς ρούφηξε και μοσχοβόλησε, καί τὸ προμήνυμα ἦρθε, καὶ γέμισε τὰ πάντα μὲ τὸν ἐρχόμενο Σεπτέμβρη, καὶ τὸ καμένο δέρμα ἀνατρίχιασε γλυκά. [να πέσει φωτιά να με κάψει αν ως εδώ πω κακό, πάντως αριστοτεχνική γραφή που θέτει το μπακγκράουντ για τα πιο κάτω!]
...Σήμερα ὅμως, σχεδόν στὴν ὥρα του, σηκώθηκε τὸ κατακάθαρο πρωινό, λιγάκι ριγηλό, πασίχαρο, καὶ καταγάλανο. Ὁ ἀέρας μετά τὶς πρόσφατες ἀράθυμες ζέστες, ἔμοιαζε διάφανος καὶ ἀλλόκοτα ἀλαφρός, καὶ τὸ μουντὸ χρῶμα τῆς κάμαρης ἔμοιαζε κι᾽αὐτό φεγγερό καὶ χαρούμενο,-ἐδῶ μέσα ἦταν κάποτε πολλή ἀγάπη καὶ πολύ τὸ ὄνειρο, καὶ σήμερα εἶν᾽ἀτέλειωτη ἡ ἄσκηση νὰ συνηθίσεις καὶ νὰ λησμονήσεις. [κι εδώ αρχίζει να μπαίνει το ζουμί...το stock όπως θάλεγε και φίλη αγγλίδα]
Μιά μέρα, ἐδῶ μέσα, ὅλα τὰ βάζα τὰ βρήκαμε γεμάτα χρυσάνθεμα, ἄλλα μελένια, ἄλλα μαβιά. Κάθε τους πέταλο καὶ μιὰ πιστὴ προσφορὰ, κι᾽ ὅλη τους ἡ ἄνθηση τότε γιὰ μᾶς, ποὺ ζούσαμε τὴ ζωή μας ἀλλοῦ, βαριὰ καὶ ἀνεξίτηλη τύψη. Μιάν ἄλλη μέρα, καθώς ἄγριο χαλάζι σφυροκοποὺσε τὰ τζάμια, [να᾽το το δράμα έρχεται] ἡ ὥρα ἐδῶ ἦταν ζεστή καὶ καλή, καὶ τὰ φλιτζάνια μας ἄχνιζαν δίπλα στὸ τζάκι...
...Μιάν ἄλλη μέρα, μὲ τὰ παντζούρια κλειστά γιὰ τὴ μέσα δροσιά, καθὼς ἔξω ὁ ἥλιος ἔβραζε, εἴχαμε ζήσει τὸ ἀπομεσήμερο θέρος μέσα στὰ μάτια της, καὶ μαζὶ τὸ γλυκό της παιδιάτικο σάστιμα στὴν πρώτη γνωριμιά τῶν χειλιῶν της. [μμμμμ, ναι!]
