Στου Μπερνίτσα το ζαχαροπλαστείο...
Υποβλήθηκε από ofios στις Παρ, 20/05/2011 - 12:43.«....Λέει ο Θωμάς, ν ανέβεις στην Αθήνα, όλο και κάποια δουλειά θάβρεις.
Δέκα ώρες Τήνο-Αθήνα έκανε το καράβι τότε. Κατάστρωμα, βροχή, δεν άντεχα την κλεισούρα του αμπαριού, μαθημένος απ΄το έξω. Φτάνω στον Πειραιά, κόσμος κακό , φασαρία, σάστισα, μούρθε να ξαναμπώ στο καράβι τα μπρος πίσω για το νησί.
Με τα πολλά κατέβηκα, πάτησα πόδι στην προκυμαία, βρήκα ένα κάρρο με πήγε ως το σαπουνάδικο που ήταν στην Πειραιώς, από ΄κει τόκοψα με τα πόδια, έφτασα στου Φρατζέσκου τον καφενέ στην Κουμουνδούρου.
Τι χαμπέρια μου λέει, δουλειά του λέω δεν έχω και δεν θέλω να φύγω για πέρα, γιατί τότε όλοι φεύγαν για την Πόλη ή για τη Σμύρνη να πα΄ να δουλέψουνε σε σπίτια μαγέροι και καμαριέρες. Δεν άντεχα να φύγω, έβλεπα διαβατήριο και μ΄έπιανε τρέμουλο, να θέλω σφραγίδα για ναρθω πίσω, ν΄ακούω βιολί νησώτικο και να τρέχουν ποτάμι τα μάτια μου, δεν ήθελα.
Είπα πάω στην Αθήνα κι΄ας κάμω ό,τι βρω, θα σούρνομαι, μα στα ξένα δεν πάω.
Ο Φρατζέσκος είχε γνωριμίες, μου λέει άσε τον μπόγο κει στη γωνία, με στέλνει σ΄ένα μαγαζί που ήθελε λέει κόσμο για μια δουλειά που δεν είχε ξαναγίνει στην Αθήνα.
Λέω μέσα μου, τί δουλειά είναι τούτη δω, μην είναι τίποτε βρωμιά στη μέση, πάω που λές γωνία Πανεπιστημίου και Πατησίων, κυττάω καλά, τί να δω΄, ένα ζαχαροπλαστείο, «Π. Μπερνίτσας» είχε την ταμπέλλα, κόσμος, μιλιούνια, μηρμυγκιές, να λες πού πάνε όλοι αυτοί , πού χωράνε κει μέσα.
Να μοσχοβολάει ο τόπος βούτυρα και κρέμα.
Εγώ ήμουν με τα ρούχα απ΄το ταξίδι, ντράπηκα, λέω θα με δει έτσι θα με στείλει από κει πούρθα, τί να κάμω τώρα, λέω, μπες μέσα Λορέντζο κι΄ότι γίνει.