Το ιστολόγιο του/της Morfeas

Το δασάκι

Ξυπνούσε τα βράδια ιδρωμένος. Μια κραυγή ανακατεμένη με ένα λυγμό ξέσκιζε το λάρυγγά του. Ένιωθε τα μάτια του να καίνε. Η αναπνοή του βάραινε στο στήθος του, η καρδιά του παλλότανε σαν πολεμικό τύμπανο. Ανακαθόταν στο κρεβάτι και έσφιγγε τα γόνατα μες στα χέρια του. Περίμενε μέχρι τα μάτια του να προσαρμοστούν στο σκοτάδι. Πάλευε να ξεκρίνει τις αδρές γραμμές από τα έπιπλα, σημάδια αναφοράς σε ένα μισοψεύτικο σύμπαν, σε ένα χρόνο ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασίωση. Δεν ένιωθε ποτέ ότι είναι ξύπνιος, απλώς το συμπέρανε από την αίσθηση των πραγμάτων γύρω του.

Ένα μαχαίρι

Λες να 'τανε ο William George Allum αυτός που αγόρασε εκείνο το μαχαίρι για εφτά φράγκα από τον γέρο παλαιοπώλη στο Αλγέρι...?

Λες οι ανθρώποι να 'ναι ορυχεία που περιμένουν να σκαφτούν...?

Λες εκείνη η γραμμή στον ορίζοντα να είναι πραγματική, εννοώ ένας πραγματικός τόπος, υπαρκτός, όχι μια οφθαλμαπάτη, ένα ξελόγιασμα των αισθήσεων, ένα ψεύτικο ζευγάρωμα.

Υπάρχουν άραγε και τέτοια ζευγαρώματα...?

Κόκκινο

“…υπάρχουν στιγμές που νιώθεις τα πάντα γύρω σου να σταματούν
στιγμές που νιώθεις το χρόνο να κόβεται στα δυο
στιγμές που δεν αφήνουν τίποτα ίδιο πίσω τους
στιγμές που εύχεσαι να σ’ είχαν προσπεράσει…”

Με χωρίς τίτλο

Χρόνια πίσω, ένα ζεστό καλοκαιρινό πρωινό του Ιουλίου, ένα τρένο με ξέβρασε μαζί με κάποιους φίλους στο σταθμό του Μελιγαλά. Ταλαιπωρημένοι, ξάγρυπνοι, είχαμε παρακολουθήσει το προηγούμενο βράδυ την Γαλλία να αποκλείει την Βραζιλία στον ημιτελικό του Μουντιάλ της Γερμανίας. Μετά, στις τέσσερεις το πρωί πήραμε το τρένο. Και έξι ώρες μετά αντίκρυσα για πρώτη φορά τη μεσσηνιακή γη. Και για τελευταία φορά τον Μήτσο.