...Καὶ μιά μέρα, πάλι ἐδῶ μέσα, ποὺ τὰ βαριὰ ἐκεῖνα χρυσάνθεμα εἶχαν ραγίσει τὴ διαφάνεια τοῦ ὀνείρου της, καὶ τὸ τίμημα ποὺ μᾶς ἐστοίχιζαν ἦταν ὁ θάνατος τοῦ δικοῦ μας ὀνείρου,-καθώς ἦταν νὰ φύγουμε, νὰ ξεφύγουμε κάπου μακριά τοῦτο τὸν πικρότερο θάνατο, χτύπησε ἡ πόρτα σὲ ὥρα ἀνεπάντεχη, καὶ ὁ ἴσκιος της [να πάρει ο διάολος του ίσκιους] πρόβαλε πάλι καὶ μᾶς [ώπα στόπ! ΜΑΣ; ποιούς μας;] ἐτύλιξε μὲ ζεστή μεταμέλεια...”ὅταν διαβάζεις, εἴμαστε τόσο μαζί...Τίποτα δὲν χωρεῖ ἀνάμεσά μας...Ὅταν μιλᾶς, ἡ φωνή σου ἔχει πάντα γιὰ μένα τόση πειθώ...Στὶς ἄλλες μας ὧρες, ξέρεις πῶς χάνομαι μέσα στὰ χέρια σου...Μὴ φύγεις...Θὰ κάμω ὅ,τι θέλεις, θὰ εἶμαι πάλι κοντά σου ὅπως μὲ θέλεις, -ἀφοῦ τὸ ξέρεις πῶς σ᾽ἀγαπῶ... Μὴ λογαριάζεις τὸν ὕστερο τοῦτο καιρό. Ἐκείνη ἡ ἐποχή σου, μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μ᾽εἶχε πληγώσει πολύ, μ᾽εἶχε χαλάσει, καὶ ἤθελα κι᾽ἐγώ νὰ σοῦ κάμω κακό...Μὰ σήμερα, ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ χάσω [το ήδη χαμένο;] σὲ νιώθω δικό μου [αλήθεια κ. Δετζώρτζη μου ποῦ εἶναι αυτός σ᾽όλο αυτό το παραλήρημα άμπωτης και πλημμυρίδας;], σέ χρειάζομαι τόσο πολύ!...Δέν ἦταν ἀλήθεια,-τίποτα δὲν ἦταν ἀλήθεια...Εἶμαι δικὴ σου τὸ ξέρεις...Καί τὸ νιώθω κι᾽ἐγώ πὼς εἶμαι δική σου...[εξαιρετικά πειστικό] Καὶ τὸ θέλω, νὰ εἶμαι δικὴ σου...Μή φύγεις...Θὰ σοῦ διαβάζω ὅ,τι γράφω, θὰ μοῦ διορθώνεις τὴ στίξη μου,-δέν τὄπαμε τόσες φορές; [αμ, το᾽πατε, δεν το᾽πατε; αυτό με την στίξη; τό᾽πατε!] Καί θὰ φροντίσεις ἐσύ τὸ βιβλίο μου, καὶ θὰ στὸ χαρίσω, γιατί εἶν᾽ὅλο ἀπὸ σένα...” [αυτά λοιπόν απόσωσε ο ίσκιος ο μεταμελημένος κι αυτός βουβός να τον ακούει και να τον απολαμβάνει...κ. Δετζώρτζη μου...]
...Θὰ συνηθίσουμε σιγά-σιγά τὸ σκοτάδι. Ἔχουμε ἀκόμα στὰ μάτια τὸ φῶς ἀπ᾽τὴ λάμπα σου. Δῶσ᾽μου τὸ χέρι. Θαρρῶ πὼς ἐδῶ παρακάτω ἔχει σκαλί...
...ὁ ὦμος της φώλιαζε μέσα στὸν ὦμο μας [μα, πόσοι είσαστε κ. Δετζώρτζη μου;], μάζευε στὸ λαιμὸ τὸ μαντίλι της μὲ τὰ πράσινα, καὶ τὰ κίτρινα, καὶ τὰ κόκκινα χρώματα, κι᾽ἤξερε πὼς θὰ τὴ παίρναμε ἀπό τὸν ὦμο τὸν ἄλλο, καθώς θὰ βάδιζε δίπλα μας, καὶ τὸ χέρι μας, γύρω στὴ ράχη της, θἄταν ἡ πιὸ καλή ζεστασιά. [μα φυσικά ναι!]”...
τόσο αντέχω μέσ᾽τους ίσκιους...δεν μπορώ άλλο και αγαπημένε κύριε Δετζώρτζη είναι προφανές ότι δεν έχω τίποτε μαζί σας...με τους ίσκιους και το θράσος τους έχω...ούφ πια...
...κι εγώ μόλις τους ανακάλυψα...(link is external)
Τα χαστούκια της μεταπολίτευσης. Τρελό καράτε από εθνοπατέρες και τα τσιράκια τους, τόσα χρόνια τα ίδια σκατά, δε μένει τίποτα όρθιο.
Μεγάλος δάσκαλος. Από τα λίγα που ξέρω, οι φιλόλογοι πίνουν νερό στ' όνομά του. Οι πρώτες μέρες της δημοτικής, περίεργα χρόνια, κι ο ερχομός των ζιβάγκο με φούρια.
