Οι ρόδες κυλούσαν γλυκά κάτω από τ' αστέρια που σημάδευαν τον σκοτεινό ουρανό. Φεγγάρι δεν υπήρχε, ούτε σπίτια, μονάχα μια σειρά από κιτρινισμένα φωτάκια από τις ξύλινες καλυμμένες με πίσσα κολόνες του δρόμου, που κατέβαινε την πλαγιά σαν δαντέλα, πυκνώνοντας καθώς κρυβόταν σε μια στροφή στη ρίζα του λόφου. Ακόμα και η κορυφογραμμή των βουνών ήταν ελάχιστα πιο σκούρα από τον ουρανό, σχεδόν την υπέθετες μονάχα από την απουσία αστεριών.
Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και κούνησε το φωτάκι της, που στιγμιαία δυνάμωσε το φως του, για να ξαναγυρίσει στο ετοιμοθάνατο λαμπύρισμα του την επόμενη στιγμή. Είχε ξεχάσει να αγοράσει μπαταρίες και η ιδέα να συνεχίσει την διαδρομή χωρίς φως, δεν της φαινόταν καθόλου ελκυστική. Ο δρόμος ήταν γεμάτος λακκούβες και η πλαγιά στ' αριστερά του δρόμου ήταν πολύ απότομη. Γύρισε το διακόπτη και το φως άρχισε να λαμπυρίζει με ρυθμό. Για ένα δευτερόλεπτο ο κόσμος γύρω της έλαμπε και το επόμενο βυθιζόταν στο σκοτάδι. “Καλύτερα από το τίποτα” σκέφτηκε και συνέχισε την διαδρομή της.
Ο αέρας ήταν παγωμένος, αλλά ευχάριστα παγωμένος, έτσι όπως την χάιδευε στο πρόσωπο, τυλίγοντας την με την βαριά μυρωδιά της γης. Το δευτερόλεπτο που το φωτάκι έσβηνε, πριν τα μάτια της προλάβουν να συνηθίσουν στο σκοτάδι, ένιωθε σαν να είναι μόνη της στο κενό, σαν να πετάει σε ένα όνειρο, που κρατούσε πάντοτε τόσο λίγο. Όπως συνέβαινε και την κάθε της ημέρα, παραπατούσε λίγο στο όνειρο και λίγο στις ανάγκες της πραγματικότητας κι αναρωτιόταν πως γίνεται το όνειρο να φαίνεται πάντοτε πιο σύντομο.
Η πίεση στη δουλειά. Η εικόνα μιας οθόνης υπολογιστή, το μισογεμάτο τασάκι, ένα στόμα που μιλάει, χωρίς να βγάζει ήχους, σημασία έχει να φαίνεται πως ανοιγοκλείνει.
Ελεύθερη να γελά, σε κάποιο δρόμο που δεν γνώριζε.
Η γιορτή που είναι αναγκασμένη να πάει την Παρασκευή, ένα ρολόι που χτυπά, ένα δάχτυλο που δείχνει, δεν ξέρει προς τα που, σημασία έχει να δείχνει.
Μια αγκαλιά. Κι έπειτα, τίποτε παραπάνω.