ΕΝΑ ΒΑΘΥΚΟΚΚΙΝΟ GITANE...
Υποβλήθηκε από ofios στις Κυρ, 05/10/2008 - 22:28.Είχε κρατήσει ένα κομμάτι σίδερο, ούτε που θυμόταν πιά από ποιό μέρος του ποδηλάτου είτανε, είχαν περάσει και τόσα χρόνια...
Κι' έπειτα, δεν ήθελε να κάνει καμμία προσπάθεια να θυμηθεί, ήθελε μόνο να τόχει, να ξέρει πως είναι 'κει και να το κυττάει όταν ήταν ολομόναχος, κλεισμένος στην αποθήκη με το τρακτέρ, το παληό Ρενώ του μακαρίτη του παππού Ζεράρ.
Εκείνος τούχε πάρει το πρώτο του ποδήλατο σαν έγινε τεσσάρων χρονών, ένα βαθυκόκκινο Gitane με κάτι τεράστιες βοηθητικές ρόδες, που δεν πρόλαβαν να μείνουν πάνω στο ποδήλατο πάνω από τρεις μέρες. Είχε μάθει να στέκεται χωρίς αυτές τόσο γρήγορα, σαν νάχε γεννηθεί πάνω στο βαθυκόκκινο Gitane.
Τόχε 'κείνο το κομμάτι μπερδεμένο μέσα σε κάτι εργαλεία, να μη φαίνεται, μην τύχει και τόβρισκε εκείνος και τότε...
Πολλά βράδυα είχε μείνει στην αποθήκη με μισόσβηστη την λάμπα πετρελαίου, να μη φαίνεται απ' το σπίτι, εξ' άλλου στο δωμάτιό του δεν θα τον έψαχνε κανείς.
Όλη τους η φροντίδα περιοριζόταν στο νάναι τα χοντροπάπουτσά του καλά μπαλωμένα και τα θεόφαρδεια πουκάμισά του νάχουν όλα τα κουμπιά τους, για να μην λείψει ούτε μια μέρα απ' το χωράφι δίχως λόγο...
Εκείνα τα βράδυα στην αποθήκη, που ξεκίναγαν σαν γλύκαινε αρκετά ο καιρός και μπορούσε ν' αντέξει την ακόμη ψυχρή βραδυά, ήταν όλη του η ζωή, τα περίμενε σαν γιορτή, άντεχε τα πάντα για να μπορέσει νάχει τα δικά, τα ολόδικά του βράδυα που θα τα περνούσε στην σκοτεινή αποθήκη.
Όχι βέβαια, πως του τάχαν παραχωρήσει αυτά τα βράδυα...
Απλώς, έκανε πως ανέβαινε στο δωμάτιό του, πάταγε δυνατά στα τρία-τέσσερα πρώτα σκαλοπάτια τόσο ώστε να τρίξουν και να ξεγελάσει τους άλλους, εκείνους που τους είχε για τόσο ξένους πιά μετά από 'κείνη τη μέρα, και έστριβε αθόρυβα στον διάδρομο, άνοιγε την πόρτα κι' έτρεχε στην αποθήκη.
Απλώς, δεν τον αναζητούσε κανείς, τους ήταν εξίσου ξένος...