[το παρακάτω, θα το έβλεπα ως εργαλείο / μαλακία μου, όμως έτσι το είχα / υπέροχο / απίστευτο στην αμεσότητά του / Σημ. Διαδικτυακά το έχουν βιάσει... ].
-Τώρα, μεταφορά δημοτικής σε ποίηση με διπλό χαρακτήρα; Δεν ξέρω, κάπως έτσι θα το έλεγα, γι' αυτό προτιμώ ένα (1 μόνο) τόνο...τόνους.
Ό,τι πολύ επιθύμησες
Ό,τι πολύ επιθύμησες, θάρθει μια μέρα
χωρίς να τόχεις επιδιώξει,
χωρίς να τόχεις για δικό σου ονειρευθεί.
Ό,τι είχες επιδιώξει σε πόνεσε πολύ,
το χάρηκες, αλλά σε πόνεσε πολύ,
το έχασες στο τέλος κ' έμεινες,
είπες πως η ζωή σου είναι πικρία μεστή, κλειστή,
κι αφέθηκες να ζεις στη μοναξιά σου.
Ό,τι πολύ επιθύμησες, θάρθει μια μέρα.
Ήλιος θα είναι, θα είναι θάλασσα,
θάναι κάποιο βουνό, μια ρεματιά πρωτόγνωρη,
η νύχτα στο βουνό, μια ευφροσύνη πρωταγρίκητη,
μια τόλμη, ένα φρόνημα πρωτόφαντο,
κάτι ανεμώνες που θα φέγγουν στις πλαγιές,
κάτι ανεμώνες που θα μείνουν ξεχασμένες στο χορτάρι σας,
σημάδι της πλαγιάς όπου σου δόθηκε ο έρωτας,
μέσα στη νύχτα, μες στην ομίχλη του βουνού,
κάτω απ' τα στίλβοντα άστρα.
Ό,τι πολύ επιθύμησες, θάρθει μια μέρα
που θα το χάσεις.
Τόσο αναπάντεχα, τόσο άδικα, τόσο νωρίς.
Μα αυτό θα σε πληρώνει τόσο ως μέσα σου,
θα σ' έχει κάνει τόσο πλούσιο, τόσον ώριμο,
θα σ' έχει φέρει τόσο μέσα στο όλο νόημα
της ζωής σου, της ζωής όλου του κόσμου,
που μια και κάποτε το απόχτησες, το αξιώθηκες,
σου μένει δώρο σου ακριβό, βαθιά αναφαίρετο,
που το κατέχεις εσαεί, σάρκα της σάρκας σου,
χωρίς ν' αφήνει ούτε μια πτυχή κενή
για την ενέδρα της φθοράς και της πικρίας.
Δετζώρτζη Ν.
Σημ.2 Θα στα ψάλλω άλλη ώρα. / Ελπίζω το ποδάρ να 'ναι καλά.
Σημ.3 Άκου τώρα Triantafillos(link is external) για να μάθεις / εμένα μ' αρέσει. Υπάρχει πρόβλημα;
Τάχουμε χάσει εντελώς;
εδώ κι όποιος αντέξει να μην λικνίσει τις λαγόνες του να μου το πει να γελάσω...(link is external)
ερωτικό σεφαραδίτικο τραγούδι απ᾽την πιο κατάλληλη!
επανέρχομαι αλλοιώτικη.
Την αξία του Δετζώρτζη δεν την διαπραγματεύομαι. Ποιά είμαι να το κάνω άλλωστε.
Κι αν έκανα το πιο πάνω διάβημα ήταν για άλλους λόγους κι όχι για να τον αμφισβητήσω.
Έπειτα δεν ήμουν και τόσο φανατική όπως θα κατάλαβε, όποιος διάβασε τις κουταμάρες μου...
Επί του πολυτονικού η γνώμη μου είναι ότι ήταν μέγα σφάλμα να καταργηθεί (ναι ξέρω, εντάξει μη φωνάζετε...).
