Το Στέκι της Μοναξιάς του
Ήταν εκεί κάθε μέρα. Τον έβλεπε κάθε φορά που πήγαινε στο κοντινό σουπερμάρκετ.Ήταν καθισμένος στον πλαστικό καναπέ, στη γωνιά κοντά στον τοίχο, σ εκείνον το χώρο, όπου μπορείς να πιεις ένα γρήγορο καφέ, μια ανάσα στο τρέξιμο της μέρας.
Το μάτι της άρχισε να τον προσέχει περισσότερο, καθώς τον συναντούσε ξανά και ξανά. Θα ήταν κάπου μεταξύ εξήντα και εβδομήντα, γερασμένος-αφημένος, θάλεγε κανείς- μ ένα μαύρο περιβραχιόνιο, δείγμα ότι πρόσφατα είχε χάσει τη συνοδοιπόρο. Είχε φύγει από τη ζωή η γυναίκα που μοιραζόταν ως τώρα την καθημερινότητα, το μόχθο της κουζίνας, τη γκρίνια για τα μικρά και ασήμαντα, τη βλακεία της βραδινής τηλεόρασης.