Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, μπορούσες να δεις ότι όλοι φορούσαν αυτές τις καινούργιες πολύχρωμες μπότες, που ήταν πολύ της μόδας, αλήθεια! Δερμάτινες, πλαστικές ακόμα και ξύλινες, με ρίγες ή πουά, με σχεδιάκια κάθε λογής, διακοσμημένες με χνουδωτές μπάλες ή με πολύχρωμα φτερά ή ακόμα και με κοσμήματα και μεταλλικά σχεδιάκια... Κίτρινες, κόκκινες, πράσινες, πορτοκαλί, με τους πιο τρελούς συνδυασμούς χρωμάτων, πουθενά δεν έβλεπες γκρίζες ή καφέ, παρά φανταχτερά γουνάκια και κουδουνάκια για να κάνουν θόρυβο, λαμπάκια για να κάνουν αίσθηση τη νύχτα... Ακόμα και ο δήμαρχος της πόλης είχε μια με αστεράκια και δυο μεγάλες κουδούνες στη φτέρνα για να κάνει τονίζει με τον τρόπο αυτό, το κύρος του!
Αυτό το πολύχρωμο πλήθος κοιτούσε κι εκείνος κι έπειτα έσερνε με λύπη το βλέμμα του στα παλιά, μισοσκισμένα, γκρίζα αθλητικά του παπούτσια... Φαίνεται πως όλοι οι άνθρωποι είχαν βρει έναν κώδικα επικοινωνίας που τους ένωνε και τον είχαν κλείσει απέξω, πράγμα που τον έκανε να νιώθει μόνος. Κι ακόμα πιο μόνος ένιωθε γιατί όλοι του οι φίλοι, που είχαν τρέξει να προμηθευτούν αυτές τις τρελές πολύχρωμες μπότες, του είχαν ακυρώσει το ραντεβού για την συνηθισμένη ποδηλατοβόλτα της Κυριακής. Ήταν που δεν βόλευαν, οι γούνες μπλέκονταν στα γρανάζια, τα χρώματα λερώνονταν από την αλυσίδα, και δεν ήταν και ότι πιο ξεκούραστο γενικά, άσε που γλιστρούσαν πάνω στο πετάλι... Κι έτσι συνέχισε την μοναχική του βόλτα με το ποδήλατο, χαζεύοντας το πολύχρωμο πλήθος που έδειχνε τρομερά ευτυχισμένο.