Νομίζω η γραμματική Τριανταφυλίδη ήταν η καλύτερη, που θα μπορούσαμε να είχαμε κρατήσει. Θα μας ισορροπούσε ανάμεσα στους δύο κόσμους εξαιρετικά (εννοώ της καθαρεύουσας και της δημοτικής). Θα μου πείτε άλλοι καιροί; Ναι άλλοι καιροί. Όταν και οι δύο άκρες ήταν κάπως μαλλιαρές. Αλλά στην κατάργηση τους και ταυτόχρονα στην αφαίρεση των αρχαίων απ᾽τα σχολεία της βασικής εκπαίδευσης;
Καλά μέγα, αλλά μέγα σφάλμα! Έξυπνους τρόπους διδασκαλίας ναι! Κατάργηση ίσον βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια μου! Να το off topic μεγαλόπρεπο!!! Παρντόν αναγνώστες του blog μας...
μια παρένθεση στο γιατί προσπαθώ να κρατήσω το γλωσσικό ιδίωμα των εκδόσεων, από όπου αντλώ το υλικό μου.
Παρενθετικά δε θα έλεγα, ότι η πιστότητα του κειμένου στα μεταπολιτευτικά χρόνια ήταν μέγιστο ζήτημα στο χώρο της παραγωγής των βιβλίων. Την είχαν στην αρμοδιότητά τους εξαιρετικά καταρτισμένοι άνθρωποι, που στις ιδιότητές τους (σαφώς πάνω από μία) ήταν κύρια το να είναι φιλόλογοι, ή πάντως δεινοί γνώστες της γλώσσας...
Το είδος ψιλοσπανίζει σήμερα, για να μην πω τείνει να εξαφανιστεί. Οι ολίγοι εναπομείναντες είναι της σπανιότητας των δεινοσαύρων και θα έπρεπε να χαίρουν άπειρης εκτίμησης, σεβασμού και αγάπης για ό,τι μας έχουν προσφέρει...
Αυτά τα off topic για να εξηγηθεί το πώς και το γιατί, η επιμονή να αλλάζω πληκτρολόγιο και να τηρώ το πολυτονικό, όπου αυτό υφίσταται.
Είναι από σεβασμό στον τεράστιο όγκο δουλειάς των επιμελητών εκδόσεων της κάθε εποχής.
>
...ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο ποίημα τοῦ Νικηφόρου Βρεττάκου:
>
Άκου!(link is external)
Στη μαλακιά άμμο που γλύφουν τα κύμματα
οι μικρές πατημασιές της δεν έρχονται πια
μόνο ένα μονοπάτι χαραγμένο από λύπη και σιωπή
φτάνει το βαθύ νερό
μόνο ένα μονοπάτι χαραγμένο από ανείπωτες λύπες
φτάνει τον αφρό.
Μόνο ο Θεός ξέρει για την αγωνία που σε συντρόφεψε
που σε ώθησε να πας να κοιμηθείς, νανουρισμένη απ᾽το τραγούδι
των κοχυλιών
το τραγούδι που τραγουδιέται στα βάθη της σκοτεινής θάλασσας
από τα κοχύλια.
Φεύγεις μακριά, Αλφονσίνα
με συντροφιά τη μοναξιά σου
Τι λογιών νέα ποιήματα ξεκίνησες να βρεις;
Μιά αρχαία φωνή φτιαγμένη απ´τον άνεμο και την αλμύρα
θρυματίζει την ψυχή σου και σε πέρνει μακριά
και πας εκεί, σαν σε όνειρο
κοιμωμένη, Αλφονσίνα, ντυμένη τη θάλασσα.
Πέντε μικρές γοργόνες
μέσα από μονοπάτια από φύκια και κοράλια
και φωσφορίζοντες ιππόκαμπους θα τραγουδήσουν
ένα κύκλο γύρω σου, δίπλα σου
και οι υδάτινοι αυτόχθονες
θα παίξουν σύντομα μαζί σου
Χαμήλωσε το φως της λάμπας λίγο για χάρη μου
Άσε με να κοιμηθώ ήρεμα, παραμάνα,
κι αν αυτός έρθει, μην του πεις ότι είμαι εδώ
Πές του ότι η Αλφονσίνα δεν θα γυρίσει πίσω
Κι αν έρθει ποτέ μην του πεις ότι είμαι εδώ.
