Ο ήχος από μεταλλάκια που χτυπιούνται και τρίβονται μεταξύ τους, σαν κλαπατσίμπαλα, ήταν συνώνυμος μ' αυτόν.
Κάθε πρωΐ ακριβώς, στις έξι, βρέξει χιονίσει, Κυριακές και εορτές, ο ήχος ακουγόταν βιαστικός και έντονος, σαν τον ίδιο και μετά εμφανιζόταν. Ο Μανώλης, ο αναρχικός, το παρατσούκλι του. Είχε έρθει στο χωριό μας μετά την αποστασία το '65, είχε βαρεθεί στην Αθήνα το κάλεσμα της αστυνομίας, κάθε τρεις και λίγο για μία κουβεντούλα.
Και μετά εδώ οι χωροφύλακες δεν τον ενοχλούσαν και πολύ, τον είχαν μάθει, και σαν μηχανικό, αλλά και άνθρωπος που έπιαναν τα χέρια του, τον είχαν ανάγκη. Πότε το τζιπ που χάλαγε, πότε το 'να ποτε τ' άλλο, δεν έλεγε όχι κανενός.Τον αγαπήσαμε, τον βάλαμε στο σπίτι μας.
Έτσι που λές με το Μανώλη μα να σου συνεχίσω την ιστορία.
Πάνω στο μισοδιαλυμμένο του ποδήλατο, περνούσε τα πρωϊνά μπροστά μας φουριόζος, κατέβαινε την στρατηγού Κατσιμπίκουνα, έστριβε δεξιά στην πλατεία Ηρώων -που ήταν και ο καφενές μας-
φωνάζοντας ένα γειά, έστριβε αριστερά και δεξιά στη γωνιά, έκανε μια στάση στο φίλο του τον κουρέα -το σπίτι του ήταν πάνω απ'το κουρείο του- λέγανε δύο κουβέντες και μετά στο εκκλησάκι κάτω στη θάλασσα, τον αη Νικόλα.
Παράξενη φιλία είχαν με τον μπαρμπέρη, ο ένας αναρχικός με γερή θεωρητική κατάρτιση και γνώση ιστορική, ο άλλος κομμουνιστής, στήνανε κάτι καυγάδες, τρικούβερτους. Εμείς τους ακούγαμε από το καφενείο, δεν καταλαβαίναμε βέβαια όλα τα θεωρητικά τους, αλλά γελούσαμε με ότι κατέβαζαν ο ένας στον άλλον.
Και μια φορά που λές, ο Μανώλης κατάφερα ν' ακινητοποιήσει τον κουρέα το Δημητράκη, πάνω στη πολυθρόνα που κούρευε.
Φωνάζοντας, λοιπόν σαν τους ερυθρόδερμους στα καουμπόΐκα, έσυρε έξω την πολυθρόνα και πασάλειψε το Δημητράκη με τον αφρό του σαπουνιού για το ξύρισμα.
Χοροπηδώντας και αναπαριστώντας ένα υποτίθεται χορό νικητών στη Νέα Γουΐνέα, φώναζε σε όλους εμάς που είχαμε μαζευτεί τριγύρω.