« Ιωσήφ Καραπιπέρογλου, εκ Καππαδοκίας την καταγωγήν έχων, κύριε πρόεδρε.
Ο πατήρ μου εξεκίνησε ως απλός πωλητής σαπώνων και αλισίβας περί των δρόμων τε και χωρίων της επαρχίας εις ην εκατοίκουν, η δε μήτηρ μου εχρημάτισε οικονόμος των αξιοπρεπεστέρων οικιών του Αϊδινίου.
Μοίρα οικτρά ηνάγκασέ με εις ακουσίαν έξοδον εκ της πατρώας γης της Ιωνίας, είτα δε, εις τους δρόμους των Αθηνών με ώθησε προς εξεύρεσιν εργασίας τινός.
Τέχνην κατείχον εκ του πάππου μου, Αθανασίου Τουλμάογλου, γανωτού εις το επάγγελμα, και δεξιότην ανέπτυξα εις το τα σύρματα και τα μέταλλα περιπλέκων, να δύναμαι να κατασκευάζω περιπλόκους κατασκευάς πολλάκις χρησίμους, ενίοτε δε, απλώς διακοσμητικάς.
Εργατικός ειμί, κύριε πρόεδρε, ουδόλως δε απατεών ως ούτως ο κατήγορος επιθυμεί αποδείξαι με ενώπιον του σεβαστού δικαστηρίου.
Η τιμιότης δε, ουδαμώς με εγκατέλειψε, έτι δε και φόβον έχων περί της φήμης, αλλά και του ονόματος της οικογενείας μου, ότε χρόνος ελεύθερος μοι προέκυπτε, εφρόντιζον όπως και την ελαχίστην στιγμήν αναπαύσεως να μετατρέπω εις επωφελήν ασχολία.
Πλησίον δε της οικίας μου εν τη παρόδω Μουστοξύδη, πλησίον δε των στάβλων του ιππικού του σεβαστού ημών Βασιλέως, συντηρεί κατάστημα και δια το ακριβέστερον, παράγκαν άνευ θυρός, στεγασμένην δε δια τσίγκων, ο ουτιδανός Τσακμακλής Σωτηράκης, επονομαζόμενος και «σουγιαδάκιας» όστις μοι παρεσκεύασε την δίκην ταύτην.
Δεν είναι, κύριε πρόεδρε του σεβαστού πλημμελειοδικείου ίδιον του χαρακτήρος μου η μακρυγορία, επιτρέψατέ μοι όμως, να περιγράψω μετά λεπτομερειών το συμβάν.
Την πρωίαν της Τετάρτης, ότε και εγένετο η αρχή του θλιβερού συμβάντος, ομάς μειρακίων τινών εκ των παρακειμένων πλινθόκτιστων οικιών της περιοχής Γουδή, προσήλθε εις την παράγκαν του απεριγράπτου Τσακμακλή, του επονομαζομένου και «τραπεζόμαγκα» προς ενοικίασιν ποδηλάτων.