Πες του ότι έχω φύγει.
Φεύγεις Αλφονσίνα
συντροφιά με την μοναξιά σου
Τι λογιών νέα ποιήματα πας να ψάξεις;
Μια αρχαία φωνή από άνεμο κι αλμύρα
θρυματίζει την ψυχή σου και σε πέρνει μακριά
Και πας εκεί, σαν σε όνειρο
Κοιμωμένη, Αλφονσίνα, ντυμένη τη θάλασσα
Alfonsina y el mar...(link is external)
Alfonsina Storni(link is external)
και τώρα σιωπή...
όπως μια στέρνα γεμάτη με νερό ακύμαντο...
στα έγκατα ενός σπιτιού σε κάμπο
δίχως κυπαρίσσια...
που το χτυπάει ο άνεμος,
μα όχι στα έγκατά του...
Χτες βράδυ ζήλεψα το νερό της στέρνας, τη σιωπή του που όλη μου τη ζωή πίστευα και κράταγα, σ’ εκείνο το μοναχικό σπίτι του ανεμοδαρμένου κάμπου...και πιο πριν απ’ αυτό, προσπαθούσα να μπω στη θέση της Αλφονσίνας και αναλογιζόμουν ποιά θα ήταν η καλύτερη παραλία για ένα τέτοιο τόλμημα...σκεφτόμουν το Σούνιο, τον Αιγέα και τον ξεχασιάρη γυιό του...όλα αυτά κλωθογύριζαν στο άναρχο μυαλό μου...και...
κατά τις 12 παρά κι αφού έκανα την πριν τον ύπνο περιποίηση του σαρκίου μου κι ετοιμάστηκα να κοιμηθώ νωρίς για πρωτοτυπία, μια αναλαμπή ξάφνου εξέτρεψε κάθε τέτοιο πλάνο φυσιολογικής ζωής...
σηκώθηκα, έτσι, όπως ήμουνα για ύπνο, κατευθύνθηκα στο μέσα δωμάτιο, όπου η αποθήκη με τα υλικά μου απ’ όλο τον κόσμο, εκεί και μια παλιά ντουλάπα ρούχων μικρή, άλλων εποχών, που ο ανθρώπινος εξοπλισμός περιοριζόταν στα απολύτως τρία πραγματάκια, άνοιξα τα φύλλα της τα ξεμποσκαρισμένα, κοίταξα τον βαμένο με ροζ λαδομπογιά τοίχο επίμονα,
για ώρα επίμονα...επίμονα...με ακίνητο βλέμμα...επίμονα...
και τότε εμφανίστηκε η σιδερένια πόρτα του κήπου.
Έκανα το σταυρό μου, επικαλέστηκα την προστάτιδά μου, να με συντρέξει σ’ αυτό το τόλμημα, άπλωσα το χέρι στο πόμολο της σιδερένιας αυλόπορτας και την έσπρωξα...
...και βρέθηκα στον κήπο, που δεν ήταν κήπος, αλλά η μυθική Νάρνια.
Κι έγινα ένα τόσο δα κοριτσάκι, όλο απορία κι όλα ήρθαν να με γνωρίσουν και να τα γνωρίσω μ’ έναν τρόπο επιτακτικό, σαν λυσασμένα σαρκοφάγα, ώσπου έμπηξα μια στριγγλιά πανικού...κι όλα μέριασαν παγωμένα...
ώσπου να ηρεμήσουμε...
κι αυτή η ηρεμία πήρε κάμποση ώρα για να έρθει...
κι όταν ήρθε ξάφνου τα όλα μπήκαν στη σειρά και σαν σε πριγκήπισσα, μου παρουσιάζονταν ένα-ένα, ταπεινά, ξεκάθαρα, χωρίς κανέναν εγωϊσμό για την πρωτιά, για την καλυτερότητα...
...εκτός από ένα.
