Το ιστολόγιο του/της BookLuv

Το Στέκι της Μοναξιάς του

Ήταν εκεί κάθε μέρα. Τον έβλεπε κάθε φορά που πήγαινε στο κοντινό σουπερμάρκετ.Ήταν καθισμένος στον πλαστικό καναπέ, στη γωνιά κοντά στον τοίχο, σ εκείνον το χώρο, όπου μπορείς να πιεις ένα γρήγορο καφέ, μια ανάσα στο τρέξιμο της μέρας.

Το μάτι της άρχισε να τον προσέχει περισσότερο, καθώς τον συναντούσε ξανά και ξανά. Θα ήταν κάπου μεταξύ εξήντα και εβδομήντα, γερασμένος-αφημένος, θάλεγε κανείς- μ ένα μαύρο περιβραχιόνιο, δείγμα ότι πρόσφατα είχε χάσει τη συνοδοιπόρο. Είχε φύγει από τη ζωή η γυναίκα που μοιραζόταν ως τώρα την καθημερινότητα, το μόχθο της κουζίνας, τη γκρίνια για τα μικρά και ασήμαντα, τη βλακεία της βραδινής τηλεόρασης.

Categories: 

Οι ''καιροί'' του Σεφέρη

Είναι ένα απόσπασμα κειμένου από τις ''Μέρες Γ'', εν είδει σκέψεων και ημερολογίου, που έπεσε στα χέρια μου στα φοιτητικά χρόνια, και από τότε με στοιχειώνει, δεν ξέρω γιατί.
Ακολουθώ την παρόρμηση να το μοιραστώ μαζί σας, γνωρίζοντας ότι ο Σεφέρης έγραψε πολύ πιο δυνατές σκέψεις και αποφθέγματα- σκόρπια στο έργο του-που αξίζει να τα ψάξει κανείς.

''Σκέψη του παροδικού που σε παραλύει. Σπίτια, θάνατοι, χωρισμοί. Η ζωή του ανθρώπου είναι καμωμένη από καιρούς. Καιρός να σπείρεις, καιρός να θερίσεις, καιρός της θλίψης, καιρός της χαράς, καιρός της αγάπης, καιρός της μοναξιάς. Αν το σκεφτείς έτσι, θα μπορέσεις και στη χαμηλότερη στιγμή να στηριχτείς, γιατί κι αυτή θα ανήκει σ έναν από τους καιρούς της ζωής σου''.

''

Συνοδοιπόροι

[15/8/2013]

Περπατάμε στο σκοτάδι.
Βρέχει και φυσάει- τα μαλλιά μας χορεύουν μέσα στα μάτια μας, υγρά από βροχή και δάκρυα.
Κρατάς ένα φακό - χλωμός κύκλος από φως μέσα στο μαύρο - με κρατάς από το χέρι σφιχτά, να μη σκοντάψω στις πέτρες. Πατάω εκεί που πατάς.
Έχω κατέβει στα υπόγεια της ψυχής μου, στα πιο βαθιά, όπου μόνο η απόγνωση κατοικεί. Είμαι ένα με τη λάσπη, δεν πάει πιο κάτω.
Από το χέρι σου αρπάζομαι, με κρατάς, με κρατάς σφιχτά, να μη γκρεμιστώ στο χάος.
Μην αφήσεις το χέρι μου. Βυθίζομαι.

Νέα Ιωνία- Φθινοπωρινό Κολλάζ

Σεπτέμβρης στη Νέα Ιωνία. Παρουσιάζομαι στο σχολείο της οργανικής μου θέσης, με το ένα πόδι έξω, περιμένοντας την απόσπαση. Αυτή τη χρονιά και με τα δυο πόδια μέσα, δε θέλω πια να φύγω, αρχίζω να κολλάω εδώ, έχει μια ζεστασιά που μου αρέσει.
Το ταξίδι με το λεωφορείο και με τα πόδια, τριάντα και είκοσι λεπτά αντίστοιχα.Με το ποδήλατό μου το χρονομέτρησα πενηνταπέντε. ''Ούτε να το σκέφτεσαι'', μου ψιθυρίζει η φωνή της λογικής.''Φτάνεις στο σχολείο κουρασμένη, άσε τη βαριά τσάντα στην πλάτη...''
Στο δρόμο ένα σωρό μαγικά συναπαντήματα, για εκείνους που έχουν ακόμα παιδικά μάτια.Κι αρχίζει το κολλάζ, κομμάτι-κομμάτι.

contact