Αυτό το ένα καθόταν παράμερα, κοιτώντας αλλού, προς το αχανές του άπειρου ορίζοντα...Έβλεπα τα οπίσθιά του. Την μακρόστενη κορμοστασιά του, καθώς αυτή στητά καθόταν στα μυώδη και δυνατά, πίσω του πόδια,
με μιάν ουρά, που η φουντωτή άκρη της χτυπούσε το χώμα ρυθμικά,
αλλά μάλλον νωχελικά, χωρίς νευρικότητα, σαν μια ένδειξη βαθιάς αυτοσυγκέντρωσης, παρά εκνευρισμού...
στο πάνω μέρος της ευθυτενούς κορμοστασιάς ξεχυνόταν ένας χείμαρος η κόμη αυτού του Ενός, κι εφεξής με κεφαλαίο Ε θα γράφω αυτό το Ένα. Η κόμη του Ενός λοιπόν απλά ένας θύσανος τεράστιος, ένας χείμαρος βουβός που ξεχυνόταν στους ώμους του.
Τα δυό του μπροστινά πόδια τεντωμένα όσο γινόταν για να στέκεται η φοβερή θωριά του ευθυτενής...
Δεν ήξερα για κάμποση ώρα το πρόσωπο αυτού του Ενός, αλλά πρέπει να πω, ότι τόσο μου κίνησε το ενδιαφέρον, που για όση ώρα τα υπόλοιπα όλα αράδιαζαν την ύπαρξή τους εμπρός μου, εγώ το Ένα κοίταζα λοξά και κατ’ ευθείαν...με κάθε τρόπο, να μην φανερωθεί η αδυναμία μου στα άλλα όλα και θυμώσουν μαζί μου...
Το Ένα αυτό με μαγνήτιζε με την αποστροφή του σ’ αυτό που γινόταν...
κι ήρθε και το στερνό από τα όλα κι αυτό εγώ δεν το διαπίστωσα, παρά ελάχιστα λεπτά, πριν φανερωθεί η αθλιότητά μου, να μην έχω ακούσει λέξη απ’ όσες μου ψέλισαν ένα-ένα τα όλα.
Φτύνω τον κόρφο μου γι’ αυτή την τύχη, να προλάβω κάτι τρομαχτικό, όπως τη δυσαρέσκεια και το θυμό τόσων όλων μαζεμένων μπροστά στην αρχοντιά μου...
Εν πάσει περιπτώσει το τελευταίο απ’ τα όλα ήταν πραγματικά το καλύτερο. Ή έτσι του φώναξα όλο χαρά, που επι τέλους είχα γνωρίσει όλα τα όλα και πάνω απ’ τα όλα, αυτό.
Και τότε έγινε κάτι μαγικό.
Θαρρείς και το Ένα είχε μυστικά τα μάτια του γυρισμένα πάνω μας και μόλις η ιεροτελεστία της γνωριμίας μου με τα όλα έφτασε στο τέλος της, το Ένα αργά, αλλά στεθερά, άρχισε να σηκώνεται στα τέσσερά του πόδια και να στρέφει το σώμα του απ’ τον άπειρο ορίζοντα προς τα μας...
Τα όλα άρχισαν να παρατηρούν την άλλαγή στη διάθεση του Ενός και άλλαξαν κι αυτά. Σώπασαν. Με αργές κινήσεις, τόσο που να μην δηλώνεται η ύπαρξή τους, μαζί και το καθένα χωριστά, άρχισαν ν’ αποτραβιώνται...
Τότε είδα το Ένα και το μεγαλείο του! Eίχε ένα αγριωπό αλλά θλιμμένο πρόσωπο και τα μάτια του μεγάλα και καμπυλωτά έστεργαν προς τη σοφία των κρόταφων, προσδίδοντας στο βλέμμα κάτι το επιβλητικό...Η μύτη του κινείτο ανεπαίσθητα συνέχεια...κάτωθέ της το στόμα ανάπτυσε δυό καμπύλες αλλόκοτα ανωφερείς...σαν σε μειδίαμα, που όμως δεν ήταν.
Ναι το πρόσωπο του Ένος ήταν επιβλητικό και μειδιόν.
Άρχισε να κινείται προς το μέρος μου κι ενώ θα’πρεπε ν' αρχίσω ν’ ανησυχώ, όπως ανησυχούσαν τα όλα γύρω μου, εγώ αντίθετα πρόσβλεπα σ’ αυτή τη συνάντηση...την δεχόμουν με ανυπομονησία, που με διακατείχε εδώ και ώρα, αλλά τώρα σιγά-σιγά αυτή ησύχαζε, καθώς έβλεπε την ικανοποίησή μου...
Εξ άλλου το Ένα άρχιζε να βαδίζει προς τα μένα...αργά και με την ανάσα του σχεδόν να χαϊδεύει τ’ αυτιά μου...
Τα πέλματά του ήταν στρόγγυλα και τεράστια για τα λυγερά του πόδια...βάδιζε με μια βαρύτητα να γέρνει το ρυθμό του ισάξια, μια αριστερά, μια δεξιά, σταυρώνοντάς τα σχεδόν...
Στάθηκε εμπρός μου και τότε ρίγησα, χωρίς να το θέλω...απόπνεε μια μυρωδιά υγρού χώματος μαζί με μια αρωματική αύρα, που δεν είχα αισθανθεί ποτέ ξανά...
Κάθησε πάλι όπως πριν στα δυο πίσω πόδια του κι όσο να το καλοσκεφτώ, σήκωσε το αριστερό του χέρι και άπλωσε σε ένα αριστοκρατικό Γ την πατούσα του προς το μέρος μου...
Άφησα την ασφάλεια του καθίσματός μου, στάθηκα δίπλα του κι έπιασα την ανασηκωμένη πατούσα του, σαν να επρόκειτο να χορέψουμε κάποιο ζευγαρωτό χορό εποχής...Δεν γύρισε καν να με κοιτάξει. Με μια φυσικότητα, που με ξάφνιασε, άφησε την πατούσα του να ακουμπήσει στην παλάμη μου κι έτσι απομείναμε...
Αυτός! Ο βασιλιάς! Κι εγώ, η πριγκηπέσσα του...
...τα όλα ξεθάρεψαν κι άρχισαν να μουρμουρίζουν στην αρχή δειλά, μετά ξεδιάντροπα -ώρα είναι για μια κραυγή ακόμα σκέφτηκα-...αλλά άρχισαν να πειθαρχούν, διαβάζοντας τη δυσφορία στο πρόσωπο, όχι μόνο το δικό μου, αλλά και του Ενός...
Τότε το Ένα αποτράβηξε την πατούσα του απ’ την παλάμη μου, σηκώθηκε στα τέσσερα πάλι, με κοίταξε στα μάτια, όπως κι εγώ βαθιά μέσα στα δικά του κι άρχισε να βαδίζει προς την πόρτα...απ’ όπου είχα έρθει...
τα όλα άρχισαν πάλι να μουρμουρίζουν το ένα στ’ αυτιά του άλλου... Το Ένα βάδιζε αγέρωχο κι εγώ δίπλα του με τα νυχτερινά μου κουσούρια...ξυπόλυτη...ένιωθα το χώμα να σκαλίζει τις πατούσες μου...
ένα με το Ένα...
Η πόρτα ήταν σφαλισμένη, αλλά μόλις φτάσαμε στο πόμολό της, η κλειδωνιά της άνοιξε σε τρείς κινήσεις, με τρεις ύπέροχες κλαγγές να ακούγονται απ’ τα σπλάχνα της...
Ασλάν, του ψιθύρισα...
και βρεθήκαμε όχι στην αποθήκη πια, αλλά στην κάμαρά μου, κάτω απ’ τα σεντόνια μου, δίπλα μου ο τεράστιος Ασλάν, με το μεγαλόπρεπο βασιλικό του κεφάλι κόντρα στο πρόσωπό μου...δυο κουρασμένοι, αλλά ευτυχισμένοι...
σκύβω εκεί μέσα στο θυσανώδες κεφάλι του και του ψιθυρίζω...
Ασλάν, πεσ’ μου ένα παραμύθι, πριν με καταβροχθίσεις...